«Το δικαίωμα που δεν ασκούμε νεκρώνεται. Η ελευθερία που δεν αξιοποιούμε μαραίνεται». Η πάντοτε επίκαιρη αυτή φράση του Γερμανού συγγραφέα Χάινριχ Μπελ συμπυκνώνει την ιδέα πίσω από την ημερίδα «Η δημοκρατία σήμερα – Ο κόσμος μας αύριο. Προκλήσεις και προοπτικές σε καιρούς πολλαπλών κρίσεων». Με βάση την ανησυχητική διαπίστωση ότι στην Ελλάδα η τάση αποχής στις εκλογές δείχνει να παγιώνεται, η εκδήλωση ανέδειξε την ενεργό συμμετοχή των πολιτών ως μια ουσιαστική προϋπόθεση για τη λειτουργία της δημοκρατίας. Πενήντα χρόνια μετά τη Μεταπολίτευση –και εν μέσω ενίσχυσης των αντιδημοκρατικών φωνών, διολίσθησης του Κράτους Δικαίου και μειούμενης συμμετοχής των πολιτών στις εκλογές– η συζήτηση δεν περιστράφηκε γύρω από την αδιαμφισβήτητη πρόοδο που καταγράφηκε σε μια σειρά από τομείς, αλλά κυρίως γύρω από την κρίση που διέρχεται σήμερα η Δημοκρατία και τις προτάσεις για το μέλλον της.
Πιο συγκεκριμένα, παρουσιάστηκαν τα ευρήματα δύο ερευνών που είχε πραγματοποιήσει πρόσφατα το Ίδρυμα Χάινριχ Μπελ – μία για την αποχή στις εκλογές και μία για την έμφυλη ανισότητα στα ΜΜΕ. Τα δεδομένα αυτά αποτέλεσαν και τη βάση ενός κριτικού αναστοχασμού για τη Δημοκρατία μέσα από δύο στρογγυλά τραπέζια, όπου πρόσωπα από την κοινωνία των πολιτών, την επιστήμη και τη δημοσιογραφία συζήτησαν για τα προβλήματα και τις αδυναμίες της πολιτικής να ανταποκριθεί στις ανάγκες των πολιτών, αλλά και για εναλλακτικές προτάσεις των ίδιων των πολιτών οι οποίες δείχνουν τον δρόμο για μια συμπεριληπτική δημοκρατική κοινωνία.
Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε από το Ίδρυμα Χάινριχ Μπελ – Γραφείο Θεσσαλονίκης σε συνεργασία με τη Συμμαχία των Φύλων στις 23 Οκτωβρίου 2024 στην Τεχνόπολη Δήμου Αθηναίων.
Παρουσίαση έρευνας «Η ακτινογραφία της αποχής στις εθνικές εκλογές 2023»
Στρογγυλό τραπέζι «Πέρα από τα αδιέξοδα της πολιτικής»
Παρουσίαση έρευνας «Έμφυλη (αν)ισότητα στα ελληνικά ΜΜΕ & πολιτική»
Στρογγυλό τραπέζι «Προς μια συμπεριληπτική δημοκρατία»
Παρουσίαση έρευνας «Η ακτινογραφία της αποχής στις εθνικές εκλογές 2023»
Η ημερίδα ξεκίνησε με την παρουσίαση της πανελλαδικής δημοσκόπησης «Η ακτινογραφία της αποχής», της πρώτης που γίνεται μ’ αυτό το θέμα σε τόσο μεγάλη έκταση. Την έρευνα παρήγγειλε το Ίδρυμα Χάινριχ Μπελ και υλοποίησε η εταιρεία Kapa Research το διάστημα 3-17 Ιουλίου 2024, και παρόλο που αφορά κυρίως τις εθνικές εκλογές του Ιουνίου 2023, ενσωματώνει και κάποιες ερωτήσεις για τις ευρωεκλογές του 2024. Αυτές οι δύο εκλογικές αναμετρήσεις άλλωστε ήταν που κατέγραψαν τα μεγαλύτερα ποσοστά αποχής της εικοσαετίας 2004-2024. Για τις ανάγκες της ερμηνείας των στοιχείων επιχειρήθηκε επιμέρους διάκριση των ερωτώμενων μεταξύ όσων ψήφισαν, όσων απείχαν για πρακτικούς λόγους και όσων απείχαν συνειδητά.
Τα ευρήματα παρουσίασε ο διευθυντής Ερευνών της Kapa Research Αλέξης Ρουτζούνης, ο οποίος επεσήμανε μια εγγενή δυσκολία της συγκεκριμένης έρευνας, καθώς οι άνθρωποι που απέχουν από τις εκλογές τείνουν να απέχουν και από τις δημοσκοπήσεις.
Τα βασικά συμπεράσματα της έρευνας ήταν ότι η αποχή συνδέεται με την οικονομική κρίση και τις επιπτώσεις της στο κομματικό σύστημα, ότι παρατηρούνται ισχυρές τάσεις πολιτικής απάθειας, κυνισμού και δυσπιστίας απέναντι στους θεσμούς του πολιτικού συστήματος, ότι η δυσπιστία είναι αυξημένη ιδίως ανάμεσα στους απέχοντες και επηρεάζει την πολιτική τους συμπεριφορά και ότι ως αντίδοτο στην αποχή προκρίνεται μια διαδικασία κάθαρσης του πολιτικού σκηνικού με στοιχεία εντιμότητας, αξιοκρατίας και διαφάνειας.
Τα ευρήματα της δημοσκόπησης κλήθηκαν να σχολιάσουν δύο πολιτικοί επιστήμονες: η καθηγήτρια στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Βασιλική Γεωργιάδου, η οποία είναι επίσης διευθύντρια και πρόεδρος ΔΣ του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ), και ο αναπληρωτής καθηγητής στο τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας Γιάννης Κωνσταντινίδης.
Η Βασιλική Γεωργιάδου θύμισε πως διάφορες έρευνες δείχνουν ήδη από το 2007 πτώση της ικανοποίησης από τη Δημοκρατία, πτώση η οποία μετά το 2010 και το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης παίρνει πρωτοφανείς διαστάσεις. Ένα από τα στοιχεία της έρευνας που υπογράμμισε ήταν το 16% που απείχε από τις εκλογές για πρακτικούς λόγους – ποσοστό υψηλότερο από τα συνήθη εκλογικά στάνταρ. Αυτό –είτε οφείλεται σε παράγοντες όπως η πανδημία είτε στο ότι πλέον έχουμε άλλα, κυρίως ψηφιακά εργαλεία διεκπεραίωσης της καθημερινότητάς μας– δείχνει ότι η μεταπήδηση από τη συμμετοχή στην αποχή δεν είναι ταμπού. Αντίθετα φαίνεται αρκετά εύκολη, καθώς τα κοινά των δύο κατηγοριών (συμμετέχοντες και απέχοντες) δεν είναι καθόλου διαφορετικά. Πρόκειται για μια ρευστή κατάσταση που μπορεί να ιδωθεί είτε αρνητικά (ότι η αποχή ενδέχεται να αυξηθεί) είτε όμως και θετικά (ότι οι απέχοντες μπορούν να μετακινηθούν στην κατηγορία των συμμετεχόντων).
Σημαντική επίσης κατά τη γνώμη της είναι η άποψη που εκφράζουν οι πολίτες ότι η πολιτική δεν τους λαμβάνει υπ’ όψιν. Οι πολίτες σωστά νιώθουν πως οι πολιτικοί παρακάμπτουν τα πραγματικά προβλήματα, επομένως την ίδια την κοινωνία και τους ίδιους, είπε. Γι’ αυτό και χρειάζεται μια μεγαλύτερη ανοιχτότητα στα κόμματα, που όσο πάει και προεδροποιούνται, ενώ γενικότερα στην κοινωνία είναι αναγκαία μια μεγαλύτερη συμπεριληπτικότητα, συμμετοχικότητα, διαβούλευση και εμπλοκή των πολιτών. Σε πιο πρακτικό επίπεδο, η επιστολική ψήφος ή άλλες πρακτικές διευκόλυνσης θα συνέβαλλαν στην αύξηση της εκλογικής συμμετοχής.
Ο Γιάννης Κωνσταντινίδης στα ευρήματα της δημοσκόπησης πρόσθεσε το συμπέρασμα μιας άλλης έρευνας ότι υπάρχει φόβος, αβεβαιότητα και απαισιοδοξία για την επόμενη μέρα των εκλογών – ιδίως στους νέους. Επεσήμανε ότι συχνά το πολιτικό προσωπικό, το οποίο είναι αυτό που καλείται συνήθως να ερμηνεύσει την αποχή, την ερμηνεύει όχι ως δική του αποτυχία αλλά ως αποτυχία όλου του πολιτικού συστήματος. Όσο για τα πολιτικά κόμματα, ανέφερε πως δεν αντιλαμβάνονται τον ρόλο που πρέπει να παίξουν και γι’ αυτό δεν παράγουν εναλλακτικές ή δεν προχωρούν σε προσπάθειες συνεργασιών.
Κλείνοντας το πρώτο μέρος της εκδήλωσης, ο Μιχάλης Γουδής, συντονιστής του πάνελ και διευθυντής του Ιδρύματος Χάινριχ Μπελ – Γραφείο Θεσσαλονίκης, παρατήρησε ότι τα πολύ μικρά ποσοστά εμπιστοσύνης σε συλλογικότητες όπως οι συνδικαλιστικές οργανώσεις δείχνουν πως ο κόσμος έχει αποδεχθεί την έννοια της ατομικής ευθύνης και ότι σε κατ’ εξοχήν συλλογικά προβλήματα ψάχνει πλέον ατομικές λύσεις.
Στρογγυλό τραπέζι «Πέρα από τα αδιέξοδα της πολιτικής»
Το πρώτο στρογγυλό τραπέζι της εκδήλωσης επιχείρησε να διερευνήσει με διαθεματική προσέγγιση κάποια από τα συμπτώματα της γενικευμένης κρίσης που υπονομεύει την ίδια τη Δημοκρατία. Τρεις ακαδημαϊκοί και ένας δημοσιογράφος αναφέρθηκαν σε ισάριθμα προβλήματα, τα οποία όπως φάνηκε αλληλοσυνδέονται, συνθέτοντας τη μεγάλη εικόνα μιας Δημοκρατίας με πολλά κενά.
Ο Κωστής Χατζημιχάλης, ομότιμος καθηγητής στο Τμήμα Γεωγραφίας του Χαροκόπειου Πανεπιστημίου, έθεσε τον άξονα της χωροκοινωνικής δικαιοσύνης, με την οποία θα πρέπει οπωσδήποτε να συμπληρωθεί η Δημοκρατία ώστε να μην είναι κενή περιεχομένου. Όπως εξήγησε, η συμπερίληψη, η ισότητα και η δικαιοσύνη θα πρέπει να αναζητηθούν όχι αόριστα, αλλά συγκεκριμένα, εντός του χώρου. Για την εξουσία και τις ελίτ, όπως είπε, κάποια σώματα είναι αόρατα ή δεν μετρούν με τον ίδιο τρόπο: οι ηλικιωμένες στα ορεινά χωριά που δεν έχουν ταχυδρομείο και κοινωνικά ιατρεία, οι Ρομά στον Ασπρόπυργο, οι ΛΟΑΤΚΙ που βρίσκονται σε κίνδυνο, οι νέοι που ψάχνουν στέγη, οι κάτοικοι της Θεσσαλίας που η γη τους καλύπτεται από τα φωτοβολταϊκά, οι κάτοικοι των Εξαρχείων που ζουν πίσω από τις λαμαρίνες ενός αχρείαστου σταθμού μετρό... Η ανυπαρξία της χωροκοινωνικής δικαιοσύνης υποσκάπτει την ίδια τη Δημοκρατία.
Ο ίδιος έθεσε το θέμα της χωρικής ανισότητας μέσα στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης. Είπε συγκεκριμένα ότι η ανάπτυξη των περιφερειών είναι δομικά αδύνατη, καθώς υπάρχει επίσημη Οδηγία από την Ευρωπαϊκή Ένωση για τόπους που πρέπει να προσελκύουν επενδυτές και για ανταγωνισμό πόλεων και περιφερειών – αλλά ο ανταγωνισμός δεν έχει μόνο νικητές, έχει πολλούς περισσότερους νικημένους. Όπως είπε, βιώνουμε μια επίθεση σε οτιδήποτε συλλογικό, αλλά και στο φυσικό περιβάλλον, ακόμα και στο τοπίο. Για να καταλάβουμε την πηγή του προβλήματος δεν θα πρέπει να μείνουμε μόνο στην προαναφερθείσα νεοφιλελεύθερη συνταγή και στους dealers της ανάπτυξης που αυτή παράγει, αλλά να συνδυάσουμε και άλλα στοιχεία, όπως την κλιματική αλλαγή.
Το πιο φλέγον ζήτημα κατά τη γνώμη του είναι η υφαρπαγή της γης και του νερού, και κυρίως της δημόσιας γης. Πέρα από οτιδήποτε άλλο, αυτό οδηγεί και στην υποταγή του πληθυσμού, που βλέπει όλη αυτή την κατάσταση και, μη διακρίνοντας λύσεις στην πολιτική, καταφεύγει στην πολιτική απάθεια. Οι λύσεις όμως βρίσκονται μόνο στα τοπικά κινήματα και στις τοπικές κοινωνίες. Η Δημοκρατία δεν θα προστατευθεί μόνο από τη συμμετοχή του κόσμου στις εκλογές, αλλά από τη συμμετοχή του και σε πολλά άλλα πράγματα.
Η Δάφνη Χαλικιοπούλου, καθηγήτρια Συγκριτικής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο του York, αναφέρθηκε στην άνοδο της ακροδεξιάς. Όπως εξήγησε, πρόκειται όχι μόνο για ελληνικό αλλά για παγκόσμιο φαινόμενο που τείνει να πάρει χαρακτηριστικά ντόμινο, καθώς τα ακροδεξιά κόμματα μιας χώρας ενισχύουν τα αντίστοιχα κόμματα άλλων χωρών. Η ακροδεξιά μπορεί να επιτίθεται στην παγκοσμιοποίηση, αλλά στην ουσία τρέφεται απ’ αυτήν.
Έχουμε την εντύπωση, είπε, ότι η μετανάστευση είναι αυτό που κυρίως τροφοδοτεί την ακροδεξιά, αλλά κάτι τέτοιο δεν ισχύει, καθώς το πρόβλημα είναι πολυδιάστατο. Για παράδειγμα, η ακρίβεια ή η έλλειψη εμπιστοσύνης στους θεσμούς αξιολογούνται από τον κόσμο ως πολύ σημαντικότερα προβλήματα, αλλά η συζήτηση περιστρέφεται λιγότερο γύρω απ’ αυτά. Αυτό που θα πρέπει να έχουμε υπ’ όψιν είναι ότι οι ψηφοφόροι της ακροδεξιάς δεν είναι μία ομάδα. Τα κόμματα αυτά, επεσήμανε, τα οποία θα πρέπει να τα λέμε όχι λαϊκιστικά αλλά ακροδεξιά, μπόρεσαν να τραβήξουν ψηφοφόρους με διάφορους τρόπους και από διάφορους δρόμους – ακρίβεια, ανισότητες κέντρου-περιφέρειας, χωρική αδικία κλπ. Έρευνες δείχνουν ότι πολλοί θα θυσίαζαν τη Δημοκρατία, αν είχαν κάποιο προσωπικό όφελος. Πρέπει λοιπόν να εστιάσουμε στους πάσης φύσεως ηττημένους, που δεν μπορούν να βρουν τρόπους να ενταχθούν και ψηφίζουν ακραία.
Το πρόβλημα, τόνισε η κ. Χαλικιοπούλου, ξεκινά ίσως από το ότι πολλοί δεν το βλέπουν ως πρόβλημα. Κάποιοι λένε, για παράδειγμα, πως σε μια Δημοκρατία κι αυτές οι φωνές πρέπει να υπάρχουν. Πολλά κόμματα δέχονται τα ακροδεξιά κόμματα σε κυβερνήσεις συνεργασίας, ή πολύ συχνότερα κοπιάρουν την ατζέντα τους. Αλλά οι πολιτικές που παράγονται μ’ αυτούς τους τρόπους είναι βλαπτικές για τον κόσμο και επιτίθενται στη Δημοκρατία. Φαίνεται λοιπόν ότι δεν είναι μόνο θέμα ζήτησης αλλά και προσφοράς, και θα πρέπει να εξαλείψουμε αυτή την προσφορά. Να μη συζητάμε συνεχώς για την ακροδεξιά, να μη βάζουμε τον εαυτό μας στους ηττημένους και να περνάμε θετικά μηνύματα. Γιατί δυστυχώς, όπως τόνισε, δεν πιάσαμε ταβάνι, υπάρχουν κι άλλοι δυνητικοί ψηφοφόροι της ακροδεξιάς και μάλιστα βρίσκονται κυρίως ανάμεσα σ’ αυτούς που απέχουν από τις εκλογές. Οπότε δημιουργείται και ένα παράδοξο ερώτημα: Θέλουμε πράγματι μείωση της αποχής; Η αύξηση της συμμετοχής στις εκλογές αυτή τη στιγμή θα ενισχύσει ή θα αποδυναμώσει τη Δημοκρατία; αναρωτήθηκε.
Από τη μεριά της η ομότιμη καθηγήτρια Κοινωνικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Μαρία Στρατηγάκη έθεσε ως ζήτημα την έμφυλη διάσταση, καθώς είναι επίσης διευθύντρια του μεταπτυχιακού προγράμματος «Σπουδές Φύλου» στο ΕΑΠ. Πριν από 50 χρόνια το φεμινιστικό κίνημα εντόπισε ότι δεν υπάρχει μόνο η τάξη αλλά και το φύλο, όπως είπε χαρακτηριστικά, αλλά θα περιμέναμε μεγαλύτερη πρόοδο. Σήμερα βρισκόμαστε ακόμα πάρα πολύ πίσω. Γιατί μπορεί να μιλάμε περισσότερο για την έμφυλη βία, αλλά η έλλειψη έμφυλης δικαιοσύνης εντοπίζεται σε πολλά άλλα επίπεδα: οικονομικό, μορφωτικό, πολιτισμικό. Η έμφυλη ανισότητα, υπογράμμισε, διαπερνά όλα τα επίπεδα και δημιουργεί χάσματα, κάτι που φαίνεται και στους δείκτες και στην καθημερινότητα. Μέσα σ’ αυτά τα 50 χρόνια υπήρξαν τρομερές αντιστάσεις εξαιτίας της πατριαρχίας, κι αυτό είναι έλλειμμα Δημοκρατίας. Αν ο φεμινισμός προήλθε κάποτε από την αριστερά, είπε, το αντίθετο συμβαίνει σήμερα με την ακροδεξιά, η οποία τον έχει ανακηρύξει ως έναν από τους βασικούς εχθρούς της.
Η ίδια, με την ιδιότητά της ως αντιδημάρχου Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Ισότητας στον Δήμο Αθηναίων, ανέφερε πως η τοπική αυτοδιοίκηση είναι το πιο δύσκολο επίπεδο για να εφαρμοστούν τα ζητήματα του φύλου και της ισότητας, σε σχέση με το εθνικό και το ευρωπαϊκό επίπεδο. Κι αυτό γιατί εκεί οι γυναίκες είναι πολύ λιγότερες, υπάρχει μεγάλη γραφειοκρατία που εμποδίζει τις αλλαγές ενώ και σε πολιτικό επίπεδο εντοπίζονται πολλές αντιστάσεις. Η εγγύτητα της τοπικής αυτοδιοίκησης στην καθημερινότητα υποτίθεται πως είναι το προνομιακό σημείο της, αλλά τελικά δεν είναι έτσι, σημείωσε. Πέρα από την πολιτική βούληση, αυτό που πρέπει να υπάρξει είναι ένας «θεσμικός ακτιβισμός», ο οποίος θα προσπαθήσει να αντιπαλέψει τις αντιστάσεις του συστήματος, όπως έγινε στον Δήμο Αθηναίων με τη δημιουργία ξενώνων ή με την πρωτοποριακή απόφαση να πραγματοποιηθούν σεμινάρια σε 2.000 άτομα για ζητήματα σεξουαλικής παρενόχλησης. Ακόμα και η πολιτική αντιπαράθεση στο δημοτικό συμβούλιο αντανακλά το εθνικό επίπεδο, και γι’ αυτό πολλές φορές είναι χρήσιμο να το παρακάμψεις, κατέληξε.
Τέλος, ζητήματα κράτους δικαίου ιδίως σε σχέση με τον Τύπο και τα ΜΜΕ έθεσε ο δημοσιογράφος Τάσος Τέλλογλου. Κάνοντας μια ιστορική αναδρομή διαπίστωσε ότι τα προβλήματα στην ελευθερία του Τύπου ξεκινούν από παλιά, με τον ισχυρό παρεμβατισμό του κράτους, αλλά παραδέχτηκε πως η υποβάθμιση της ενημέρωσης σήμερα είναι κάτι εμφανές. Η βασική αιτία είναι ότι οι κάτοχοι των ΜΜΕ δεν ξέρουν –ή δεν τους ενδιαφέρει– να βγάζουν οικονομικό κέρδος από αυτές τις επιχειρήσεις τους, καθώς και ότι το κοινό έχει εκπαιδευθεί να μην πληρώνει για την ενημέρωση.
Ο ίδιος αναφέρθηκε ειδικότερα σε ένα πρόβλημα που απασχολεί τον χώρο των ΜΜΕ όλο και περισσότερο, τα SLAPP (Strategic Lawsuits Against Public Participation). Πρόκειται για νομικές αγωγές που στρέφονται κατά δημοσιογράφων και ΜΜΕ οι οποίες, όπως χαρακτηριστικά είπε, «γίνονται όχι για αυτά που έγραψες αλλά για αυτά που θα γράψεις». Η τακτική αυτή και η συνεπαγόμενη αυτολογοκρισία ξεκίνησε όταν άρχισε η οικονομική κρίση, καθώς –λόγω των περιορισμένων πόρων των ΜΜΕ– μια αγωγή θα μπορούσε να σημαίνει ακόμη και το κλείσιμό τους. Ξεχωριστή αναφορά έκανε στην αγωγή του Γρηγόρη Δημητριάδη (2022), πρώην γενικού γραμματέα του πρωθυπουργού, κατά δύο μέσων και ενός δημοσιογράφου, την οποία θεωρεί μία από τις πιο σημαντικές περιπτώσεις SLAPP. Στην υπόθεση αυτή, το δικαστήριο δέχτηκε ότι ένα δημόσιο πρόσωπο μπορεί να υφίσταται σκληρότερη κριτική, καθώς και ότι ανεξάρτητα από την ερμηνεία τους, τα γεγονότα ήταν πραγματικά. Η απόφαση αυτή, που βγήκε λίγες μόνο ημέρες πριν από την εκδήλωση, αποτελεί νομολογία που δεσμεύει και άλλες δίκες και συνιστά μια επιτυχία.
Ο Τάσος Τέλλογλου έκανε επίσης αναφορά και στο θέμα της παγκοσμιοποίησης, λέγοντας πως αυτή τη στιγμή τα νησιά είναι εκτεθειμένα σ’ αυτήν όσο κανένας άλλος τόπος στην Ελλάδα. Έκρινε πως για τις συνέπειες της παγκοσμιοποίησης είναι απαραίτητος ο προστατευτισμός, ώστε π.χ. μια χωρική στην Πάρο να μπορέσει να αντέξει και να μην πουλήσει τη γη της στον ξένο επενδυτή. Επεσήμανε δε πως τα μέρη αυτά έχουν εξαιρετικά αδύναμες διοικήσεις και πως με τα εργαλεία δημόσιας διοίκησης που διαθέτει σήμερα η τοπική εξουσία δεν μπορεί να διαχειριστεί και να αντιμετωπίσει τέτοιου μεγέθους προβλήματα.
Παρουσίαση έρευνας «Έμφυλη (αν)ισότητα στα ελληνικά ΜΜΕ & πολιτική»
Η δεύτερη έρευνα που παρουσιάστηκε στην εκδήλωση αφορούσε την έμφυλη ανισότητα στην ελληνική τηλεόραση, και ιδίως όπως εκφράστηκε σε πολιτικές εκπομπές κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου για τις ευρωπαϊκές εκλογές του Ιουνίου 2024. Ο συντονιστής του πάνελ Βαγγέλης Κοσμάτος, ψυχολόγος και υπεύθυνος επιστημονικού έργου της «Συμμαχίας των Φύλων», ξεκίνησε βάζοντας στο τραπέζι μερικούς ανησυχητικούς αριθμούς: Από το σύνολο των 195 χωρών του πλανήτη μόνο οι 27 έχουν σήμερα γυναίκα αρχηγό, ενώ 107 χώρες δεν είχαν ποτέ. Η έρευνα του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ) «Έμφυλη (αν)ισότητα στα ελληνικά ΜΜΕ & πολιτική», η οποία πραγματοποιήθηκε με την υποστήριξη του Ιδρύματος Χάινριχ Μπελ το διάστημα 10 Μαΐου - 7 Ιουνίου 2024, αποτελεί εκτός των άλλων και μία απάντηση στο πώς φτάνουμε να έχουμε τα παραπάνω αποτελέσματα.
Όπως ανέφερε κατά την παρουσίασή της η Μανίνα Κακεπάκη, κύρια ερευνήτρια του Ινστιτούτου Πολιτικών Ερευνών του ΕΚΚΕ, η υποεκπροσώπηση των γυναικών συνδέεται με συστηματικούς και συστημικούς αποκλεισμούς από τη δημόσια σφαίρα, και ένας τρόπος αποκλεισμού από την πολιτική διαδικασία είναι να καθιστάς κάποια ομάδα «αόρατη». Η ίδια δεν εξεπλάγη από τα αποτελέσματα της έρευνας. «Τα ξέραμε, είχαμε την αίσθηση ότι έτσι είναι τα πράγματα, αλλά τώρα τα ποσοτικοποιήσαμε», είπε χαρακτηριστικά. Σημείωσε ότι οι ανισότητες αυτές έχουν την πηγή τους στην πατριαρχία και ότι έπειτα από χιλιετίες αποκλεισμών δεν μπορούμε ξαφνικά να περιμένουμε θαύματα. Τάχιστα αποτελέσματα, είπε, μπορούμε να έχουμε μόνο με θεσμικές παρεμβάσεις, όπως είναι οι ποσοστώσεις, ενώ καλό θα ήταν να μη ρίξουμε το βάρος για άλλη μια φορά επάνω στους ώμους των γυναικών, βάζοντάς τες να υπερβούν τις ανισότητες μόνες τους μέσα από ατομική προσπάθεια, π.χ. αποκτώντας συνεχώς όλο και περισσότερα εφόδια. Αναφερόμενη, τέλος, στο ικανοποιητικό ποσοστό γυναικών δημοσιογράφων σε σχέση με το πολύ χαμηλό ποσοστό γυναικών πολιτικών, σχολίασε: «Φαίνεται πως οι γυναίκες έχουν κατακτήσει το δικαίωμα να θέτουν τις ερωτήσεις, αλλά όχι να δίνουν τις απαντήσεις...».
Τις σκέψεις τους επάνω στη δεύτερη αυτή έρευνα κλήθηκαν να διατυπώσουν οι πολιτικοί επιστήμονες που σχολίασαν και την πρώτη δημοσκόπηση.
Ο Γιάννης Κωνσταντινίδης είπε πως ένας από τους λόγους για τους οποίους οι γυναίκες δεν ισομετέχουν στις πολιτικές εκπομπές είναι γιατί τα τηλεοπτικά κριτήρια επιλογής των συμμετεχόντων ευνοούν τους άνδρες (επιθετικότητα, υψηλοί τόνοι κλπ.) και η παρουσία γυναικών στα πάνελ είναι πιο εύκολη όταν έχουν τέτοια χαρακτηριστικά. Αντίστοιχα, θα είχε ενδιαφέρον να μελετηθεί και ο τρόπος εμφάνισης των γυναικών, αν π.χ. εμφανίζονται πιο χαμογελαστές, καθώς δείχνει να παγιώνεται μια στερεοτυπική διανομή ρόλων. Ο ίδιος πιστεύει πως η ποσόστωση είναι μια λύση τεχνητή και γι’ αυτό όχι αποτελεσματική, ενώ η φυσική λύση θα ήταν μια σταδιακή αλλαγή της ιστορικά διαμορφωμένης αντίληψης για τους ρόλους και τα στερεότυπα.
Από την πλευρά της η Βασιλική Γεωργιάδου εισέφερε επίσης ένα αρνητικό αριθμητικό δεδομένο: Σύμφωνα με μια παγκόσμια έρευνα που πραγματοποιήθηκε σε 144 χώρες για διάστημα 20 ετών, λιγότερο από το 25% των πηγών στα ΜΜΕ αφορά γυναίκες, και τώρα η έρευνα του ΕΚΚΕ μας δείχνει πως στην Ελλάδα είμαστε κάτω και από αυτό το 25%. Στηλίτευσε το γεγονός ότι η ανισορροπία στην εκπροσώπηση του φύλου ισχύει και στη δημόσια τηλεόραση και επεσήμανε ότι αυτό συνιστά πρόβλημα Δημοκρατίας, καθώς η δημόσια τηλεόραση απορροφά πόρους από το σύνολο της κοινωνίας. Υπογράμμισε ότι τα χάσματα στην έμφυλη ισότητα δεν εντοπίζονται μόνο στα ΜΜΕ αλλά σχεδόν παντού – σε ζητήματα αμοιβών, ιεραρχίας, οικογένειας.
Η ισότητα των φύλων, όπως τόνισε, δεν αποτελεί μόνο ζήτημα δικαιωμάτων, αλλά και ζήτημα ταυτότητας. Μέσα από το φύλο οριζόμαστε ως ταυτότητα, ή και ως συλλογικότητα, κι αυτό αφορά την ίδια τη Δημοκρατία. Επομένως, τα ευρήματα της έρευνας αποκαλύπτουν προβλήματα στην ποιότητα της Δημοκρατίας – κάτι που συνδέεται και με την πρώτη έρευνα, που δείχνει ότι στις εκλογές συμμετέχουν λιγότερες γυναίκες απ’ ό,τι άνδρες. Αυτό δεν είναι περίεργο, καθώς νιώθουν υποτιμημένες και αυτό είναι κάτι που αποτρέπει τη συμμετοχή. Όσον αφορά ειδικά τη συμμετοχή των γυναικών στην πολιτική, η ίδια ανέφερε πως οι γυναίκες σε θέσεις εξουσίας είναι επίσης λιγότερες και ότι υπάρχει μικρότερη εμπιστοσύνη ότι μια γυναίκα θα αντεπεξέλθει στον ρόλο της. Το βασικό εμπόδιο λοιπόν είναι η μικρή συμπερίληψη στη συμμετοχή και γι’ αυτό η ίδια δηλώνει πως τώρα πια, σε αντίθεση με το παρελθόν, είναι υπέρ των ποσοστώσεων.
Στρογγυλό τραπέζι «Προς μια συμπεριληπτική δημοκρατία»
Το τέταρτο και τελευταίο πάνελ της εκδήλωσης αποτελούνταν από τέσσερις εκπροσώπους της κοινωνίας των πολιτών, που παρουσίασαν σύντομα το αντικείμενο με το οποίο ασχολούνται οι οργανώσεις τους. Οι εναλλακτικές αυτές προτάσεις των ίδιων των πολιτών δίνουν μερικά παραδείγματα για τις νέες συλλογικές απαντήσεις που απαιτούνται ώστε να ανταποκριθούμε στις τωρινές και μελλοντικές προκλήσεις της Δημοκρατίας.
Η περιφέρεια και ο τρόπος ανάπτυξής της είναι το πεδίο της ΚΟΙΝΣΕΠ «Τα Ψηλά Βουνά», που δραστηριοποιείται στον νομό Ιωαννίνων. Όπως εξήγησε ο Σωτήρης Τσουκαρέλης, ιδρυτικό μέλος και υπεύθυνος κοινωνικής καινοτομίας, στα «Ψηλά Βουνά» προσπαθούν να στήσουν υποδομές και υπηρεσίες, ώστε να προσελκυστεί και να διατηρηθεί ο πληθυσμός στις ορεινές περιοχές. Ένα ενδεικτικό παράδειγμα από τη δουλειά τους είναι η προσπάθεια να μπορούν οι παραγωγοί να πωλούν προϊόντα απευθείας στα νοικοκυριά των πόλεων. Στην Ελλάδα, παρά το τεράστιο κίνημα «Χωρίς μεσάζοντες» που αναπτύχθηκε την περασμένη δεκαετία μέσα στην οικονομική κρίση, και παρά τη συνεχιζόμενη κοινωνική ανάγκη, δεν υπάρχει σχετικό θεσμικό πλαίσιο. Η κοινωνική καινοτομία στα «Ψηλά Βουνά» προσπαθεί ακριβώς να «χακάρει» το σύστημα ώστε να βρεθούν λύσεις και παραθυράκια σε τέτοια θέματα.
Σύμφωνα με τον ίδιο, ιστορικά είχαμε άλλα μοντέλα ανάπτυξης, π.χ. κοινοτισμός, συνεταιρισμοί, ισνάφια, τσελιγκάτα, τα οποία είχαν δώσει εξαιρετικά αποτελέσματα και στα οποία θα μπορούσαμε να βασιστούμε και πάλι. Ωστόσο από το κράτος έχει υιοθετηθεί ένα βιομηχανικό μοντέλο ανάπτυξης τύπου Αγγλίας, παρόλο που δεν υπάρχει βιομηχανική παραγωγή και ούτε θα υπάρξει μ’ αυτό τον τρόπο. Οι πολιτικές στην Ελλάδα λοιπόν αποψιλώνουν την περιφέρεια και το αποτέλεσμα είναι το 50% του πληθυσμού να ζει σε μία μόνο πόλη. Όλο αυτό το μοντέλο ανάπτυξης, που μας κάνει να σκεφτόμαστε αποκλειστικά με όρους μεγέθυνσης και ΑΕΠ, είναι στην ουσία αντιδημοκρατικό, γιατί δεν επιτρέπει καμία εναλλακτική. Ωστόσο, όπως επεσήμανε ο ίδιος, πρέπει να σκεφτούμε τα μοντέλα του μέλλοντος, γιατί το υπάρχον έχει τελειώσει.
Γενικότερα, χρειαζόμαστε πρωτοβουλίες και οργανώσεις πολιτών σε κάθε τομέα της ζωής μας, τόνισε. Η Δημοκρατία είναι μια παιδευτική διαδικασία, κανένας άνθρωπος δεν γεννιέται μ’ αυτή τη γνώση αλλά στην πορεία της ζωής του μαθαίνει να είναι δημοκράτης, κι αυτό γίνεται παίρνοντας την ευθύνη που του αναλογεί και πράττοντας, ακόμα και με κόστος. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα του χωριού στη Βραζιλία, όπου οι κάτοικοι έκαναν συμμετοχικό προϋπολογισμό και αποφάσισαν να πλακοστρωθεί ο δρόμος, παρά την αντίθετη γνώμη των ειδικών. Το αποτέλεσμα ήταν να πλημμυρίσουν, ωστόσο είχαν οι ίδιοι την ευθύνη και γι’ αυτό έγιναν πιο σοφοί.
Όπως είπε, είναι λάθος να θεωρείται Δημοκρατία μόνο η αντιπροσωπευτική Δημοκρατία, η οποία δεν είναι συμπεριληπτική, αφού αφήνει απ’ έξω πολλούς ανθρώπους και πολλές κοινωνικές ομάδες. Υπενθύμισε την άποψη του Αριστοτέλη ότι «δημοκρατικό είναι να κληρώνονται οι αρχές και ολιγαρχικό να ψηφίζονται» και κατέληξε ότι πολιτική δεν είναι μόνο οι εκλογές: «Αν δεν είσαι πολίτης, αν δεν δρας καθημερινά, δεν υπάρχει Δημοκρατία».
Η Μαριανέλλα Κλώκα, συνιδρύτρια της Contentativa και μέλος του διεθνούς πρακτορείου ειδήσεων Pressenza, διερευνά τις δυνατότητες εφαρμογής του Καθολικού Βασικού Εισοδήματος, δηλαδή ενός ποσού που θα καταβάλλεται σε κάθε κάτοικο μιας χώρας, εφ’ όρου ζωής, ίδιο για όλους και χωρίς κανένα κριτήριο. Είναι μια σκέψη που έχει «πιρουνιάσει» το μυαλό των ανθρώπων εδώ και κάποια χρόνια, όπως είπε χαρακτηριστικά, και παγκοσμίως έχουν γίνει αρκετές πιλοτικές εφαρμογές, κάνοντάς το ήδη κάτι περισσότερο από μια θεωρία. Το Βασικό Καθολικό Εισόδημα θα επιτρέψει στους πολλούς ανθρώπους «να ξεκινούν από το ισόγειο και όχι από το υπόγειο», θα τους δώσει τη δυνατότητα να επιλέγουν τη δουλειά τους, να συμμετέχουν στα κοινά, να φροντίζουν συνανθρώπους, να έχουν γενικά μια λίγο μεγαλύτερη ελευθερία επιλογών. Ωστόσο δεν μπορεί να εφαρμοστεί μόνο του, αλλά ως μέρος ενός ευρύτερου πακέτου μέτρων, το οποίο μπορεί να περιλαμβάνει δικαιότερη φορολογία, δικαιότερη ενεργειακή πολιτική, καλής ποιότητας και προσβάσιμη δημόσια υγεία και εκπαίδευση, επαρκή στέγαση. Όπως υπενθύμισε, αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα γίνεται μια έρευνα με την υποστήριξη του Ιδρύματος Χάινριχ Μπελ για να εξεταστούν οι δυνατότητες παροχής του Βασικού Εισοδήματος από την τοπική αυτοδιοίκηση, ενώ ήδη έχουν προχωρήσει τα βήματα για πιλοτική εφαρμογή του σε τρεις δήμους. Ενδιαφέρον είναι μάλιστα ότι από την έρευνα αυτή αναδείχθηκε και μια σοβαρή έλλειψη εμπιστοσύνης στους θεσμούς, καθώς ο κόσμος ακούει θετικά για το μέτρο αυτό αλλά δεν εμπιστεύεται τους δήμους για την εφαρμογή του!
Η ίδια πιστεύει πως η Δημοκρατία πάσχει από τη ρίζα της, καθώς γεννήθηκε στην αρχαία Ελλάδα που είχε πάρα πολλούς αποκλεισμούς, και πως ιδίως μετά την οικονομική κρίση παρατηρείται και μια σοβαρή κρίση της αντιπροσωπευτικής κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας. Κάτι τέτοιο είναι καλοδεχούμενο, όπως είπε, γιατί δείχνει πως επίκεινται αλλαγές, στις οποίες όμως υπάρχει μεγάλη αντίσταση. Ενδιαφέρον ήταν επίσης και το σχόλιό της για την οργανωμένη κοινωνία των πολιτών, η οποία δεν συγκεντρώνει καμία εμπιστοσύνη εκ μέρους των πολιτών και χρειάζεται να κάνει αυτοκριτική, να αναλογιστεί το μέγεθος της ευθύνης της, να αξιοποιήσει το πολύ αξιόλογο δυναμικό της και κυρίως να μην αποτελέσει μέρος του συστήματος.
Ο Χρήστος Βρεττός, υπεύθυνος επικοινωνίας της Electra Energy Community, μίλησε για τις ενεργειακές κοινότητες, οι οποίες είναι συνεταιρισμοί πολιτών που παράγουν οι ίδιοι την ενέργεια που χρειάζονται. Πρόκειται για μια νέα θεώρηση της ενέργειας ως κοινό αγαθό, είπε. Έρευνες δείχνουν ότι ως το 2050 το 40% του πληθυσμού στην Ευρώπη μπορεί να κάνει αυτοπαραγωγή ενέργειας. Στην Ελλάδα υπάρχουν αρκετές ενεργειακές κοινότητες αλλά και πανευρωπαϊκά το κίνημα αυτό είναι τεράστιο και δείχνει ότι έχουμε μπροστά μας μια υπαρκτή λύση. «Φαίνεται να νικάμε και γι’ αυτό υπάρχει αντίσταση και αντίδραση», είπε χαρακτηριστικά. Ο ίδιος αξιολόγησε θετικά το Green Deal, το σχέδιο δηλαδή της ΕΕ να καταστεί η Ευρώπη κλιματικά ουδέτερη, το οποίο τα τέσσερα τελευταία χρόνια έχει οδηγήσει σε πολλούς νέους νόμους και αλλαγές στη βιωμένη καθημερινότητά μας.
Ανέφερε ότι ζούμε σε καιρούς όπου τον κόσμο κυβερνά μια ανεξέλεγκτη ολιγαρχία η οποία μεταβιβάζει τις γαίες και την ενέργεια στις ελίτ, αλλά ότι δυστυχώς υπάρχει μια γενικευμένη απάθεια. Αυτή την κατάσταση εκμεταλλεύεται η ακροδεξιά και απαραίτητη για την αντιμετώπισή της είναι η αμεσοδημοκρατία και οι συνελεύσεις πολιτών, κάτι που είναι εγγενές στις ενεργειακές κοινότητες. Η ιδιοποίηση των δημόσιων πόρων οδηγεί τον κόσμο στη φτωχοποίηση και τη συνεχή πάλη για επιβίωση, η οποία με τη σειρά της αποτρέπει από τη συμμετοχή, άρα και από την ίδια την ιδιότητα του πολίτη. Γι’ αυτό η ενεργειακή Δημοκρατία συνδέεται απολύτως με την πολιτική Δημοκρατία, κατέληξε.
Τέλος, η Μαρία Σιτζόγλου, αρχιτέκτων, μηχανικός-πολεοδόμος και συνιδρύτρια του Design Clips, έθεσε έναν τελείως παραμελημένο παράγοντα σε σχέση με τη Δημοκρατία: τα παιδιά. Αυτό που διερευνά είναι πώς ο δημόσιος χώρος ανταποκρίνεται στις ανάγκες των παιδιών, τα οποία έχουν το δικαίωμα να ακουστούν και να συμμετέχουν στα κοινά. Γι’ αυτό και στο Design Clips προχωρούν σε αστικό σχεδιασμό δίνοντας φωνή στα παιδιά και τους εφήβους. Είναι σημαντικό ότι δεν ρωτούν απλώς τη γνώμη τους, αλλά τους δίνουν τα εργαλεία για συμμετοχή, κάνοντας μεταξύ άλλων την πληροφορία κατανοητή και προσβάσιμη από όλους. Σημείωσε ότι τα ίδια τα παιδιά συχνά δεν φαντάζονται ότι μπορούν να έχουν λόγο, ενώ και οι πολιτικοί τις περισσότερες φορές θεωρούν τις απόψεις τους απλώς «χαριτωμένες» και δεν τις ακούν πραγματικά. Ωστόσο τα παιδιά μπορούν να δώσουν δομικές λύσεις, γιατί έχουν τη δική τους προοπτική, που δεν έχει ενταχθεί ακόμα πλήρως στο σύστημα. Με αφορμή τον χώρο, λοιπόν, γίνεται μια προσπάθεια ενδυνάμωσης όλων των πολιτών για τη συμμετοχή τους στα κοινά, με όρους άμεσης και όχι αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας. Γιατί, όπως σημείωσε χαρακτηριστικά η ίδια, ως Δημοκρατία δεν μπορεί να νοείται μόνο η αντιπροσωπευτική Δημοκρατία και οι εκλογές, αφού αυτά είναι διαδικασίες που αφήνουν έξω ολόκληρες ηλικιακές ομάδες.
Συμπερασματικά
Όπως προέκυψε από τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν και από τις πολλές απόψεις που ακούστηκαν, η Δημοκρατία σήμερα αντιμετωπίζει μεγάλες ελλείψεις και παθογένειες. Ως σημαντικότερο πρόβλημα αναδεικνύονται οι ανισότητες και η απουσία συμπερίληψης, που αφήνει εκτός μεγάλα τμήματα του πληθυσμού – γυναίκες, παιδιά, κατοίκους της περιφέρειας, οικονομικά αδύναμους κλπ. Το ίδιο το μοντέλο της αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας φαίνεται πως φτάνει –αν δεν έχει ήδη φτάσει– στα όριά του, καθώς αδυνατεί να καλύψει τις ανάγκες του συνολικού πληθυσμού, ο οποίος του γυρνά την πλάτη συμμετέχοντας όλο και λιγότερο στις εκλογικές διαδικασίες. Μέσα σ’ αυτή την κατάσταση οι θεσμοί του συστήματος, όπως π.χ. τα πολιτικά κόμματα, συγκεντρώνουν όλο και μικρότερα ποσοστά εμπιστοσύνης, κάνοντας σαφές ότι δεν μπορούν να αποτελέσουν μέρος της λύσης. Αυτή, τουλάχιστον προς το παρόν, θα πρέπει να αναζητηθεί σε τοπικό επίπεδο και στα κινήματα που προτάσσουν το συλλογικό συμφέρον, τα οποία μπαίνοντας το ένα δίπλα στο άλλο αλληλοσυμπληρώνονται δίνοντας μια πλατιά εικόνα και μια νέα, πολυσύνθετη πρόταση για το μέλλον της Δημοκρατίας.