Μικρή εισαγωγή στην πολιτική του χρόνου – ή γιατί να χάσετε λίγο χρόνο μαζί μας;

ΑΡΘΡΟ

Στο άρθρο αυτό γίνεται μια απόπειρα να ορίσουμε τον χρόνο, μια προσπάθεια να συνειδητοποιήσουμε ότι πρόκειται για μια κατασκευή με συγκεκριμένες επιπτώσεις, τόσο κοινωνικές όσο και ατομικές για τον καθένα και την καθεμιά μας, αλλά και μια προτροπή να σμιλέψουμε εκ νέου την εμπειρία του χρόνου γύρω, μέσα και έξω από την εργασία, σε κατευθύνσεις που παράγουν λιγότερη ανισότητα και πόνο.

Η πολιτική του χρόνου

Στις αρχές του 2021, η ισπανική κυβέρνηση επιβεβαίωσε την πρόθεσή της να τεστάρει ένα μοντέλο τετραήμερης εργασιακής εβδομάδας. Το κόμμα που είχε προτείνει τη δοκιμή χαιρέτισε την κίνηση τουιτάροντας: «Τι θέμα πιο σημαντικό θα έπρεπε να απασχολεί την πολιτική, αν όχι ο χρόνος στις ζωές μας;»[1]. Λίγους μήνες νωρίτερα είχε εγκατασταθεί σε περίοπτη θέση στη Νέα Υόρκη το παγκόσμιο «κλιματικό ρολόι», το οποίο μετράει αντίστροφα τα χρόνια και τις ημέρες που απομένουν για να αναλάβουν οι κυβερνήσεις δράση δυνατή να προλάβει την καταστροφή των οικοσυστημάτων που στηρίζουν τη ζωή στον πλανήτη[2]. Τρία χρόνια και μία πανδημία μετά –που ήταν σαν να επιταχύνει και την ίδια στιγμή να σταματά τον χρόνο– η εργασία ή το κυνήγι της συνεχίζει να κατασπαράζει όλο και μεγαλύτερες εκφάνσεις της ζωής μας, και οι πετρελαϊκές εταιρείες-κολοσσοί ανακοινώνουν ρεκόρ κερδοφορίας απομακρύνοντάς μας περισσότερο από ένα περιβαλλοντικά βιώσιμο μέλλον. Η πανεπιστημιακός Lisa Baraitser υποστηρίζει ότι ο 21ος αιώνας διακατέχεται από ένα αίσθημα πως δεν μας περισσεύει χρόνος: προσωπικά, κοινωνικά, πλανητικά.

Τι είναι όμως ο χρόνος;

Όταν κάποιος με ρωτάει πάνω σε τι είναι το διδακτορικό μου, συχνά απαντώ: «Στον χρόνο, μελετώ τον χρόνο». Συνήθως με κοιτούν ελαφρώς απορημένα. H μελέτη του χρόνου φαντάζει είτε κάτι πολύ υπαρξιακό είτε κάτι πολύ επιστημονικό, κι εγώ δεν περνάω για φιλόσοφος ή φυσικός. Όταν προσθέτω: «εννοώ το πώς ο χρόνος οργανώνει την καθημερινή μας ζωή, και την κοινωνία», έρχεται μια στιγμή σύνδεσης και ενθουσιασμού, ένα «Α! Αυτό με αγγίζει και μένα, αυτό είναι σημαντικό». Όλες και όλοι έχουν κάποια μικρή εξομολόγηση να κάνουν για το πώς ο χρόνος κατατρέχει τις ζωές τους και για διάφορες ευφάνταστες ή απέλπιδες προσπάθειες να τον διαχειριστούν αποτελεσματικά. Μετά από αυτή τη σπίθα ενδιαφέροντος συνήθως ακολουθεί μια σιωπή, ή ενός είδους ξεφούσκωμα.

Είναι σαν όλοι και όλες να ξέρουμε ότι ο χρόνος είναι σημαντικός, το ξέρουμε τόσο με διανοητικούς όσο και με βίαια σωματικούς τρόπους, αλλά δεν έχουμε τα αναλυτικά εργαλεία για να πάμε πιο βαθιά, να εξηγήσουμε ποιο είναι το σημαντικό ή τι θέλουμε να αλλάξουμε στη σχέση μαζί του. Κι εγώ η ίδια πολλές φορές δεν ξέρω πού να πάω αυτήν τη συζήτηση. Ο χρόνος μοιάζει να είναι ταυτόχρονα τόσο οικείος και τόσο άγνωστος, και τα προβλήματά μας μαζί του τόσο μπανάλ όσο και αινιγματικά.

Ενώ οι ιδέες που συσχετίζονται με τον χρόνο είναι βαθιά εμπεδωμένες στη γλώσσα, στη συνείδηση και στην κοινωνική οργάνωση, ο ίδιος ο χρόνος, όπως οι περισσότερες θεμελιώδεις έννοιες, διαφεύγει ξεκάθαρων ορισμών. Σε μια «φονξιοναλιστική» ανάλυση ο χρόνος είναι αυτό που κοινώς κατανοούμε σαν τον χρόνο του ρολογιού (clock-time), ένας χρόνος διαρκής και διαρκώς διασπώμενος σε διαδοχικές ισόποσες μονάδες. Είναι ένας χρόνος απαράλλαχτος και ουδέτερος (κάθε λεπτό και κάθε ώρα «κοστίζει» όσο και το επόμενο), είναι ένας χρόνος ομογενοποιημένος και ολοκληρωτικός: όλα συντελούνται, όλοι και όλες ζούμε εντός ενός ενοποιημένου παγκόσμιου χρόνου. Όμως, υπό μια πιο ερμηνευτική οπτική, ο χρόνος αποκτά και άλλα χαρακτηριστικά πέραν της διάρκειας. Ένας πιο χρονικός χρόνος έχει ένταση, ρυθμό, τέμπο – με άλλα λόγια έχει υφή, πολλαπλές ποιότητες[3]. Αυτός ο χρόνος χαρακτηρίζεται από πολυμορφικότητα, και η αξία του, το βίωμά του, ακόμα και η ίδια του η δυνατότητα να ρέει, μεταβάλλεται ανάλογα με τις εποχές, τις καταστάσεις και τις κοινωνικοπολιτικές και πολιτισμικές νόρμες. Αυτή η πιο κοινωνιολογική και ανθρωπολογική ματιά στον χρόνο τον αντιμετωπίζει σαν κάτι που συν-παράγει την πραγματικότητα, αντί η πραγματικότητα να συντελείται εντός του.

Κατασκευάζει ο χρόνος κερδισμένους και ηττημένους;

Τι πραγματικότητα παράγεται από τις κυρίαρχες εννοιοποιήσεις και κατανομές του χρόνου; Ο χρόνος ως πεδίο κοινωνικής δικαιοσύνης έχει τύχει σαφώς λιγότερης ανάλυσης σε σύγκριση με τον χώρο ή τις ταυτότητες – βλέπε για παράδειγμα τις αναλύσεις για το πώς το φύλο μας ή η καταγωγή μας επηρεάζουν την κοινωνική μας θέση ή εμπειρία.

Ίσως ο πιο άμεσος τρόπος για να κατανοήσουμε τις κοινωνικές επιπτώσεις που προκύπτουν από την κατασκευή του χρόνου είναι να αναλογιστούμε τις παρενέργειες του να βλέπουμε τον χρόνο ως κάτι το γραμμικό. Το βέλος του χρόνου κινείται πάντα προς τα μπροστά και η κίνηση αυτή είναι συνυφασμένη με τις έννοιες της εξέλιξης και της προόδου. Αυτή η εικόνα για τον χρόνο είναι τόσο βαθιά ριζωμένη στη Δύση, ώστε ολόκληροι λαοί ή κοινότητες που δεν μοιράζονται την ίδια αντίληψη για την πρόοδο στιγματίζονται ως «οπισθοδρομικοί» – ως να είναι κυριολεκτικά «στο παρελθόν» του ιστορικού χρόνου. Αντίστοιχα στον προσωπικό χρόνο, πόσες φορές δεν νιώθουμε ότι έχουμε «μείνει πίσω» αν δεν είμαστε στο σωστό σημείο της υποτιθέμενα γραμμικής εξέλιξης του χρόνου της ζωής μας (μόρφωση, καριέρα, οικογένεια κλπ.); Το να βλέπουμε τον χρόνο σαν μια γραμμή δημιουργεί τους/τις «μπροστά» και τους/τις «πίσω» στη ζωή και στην ιστορία.

Ανάμεσα στο «μικρο-» του προσωπικού και το «μακρο-» του ιστορικού χρόνου υπάρχει ένα «μεσο-» επίπεδο της καθημερινής κοινωνικής ζωής, όπου καθίσταται πιο δύσκολο να διακρίνουμε τις επιπτώσεις των χρονικών μοτίβων και επιταγών της σύγχρονης ζωής, εν πολλοίς γιατί τα μοτίβα αυτά είναι φυσικοποιημένα, μοιάζουν σαν αυτονόητα και όχι σαν συγκεκριμένες κοινωνικές νόρμες και επιλογές, όπως είναι στην πραγματικότητα. Είναι φυσικό ή αυτονόητο το να δουλεύουμε πενθήμερο ή εξαήμερο, το να έχουμε τον χ αριθμό αργιών ανά έτος. Είναι αυτονόητο το να δουλεύουμε σε καπιταλιστικές εξαρτημένες εργασιακές σχέσεις – να σπάμε δηλαδή τον χρόνο μας σε κουτάκια συγκεκριμένων ποσοτικών μονάδων και να τον ανταλλάσσουμε με χρήμα!

Το να ορίζουμε τον χρόνο σαν έναν ποσοτικοποιημένο ατομικό πόρο προς πώληση και επένδυση δημιουργεί –αυτή τη φορά– τους/τις «μέσα» και τους/τις «έξω» στην κοινωνία. Άλλωστε, η ιστορία του καπιταλισμού είναι στενά συνυφασμένη με τα χρονικά μοτίβα της νεοτερικότητας. Όταν η βιομηχανική επανάσταση εξύψωσε τον «χρόνο του εργοστασίου» ή τον «χρόνο της βάρδιας» ως τον πιο ορατό και συνάμα τον πιο παραγωγικό χρόνο, άλλοι χρόνοι που δεν χωρούν σε ορθολογικούς προγραμματισμούς έχασαν τόσο σε ορατότητα όσο και σε αξία. Το να έχεις μια δουλειά είναι παραγωγικός χρόνος –είσαι εντός– αλλά το να είσαι άνεργος είναι κενός χρόνος – είσαι εκτός, άσχετα αν συν-παράγεις σε σειρά άλλων καθημερινών εργασιών που δεν «μετριούνται», για παράδειγμα το να φροντίζεις το ανίψι σου ή να σχεδιάζεις αφισάκια για τοπικές εκδηλώσεις.

Σήμερα, και ενόσω οι παραδοσιακές δουλειές εκλείπουν, οι επιταγές για έναν χρόνο «παραγωγικό» αυξάνονται αντί να μειώνονται, διαποτίζοντας όλο και περισσότερες εκφάνσεις της ζωής. Νέοι διαχωρισμοί και εσωτερικευμένες πιέσεις κατασκευάζουν το ποιος/α είναι εντός και εκτός, ορίζοντας «καλές», «ουσιαστικές» και λιγότερο καλές χρήσεις του προσωπικού μας και ελεύθερου χρόνου.

Είναι ο χρόνος προσωπικός πόρος;

Ο καπιταλισμός είναι πάντα ύποπτος για την παραγωγή γενικευμένων αποτελεσμάτων όπως «οικονομική ανάπτυξη» ή «άνοδος βιοτικού επιπέδου», αποκρύπτοντας τις ανισότητες που τα στηρίζουν. Πίσω από γενικές παραδοχές για τη ζωή «που γίνεται όλο και πιο γρήγορη» ή για την εργασία που «τώρα μπορεί να γίνεται από παντού!», πίσω από τεχνικές διαχείρισης του χρόνου και productivity hacks, ο χρόνος μας συντηρείται και παράγεται μέσα από σχέσεις[4].

Μια σειρά από αρχιτεκτονικές χρόνου και σχέσεις συντονισμού μεταξύ ομάδων διαφορετικής εξουσίας συντηρούν αυτό που κατά τα άλλα αντιλαμβανόμαστε ως προσωπικό χρόνο: η νυχτερινή εργασία των οδηγών ταξί που επιτρέπει την επιστροφή από το σαββατιάτικο πάρτι, η βιασύνη του ντελιβερά που μεγιστοποιεί τον χρόνο του lunch-break, η κυριακάτικη εργασία της καθαρίστριας που επιτρέπει ένα χαλαρότερο σαββατοκύριακο σε άλλους, το μαγείρεμα της μαμάς για τα ενήλικα παιδιά της που σημαίνει χρόνος να ασχοληθούν με ένα τόσο αναγκαίο χόμπι, οι (απλήρωτες) υπερωρίες χιλιάδων εργαζομένων σε όλους του κλάδους και τα σπαστά, απρόβλεπτα ωράρια που επιτρέπουν σε δεκάδες επιχειρήσεις να διαχειρίζονται τον «εταιρικό χρόνο» όπως εξυπηρετεί τους αλγόριθμους προσφοράς, ζήτησης και κέρδους.

Η διαιώνιση του μύθου για τη διαχείριση του χρόνου ως ατομική σταυροφορία μάς εμποδίζει να σκεφτούμε το χρονικό μας βίωμα ως κάτι που παράγεται συλλογικά μέσα από σχέσεις, τεχνολογίες, συστήματα εργασίας, κοινωνικές νόρμες και προσδοκίες[5]. Όπως ο χρόνος μας δεν είναι σχεδόν ποτέ μόνο δικός μας, έτσι δεν είναι και ποτέ ακριβώς «ελεύθερος»[6]. Ο ελεύθερος χρόνος όπως τον εννοούμε στην κοινή λογική είναι ένας χρόνος που έχει ήδη παραχθεί από την εργασία μας, είναι ο χρόνος που απομένει όταν έχουν ολοκληρωθεί οι εργασίες που έχουν κριθεί απαραίτητες, αυτονόητες ή λογικές σε μια κοινωνία.

Το μέλλον της εργασίας: για τι εμπειρίες του χρόνου θέλουμε να παλέψουμε;

Τι θα άλλαζε, πώς θα ζούσαμε αν δεν βλέπαμε τον χρόνο ως μια γραμμή, ως έναν ατομικό πόρο προς επένδυση; Τι κουλτούρες χρόνου θα είχαμε και τι εργασίες θα αξιολογούσαμε ως σημαντικές; Πιστεύουμε ότι έχει τεράστια σημασία να καταλάβουμε πως το χρονικό καθεστώς της εποχής μας διαμορφώνει υλικές και ψυχοκοινωνικές στερήσεις και δυσκολίες, αν θέλουμε να φτιάξουμε πιο δίκαιες και αξιοβίωτες ζωές.

Η δουλειά μας με τον χρόνο εντάσσεται και πηγάζει, αφορμάται και θρέφεται από ευρύτερες κριτικές για το νόημα, τη λειτουργία και τη διανομή της εργασίας στην κοινωνία. Εκτείνεται στη συλλογική ερώτηση του πώς μπορούμε να κατασκευάσουμε εκ νέου την εμπειρία του χρόνου γύρω, μέσα και έξω από την εργασία σε κατευθύνσεις που παράγουν λιγότερη ανισότητα και πόνο. Το να πολιτικοποιήσουμε τον χρόνο σημαίνει πρώτα να σταματήσουμε να τον αντιμετωπίζουμε προ-θεωρητικά, σαν δηλαδή ένα ουδέτερο φόντο πάνω στο οποίο εκτυλίσσονται οι ζωές μας. Ίσως μελλοντικά να μιλάμε για τον χρόνο ως ένα κοινό αγαθό που μπορούμε συλλογικά να αποφασίσουμε πώς το σχηματοποιούμε, πώς το περνάμε και το μοιραζόμαστε, επαναδιατυπώνοντας έτσι και το νόημα και τον διαμοιρασμό της εργασίας στην κοινωνία. Χιλιάδες άλλα χωρο-χρονικά μέλλοντα ίσως μας περιμένουν, αν μπορέσουμε να τα φανταστούμε.

Η Michelle Bastian, από τις πιο σημαντικές κοινωνιολόγους του χρόνου, διαπιστώνει πόσο εντυπωσιακά λίγη (καθόλου δηλαδή) έρευνα υπάρχει για το πώς διαφορετικές εννοιολογήσεις του χρόνου μπορεί να συμβάλλουν στη δημιουργία άλλων πολιτικο-κοινωνικών συστημάτων. Θέλουμε να φανταστούμε αυτές τις μελλοντικές κοινότητες ενός άλλου χρόνου και μια άλλης εργασίας.

Προς το παρόν ξεκινάμε από μια κοινή εβδομάδα στις παρούσες ζωές μας, λίγο πριν από το μέλλον που έρχεται. Τέσσερα επεισόδια podcast, τέσσερις ημέρες. Κάθε επεισόδιο αγγίζει ένα αίσθημα, μια δυσκολία, μια ανάγκη για τον χρόνο ως ατομικό πόρο, ως σχέση, ως συνέχεια, ως πεδίο μετασχηματισμού των ζωών μας. Κάθε επεισόδιο σας αφήνει με ένα προσωπικό ερώτημα.

 

Οπότε, come on, χάστε λίγο χρόνο μαζί μας.

 

[3] Adam, B. (1995). Timewatch: The social analysis of time. New Jersey: John Wiley & Sons.

[4] Sharma, S. (2014). In the meantime: Temporality and cultural politics. Duke University Press

[5] Wajcman, J. (2019). How Silicon Valley sets time. New Media & Society, 21(6), 1272-1289.