Η ενεργειακή μετάβαση όχι μόνο δεν αποτελεί αιτία της ενεργειακής κρίσης, αλλά είναι και πηγή ανακούφισης των καταναλωτών μέσα από το ομώνυμο Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης (ΤΕΜ). Το ΤΕΜ συστάθηκε (Ν. 4839/2021) για την επιδότηση των λογαριασμών ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου, με διαχειριστή τον ΔΑΠΕΕΠ . Τα ποσά των επιδοτήσεων μέσω του ΤΕΜ προέρχονται από χρήματα που έχουν πληρώσει οι καταναλωτές μέσω των λογαριασμών ρεύματος, από τη φορολογία, αλλά και από άλλες ρυθμιζόμενες χρεώσεις των λογαριασμών που εισπράττονται για άλλους λόγους και σκοπούς (π.χ., μέρος των εσόδων από τα δικαιώματα εκπομπής ρύπων).
Η περαιτέρω διείσδυση των ΑΠΕ θα δημιουργήσει ακόμα μεγαλύτερη οικονομική ανακούφιση, ενώ θα περιορίσει και τη συμμετοχή του ορυκτού αερίου στο μείγμα ηλεκτροπαραγωγής, παρασύροντας την τιμή εκκαθάρισης αγοράς προς τα κάτω, όπως συνέβη χαρακτηριστικά την Κυριακή, 10 Απριλίου 2022. Επί ένα τρίωρο, η ΤΕΑ διαμορφωνόταν κοντά στο μηδέν, λόγω της αυξημένης συμμετοχής των ΑΠΕ (πάνω από 80%) και της μειωμένης ζήτησης. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η ΤΕΑ εκείνης της ημέρας να είναι κατά 27% χαμηλότερη σε σχέση με την προηγούμενη.
Επιπλέον, εξιδεικευμένη μελέτη που διεξάχθηκε για λογαριασμό της Ελληνικής Επιστημονικής Ένωσης Αιολικής Ενέργειας (ΕΛΕΤΑΕΝ) υπολόγισε το οικονομικό όφελος από την αυξημένη διείσδυση των φωτοβολταϊκών και αιολικών μονάδων στην ηλεκτροπαραγωγή το 2021 σε 2,5 δισ. ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι χωρίς τις μονάδες αυτές, οι προμηθευτές θα είχαν καταβάλει 2,5 δισ. ευρώ επιπλέον για την αγορά ενέργειας, ποσό που θα είχαν μετακυλήσει στους καταναλωτές.
Η μεγαλύτερη πρόκληση για την ενεργειακή μετάβαση σε παγκόσμιο επίπεδο είναι η αντιμετώπιση του προβλήματος διαχείρισης της ενέργειας που παράγεται από ΑΠΕ, εξαιτίας της στοχαστικότητας που τις χαρακτηρίζει, δηλαδή των σημαντικών διακυμάνσεων στην παραγωγή που σχετίζονται άμεσα με τις καιρικές συνθήκες. Πολυάριθμες επιστημονικές έρευνες έχουν καταδείξει πως ένα ενεργειακό σύστημα βασισμένο 100% σε ΑΠΕ είναι εφικτό υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, όπως η ανάπτυξη και αξιοποίηση πληθώρας διαφορετικών ΑΠΕ (κυρίως αιολικής, ηλιακής και υδροηλεκτρικής ενέργειας) συνδυαστικά με την εξοικονόμηση, την αποθήκευση, την αύξηση της ευελιξίας από την πλευρά της κατανάλωσης, και την μεταφορά ενέργειας (π.χ., μέσω διακρατικών διασυνδέσεων). Ειδικότερα για την Ελλάδα, προϋποθέσεις για την περαιτέρω διείσδυση των ΑΠΕ και τη συμμετοχή περισσότερων πολιτών στην ενεργειακή μετάβαση αποτελούν, πέρα από τις υποδομές αποθήκευσης, ο εκσυγχρονισμός του δικτύου, καθώς και η εκπόνηση ειδικού χωροταξικού σχεδίου που θα ορίζει πού μπορούν να εγκατασταθούν μονάδες ΑΠΕ.
Την ανάγκη μεταρρύθμισης της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας στην ΕΕ ανακοίνωσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ώστε να επιταχυνθεί η επέκταση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και η σταδιακή κατάργηση του αερίου. Ειδικότερα, επισήμανε την ανάγκη να καταστούν οι λογαριασμοί των καταναλωτών λιγότερο εξαρτημένοι από τις ασταθείς τιμές των ορυκτών καυσίμων, να προστατευθούν καλύτερα οι καταναλωτές από μελλοντικές αυξήσεις των τιμών και πιθανή χειραγώγηση της αγοράς και να καταστεί η βιομηχανία της ΕΕ «καθαρή» και πιο ανταγωνιστική.
Εντούτοις, συνολικά στην Ευρωπαϊκή Ένωση τα ορυκτά καύσιμα παίζουν ακόμα και σήμερα κεντρικό ρόλο στην ενεργειακή πολιτική, ενώ παραμένει ανεκμετάλλευτο το τεράστιο δυναμικό εξοικονόμησης ενέργειας (π.χ., κτίρια, μεταφορές, κ.λπ.) και οι επενδύσεις στην αποθήκευση υπολείπονται σημαντικά. Η προσπάθεια απεξάρτησης από το ρωσικό ορυκτό αέριο κινείται στην προβληματική κατεύθυνση της υποκατάστασης του από άλλα ορυκτά καύσιμα. Επενδύσεις 50 δισ. ευρώ κατευθύνονται σε επιπλέον υποδομές και προμήθειες ορυκτών καυσίμων (με ιδιαίτερα χαρακτηριστική τη στροφή στις εισαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου από τις ΗΠΑ, τη Νορβηγία και το Αζερμπαϊτζάν), στην αύξηση της κατανάλωσης άνθρακα και λιγνίτη, στη συμπερίληψη της πυρηνικής ενέργειας στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, όπως και στην επανένταξη στο δίκτυο αντίστοιχων θερμοηλεκτρικών μονάδων που επρόκειτο να κλείσουν. Στην Ελλάδα υπάρχει προσωρινή επιστροφή στη λιγνιτική ενέργεια, μέσω της νέας λιγνιτικής μονάδας «Πτολεμαΐδα 5», η οποία θα παραμείνει ως μονάδα εφεδρείας και μετά το 2028. Κόστισε, δε, στη ΔΕΗ περίπου 2 δισ. ευρώ, προϋπολογισμός που συγκρίνεται με την κατασκευή πυρηνικής μονάδας.
Η επιμονή αυτή υπονομεύει τη μετάβαση σε ένα κλιματικά ουδέτερο μέλλον έως το 2050, κι είναι μη βιώσιμη από οικονομική, περιβαλλοντική και κοινωνική άποψη. Πρόσφατη μελέτη του Ινστιτούτου Ενεργειακής Οικονομίας και Χρηματοοικονομικής Ανάλυσης (IEEFA) προειδοποιεί για τον υπαρκτό κίνδυνο η Ευρώπη να μην μπορεί να χρησιμοποιήσει το 60% της προγραμματισμένης χωρητικότητας σε υγροποιημένο ορυκτό αέριο (LNG) έως το 2030. Ενδεικτική είναι και η τοποθέτηση του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ από το βήμα του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ, πως το οικονομικό μοντέλο της βιομηχανίας ορυκτών καυσίμων «δεν συνάδει με την ανθρώπινη επιβίωση». Στην ίδια ομιλία, σημείωσε πως χωρίς περαιτέρω δράση, θα ξεπεράσουμε κατά πολύ το όριο ασφαλείας του 1,5ο C παγκόσμιας αύξησης της θερμοκρασίας, αγγίζοντας τους 2,8ο C, κάτι που για πολλούς θα σημαίνει θανατική καταδίκη.
Πάντως, στην πραγματικότητα το μείγμα ηλεκτροπαραγωγής στην Ελλάδα φαίνεται να αλλάζει. Για πρώτη φορά το 2022 η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ ξεπέρασε την ποσότητα που παράχθηκε από ορυκτά καύσιμα. Συγκεκριμένα, οι ΑΠΕ μαζί με τις μεγάλες υδροηλεκτρικές μονάδες κάλυψαν 46,7% της συνολικής ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ το ορυκτό αέριο 35,4% και ο λιγνίτης 11%. Παρά τη θετική πρόοδο, ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (ΙΕΑ) συνιστά την επιτάχυνση της αδειοδότησης νέων έργων ΑΠΕ, ενώ καλεί τη χώρα μας να επανεκτιμήσει τις σχεδιαζόμενες επενδύσεις σε ορυκτά καύσιμα.
Συγκεκριμένα, το νέο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), που αναμένεται να κατατεθεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή μέσα στον Οκτώβριο του 2023, προβλέπει τη συμμετοχή μονάδων ορυκτού αερίου στο ενεργειακό μείγμα της χώρας έως το 2030, όπως και την επέκταση των δικτύων διανομής ορυκτού αερίου. Οι παραδοχές αυτές «συνηγορούν» σε περαιτέρω αύξηση της διείσδυσης του καυσίμου στη χώρα κι ως εκ τούτου είναι ασυμβίβαστες με τους στόχους της ενεργειακής μετάβασης. Η αναθεώρησή τους κρίνεται επιβεβλημένη από περιβαλλοντικές οργανώσεις, που ζητούν επιπλέον την πλήρη απόσυρση του ορυκτού αερίου και της έρευνας υδρογονανθράκων από το ΕΣΕΚ. Στον αντίποδα, μια βασική στρατηγική του ΕΣΕΚ για την επίτευξη των κλιματικών στόχων είναι η αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας με ένα πλέγμα πολιτικών χρηματοδοτήσεων για ενεργειακές αναβαθμίσεις κατοικιών, αγορά αποδοτικότερων συσκευών και άλλα.