Οι εθνικές εκλογές του Ιουνίου 2023, καθώς και οι ευρωεκλογές του 2024, κατέγραψαν τα μεγαλύτερα ποσοστά αποχής αντίστοιχων εκλογικών αναμετρήσεων της εικοσαετίας 2004-2024. Το γεγονός αυτό διερευνά, ως προς τα ποιοτικά του χαρακτηριστικά, η παρούσα έρευνα του Ιδρύματος Χάινριχ Μπελ και της Κάπα Research, που πραγματοποιήθηκε στο διάστημα 3-17 Ιουλίου 2024. Για τις ανάγκες της ερμηνείας των στοιχείων επιχειρήθηκε επιμέρους διάκριση των ερωτώμενων μεταξύ όσων ψήφισαν, όσων απείχαν για πρακτικούς λόγους (χιλιομετρική απόσταση, εργασία, θέματα υγείας) και όσων απείχαν συνειδητά. Στο άρθρο αυτό μπορείτε να διαβάσετε κάποια από τα βασικά ευρήματα, αλλά και να βρείτε όλη την έρευνα σε μορφή pdf.
- Παρατηρείται ένα γενικευμένο αίσθημα απογοήτευσης. Στην πλειοψηφία τους οι ερωτηθέντες θεωρούν ότι τα κόμματα και η πολιτική δεν ενδιαφέρονται για αυτούς, ότι τα θέματα που συζητούνται στο δημόσιο διάλογο δεν τους αφορούν, ότι η ελληνική οικονομία ευνοεί τους πλούσιους και ότι η διαφθορά στο πολιτικό σκηνικό είναι διάχυτη και διαπερνά όλα τα πολιτικά κόμματα.
- Υπάρχει διάχυτη απαισιοδοξία για τη συνολική πορεία της χώρας (σε ποσοστό άνω του 60%).
- Η εμπιστοσύνη στους θεσμούς είναι γενικά καταρρακωμένη και ιδίως τα πολιτικά κόμματα και οι συνδικαλιστικές οργανώσεις θεωρούνται αναξιόπιστα σε πολύ μεγάλα ποσοστά. Ειδικά όσοι απέχουν δείχνουν γενικά ακόμα μικρότερη εμπιστοσύνη σε σύγκριση μ’ αυτούς που ψηφίζουν. Οι μεγαλύτερες διαφορές παρατηρούνται όσον αφορά τη Δικαιοσύνη (16 μονάδες διαφορά), την Κυβέρνηση (14 μονάδες), τις Ανεξάρτητες αρχές (13 μονάδες), το Κοινοβούλιο και το Τραπεζικό σύστημα (12 μονάδες).
- Τα ΜΜΕ συγκεντρώνουν πολύ χαμηλά ποσοστά εμπιστοσύνης και η πλειοψηφία των ερωτηθέντων θεωρεί ότι προσπαθούν να χειραγωγήσουν το κοινό ως προς την ψήφο σε συγκεκριμένα κόμματα με βάση το συμφέρον τους. Αναξιόπιστα ως πηγή ενημέρωσης θεωρούνται επίσης και τα social media.
- Η κατηγορία αυτών που απείχαν από τις εκλογές δεν είναι α-πολίτικη, δηλαδή πολιτικά ουδέτερη. Είναι «αντι-πολιτική», δηλαδή δυσπιστεί ή αντιτίθεται στην παραδοσιακή πολιτική, αρχής γενομένης από την παραδοσιακή κλίμακα Αριστερά – Δεξιά, και έχει τρία χαρακτηριστικά: την πολιτική απάθεια, τον πολιτικό κυνισμό και την πολιτική αποξένωση.
- Η μη ένταξη σε κάποια ιδεολογική περιοχή οδηγεί σε αποχή. Συγκεκριμένα, 10% των ανθρώπων που ψήφισαν αλλά 27% από όσους απείχαν από επιλογή (και όχι για πρακτικούς λόγους) δεν τοποθετούν τον εαυτό τους πουθενά στην κλίμακα Αριστερά – Δεξιά. Αντίθετα, όσοι τοποθετούν τον εαυτό τους κάπου, και κυρίως στην Αριστερά και στην περιοχή γύρω από το Κέντρο, είναι πιο πιθανό να ψηφίσουν παρά να απέχουν.
- Επίσης οι απέχοντες πιστεύουν σε σημαντικά μεγαλύτερο βαθμό από τους ψηφίσαντες ότι οι πολιτικές θέσεις των κομμάτων δεν διαφέρουν σχεδόν καθόλου (35% έναντι 19%).
- Η αποχή δεν είναι συγκυριακή. Από αυτούς που απείχαν στις εθνικές εκλογές του 2023, το 15% δεν ψήφισε ποτέ και μόνο το 61% δηλώνει ότι ψηφίζει πάντα ή τις περισσότερες φορές (έναντι του 99% όσων ψήφισαν).
- Όσοι ψήφισαν και όσοι απείχαν έχουν γενικά παρόμοια εικόνα για τη χώρα και τα προβλήματά της με πρώτο μεταξύ αυτών την ακρίβεια. Η διαφορά είναι ότι οι απέχοντες θεωρούν σε σαφώς μεγαλύτερο βαθμό από τους ψηφίσαντες ως πρόβλημα την εγκληματικότητα (33% έναντι 24% των ψηφισάντων) και το πολιτικό σύστημα (26% έναντι 13% των ψηφισάντων). Αντίστοιχα δείχνουν σαφώς μικρότερο ενδιαφέρον για ζητήματα όπως το δημογραφικό (17% έναντι 33%), το περιβάλλον (5% έναντι 13%) και η Ευρώπη (29% έναντι 39%).
- Οι απέχοντες σε σχέση με τους ψηφίσαντες δείχνουν γενικά μικρότερο ενδιαφέρον τόσο για την πολιτική όσο και για τη συμμετοχή στα κοινά. Συγκεκριμένα, το 45% των απεχόντων δηλώνει ότι ενδιαφέρεται λίγο ή καθόλου για την πολιτική έναντι του 12% των ψηφισάντων, ενώ σε συλλογικές δραστηριότητες που δεν σχετίζονται απαραίτητα με την πολιτική οι απέχοντες συμμετέχουν περίπου 10% λιγότερο σε σχέση με τους ψηφίσαντες.
- Υπάρχει μια μικρή αλλά ευδιάκριτη έμφυλη διάσταση στην αποχή από τις εκλογές. Συγκεκριμένα, οι γυναίκες που απέχουν είναι κατά 10% περισσότερες από τους άντρες (55% και 45%) και αντίστοιχα οι άνδρες που ψηφίζουν είναι περίπου 10% περισσότεροι από τις γυναίκες (54% και 46%).
- Η ηλικία επίσης παίζει ρόλο, καθώς φαίνεται ότι οι νέες γενιές είναι πιο εξοικειωμένες με την αποχή απ’ ό,τι οι παλαιότερες. Στην ηλικιακή ομάδα 17-34 ετών το ποσοστό αυτών που ψηφίζουν είναι 19% και αυτών που απέχουν 27%. Αντίθετα, στην ηλικιακή ομάδα 55+ ετών το ποσοστό αυτών που ψηφίζουν είναι 48% και αυτών που απέχουν 35%.
- Οι άνθρωποι που ψηφίζουν και οι άνθρωποι που απέχουν έχουν πολύ παρόμοια μορφωτικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά (δηλαδή επίπεδο εκπαίδευσης και κοινωνική τάξη) και αρκετά παρόμοια οικονομική κατάσταση (αυτή των απεχόντων είναι ελαφρώς χειρότερη από των ψηφισάντων).