Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στην ειδική έκδοση της εφημερίδας «Μακεδονία» με τίτλο «Ο στόχος της περιφερειακής σύγκλισης», η οποία κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο του 2024 με αφορμή την 88η Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης. Στην έκδοση αυτή, υπουργοί, βουλευτές, εκπρόσωποι της τοπικής αυτοδιοίκησης και θεσμικών φορέων της πόλης εκφράζουν προβληματισμούς, προβάλλουν διεκδικήσεις και προτείνουν λύσεις.
Λίγες φράσεις έχουν εντυπωθεί στη σκέψη μου τα τελευταία χρόνια όσο αυτή που μοιράστηκε ο αφυπηρετήσας καθηγητής Δημογραφίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Βύρων Κοτζαμάνης σε συνέδριο που διοργάνωσε το Ίδρυμα Χάινριχ Μπελ το καλοκαίρι του 2022: «το 50% του πληθυσμού στην Ελλάδα είναι συγκεντρωμένο στο 3% της έκτασης της χώρας». Παράλληλα, ο κ. Κοτζαμάνης υπογράμμισε ότι η ελληνική ύπαιθρος δεν διαθέτει ζωντανές δυνάμεις αλλά έναν όλο και πιο γηρασμένο πληθυσμό και δηλώνει απαισιόδοξος ότι μπορεί να υπάρξει αναστροφή του φαινομένου.
Το χάσμα μεταξύ πόλης και υπαίθρου στην ελληνική επικράτεια αποτελεί ένα κεντρικό ζήτημα που απασχολεί το Ίδρυμα Χάινριχ Μπελ. Δυστυχώς, δεν μοιάζει να απασχολεί όσο θα έπρεπε και άλλους αρμόδιους φορείς ή ακόμη και τους ίδιους τους πολίτες. Σε συνεργασία με την Kapa Research, επιχειρήσαμε να φωτίσουμε τις βαθύτερες πτυχές της δημογραφικής πρόκλησης που ανέδειξε και η πρόσφατη απογραφή. Η ποσοτική δημοσκόπηση που είχε ενισχυμένο δείγμα στις περιφέρειες της Αττικής, της Κεντρικής Μακεδονίας, της Ηπείρου και της Κρήτης αποκάλυψε πως ένα ποσοστό της τάξης του 22% σκέφτεται ή σχεδιάζει να μετακομίσει από τον τόπο κατοικίας του, ενώ το ποσοστό αυτό αυξάνεται σε 50% όταν η ίδια ερώτηση αφορά τα παιδιά του. Για ένα σημαντικό ποσοστό αυτών που σχεδιάζουν να μετακομίσουν (46%) ο λόγος είναι η υποβάθμιση του τόπου διαμονής. Επομένως, διαφαίνεται να καλλιεργείται ένα σημαντικό κύμα φυγής, το οποίο θα απασχολήσει μελλοντικά τη χώρα.
Αυτή η ανισόρροπη ανάπτυξη, με περισσότερο από το 50% του πληθυσμού να ζει στην ή γύρω από την πρωτεύουσα και ένα μεγάλο ποσοστό στη Θεσσαλονίκη και σε πέντε ακόμη πόλεις μεσαίου μεγέθους, είναι απότοκο ενός μοντέλου που ακολουθήθηκε για δεκαετίες. Χρόνια κατά τα οποία οι επενδύσεις στην περιφέρεια ήταν επιφανειακές και χωρίς συνέπεια, καθώς δεν αντιμετωπίζονταν επαρκώς σημαντικά γεγονότα όπως η παύση λειτουργίας βιομηχανιών και άλλων δραστηριοτήτων καθοριστικών για τον χαρακτήρα συγκεκριμένων περιοχών.
Γιατί, όμως, είναι αυτό πρόβλημα; Αρχικά, η παραπάνω ανισορροπία είναι δείκτης ανησυχίας για τη Δημοκρατία μας σε μία χρονιά ορόσημο, 50 χρόνια από τη Μεταπολίτευση. Η ανισότητα ευκαιριών ανάλογα με τον τόπο κατοικίας, στον βαθμό που παρατηρείται στην Ελλάδα σήμερα, συνιστά έλλειμμα δημοκρατίας. Παράλληλα, αναδεικνύονται μία σειρά από μακροπρόθεσμες προκλήσεις όπως αυτή της διαχείρισης των φυσικών πόρων σε περιοχές με διαρκώς συρρικνούμενο πληθυσμό. Ποιες είναι οι προτεραιότητες που μπορεί να θέτει ένα «αναπτυξιακό» μοντέλο; Ανάπτυξη ή μεγέθυνση με ποιους όρους και για ποιες/ους; Ακόμη και το ίδιο το δημογραφικό ζήτημα, που τον τελευταίο καιρό λαμβάνει διαστάσεις εθνικής προτεραιότητας, προσεγγίζεται σχεδόν αποκλειστικά με όρους αύξησης του απόλυτου αριθμού του πληθυσμού και όχι με όρους κατανομής του πληθυσμού στην επικράτεια της χώρας.
Τι μπορεί να γίνει; Αρχικά, είναι αναγκαία ουσιαστικά κίνητρα που από τη μία μεριά θα αποτρέψουν τους ανθρώπους από το να συνεχίσουν να εγκαταλείπουν την ύπαιθρο και από την άλλη θα τους κινητοποιούν να επιστρέψουν στην ελληνική περιφέρεια. Η επένδυση σε βασικές υποδομές και ανάγκες είναι το κλειδί. Οι μεταφορές και ιδιαίτερα ο σιδηρόδρομος για την καλύτερη διασύνδεση των απομακρυσμένων περιοχών, τα σχολεία, οι υπηρεσίες φροντίδας και η αξιοπρεπής, προσιτή κατοικία αποτελούν το θεμέλιο για οτιδήποτε άλλο. Όπως μεταξύ άλλων και για την ανακοπή της ανόδου της ακροδεξιάς που ενισχύθηκε περαιτέρω στις πρόσφατες ευρωεκλογές. Έχει σημασία να δοθεί ο λόγος στους ίδιους τους τόπους, άρα να αλλάξει, να ενισχυθεί ο ρόλος της τοπικής αυτοδιοίκησης. Σίγουρα, πρόκειται για κάτι που δεν μπορεί να συμβεί από τη μια μέρα στην άλλη, αλλά έχει ήδη αργήσει η μετάβαση αυτή. Τέλος, είναι κρίσιμος ο μακροπρόθεσμος σχεδιασμός, πέρα από εκλογικά ορόσημα και έξω από κομματικά όρια. Το μοντέλο που ακολουθήθηκε για δεκαετίες έχει ξεπεράσει τα όριά του.
Πώς θέλουμε να μοιάζει μία περιοχή όπως π.χ. η Φλώρινα το 2050; Τέτοιες ερωτήσεις θα πρέπει να μπουν στην πολιτική ατζέντα με διαθεματική προσέγγιση που θα λαμβάνει υπόψη την κλιματική προσαρμογή, τη διαφύλαξη της κοινωνικής συνοχής και τη δημιουργία μελλοντικών προοπτικών χωρίς τη λογική της «μονοκαλλιέργειας» του τουρισμού.