Σε ολόκληρο τον κόσμο, τα περισσότερα μέσα μαζικής ενημέρωσης και οι ειδικοί αναλώνονται τόσο σε θέματα δημόσιας υγείας όσο και στις οικονομικές συνέπειες του COVID-19, με αποτέλεσμα να αποτυγχάνουν συστηματικά να επισημαίνουν τους επικείμενους πολιτικούς και θεσμικούς κινδύνους που έρχονται.Θα μπορούσε στην πραγματικότητα το μεγαλύτερο θύμα του COVID-19 να είναι η ίδια η δημοκρατία;
Δυστυχώς, η πανδημία δεν είναι μόνο εδώ για να δοκιμάσει την ανθεκτικότητα των συστημάτων υγειονομικής περίθαλψης και των οικονομιών μας, αλλά και τα ίδια τα θεμέλια των δημοκρατιών μας και τις αντιλήψεις μας για αυτά. Πρόσφατη έκθεση των Ηνωμένων Εθνών (COVID-19 και Ανθρώπινα Δικαιώματα: Είμαστε όλοι μαζί σε αυτό) προειδοποιεί στην πραγματικότητα ότι «η πανδημία θα μπορούσε να αποτελέσει πρόσχημα για την υπονόμευση των δημοκρατικών θεσμών, την εξουδετέρωση των νόμιμων διαφωνιών ή των δυσαρεστημένων ανθρώπων ή ομάδων, με εκτεταμένες συνέπειες με τις οποίες θα ζήσουμε, πολύ πέρα από την άμεση κρίση».
Κατά την ανάλυση του ευρύτερου αντίκτυπου της πανδημίας πρέπει συνεπώς να ακολουθήσει μια ολιστική προσέγγιση, εξετάζοντας την αλληλεπίδραση μεταξύ της δημόσιας υγείας, της οικονομίας και των επιπτώσεών της στην επιβίωση των ανθρώπων, καθώς είναι ο συνδυασμός όλων αυτών των μεταβλητών που θα καθορίσουν την πορεία των δημοκρατικών μας συστημάτων τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα.
Όπως όλοι πρέπει να γνωρίζουμε πολύ καλά μέχρι τώρα, η οικονομική κατάρρευση και η παρατεταμένη ύφεση σε συνδυασμό με μια διαδεδομένη αίσθηση φόβου και ανασφάλειας που είναι αισθητή μέσα στην κοινωνία - σε αυτήν την περίπτωση υποκινούμενη από τον COVID-19 - μπορεί να αποτελέσει το έδαφος για έντονη ενδοκοινωνική πόλωση, ακραίες ιδέες εναλλακτικής δεξιάς, παραπληροφόρηση, δημαγωγία και πολιτική αστάθεια που συχνά οδηγούν σε αυταρχικές προσεγγίσεις.
Τα παραπάνω αποτελούν πραγματική απειλή για τη σταθερότητα των δημοκρατιών μας και ως εκ τούτου πρέπει να ληφθούν όλα τα απαραίτητα μέτρα για τη διαφύλαξη των δημοκρατιών και των δικαιωμάτων μας, ενώ παράλληλα προστατεύεται η δημόσια υγεία.
Υπό αυτήν την έννοια, είναι επιτακτική ανάγκη να ενθαρρυνθεί ένα αίσθημα εμπιστοσύνης στους δημοκρατικούς μας θεσμούς και τα εκλεγμένα κοινοβούλια. Δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος για να επιτευχθεί αυτό από το να προωθήσουμε περαιτέρω διαφάνεια και λογοδοσία τόσο σε κυβερνητικό όσο και σε κοινοβουλευτικό επίπεδο μέσω της πρόσβασης σε πληροφορίες, της διαφάνειας στις δημόσιες συμβάσεις, της διαφάνειας στα πολιτικά κόμματα και τα οικονομικά των βουλευτών.
Οι δημοκρατικές κυβερνήσεις προσπαθούν επί του παρόντος να ισορροπήσουν μεταξύ έκτακτων μέτρων που θα διασφαλίσουν την προστασία των πολιτών τους χωρίς να περιορίζουν τις βασικές ελευθερίες και τα δημοκρατικά τους δικαιώματα. Φαίνεται ότι η ελληνική κυβέρνηση έχει προχωρήσει αρκετά σχετικά με τη διατήρηση αυτής της λεπτής ισορροπίας. Τα μέτρα προστασίας και το lockdown που ακολούθησαν έχουν αναμφισβήτητα αποδειχθεί αποτελεσματικά, καθώς η χώρα έχει μέχρι σήμερα, σε μεγάλο βαθμό καταφέρει να περιορίσει επιτυχώς την πανδημία. Υπάρχουν ωστόσο αρκετές δικαιολογημένες ανησυχίες αναφορικά με το ιστορικό της ελληνικής κυβέρνησης σχετικά με τη διαφάνεια και την πρόσβαση σε πληροφορίες κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου.
Αξιολόγηση της αναλογικότητας των μέτρων προστασίας
Αναλύοντας την αναλογικότητα των μέτρων που έλαβε η ελληνική κυβέρνηση στην προσπάθειά της να αντιμετωπίσει την πανδημία, πρέπει πρώτα γίνει διαχωρισμός μεταξύ του πρώτου σταδίου εφαρμογής, δηλαδή του «lockdown»’ και του τρέχοντος σταδίου που συνεπάγεται τη σταδιακή χαλάρωση των περιορισμών και της επιστροφής σε μια περιορισμένη «κανονικότητα». Είναι απαραίτητο να γίνει μια τέτοια διάκριση καθώς οι συνθήκες υπό τις οποίες εφαρμόστηκαν τα δύο στάδια των μέτρων διέφεραν σημαντικά όσον αφορά τον επείγοντα χαρακτήρα, την ετοιμότητα του κρατικού μηχανισμού και την αποδοχή από τον ευρύτερο πληθυσμό.
Η ελληνική κυβέρνηση χωρίς αμφιβολία αντέδρασε γρήγορα (με εξαίρεση το καθυστερημένο κλείσιμο των εκκλησιών) στην εφαρμογή των μέτρων «πρώτου σταδίου» τα οποία σε γενικές γραμμές είχαν θετικό αντίκτυπο στον περιορισμό της πανδημίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι, παρά τον αυταρχικό τους χαρακτήρα, απολάμβαναν σημαντική νομιμότητα στα μάτια τόσο της συντριπτικής πλειοψηφίας των Ελλήνων πολιτών, όσο και των πολιτικών κομμάτων της αντιπολίτευσης. Αναμφίβολα, η γενική αίσθηση φόβου και ανασφάλειας στην οποία η πανδημία έχει ενσταλάξει στους περισσότερους από εμάς ήταν αρκετή για την αποδοχή και αιτιολόγηση τέτοιων δρακόντειων μέτρων παρά την συνεπαγόμενη θυσία στα βασικά δημοκρατικά δικαιώματα. Αυτή η συλλογική αντίδραση δεν πρέπει να μας εκπλήσσει, αφού η ιστορία μας διδάσκει ότι οι άνθρωποι συχνά οδηγούνται να αποδεχθούν, αν όχι να αγκαλιάσουν με σχεδόν ενστικτώδη τρόπο, την περικοπή των θεμελιωδών δικαιωμάτων σε περιόδους κρίσης και βαθιάς ανησυχίας για την ευημερία τους.
Από μια αυστηρά συνταγματική/νομική σκοπιά τα μέτρα που έλαβε η ελληνική κυβέρνηση, λαμβάνοντας υπόψη τα γεγονότα και τα δεδομένα που έχουμε στη διάθεσή μας, ήταν συνταγματικά νόμιμα αλλά και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας. Σύμφωνα με το ελληνικό σύνταγμα, η προστασία της ανθρώπινης ζωής αποτελεί πρωταρχικό καθήκον της πολιτείας. Αυτό φυσικά εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι τα μέτρα είναι προσωρινά και συνεχώς αναθεωρημένα σε σχέση με την αναγκαιότητα προστασίας της δημόσιας υγείας.
Όσον αφορά το δεύτερο στάδιο, βλέπουμε ότι παρά το γεγονός ότι έχουν αρθεί στην πλειονότητα τα περιοριστικά μέτρα, σημαντικός αριθμός πολιτών δυσκολεύεται να ακολουθήσει τα ισχύοντα μέτρα. Αυτό οφείλεται σε ένα συνδυασμό παραγόντων, όπως η παρατεταμένη περίοδος του lockdown και η επίδρασή του στην ψυχολογία των ανθρώπων, η επιτυχής αντιμετώπιση της πανδημίας κατά τη διάρκεια του πρώτου ξεσπάσματος - που μετρίασε τον παράγοντα του φόβου - και η αποτυχία της κυβέρνησης να επικοινωνήσει αποτελεσματικά τη φύση και το πεδίο εφαρμογής αυτού του δεύτερου σταδίου, το οποίο με τη σειρά του προκάλεσε σύγχυση. Ένα συγκεκριμένο παράδειγμα είναι αυτό που είδαμε πρόσφατα σε δημόσιες πλατείες σε όλη την Αθήνα, όπου οι συγκεντρωμένοι πολίτες - ειδικά οι νέοι - έχουν πέσει θύματα αδικαιολόγητης αστυνομικής βίας επειδή δεν συμμορφώθηκαν με μια μάλλον περίεργη «αυστηρή σύσταση» - όχι νόμο - που συμβουλεύει τους πολίτες να παραμένουν σε εσωτερικούς χώρους από τα μεσάνυχτα έως και τις έξι π.μ.
Το ζήτημα της διαφάνειας και της λογοδοσίας
Εστιάζοντας αυστηρά τη συζήτησή μας στην αναλογικότητα των μέτρων προστασίας που επιβάλλει η κυβέρνηση, υπάρχει ο κίνδυνος να χαθεί η πλήρης εικόνα. Μπορούμε όλοι να συμφωνήσουμε στην πραγματικότητα, τουλάχιστον οι περισσότεροι από εμάς, ότι τα επιβαλλόμενα μέτρα αποτελούσαν μια ζοφερή αναγκαιότητα για την προστασία της δημόσιας υγείας. Επομένως, η ανάλυσή μας δεν πρέπει να εστιάζει τόσο πολύ στα μέτρα καθαυτά, αλλά στις έκτακτες προϋποθέσεις που έχουν δημιουργήσει για να ενεργήσει η κυβέρνηση με περιορισμένη εποπτεία, διαφάνεια και λογοδοσία, και στον βαθμό στον οποίο η κυβέρνηση έχει εκμεταλλευτεί αυτούς τους όρους προωθώντας τη δική της ατζέντα, απελευθερωμένη σε μεγάλο βαθμό από τους περιορισμούς που οι έλεγχοι και οι ισορροπίες προορίζονται να προσφέρουν στις δημοκρατίες. Σε τελική ανάλυση, είναι ευρέως αποδεκτό ότι τέτοιες κρίσεις και ο παράγοντας σοκ που τους συνοδεύει, συχνά προσφέρουν ευκαιρίες στις κυβερνήσεις να ενεργούν παράνομα, ειδικά σε περιπτώσεις όπως η Ελλάδα, όπου η ελευθερία και η ανεξαρτησία των μέσων ενημέρωσης κατατάσσεται μεταξύ των χαμηλότερων στην Ευρώπη και η διαφθορά αποτελεί χρόνια ασθένεια.
Αναμφισβήτητα στο μέτωπο της διαφάνειας και της λογοδοσίας, η ελληνική κυβέρνηση δυστυχώς δεν τα πήγε τόσο καλά όπως με τον περιορισμό της πανδημίας.
Η χαλάρωση των διαδικασιών δημοσίων συμβάσεων σε μια προσπάθεια να καλυφθούν οι επείγουσες ανάγκες του κράτους που προκλήθηκαν από την πανδημία φαίνεται να θεωρείται ως ευκαιρία διοχέτευσης δημόσιων πόρων για την προώθηση επιχειρήσεων φίλων και υποστηρικτών του κόμματος. Ένα έντονο παράδειγμα τέτοιων πρακτικών είναι η περίφημη περίπτωση των πλατφορμών εξ αποστάσεως εκπαίδευσης που προορίζονται για ελεύθερους επαγγελματίες, οι οποίοι αντί να λαμβάνουν οικονομική κρατική ενίσχυση, έλαβαν vouchers που θα τους επέτρεπαν να παρακολουθήσουν διαδικτυακά μαθήματα κατάρτισης. Η κυβέρνηση διέθεσε για το σκοπό αυτό συνολικά 36 εκατομμύρια ευρώ σε 7 παρόχους υπηρεσιών, των οποίων η διαδικασία επιλογής και η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού τους υλικού (συνολικά 100.000 σελίδες) ολοκληρώθηκαν σε λιγότερο από μια ημέρα! Επιπλέον, τα στοιχεία των δικαιούχων δεν κοινοποιήθηκαν στα έγγραφα που δημοσιεύθηκαν στην πύλη διαφάνειας της κυβέρνησης «Διαύγεια», πιθανώς λόγω του γεγονότος ότι, σύμφωνα με αναμφισβήτητα ευρήματα, διατηρούν φιλικές σχέσεις με μέλη της κυβέρνησης και το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας. Ένα άλλο παράδειγμα αναξιόπιστων πρακτικών δημοσίων συμβάσεων περιλαμβάνει την ανάθεση σύμβασης για την απολύμανση των φυλακών σε ολόκληρη τη χώρα σε μια εταιρεία η οποία λίγες ημέρες πριν από την πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος ήταν ενεργή μόνο στον τομέα των δημοσίων σχέσεων.
Οι δημόσιες συμβάσεις δυστυχώς δεν είναι ο μόνος τομέας στον οποίο μπορεί κανείς να εντοπίσει σοβαρή έλλειψη διαφάνειας από την πλευρά της κυβέρνησης. Μάλιστα, μια άλλη αξιοσημείωτη περίπτωση είναι εκείνη όπου 20 εκατομμύρια ευρώ εκταμιεύθηκαν σε μέσα ενημέρωσης με σκοπό τη μετάδοση δημόσιων μηνυμάτων σχετικών με τον covid-19 χωρίς να αποκαλυφθούν οι τελικοί δικαιούχοι και το πώς διανεμήθηκε το ποσό.
Υπάρχουν φυσικά περισσότερα παραδείγματα που θα μπορούσαν να προστεθούν στη λίστα, αλλά το σημείο που πρέπει να επισημανθεί εδώ είναι ότι, ιδιαίτερα σε εξαιρετικές περιόδους, η εξασφάλιση διαφάνειας και λογοδοσίας στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων και στις δημόσιες συμβάσεις είναι ύψιστης σημασίας. Καμία κρίση ή κατάσταση έκτακτης ανάγκης δεν πρέπει να αποτελεί δικαιολογία για να υπονομευθεί η διαφάνεια και η λογοδοσία, καθώς και οι δύο αποτελούν θεμελιώδεις εγγυητές μιας υγιούς και σταθερής δημοκρατίας.
Η νομοθετική διαδικασία στην εποχή του COVID-19
Είναι ευρέως αποδεκτό μεταξύ της διεθνούς κοινότητας των κοινοβουλευτικών οργανισμών παρακολούθησης ότι κατά τη διάρκεια αυτής της έκτακτης περιόδου τα κοινοβούλια θα πρέπει να παραμένουν όσο το δυνατόν πιο λειτουργικά, καθώς ο ρόλος εποπτείας τους επί της κυβέρνησης καθίσταται κρίσιμης σημασίας. Ταυτόχρονα, ωστόσο, συνιστάται η νομοθετική διαδικασία - στο βαθμό που αυτό είναι εφικτό - να περιορίζεται στα ελάχιστα αναγκαία, καθώς οι συνθήκες που επιβάλλονται από την πανδημία ενδέχεται να επηρεάσουν την ποιότητα και την ορθότητα της νομοθετικής διαδικασίας.
Η ελληνική κυβέρνηση ανακοίνωσε πρόσφατα ότι σκοπεύει να περάσει από το κοινοβούλιο 26 νομοσχέδια έως τα τέλη Ιουλίου. Αυτό έχει εγείρει μια σειρά από ανησυχίες που έχουν εκφραστεί από το Vouliwatch σε πρόσφατη δημοσίευση απευθυνόμενη στον Πρωθυπουργό και στον Πρόεδρο της Βουλής των Ελλήνων.
Το Vouliwatch πιστεύει ότι λόγω του περιεχομένου των εν λόγω νομοσχεδίων, η συναίνεση θα είναι δύσκολο να επιτευχθεί μεταξύ των πολιτικών κομμάτων. Δίχως άλλο, τα επίμαχα νομοσχέδια αμφισβητούνται από τα κόμματα της αντιπολίτευσης χρησιμοποιώντας όλα τα εργαλεία που έχουν στη διάθεσή τους στο κανονιστικό πλαίσιο του κοινοβουλίου. Αυτά μπορεί να περιλαμβάνουν, για παράδειγμα, ένα αίτημα ονομαστικής ψηφοφορίας ή ακόμη και ένσταση της αντισυνταγματικότητας. Ο βαθμός στον οποίο θα είναι εφικτές οι προαναφερθείσες διαδικασίες - λαμβάνοντας υπόψη το αυστηρό νομοθετικό χρονοδιάγραμμα και τις έκτακτες προϋποθέσεις που επιβάλλονται από την πανδημία - δεν είναι σαφής, δημιουργώντας έτσι ένα ερώτημα εάν τα κόμματα της αντιπολίτευσης θα είναι σε θέση να ασκήσουν το δικαίωμά τους να αμφισβητήσουν αποτελεσματικά ένα νομοσχέδιο.
Επιπλέον, 26 νομοσχέδια εντός 3 μηνών μεταφράζονται ουσιαστικά σε δύο ψηφοφορίες στην ολομέλεια την εβδομάδα, όταν ισχύουν περιορισμοί σχετικοί με το COVID-19 και ο αριθμός των βουλευτών που επιτρέπεται τόσο στις επιτροπές όσο και στην ολομέλεια έχει μειωθεί σημαντικά. Το ζήτημα του χρόνου είναι τεράστιας σημασίας σε αυτήν την περίπτωση, καθώς προκύπτει ένας αριθμός σοβαρών ανησυχιών. Θα έχουν οι βουλευτές χρόνο να προετοιμαστούν επαρκώς και να εξετάσουν κάθε άρθρο του νομοσχεδίου που τους έχει δοθεί ενώ ταυτόχρονα να υποβάλλουν τροπολογίες; Θα υπάρχει αρκετός χρόνος για να ανταποκριθούν σε όλες τις υπουργικές τροπολογίες της τελευταίας στιγμής που συχνά δεν σχετίζονται με το περιεχόμενο του νομοσχεδίου και συνεπώς απαιτούν περαιτέρω έλεγχο; Δεν θα μειωθεί σημαντικά ο διαθέσιμος χρόνος για δημόσιες διαβουλεύσεις, περιορίζοντας έτσι τη συμβολή των πολιτών και των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών; Στο τέλος, δεν θα υποφέρει σημαντικά η ποιότητα της νομοθετικής διαδικασίας- η οποία παραμένει προβληματική ως έχει - στο σύνολό της;
Τέλος, υπάρχει ένα ζήτημα συνταγματικού χαρακτήρα που πρέπει να αντιμετωπιστεί. Σύμφωνα με το ελληνικό σύνταγμα (άρθρο 67) «Η Βουλή δεν μπορεί να αποφασίσει χωρίς την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων μελών, που όμως ποτέ δεν μπορεί να είναι μικρότερη από το ένα τέταρτο του όλου αριθμού των βουλευτών». Δεδομένου ότι λόγω των περιορισμών της πανδημίας επιτρέπεται να παρίστανται έως και 25 βουλευτές ταυτόχρονα στην Ολομέλεια, μπορεί η διαδικασία ψηφοφορίας να θεωρηθεί ως συνταγματικά ορθή;
Η κοινοβουλευτική δημοκρατία στην Ελλάδα έχει ήδη υπονομευθεί σημαντικά κατά τη διάρκεια της παρατεταμένης περιόδου λιτότητας που επιβάλλεται από τα προγράμματα προσαρμογής που χρηματοδοτούνται από τους δανειστές της χώρας. Η συντριπτική πλειονότητα της νομοθετικής διαδικασίας κατά την τελευταία δεκαετία αφορούσε στην πραγματικότητα την επικύρωση των πολιτικών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που υπαγορεύονται από τις συμφωνίες διάσωσης. Περαιτέρω υπονόμευση της κοινοβουλευτικής διαδικασίας χρησιμοποιώντας την πανδημία ως πρόσχημα για την παράκαμψη των κανόνων, έτσι ώστε η κυβέρνηση να μπορεί να επισπεύσει για οποιονδήποτε λόγο την ημερήσια διάταξή της, θα έχει πιθανότατα ως αποτέλεσμα την περαιτέρω απονομιμοποίηση και αποδυνάμωση του ρόλου της Βουλής των Ελλήνων. Τα κοινοβούλια βρίσκονται στο επίκεντρο των δημοκρατιών και ως εκ τούτου η διασφάλιση της λειτουργίας τους ως ανώτερα εποπτικά και νομοθετικά όργανα πρέπει να είναι υψίστης σημασίας για κάθε δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση.
Έχει ο COVID-19 μολύνει τη δημοκρατία;
Κάποιος μπορεί να υποθέσει μόνο τον μακροπρόθεσμο αντίκτυπο του COVID-19 στη δημοκρατία. Παράγοντες όπως η διάρκεια της πανδημίας και ο ρυθμός ανάκαμψης της οικονομίας θα παίξουν αναμφίβολα σημαντικό ρόλο. Επί του παρόντος, η δημοκρατία βρίσκεται σε εθελοντική καραντίνα και η πρόκληση που αντιμετωπίζει είναι να διασφαλιστεί ότι αυτό δεν θα μετατραπεί σε νέα κανονικότητα. Από αυτήν την άποψη, είναι υψίστης σημασίας για την κοινωνία των πολιτών, τον Τύπο και τους πολίτες να παραμείνουν πιο προσεκτικοί και να ασκούν τον εποπτικό τους ρόλο έναντι των κυβερνήσεων, που επεκτείνουν την εκτελεστική τους εξουσία σε βάρος της διαφάνειας και της λογοδοσίας. Αυτό σε καμία περίπτωση δεν είναι εφικτό. Στην πραγματικότητα, σε ένα βαθμό το έχουμε ήδη δει στην Ελλάδα, όπου ορισμένα σκάνδαλα και παρατυπίες που αναφέρονται παραπάνω έχουν εντοπιστεί από ευαισθητοποιημένους πολίτες και έχουν αποκαλυφθεί μέσω της χρήσης των κοινωνικών μέσων που αναγκάζουν την κυβέρνηση να προβεί σε ανακλήσεις. Σίγουρα αυτό αποτελεί θετικό σημάδι για το μέλλον των δημοκρατιών μας. Εξάλλου, η δημοκρατία λειτουργεί καλύτερα όταν καθορίζεται από το λαό.
Το άρθρο αυτό είναι μέρος του αφιερώματος "COVID-19 Αίτια, συνέπειες και προτάσεις για το μέλλον στην Ελλάδα και την Ευρώπη"