Υπηρεσίες υγείας με βάση τις ανάγκες και όχι το κέρδος. Διδάγματα από την πανδημία Covid-19

ΑΡΘΡΟ

Η σύγχρονη πανδημία ανέδειξε τις αδυναμίες των δομών Δημόσιας Υγείας σε όλο τον κόσμο. Ακόμη και σε χώρες με πλούσια παράδοση και πλούσιο παρελθόν καθολικών συστημάτων δημόσιας υγείας, όπως η Βρετανία και η Σουηδία, η μακρόχρονη απαξίωσή τους από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές έχει επηρεάσει καθοριστικά την αποτελεσματικότητά τους. Αντίστοιχα και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας δυσκολεύεται να ανταποκριθεί στο ρόλο του ως συνέπεια μιας μακροχρόνιας πολιτικής υποχρηματοδότησης η οποία άρχισε από την κυβέρνηση Reagan και φτάνει σήμερα στις απειλές του Trump για πλήρη αποδιοργάνωση του οργανισμού.

SWAB TEST. Patient and medical supervisor preparing for a COVID-19 nasal swab test. Image created by Russell Tate. Submitted for United Nations Global Call Out To Creatives - help stop the spread of COVID-19.

Η πανδημία COVID-1919 ανέδειξε, σε πολλές περιπτώσεις με τραγικό τρόπο, το πόσο σημαντική είναι η ύπαρξη υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας, ικανών να απαντήσουν στις ανάγκες για φροντίδα υγείας του πληθυσμού ακόμη και σε έκτακτες συνθήκες όπως αυτές που ζούμε σήμερα και πιθανότατα θα ζήσουμε και τα επόμενα χρόνια, καθώς, από ό,τι φαίνεται, η εντατικοποίηση, ιδιαίτερα του βιομηχανικού συμπλέγματος της διατροφής, σε συνδυασμό με τις μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών διευρύνουν σημαντικά τις πιθανότητες εμφάνισης νέων επιδημιών.

Σε πρώτο επίπεδο η εμφάνιση μιας οιασδήποτε επιδημίας αποκαλύπτει άμεσα την κατάσταση στην οποία βρίσκονται, την ετοιμότητα και την αποτελεσματικότητα των δομών Δημόσιας Υγείας. Ο ρόλος των δομών Δημόσιας Υγείας είναι πρώτα από όλα η έγκαιρη και έγκυρη ανίχνευση μιας πιθανά επερχόμενης επιδημίας, ο άμεσος σχεδιασμός με στόχο τον έλεγχό της, η δυνατότητα συνεχούς και αξιόπιστης επιτήρησης της διασποράς της επιδημίας, η συνεχώς αξιολογούμενη εφαρμογή μέτρων καθυστέρησης και μετριασμού στις περιπτώσεις που δεν είναι εφικτός ο αρχικός έλεγχός της και η συνεπής και συνεχής διαφάνεια και επικοινωνία όλων των σχετικών δεδομένων. Για να έχουν αυτή τη δυνατότητα και ικανή ετοιμότητα να απαντήσουν αποτελεσματικά σε επείγουσες ανάγκες, οι υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας πρέπει να είναι επαρκώς στελεχωμένες κυρίως με προσωπικό υψηλής επιστημονικής εξειδίκευσης, ιδιαίτερα στην επιδημιολογία, και να διαθέτουν την αναγκαία τεχνολογική και υποστηρικτική υποδομή η οποία να τους δίνει τη δυνατότητα ιχνηλάτησης και διάγνωσης νέων κρουσμάτων σε πρώτο χρόνο και σε όλη την επικράτεια.

Στην Ελλάδα, η Δημόσια Υγεία, και κατά συνέπεια και οι δομές της όπως περιγράφηκαν παραπάνω, βρίσκονται, ως επιστημονικά πεδία, παραδοσιακά στο περιθώριο της Ιατρικής επιστήμης αλλά και των πολιτικών του Υπουργείου Υγείας. Η ανυπαρξία οιασδήποτε παράδοσης και κουλτούρας στη Δημόσια Υγεία έχει διαχρονικά καταδικάσει τις αντίστοιχες υπηρεσίες σε μόνιμη απαξίωση και υποβάθμιση. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία των Εθνικών Λογαριασμών Υγείας της ΕΛΣΤΑΤ, η κρατική δαπάνη για επιδημιολογική επιτήρηση και έλεγχο των λοιμωδών νοσημάτων στη χώρα μας μειώθηκε κατά 42% κατά την περίοδο 2009-18.

Η σύγχρονη πανδημία ανέδειξε τις αδυναμίες των δομών Δημόσιας Υγείας σε όλο τον κόσμο. Ακόμη και σε χώρες με πλούσια παράδοση και πλούσιο παρελθόν καθολικών συστημάτων δημόσιας υγείας, όπως η Βρετανία και η Σουηδία, η μακρόχρονη απαξίωσή τους από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές έχει επηρεάσει καθοριστικά την αποτελεσματικότητά τους. Αντίστοιχα και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας δυσκολεύεται να ανταποκριθεί στο ρόλο του ως συνέπεια μιας μακροχρόνιας πολιτικής υποχρηματοδότησης η οποία άρχισε από την κυβέρνηση Reagan και φτάνει σήμερα στις απειλές του Trump για πλήρη αποδιοργάνωση του οργανισμού.

Μπροστά σε αυτή τη διεθνή εικόνα η πραγματικότητα στην Ελλάδα, όχι μόνο δεν διαφέρει, αλλά είναι και σαφώς χειρότερη. Η υποστελέχωση, η υποχρηματοδότηση  και η θεσμική απαξίωση του Εθνικού Οργανισμού Δημόσιας Υγείας [ΕΟΔΥ] έχουν ουσιαστικά υπονομεύσει το ρόλο που θα έπρεπε να έχει εν μέσω πανδημίας, παρόλη την ηρωϊκή προσπάθεια μέρους του επιστημονικού του προσωπικού να συντάξει τις τακτικές εκθέσεις επιδημιολογικής επιτήρησης οι οποίες, ωστόσο, είναι αναγκαστικά ελλιπείς λόγω αδυναμίας συλλογής πρωτογενών δεδομένων [όπως π.χ. ο αριθμός των νοσηλευόμενων].

Σήμερα, με τη χαλάρωση των μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης και την «ποθητή» τουριστική προσέλευση, η υποχρηματοδότηση και λειτουργική ανεπάρκεια των υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας δεν θα δώσει τη δυνατότητα ανάπτυξης συντονισμένων και αποτελεσματικών πολιτικών πρόληψης, έγκαιρης ανίχνευσης, διάγνωσης, ιχνηλάτησης και απομόνωσης νέων κρουσμάτων και γενικά πολιτικών ελέγχου του πιθανού νέου κύματος της επιδημίας.

Η άλλη διάσταση που σχετίζεται με την ετοιμότητα αντιμετώπισης των συνεπειών της επιδημίας είναι η δυνατότητα των υπηρεσιών υγείας να απαντήσουν στις ιδιαίτερα αυξημένες και εξειδικευμένες ανάγκες για φροντίδα υγείας των πασχόντων από τον κορωναϊό.  Για να προϋπάρξει αυτή η ετοιμότητα μπροστά σε επείγουσες καταστάσεις όπως η τρέχουσα πανδημία, οι δημόσιες υπηρεσίες υγείας  πρέπει να είναι επαρκώς στελεχωμένες, να έχουν την απαραίτητη τεχνολογική υποδομή [όπως π.χ. αναπνευστήρες και ατομικά μέτρα προστασίας για το προσωπικό] και  να έχουν τη δυνατότητα ανάπτυξης νέων δομών [ όπως π.χ.  δομές για την περίθαλψη των νοσούντων και ξεχωριστές δομές για απομόνωση των θετικών κρουσμάτων με ήπια συμπτωματολογία].  Στην περίπτωση της συγκεκριμένης επιδημίας έγινε από νωρίς σαφές ότι η λειτουργική αντιμετώπιση των πιθανών κυμάτων της, απαιτεί συντονισμένες υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας, νοσοκομειακές υπηρεσίες για την περίθαλψη των πασχόντων από κορωναϊό, ικανό αριθμό κρεββατιών Μονάδων Εντατικής Θεραπείας [ΜΕΘ} και υψηλής ποιότητας υπηρεσίες Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας με πλήρη κάλυψη όλης της επικράτειας, οι οποίες διασφαλίζουν τη συνέχεια στη φροντίδα όλων των νοσούντων και την παρακολούθηση των θετικών κρουσμάτων στην κοινότητα.

Οι δυνατότητες απάντησης του Εθνικού Συστήματος Υγείας [ΕΣΥ] σε αυτές τις ανάγκες ήταν ήδη προκαθορισμένες από τις συνεχείς πολιτικές λιτότητας που επιβλήθηκαν τα τελευταία δέκα χρόνια ως μνημονιακές υποχρεώσεις. Η χρόνια υποχρηματοδότηση σε συνδυασμό με την επίμονη αποψίλωσή του από ανθρώπινο δυναμικό έχουν οδηγήσει στην αποδιάρθρωση και αποδυνάμωση των λειτουργιών του. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι, πριν την επιδημία, το ΕΣΥ είχε έναν από τους χαμηλότερους δείκτες κλινών ΜΕΘ ανά πληθυσμό στην Ευρώπη (6 κλίνες ΜΕΘ ανά 100,000 πληθυσμού στην Ελλάδα, έναντι 11,5 κλινών κατά μέσο όρο στην Ευρώπη), ενώ κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης και της δημοσιονομικής προσαρμογής το ΕΣΥ απώλεσε πάνω από 11.000 θέσεις μόνιμου προσωπικού, η συντριπτική πλειοψηφία του οποίου αφορούσε θέσεις νοσηλευτικού και ιατρικού προσωπικού.

Παράλληλα οι εξίσου αποδυναμωμένες και χωρίς κανέναν σχεδιασμό και συντονισμό υπηρεσίες Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας δεν κατάφεραν να αναλάβουν το ρόλο τους και να διασφαλίσουν τον έλεγχο της επιδημίας στην κοινότητα.

Είναι γενικά αποδεκτό ότι το πρώτο κύμα της πανδημίας στην Ελλάδα αντιμετωπίστηκε με βάση το φιλότιμο και τον ηρωϊσμό σημαντικού μέρους των επαγγελματιών υγείας, σε συνδυασμό με την έγκαιρη εισαγωγή από πλευράς κυβέρνησης και γενικευμένη τήρηση των μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης από πλευράς του πληθυσμού. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με το σχετικά ελαφρύ φορτίο εισαγόμενων στη χώρα κρουσμάτων, που σχετίζεται με την περιφερειακή θέση τη στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία, , εξηγεί τα χαμηλά ποσοστά COVID-19 θνησιμότητας στην Ελλάδα σε σύγκριση με τις υπόλοιπες Ευρωπαϊκές χώρες.

Μια άλλη ανάγκη που ανέδειξε η σύγχρονη επιδημία είναι  η σημασία που έχει η διασφάλιση της συνέχειας στη φροντίδα των άλλων, εκτός του κορωναϊού, νοσημάτων. Η αποκλειστική επικέντρωση στους πάσχοντες απο κορωναϊό, σε συνδυασμό με την αποδιάρθρωση των δημόσιων υπηρεσιών υγείας, οδήγησε, διεθνώς, στη δραματική υποβάθμιση της φροντίδας των άλλων νοσημάτων. Με βάση αυτή την αρνητική εμπειρία γίνεται σαφές ότι στο σχεδιασμό των υπηρεσιών υγείας ενόψει νέων κυμάτων της επιδημίας, είναι απαραίτητο να διασφαλιστεί και η περίθαλψη των εκτός κορωναϊού νοσημάτων.

Με βάση τα παραπάνω, για την αποτελεσματική αντιμετώπιση ενός πιθανού νέου κύματος της πανδημίας απαιτείται η αναβάθμιση και η συντονισμένη λειτουργία τόσο των δομών Δημόσιας Υγείας όσο και του ΕΣΥ. Η βραχυπρόθεσμη προσέγγιση που έχει επιλέξει η κυβέρνηση, με διορισμούς ορισμένου χρόνου και προσωρινά μπαλώματα στις υπηρεσίες, δεν διασφαλίζει την αναγκαία ετοιμότητα μπροστά σε νέα κύματα που όπως φαίνεται θα εμφανιστούν τους επόμενους μήνες. Παράλληλα, η πολιτική ανίχνευσης, διάγνωσης κρουσμάτων μόνον σε νοσοκομειακό περιβάλλον θα αποδειχθεί, χωρίς την ιχνηλάτηση των επαφών στην κοινότητα, ανεπαρκής για τον έλεγχο της επιδημίας που μπορεί να προκληθεί από την ανοργάνωτη και ασυντόνιστη - και σε ευρωπαϊκό επίπεδο- μετακίνηση πληθυσμών κατά την τουριστική περίοδο.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα επιτυχούς πολιτικής αποτελεί η Κούβα, όπου δεδομένων των οικονομικών περιορισμών, η επιδημία ελέγχεται κατά κύριο λόγο με τη μαζική ανίχνευση, διάγνωση και ιχνηλάτηση των κρουσμάτων και των επαφών τους στην κοινότητα με τη βοήθεια  φοιτητών/ριών ιατρικής.

Σε όλη αυτή την περίοδο της πανδημίας, με βάση τις ανάγκες φροντίδας υγείας που προέκυψαν και τις δυνατότητες απάντησης σε αυτές, αναζωπυρώθηκε όντως το ενδιαφέρον και η εμπιστοσύνη στο δημόσιο σύστημα υγείας. Με σημαντική αύξηση της χρηματοδότησής του, με μαζικές προσλήψεις μόνιμου προσωπικού και ανανέωση του τεχνολογικού εξοπλισμού του, το ΕΣΥ θα μπορέσει να ανταπεξέλθει σε ικανοποιητικό βαθμό στα πιθανά επερχόμενα κύματα της επιδημίας αλλά και να διαχειριστεί τα άλλα προβλήματα υγείας του πληθυσμού, τα οποία, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, αγνοήθηκαν σε μεγάλο βαθμό κατά τη διάρκεια της αντιμετώπισης του πρώτου κύματος. Η ενδυνάμωση και ανανέωση του προσωπικού, εκτός από την αυτονόητη αναβάθμιση της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών θα μπορούσε να αποτελέσει και βασικό κορμό μιας πολιτικής  για την επιστροφή - με όρους αξιοπρέπειας - των επιστημόνων και εργαζομένων που μετανάστευσαν λόγω της οικονομικής κρίσης.

Παρά το θετικό προς την κατεύθυνση της αναβάθμισης του ΕΣΥ κλίμα, και με αποκλειστικό στόχο την εξυπηρέτηση των ιδιωτικών συμφερόντων, οι νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις στην Ευρώπη και τη χώρα μας, αντεπιτίθενται και προτείνουν και πάλι την ανάπτυξη Συμπράξεων Ιδιωτικού-Δημόσιου Τομέα [ΣΔΙΤ], παρά την αδιαμφισβήτητη αποτυχία τους τα τελευταία χρόνια, προχωρούν σε άμεσες αναθέσεις υπηρεσιών σε ημέτερες ιδιωτικές εταιρείες και χρηματοδοτούν με δημόσιους πόρους τον ιδιωτικό τομέα υγείας. 

Η επιτακτική όμως αναγκαιότητα για τη θωράκιση και τη διασφάλιση της ετοιμότητας των υπηρεσιών υγείας απέναντι στη σημερινή, αλλά και τις μελλοντικές πανδημίες, αναδεικνύεται ως το βασικό επιχείρημα για την αναβάθμιση και μακρόπνοη υποστήριξη του ΕΣΥ. Το στοίχημα αυτό έχει σαφέστατα διεθνείς διαστάσεις και ίσως θα μπορούσε να αποτελέσει στόχο και όραμα ενός διεθνούς κινήματος για την προάσπιση της υγείας ως κοινωνικού δικαιώματος. 

Το άρθρο αυτό είναι μέρος του αφιερώματος "COVID-19 Αίτια, συνέπειες και προτάσεις για το μέλλον στην Ελλάδα και την Ευρώπη"