Δύο μήνες αφότου ο κόσμος μπήκε σε αυστηρή καραντίνα, και ενώ πλέον οι περιορισμοί σταδιακά χαλαρώνουν, είναι ακόμα δύσκολη η αποτίμηση της επίδρασης που θα έχει η πανδημική κρίση στις πολιτικές για το περιβάλλον και το κλίμα. Καμία πρόβλεψη δεν είναι εύκολη, ειδικά όταν σκέφτεται κανείς το μέγεθος της απειλής και την απώλεια εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων. Είναι όμως απαραίτητο να φανταστούμε το μεταπανδημικό μέλλον και να κάνουμε μερικές πρώτες εκτιμήσεις για την περιβαλλοντική πορεία του κόσμου, ειδικά καθώς κάποιες τάσεις και στοιχεία είναι ήδη δεδομένα.
Από τα μέσα Μαρτίου, οπότε η Ελλάδα μπήκε σε καραντίνα, ζήσαμε περιβαλλοντικά πρωτόγνωρες καταστάσεις. Αφενός μεν είδαμε τα φυσικά οικοσυστήματα και την ατμόσφαιρα των πόλεων να παίρνουν προσωρινά βαθιά ανάσα, αφετέρου όμως εκδηλώθηκε ένας νέος γύρος πολιτικών πιέσεων υποσκελισμού των δημόσιων περιβαλλοντικών πολιτικών που θέτουν σε διακινδύνευση και την ίδια την πορεία της χώρας προς την κλιματική ουδετερότητα.
Άλλαξε απότομα το κλίμα
Αυτές τις μέρες της υγειονομικής αγωνίας πράγματι ησύχασε κάπως ο πλανήτης.
Σε πολλές πόλεις της Ευρώπης καταγράφηκαν σημαντικές μειώσεις στις συγκεντρώσεις ατμοσφαιρικών ρύπων. Στα κέντρα της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης ζήσαμε μείωση των συγκεντρώσεων επικίνδυνων ατμοσφαιρικών ρύπων, όπως το διοξείδιο του αζώτου κατά 31,36% και 23,45% αντίστοιχα. Τα δεδομένα όμως που δημοσιοποιεί το ΥΠΕΝ, ως εθνική υποχρέωση εφαρμογής της σχετικής ενωσιακής πολιτικής, είναι διαχρονικά σκανδαλωδώς ελλιπή, οπότε είναι δύσκολη η συναγωγή μιας ακριβούς εικόνας.
Στο ενεργειακό τοπίο, τον Απρίλιο του 2020 η ζήτηση ενέργειας μειώθηκε κατά 9,8% σε σχέση με τον Απρίλιο του 2019, με το μεγαλύτερο μέρος της πτώσης να αφορά τον τομέα της υψηλής τάσης. Τα δεδομένα αυτά δεν δείχνουν ξεκάθαρα κάποια πορεία προς βελτιωμένες ενεργειακές πρακτικές χαμηλών εκπομπών. Το σενάριο επανόδου της ζήτησης στα γνωστά επίπεδα μόλις ανακάμψει η βιομηχανική δραστηριότητα είναι πολύ πιθανό.
Ένα όμως στοιχείο που έχει μεγάλη αξία είναι το ιστορικό χαμηλό που σημείωσε η λιγνιτική παραγωγή, συνεχίζοντας την καθοδική πορεία των τελευταίων ετών. Τον Απρίλιο 2020η μείωση της λιγνιτικής παραγωγής άγγιξε το 62,7% σε σχέση με τον περσινό Απρίλιο. Η μεταβολή παραγωγής τετραμήνου είναι μειωμένη κατά 9,2%, με τη λιγνιτική στο -38% και τις ΑΠΕ στο +18,3%. Ο δρόμος για απελευθέρωση από τα απολιθωμένα καύσιμα είναι πια ορθάνοιχτος, με κύρια περιβαλλοντική πρόκληση τη χωροθετικά και οικολογικά σωστή αλλά και κοινωνικά δίκαιη ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ).
Μέσα στην κρίση της πανδημίας, διαφάνηκαν λοιπόν πολλά νέα δεδομένα και τάσεις που είναι δύσκολο μεν ακόμα να αποτιμηθούν επαρκώς, όμως δείχνουν ότι όταν η ανθρωπότητα θα βγει για τα καλά από την καραντίνα, ο κόσμος θα έχει αλλάξει. Ο πήχης διεθνώς για οικολογικά και κοινωνικά δίκαιη ανάπτυξη έχει ανέβει ψηλά, καθώς το διακύβευμα είναι πλέον η ίδια η επιβίωση των ανθρώπινων κοινωνιών.
Με οδηγό τους παγκόσμιους στόχους βιώσιμης ανάπτυξης, μπορούμε να απεικονίσουμε επιγραμματικά την επίδραση της πανδημίας του COVID-19 στην Ελλάδα ως εξής:
Περιβαλλοντική απορρύθμιση
Η έκκληση για θωράκιση του περιβαλλοντικού κεκτημένου που απηύθυνε στις 15 Απριλίου προς τις κυβερνήσεις ο ειδικός εισηγητής του ΟΗΕ για τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν ήταν μια τυχαία δήλωση. Ήταν απόρροια των εκδηλωμένων διαθέσεων που εκφράστηκαν από πολλές κυβερνήσεις για αποξήλωση νόμων προστασίας του περιβάλλοντος, με πρόσχημα την ανάγκη αντιμετώπισης της οικονομικής κρίσης.
Το πρώτο στίγμα περιβαλλοντικής πολιτικής της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας, δηλαδή η ανακοίνωση τον Σεπτέμβριο του 2019 από τον πρωθυπουργό ότι η Ελλάδα μπαίνει σε τροχιά ταχείας απεξάρτησης από τον λιγνίτη, επαινέθηκε διεθνώς ως κλιματικά πρωτοπόρος. Το ίδιο και η αμέσως ακόλουθη πράξη, το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), που εγκρίθηκε τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς με απόφαση του Κυβερνητικού Συμβουλίου Οικονομικής Πολιτικής και ήταν σαφέστατα πιο φιλόδοξο από το πρώτο σχέδιο του 2018.
Στο καθαυτό όμως επίπεδο της διάπλασης των δημόσιων πολιτικών και της νομοθέτησης για το περιβάλλον, μέσα στον ενάμιση μήνα των μέτρων περιορισμού είδαμε μια σαφέστατη τάση απορρύθμισης και απώλειας σημαντικών περιβαλλοντικών κεκτημένων:
- Με τη Βουλή να λειτουργεί σε καθεστώς περιορισμού των συναντήσεων, κατατέθηκαν προς ψήφιση δεκατρία νομοσχέδια, εκ των οποίων τρία με σοβαρή περιβαλλοντική διάσταση. Για πρώτη φορά πραγματοποιήθηκαν τηλε-ακροάσεις φορέων από τις αρμόδιες κοινοβουλευτικές επιτροπές.
- Ψηφίστηκε ένας νόμος - σκούπα (ν. 4685/2020) που προκάλεσε έντονες αντιδράσεις, καθώς αλλάζει σαρωτικά τη νομοθεσία για την περιβαλλοντική αδειοδότηση, την προστασία των περιοχών Natura, τη δασική διαχείριση, την αυθαίρετη δόμηση, και τη διαχείριση των αποβλήτων.
- Ψηφίστηκε νόμος για τις τουριστικές επενδύσεις(ν. 4688/2020), ο οποίος σηματοδοτεί απώλεια προστατευτικού πλαισίου για την παράκτια ζώνη, περιορισμό της δημόσιας πρόσβασης στον αιγιαλό, τις παραλίες και τις όχθες ποταμών και λιμνών, αλλά και χαλάρωση της δασικής νομοθεσίας.
Στο πεδίο της οικονομικής πολιτικής, τα μέτρα στήριξης των επιχειρήσεων που έχουν πληγεί από την κρίση φαίνεται πως αγνοούν την ανάγκη οι δημόσιες επενδυτικές πολιτικές να δείξουν στον ιδιωτικό τομέα και στις αγορές τον δρόμο προς την περιβαλλοντική βιωσιμότητα και την κλιματική ουδετερότητα.
Αν και ακόμα δεν έχουν οριστικοποιηθεί πακέτα στήριξης μεγάλων επιχειρήσεων, η κυβέρνηση έχει κάνει σαφή την πρόθεσή της να προσφέρει χωρίς περιβαλλοντικούς όρους οικονομικό σωσίβιο σε βιομηχανίες τεράστιου περιβαλλοντικού αποτυπώματος, όπως η πετρελαϊκή Energean για τη μειωμένη παραγωγή στη γεώτρηση του Πρίνου. Έτσι, ενώ σε άλλες χώρες της ΕΕ οι διασώσεις βιομηχανιών μεγάλης επίπτωσης στην υγεία του πλανήτη συνοδεύονται από πακέτο όρων προς την κατεύθυνση της κλιματικής ουδετερότητας, στην Ελλάδα αυτές οι αυτονόητες πολιτικές πρακτικές δείχνουν να προσκρούουν σε μια μοιρολατρική άποψη ότι η χώρα έτσι κι αλλιώς είναι ουραγός στην καινοτομία και σίγουρα δεν θα σώσει τον πλανήτη. Όπως έχει ήδη επισημάνει το WWF Ελλάς, ουσιώδη στοιχεία δημοκρατίας είναι η διαφάνεια, ειδικά σε σχέση με τις οικολογικές και κλιματικές διαστάσεις, και ο δημόσιος διάλογος για το πώς θα δρομολογηθούν οι διασώσεις, ώστε να προστατευθεί τόσο το δημόσιο χρήμα όσο βέβαια και το περιβάλλον.
Κατά τη διάρκεια των μέτρων κατ’ οίκον περιορισμού της ελληνικής κοινωνίας και ενώ η αγωνία για την υγειονομική κρίση ήταν στο κατακόρυφο, στη Βουλή κατατέθηκαν νομοσχέδια με σοβαρές περιβαλλοντικές διαστάσεις.
Πρώτο ήρθε το νομοσχέδιο του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας που ψηφίστηκε στις 5 Μαΐου ως νόμος 4685/2020, μέσα σε μια καταιγίδα από αντιδράσεις. Ο νέος νόμος που επικαλείται στον ίδιο τον τίτλο του τον εκσυγχρονισμό της περιβαλλοντικής νομοθεσίας, στην πραγματικότητα επιδεινώνει τόσο το πλαίσιο προστασίας των φυσικών οικοσυστημάτων, όσο βέβαια και το καθεστώς αδειοδότησης έργων και δραστηριοτήτων. Μεταξύ άλλων, ο ν. 4685/2020:
- Καταργεί την πρόνοια για υποχρεωτικό περιβαλλοντικό έλεγχο για τα έργα κατηγορίας Α (έργα που ενδέχεται να προκαλέσουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον), τα οποία ζητούν άδεια σε περιοχές Natura.
- Διαιωνίζει την πολιτική των προηγούμενων κυβερνήσεων υπέρ αυθαιρέτων, με νέα ρύθμιση για τους παράνομα χτισμένους οικισμούς σε δάση.
- Καταργεί την πρόβλεψη για υποχρεωτική δημόσια διαβούλευση για τα προεδρικά διατάγματα των περιοχών Natura. Πρωτοφανές. Πώς είναι δυνατόν να μην υπάρχει πρόνοια για υποχρεωτική και ουσιαστική κοινωνική διαβούλευση κατά τη φάση ορισμού ζωνών και μέτρων προστασίας μιας περιοχής;
- Απειλεί τις περιοχές Natura, εισάγοντας μενού επιλογής χρήσεων που περιλαμβάνει πολύ επιβαρυντικές δραστηριότητες.
Άλλο πρόσφατο χτύπημα περιβαλλοντικής οπισθοχώρησης ήταν ο τουριστικός νόμος 4688/2020 που ψηφίστηκε στις 22 Μαΐου. Πάντα με κεντρικό αφήγημα την ανάγκη επιπλέον τουριστικής ανάπτυξης, το αρμόδιο για τον τουρισμό υπουργείο συνεχίζει τη διαχρονική πολιτική αντιμετώπισης των φυσικών οικοσυστημάτων σαν οικοπέδων για επιχειρηματική εκμετάλλευση. Ο νέος νόμος δίνει δικαίωμα στις επιχειρήσεις τουρισμού και εστίασης για ακόμα πιο εκτεταμένη εκμετάλλευση της ζώνης του αιγιαλού και της παραλίας, αλλά και των οχθών ποταμών και λιμνών και του θαλάσσιου βυθού. Ειδικά στις παραλίες, μειώνεται πλέον και η δημόσια πρόσβαση επισκεπτών πλην των πελατών των επιχειρήσεων που τις εκμεταλλεύονται, ενώ παράλληλα ελαφραίνουν και οι κυρώσεις σε αυθαίρετους καταπατητές των ακτών.
Εμμονή με τις εξορύξεις υδρογονανθράκων
Παρά την κατάρρευση της παγκόσμιας αγοράς και παραγωγής πετρελαίου, η σημερινή κυβέρνηση συνεχίζει ακάθεκτη την περιβαλλοντικά οδυνηρή πολιτική όλων των προηγούμενων κυβερνήσεων υπέρ των προγραμμάτων εξόρυξης υδρογονανθράκων. Φαντάζει παράλογη αυτή η ελληνική εμμονή, ειδικά τώρα που ο από αιώνος ηγεμόνας των ενεργειακών αγορών, το πετρέλαιο, εκθρονίζεται και η κρίση της πανδημίας παραδίδει τα σκήπτρα των ενεργειακών δικτύων στις ΑΠΕ.
Όπως επισήμανε πριν λίγες μέρες η Διεθνής Υπηρεσία Ενέργειας, οι μειώσεις στη ζήτηση έχουν απογειώσει το μερίδιο των ανανεώσιμων στην παροχή ηλεκτρισμού, καθώς η παραγωγή τους σε μεγάλο βαθμό είναι ανεξάρτητη από τη ζήτηση. Η ζήτηση έχει κατακρημνιστεί επηρεάζοντας καθοριστικά όλες τις άλλες πηγές ηλεκτρισμού, συμπεριλαμβανομένου του κάρβουνου, των υδρογονανθράκων και βέβαια της πυρηνικής ενέργειας.
Ενώ λοιπόν οι πετρελαϊκοί κολοσσοί βρίσκονται σε ολοένα και δυσχερέστερη θέση, λόγω ακριβώς του καταστροφικού κλιματικού και οικολογικού τους αποτυπώματος, στην Ελλάδα ο μύθος του μαύρου χρυσού ακόμα στηρίζεται σε διακομματικά πολιτικά δεκανίκια. Όμως οι εταιρείες στις οποίες έχουν παραχωρηθεί σχεδόν 75.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα χερσαίων και θαλάσσιων περιοχών για εξορύξεις πετρελαίου και αερίου ήδη ανακοίνωσαν σημαντικές απώλειες και περικοπές στα επενδυτικά τους προγράμματα, ενώ πολλές από αυτές έχουν δεσμευθεί για κλιματική ουδετερότητα μέχρι το 2050.
Με το αρθ. 44 του ν. 4685/2020 προκρίνεται μέσα από την ίδια την περιβαλλοντική νομοθεσία η εξόρυξη υδρογονανθράκων ως επιτρεπόμενη δραστηριότητα στις περιοχές Natura.
Ζούμε λοιπόν το εξής οικολογικό παράδοξο: ενώ η Ελλάδα περιμένει πώς και πώς να οριστούν επιτέλους οι ζώνες προστασίας των περιοχών Natura, υποχρέωση που έχει φέρει τη χώρα αντιμέτωπη με το Δικαστήριο της ΕΕ για παραβίαση της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ, ο νέος νόμος υποδαυλίζει μια επιχείρηση μαζικής διάτρησης των επί της αρχής προστατευτικών διαταγμάτων με χρήσεις καταστροφικού οικολογικού αποτυπώματος, όπως οι εξορύξεις υδρογονανθράκων.
Με το άρθρο 110 ο νόμος 4685/2020 εισάγει επίσης την αδιανόητη για σύγχρονη δημοκρατία αφαίρεση από τις δημοτικές αρχές του λόγου επί των προγραμμάτων έρευνας για πετρέλαιο και αέριο που εκτελούνται σε εκτάσεις κυριότητάς τους: οι πετρελαϊκές εταιρείες έχουν πλέον δικαίωμα χρήσης δημοτικών και άλλων δημόσιων εκτάσεων χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε άδεια, έγκριση ή τοπική συναίνεση.
Να γίνει η κρίση ευκαιρία για περιβαλλοντική πρωτοπορία
Μέσα στη δεκαετία των μνημονίων και της λιτότητας, η Ελλάδα είδε σαρωτικές αλλαγές στη νομοθεσία προστασίας του περιβάλλοντος. Πάντα με το ίδιο αφήγημα: να γίνουμε μια χώρα φιλική προς τις επενδύσεις. Μήπως όμως τελικά τα προβλήματα ανάπτυξης της Ελλάδας δεν έχουν καμία σχέση με την περιβαλλοντική νομοθεσία, αλλά με την αστάθεια του θεσμικού πλαισίου, την κακονομία, το έλλειμμα ελέγχων και την άρνηση να παραδεχτούμε ότι κάποιες κακοσχεδιασμένες επενδύσεις με μεγάλη περιβαλλοντική επίπτωση πρέπει να απορρίπτονται;
Με το ξέσπασμα της πανδημίας, η Ελλάδα μπήκε σε δεύτερη βαθιά κρίση, μέσα σε λίγους μόλις μήνες αφότου άρχισαν να χαλαρώνουν τα μέτρα ασφυκτικής μνημονιακής λιτότητας και αποξήλωσης σημαντικών προστατευτικών ρυθμίσεων. Η κρίση της πανδημίας ήρθε να επιδεινώσει τις προοπτικές βιώσιμης οικονομικής ανάκαμψης.
Η πρόταση της Κομισιόν για το πακέτο ανάκαμψης είναι μια ευκαιρία για τις χώρες που υστερούν σε περιβαλλοντική καινοτομία, όπως η Ελλάδα, να μετατρέψουν την πανδημία σε ευκαιρία για ένα μέλλον βιωσιμότητας και ανθεκτικότητας σε επόμενες κρίσεις, όπως η κλιματική. Αν και υπολείπεται των πραγματικά γενναίων προνοιών που απαιτεί η πρόκληση της αναστροφής της κλιματικής κρίσης, η πρόταση της Κομισιόν τοποθετεί την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία στο επίκεντρο της ανάκαμψης. Ειδικά η πρόβλεψη ότι τα εθνικά σχέδια ανάκαμψης θα προσδιορίζονται μεν στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου, όμως θα πρέπει να πληρούν τον «οικολογικό όρκο του μη βλάπτειν» και να συμφωνούν με τα ΕΣΕΚ και τα σχέδια δίκαιης μετάβασης, είναι η μεγάλη ευκαιρία της Ελλάδας για απελευθέρωση από τα δεσμά των απολιθωμένων καυσίμων και για ένα άλμα καινοτομίας. Τώρα είναι η ώρα για ανάπτυξη ουσιαστικής περιβαλλοντικής δημοκρατίας και κλιματικής δικαιοσύνης, ώστε η ζωτικά απαραίτητη στροφή προς τις καθαρές πηγές ενέργειας να πραγματοποιηθεί με ασφάλεια για τη βιοποικιλότητα και πλατιά κοινωνική συμμετοχή.
Η κρίση της πανδημίας θα έπρεπε να μας δείχνει ότι ο δρόμος του μέλλοντος για δημόσιες πολιτικές που προστατεύουν το περιβάλλον και τους ανθρώπους περνάει απαραιτήτως μέσα από τον σεβασμό στις επιστημονικές υποδείξεις. Η πολιτική αντίληψη ότι η φύση αποτελεί πόρο για υπερεκμετάλλευση είναι οπισθοδρομική και ξεπερασμένη. Πλέον, η προστασία του περιβάλλοντος είναι θέμα ζωής και θανάτου.
Η επόμενη μέρα πρέπει να βρει την Ελλάδα ανθεκτική στις κρίσεις, την Ευρώπη πιο αλληλέγγυα, με εμπιστοσύνη στην επιστήμη και δημοκρατικά ώριμη. Το στοίχημα μιας σωστής επανεκκίνησης είναι μεγάλο, μας αφορά όλους και όλες και μας αφορά τώρα.
Το άρθρο αυτό είναι μέρος του αφιερώματος "COVID-19 Αίτια, συνέπειες και προτάσεις για το μέλλον στην Ελλάδα και την Ευρώπη"