The ‘Souroukia of Rapsani’: A flame of revitalisation for the area

Η πρώτη μέρα μου στη Ραψάνη φτάνει σιγά σιγά προς το τέλος της, αλλά έχω ακόμη μία συνάντηση, διαδικτυακή αυτή τη φορά, με τα Σουρούκια της Ραψάνης. Μια ομάδα που μπορεί να ανάψει μια νέα φλόγα για να ξορκίσει την αδράνεια και την τυφλή πίστη σε μια ανάπτυξη που έρχεται από τα πάνω και εκτός της κοινότητας. Μια φλόγα αναζωογόνησης στην περιοχή που ξεκινά από κοινοτικές και συνεργατικές σπίθες που ενώνουν τις δυνάμεις τους στοχεύοντας στη συντήρηση μιας ανθεκτικής φλόγας. Άλλωστε, όπως ανέφερε ένα μέλος της: «Τα Σουρούκια δεν θέλουμε να υποκαταστήσουμε τη δουλειά κάποιου από τους συλλόγους ή την κοινότητα· προσπαθούμε να διασυνδέσουμε τις δυνάμεις όλων αυτών, να τις ενώσουμε σε έναν κοινό σκοπό».

Σουρούκια

Τα Σουρούκια δεν θέλουμε να υποκαταστήσουμε τη δουλειά κάποιου από τους συλλόγους ή την κοινότητα· προσπαθούμε να διασυνδέσουμε τις δυνάμεις όλων αυτών, να τις ενώσουμε σε έναν κοινό σκοπό

 

Τα μέλη της νεοσύστατης αυτής ομάδας είτε κατάγονται είτε εργάζονται και κατοικούν στη Ραψάνη το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου. Με μια πρώτη ματιά τα προφίλ των ατόμων αυτών είναι αρκετά διαφορετικά, αλλά κατά τη διάρκεια της κοινοτικής μας συζήτησης φάνηκε ότι οι κοινές αξίες και προσδοκίες για την αναζωογόνηση του τόπου τους αποτέλεσαν τη βάση για τη σύσταση αυτής της μέχρι στιγμής άτυπης ομάδας. Μέχρι τη στιγμή της συζήτησής μας είχαν συνδιοργανώσει μία εκδήλωση με τίτλο «Η ιστορική μετάβαση από τις αγροτικές στις βιομηχανικές κοινωνίες: Η περίπτωση της ελληνικής ορεινής υπαίθρου», ενώ προγραμμάτιζαν άλλες δύο εκδηλώσεις με θέματα τις συνεργασίες στον αγροτικό τομέα και τους νέους τομείς δραστηριότητας σε περιοχές της ορεινής υπαίθρου, εστιάζοντας στην τηλεργασία και τον συνεδριακό τουρισμό.

Η προέλευση του ονόματος

Τα Σουρούκια της Ραψάνης πήραν το όνομά τους από την ομώνυμη πρακτική, η οποία περιγράφεται στη σελίδα facebook του Μορφωτικού Συλλόγου Ραψάνης ως εξής:

«Τα Σουρούκια της Ραψάνης δεν είναι τίποτα άλλο παρά το άναμμα της φωτιάς την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς, την Κυριακή την Τυρινή, κατά την οποία είθισται να καίμε τον βασιλιά Καρνάβαλο. Ένα έθιμο που απαντάται σε όλη σχεδόν την Ελλάδα. Γιατί, όμως, συμβαίνει αυτό;

Με το άναμμα της φωτιάς και το κάψιμο του Καρνάβαλου ξορκίζονται τα πνεύματα και θεωρείται ότι καίγονται τα πάθη, το μίσος, η κακία και η εχθρότητα ανάμεσα στους ανθρώπους. Το άναμμα της φωτιάς κατά την περίοδο της Αποκριάς, όπως υποστηρίζει η λαογραφία, στηρίζεται στη μαγική δύναμη της φωτιάς κι έχει σχέση με τη μετάβαση από τη χειμωνιάτικη στην ανοιξιάτικη περίοδο.

Η φωτιά, όπως πίστευαν παλιά, έδιωχνε τα βλαπτικά πνεύματα και γινόταν έτσι ένα είδος κάθαρσης ενόψει της νέας παραγωγικής περιόδου, γιατί οι αποκριές συμπίπτουν με το τέλος του χειμώνα και την αρχή της άνοιξης, όπου η φύση αναζωογονείται και ανασταίνεται. Ακόμα και το πήδημα της φωτιάς από τους συγκεντρωμένους είχε συμβολικό χαρακτήρα. Οι αρχαίοι πίστευαν ότι όλα τα κακά και δυσάρεστα, καθώς καίονται, από τη φωτιά, εξαφανίζονται και δίνουν τη θέση τους σε άλλα ευχάριστα γεγονότα.

Ο βασιλιάς Καρνάβαλος, το κάψιμό του και οι συμβολισμοί του µας ακολουθούν βήμα βήμα σε όλη τη νεότερη ιστορία και μια λαογραφική αναφορά είναι αναπόφευκτη. Τίποτε λοιπόν δεν είναι αυτό που φαίνεται. Και μπορεί την Κυριακή μια σειρά από πόλεις και χωριά της Ελλάδας να κορυφώνουν τις καρναβαλικές τους εκδηλώσεις µε παρελάσεις, πάρτι και άλλα τελετουργικά –µε μια μικρή δόση εκβιαστικής διασκέδασης–, η αφετηρία των δρώμενων όμως χάνεται στους αιώνες. Όχι βέβαια μόνον αυτό. Τα έθιμα μετασχηματίστηκαν. Συμπεριέλαβαν νέα στοιχεία από κάθε εποχή. Κράτησαν όμως τον πυρήνα και το περιεχόμενό τους. Υπό μια έννοια, οι Αποκριές, ο βασιλιάς Καρνάβαλος και το τελετουργικό του κάψιμο είναι η απόλυτη πράξη αποδόμησης των στερεοτύπων και η πιο πικρή ματιά στον συλλογικό µας βίο.»


H γνώριμη ιδέα της τηλεργασίας

Ξεκινώντας τη συζήτησή μας γύρω από την τηλεργασία, τα Σουρούκια μοιράζονται εμπειρίες τόσο δικές τους όσο και άλλων ανθρώπων. Αναφέρονται αρκετά παραδείγματα: ένας γνωστός που εργάζεται σε εταιρεία του εξωτερικού και μένει με την οικογένειά του στη Λάρισα, ένα τεχνικό γραφείο από το Μόναχο που προσφέρει στους υπαλλήλους του τη δυνατότητα εργασίας σε έναν κοινό χώρο στην Κροατία για δύο εβδομάδες το έτος, μια ερευνήτρια και μια καθηγήτρια αγγλικών που πέρασαν μεγάλο μέρος της προηγούμενης χρονιάς στη Ραψάνη εργαζόμενες μέσω διαδικτύου. Δύο μέλη της ομάδας, τηλεργαζόμενα και τα ίδια από το χωριό τους, αναγνωρίζουν ότι η συνθήκη αυτή τα βοήθησε να συνδυάσουν την εργασία με μικρά διαλείμματα στη φύση. Παρ’ όλα αυτά, αντιμετώπισαν προβλήματα με τη σύνδεση στο διαδίκτυο και για αυτό το λόγο έπρεπε κάποιες μέρες να εργαστούν από τη Λάρισα. Κάπως έτσι, η συζήτησή μας μεταφέρεται στις απαραίτητες προϋποθέσεις για την τηλεργασία και σε πιθανούς τρόπους με τους οποίους θα μπορούσαν αυτές να καλυφθούν μέσω κοινοτικών πρωτοβουλιών σε συνεργασία με τις τοπικές αρχές.

Ίντερνετ και κτιριακά αποθέματα

Ως πρώτη και κύρια προϋπόθεση για την τηλεργασία αναδείχθηκε η αξιόπιστη και γρήγορη σύνδεση ίντερνετ. Αν και στην πλατεία του χωριού παρέχεται δωρεάν πρόσβαση στο διαδίκτυο μέσω του προγράμματος Wifi4EU, η πρόσβαση αυτή δεν καλύπτει τα τεχνικά χαρακτηριστικά που χρειάζεται κάποιο άτομο για να τηλεργαστεί, όπως συνειδητοποίησα και ο ίδιος όταν προσπάθησα να το χρησιμοποιήσω μία από τις επόμενες ημέρες. Σύμφωνα με τα Σουρούκια, αυτό είναι ένα σημαντικό σημείο στο οποίο θα μπορούσαν να βοηθήσουν οι τοπικές αρχές σε επίπεδο είτε δήμου είτε κοινότητας. Μάλιστα, στην ευρύτερη περιοχή υπάρχει και το παράδειγμα του Σαραντάπορου Ελασσόνας, που δημιούργησε την υποδομή ενός κοινοτικού, ασύρματου δικτύου.

Πέρα από το ίντερνετ, όμως, χρειάζονται χώροι τόσο για τη φιλοξενία όσο και για την τηλεργασία. Στο τελευταίο μέρος της κοινοτικής συζήτησης, λοιπόν, εστιάζουμε στις κτιριακές υποδομές της Ραψάνης και στους τρόπους με τους οποίους θα μπορούσαν να διευκολύνουν την άνθηση της τηλεργασίας. Από τη μια πλευρά υπάρχουν αρκετά άδεια σπίτια, τα οποία όμως οι ιδιοκτήτες τους δεν διαθέτουν προς ενοικίαση, αν και τα επισκέπτονται ελάχιστες μέρες το χρόνο και κυρίως τους καλοκαιρινούς μήνες. Έτσι, όταν κάποιο άτομο έρχεται για να εγκατασταθεί, δυσκολεύεται να βρει κατοικία. Συγκεκριμένα, μέλη της ομάδας που δεν κατάγονται αλλά μένουν στη Ραψάνη αναγκάστηκαν να ψάξουν αρκετό καιρό για κατοικία, την οποία βρήκαν μόνο με τη βοήθεια μόνιμων κατοίκων του χωριού. Από την άλλη πλευρά, η Ραψάνη αποτελεί μια συρρικνούμενη πληθυσμιακά περιοχή με ολοένα και περισσότερα αναξιοποίητα μη ιδιωτικά κτίρια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το θέρετρο του Ταμείου Υγείας Προσωπικού Εθνικής Τράπεζας (ΤΥΠΕΤ), το οποίο αποτελούσε έναν από τους σημαντικότερους εργοδότες της περιοχής και μένει ανενεργό για πάνω από δέκα χρόνια. Άλλο παράδειγμα είναι τα σχολεία: το γυμνάσιο προετοιμάζεται να φιλοξενήσει το λαογραφικό μουσείο της Ραψάνης, ενώ δεν υπάρχει κάποιο σχέδιο για την αξιοποίηση του δημοτικού σχολείου. Κάπως έτσι τα Σουρούκια βρέθηκαν και πριν από τη συνάντησή μας να σκέφτονται πώς θα μπορούσαν να αξιοποιήσουν το δημοτικό σχολείο ως ένα κοινοτικό κέντρο που θα προσφέρει, μεταξύ άλλων, όλες τις απαραίτητες ανέσεις για τηλεργασία, σε συνδυασμό με μια ενεργή κοινότητα ανθρώπων που θα το συντηρούν και θα υποδέχονται τα φιλοξενούμενα άτομα. Όμως ακόμη και μια τέτοια πρωτοβουλία δεν επιλύει τη στεγαστική πρόκληση, είτε αυτή αφορά λίγες εβδομάδες είτε κάποιους μήνες. Έτσι λοιπόν, στη συζήτησή μας μένει ανοιχτό το ερώτημα πώς θα μπορούσαν να προσελκυστούν άνθρωποι που δεν έχουν κάποιο σπίτι στη Ραψάνη και αναζητούν έναν οικονομικά προσιτό χώρο κατοικίας, ο οποίος διαφέρει από ένα τουριστικό κατάλυμα. Ακόμη, ενώ εγώ σκεφτόμουν ότι ένα τέτοιο κατάλυμα θα αφορούσε κυρίως ψηφιακούς νομάδες και άτομα εργαζόμενα στον τομέα της οικονομίας της γνώσης, τα Σουρούκια μου μεταφέρουν και το πρόβλημα έλλειψης εργατικών χεριών που αντιμετωπίζει ένας αμπελουργός φίλος τους.

Μια μικρή αναστοχαστική ανάσα

Προσπαθώντας να σκεφτώ τι κρατώ απ’ αυτή τη συνάντηση, δεν θα ήθελα να μείνω στη συλλογή δεδομένων σχετικά με τις υποδομές της Ραψάνης για τηλεργασία. Αντίθετα, θα ήθελα να εστιάσω στα Σουρούκια και στο τι θα σήμαινε για κάθε συρρικνούμενη περιοχή της χώρας να έχει τουλάχιστον μία ομάδα σαν αυτήν. Μια ομάδα που συνδυάζει τις γνώσεις και τις δεξιότητες των μελών της για να αντιμετωπίσει τοπικές προκλήσεις. Μια ομάδα που είναι έτοιμη να πειραματιστεί και να σκεφτεί για να δράσει πέρα από την πεπατημένη. Μια ομάδα που μπορεί να ανθίσει μόνο συνεργαζόμενη με άλλα εγχειρήματα και με τις τοπικές αρχές. Σίγουρα τα Σουρούκια, όταν πάρθηκε η συνέντευξη στα μέσα του 2021, βρίσκονταν στα πρώτα βήματά τους, αλλά αποτέλεσανη μια πηγή έμπνευσης για άτομα που πολλές φορές σκέφτονται να συμβάλουν στην αναζωογόνηση του τόπου τους, αλλά δεν ξέρουν από πού και πώς να ξεκινήσουν. Δυστυχώς όμως η προσπάθεια αυτή δεν μπόρεσε να συνεχίσει μέσα στον χρόνο. Η πρόκληση της κοινοτικής προσπάθειας και της συνεργασίας με τοπικούς φορείς, που μοιράστηκαν τότε μαζί μας τα Σουρούκια, είναι σίγουρα κάτι που αξίζει να δοκιμάσουμε, προσαρμοσμένο πάντα σε τοπικά χαρακτηριστικά, ιστορίες, σχέσεις και βιώματα.