Ένα παράδειγμα αποτελεσματικής συλλογικής διαχείρισης «κοινών» αποτελούν τα ιερά δάση της Ηπείρου. Πρόκειται για φυσικά δάση, συνήθως κοντά σε οικισμούς, τα οποία διατηρούνται ως σημαντικά για τη λειτουργία και την επιβίωση των κοινοτήτων και προστατεύονται μέσω υπερφυσικών δοξασιών. Μπορεί η διατήρηση και η διαχείρισή τους να προσαρμοστεί στις σημερινές συνθήκες;
Το άρθρο αυτό πραγματεύεται το θέμα των ιερών δασών της Ηπείρου ως σύστημα διαχείρισης των κοινών πόρων ή «κοινών». Με τον όρο κοινά ή πόροι κοινής δεξαμενής ή συλλογικοί πόροι αναφερόμαστε σε φυσικούς ή τεχνητούς πόρους στους οποίους αποδίδονται χαρακτηριστικά μη αποκλεισμού, καθώς είναι πολύ δύσκολο να εξαιρεθούν εν δυνάμει χρήστες από τη νομή τους, ενώ αντίθετα η κατάχρησή τους μπορεί να μειώσει τη διαθέσιμη ποσότητα για τους υπόλοιπους. Δεκάδες παραδείγματα διαχείρισης συλλογικών πόρων προέρχονται από διαφορετικές χρονικές περιόδους και περιοχές του πλανήτη – τα πλέον τυπικά απ’ αυτά αφορούν σε αρδευτικά συστήματα, παράκτιους ψαρότοπους, βοσκότοπους και δάση. Η διαχείρισή τους βασίζεται σε σύνολα κανόνων που καθορίζουν τις δομές διακυβέρνησης, την πρόσβαση, τη χρήση, τα πλαίσια διαχείρισης, την επιβολή κυρώσεων και τους μηχανισμούς επίλυσης τυχόν συγκρούσεων. Οι κανόνες δεν επιβάλλονται έξωθεν και με εξαναγκαστικό τρόπο, αλλά αποτελούν συλλογικό προϊόν.
Τι είναι τα ιερά δάση
Ένα παράδειγμα αποτελεσματικής συλλογικής διαχείρισης κοινών αποτελούν τα ιερά δάση της Ηπείρου. Πρόκειται για φυσικά δάση, συνήθως κοντά σε οικισμούς, τα οποία διατηρούνται ως σημαντικά για τη λειτουργία και την επιβίωση των κοινοτήτων και προστατεύονται μέσω υπερφυσικών δοξασιών. Η φράση ιερό δάσος χρησιμοποιείται στο σύγχρονο πλαίσιο και εντάσσει τα δάση αυτά στους Ιερούς Φυσικούς Τόπους (Sacred Natural Sites) του πλανήτη[1]. Ο όρος χρησιμοποιείται από την παγκόσμια ερευνητική κοινότητα για να χαρακτηρίσει περιοχές τις οποίες μια σειρά από ατομικές ή συλλογικές αναπαραστάσεις ορίζουν ως σημεία ιδιαίτερης πνευματικής αξίας και συμβολικής σημασίας για τις παρακείμενες κοινότητες, που τις νοηματοδοτούν ως ιερές.
Τα ιερά δάση αναφέρονται τοπικά ως εκκλησιαστικά, βακούφικα, λιβάδια, εφταπάπαδα ή δάση αφορισμένα ή έχουν ονόματα που δηλώνουν τον χαρακτήρα του τόπου όπου φύονται (π.χ. Πλάι στο Μικρό Πάπιγκο που υποδηλώνει μια απότομη πλαγιά), το είδος της βλάστησης (π.χ. Πουρναριά στην Αρίστη) ή το όνομα του άγιου προσώπου στο οποίο είναι αφιερωμένα (π.χ. Άγιος Νικόλαος στα Λιβαδάκια στη Βίτσα).
Το δάσος του Γρεβενιτίου
Η μακρόχρονη εργασία μας στην ορεινή Ήπειρο είχε ως αποτέλεσμα να καταγράψουμε ιερά δάση σχεδόν σε κάθε οικισμό των δήμων Ζαγορίου και Κόνιτσας, που μελετήσαμε ενδελεχώς. Μάλιστα, ακολουθώντας μια διεπιστημονική προσέγγιση που συνδύαζε συλλογή αρχειακού υλικού, οικολογικών δεδομένων και εθνογραφική έρευνα, εφαρμόσαμε το πλαίσιο της Έλινορ Όστρομ (1933-2012), η οποία το 2009 τιμήθηκε με βραβείο Νόμπελ στις οικονομικές επιστήμες για την ανάλυση της οικονομικής διακυβέρνησης των κοινών πόρων. Σκοπός μας ήταν να εξετάσουμε τις κύριες κοινωνικο-οικολογικές διεργασίες που αλληλοεπιδρούν στο ιερό δάσος του Γρεβενιτίου στο Ανατολικό Ζαγόρι για μια περίοδο 300 ετών, διάστημα που πλησιάζει την ηλικία των γηραιότερων ατόμων οξιάς του δάσους που δενδροχρονολογήσαμε.
Κατά την περίοδο αυτή επήλθαν τεράστιες πληθυσμιακές, οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές στον οικισμό – στην Κατοχή μάλιστα το Γρεβενίτι πυρπολήθηκε πάνω από τρεις φορές από τα γερμανικά στρατεύματα, που κατέστρεψαν ολοσχερώς 297 σπίτια και άφησαν πίσω τους 22 νεκρούς, ενώ οι κάτοικοι βρήκαν καταφύγιο στο δάσος. Παρά τις δραματικές αλλαγές, ωστόσο, το ιερό δάσος συνεχίζει να διατηρείται και να έχει μεγάλη σημασία για την τοπική κοινότητα, που λειτουργεί ως θεματοφύλακάς του. Το ιερό δάσος του Γρεβενιτίου διατηρείται ως προστατευτικό του οικισμού και θεωρείται «εφταπάπαδο», δηλαδή αφορισμένο από επτά ιερείς ώστε να αποτραπεί η χρήση του.
Πολλαπλές λειτουργίες, ευέλικτη διαχείριση
Η προστασία κατακείμενων οικισμών από κατολισθητικά φαινόμενα, πτώσεις βράχων ή χιονοστιβάδες αποτελεί τον σημαντικότερο λόγο ίδρυσης και διατήρησης ιερών δασών στην Ήπειρο. Τέτοια προστατευτικά δάση είναι γνωστά σε άλλες περιοχές της χώρας ως «κεφαλάρια», και μάλιστα προβλέπονται και στον δασικό κώδικα ως δάση των οποίων η διαχείριση υπόκειται σε ειδικούς περιορισμούς χάριν του δημοσίου συμφέροντος (Άρθρο 69, Ν.86/1969). Συχνά επιτελούν ταυτόχρονα και τη λειτουργία της διαφύλαξης του υπόγειου υδροφορέα καθώς διαθέτουν πηγές πόσιμου νερού. Άλλα ιερά δάση λειτουργούσαν ως αποθεματικά, εξυπηρετώντας συνήθως έκτακτες ανάγκες των κοινοτήτων. Τέλος, συνεχίζουν να εξυπηρετούν αισθητικές λειτουργίες, αποτελώντας «στολίδια» των οικισμών και τόπους αναψυχής, αλλά και λατρευτικές, ως τόποι προσκυνήματος και πανηγυρότοποι. Η κάθε λειτουργία δεν αποκλείει τις υπόλοιπες, επιβεβαιώνοντας την ιδέα του πολυλειτουργικού δάσους.
Καθώς τα ιερά δάση αποτελούν κοινωνικο-οικολογικά συστήματα, διαπιστώθηκε ότι η διαχείρισή τους μπορούσε να κυμαίνεται από την απόλυτη προστασία, όπου όλες οι καρπώσεις απαγορεύονται, έως τη δυνατότητα να επιτρέπεται η συλλογή καρπών, η βόσκηση, η απολαβή ξερών κατακείμενων κλαδιών, οι αραιώσεις ή ακόμη και η απολαβή ξυλείας σε εξαιρετικά έκτακτες περιπτώσεις. Η κοινότητα όριζε κάθε φορά τη μορφή και το είδος της διαχείρισης, για να διαφυλάξει την ασφάλεια του οικισμού, τους φυσικούς της πόρους και την επιβίωσή της σε περιόδους κρίσεων. Για παράδειγμα, δάση αποτελούμενα από αείφυλλα πουρνάρια μπορούσαν να δώσουν το κλαδί τους σε περιπτώσεις σφοδρών παρατεταμένων χιονοπτώσεων, ώστε να επιβιώσουν τα σταβλισμένα ζώα που διατηρούσε η κάθε οικογένεια. Σε τέτοιες έκτακτες περιστάσεις τη διαχείριση όριζαν κοινοτικές αποφάσεις και τα οφέλη καρπωνόταν η Εκκλησία. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις η κοινότητα μπορούσε από κοινού με την Εκκλησία να αποφασίσει την απολαβή ξυλείας για να καλυφθούν έκτακτες ανάγκες ή να γίνουν κοινωφελή έργα. Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί η κατασκευή κεντρικών ναών ή σχολείων και αντίστοιχα παραδείγματα υπάρχουν και σε άλλες περιοχές του πλανήτη. Επιπλέον η κοινότητα διέθετε μηχανισμούς διαφύλαξης της εσωτερικής της συνοχής και σταθερότητας και αποφυγής συγκρούσεων, επιτρέποντας κάποια επίπεδα παραβατικής συμπεριφοράς αδύναμων μελών της σχετικά με το δάσος. Έτσι, φτωχοί και άποροι μπορούσαν κατά παράβαση να χρησιμοποιήσουν το ιερό δάσος, με «δική τους ευθύνη» και με τίμημα κάποιες φορές θεόσταλτες τιμωρίες για το αμάρτημά τους.
Οι υπερφυσικές δοξασίες ως μηχανισμός προστασίας
Η διατήρηση δασών μέσω υπερφυσικών δοξασιών εδραιώθηκε στα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας (στην Ήπειρο 1479-1913), όταν η Εκκλησία λόγω του καθεστώτος αυτοδιαχείρισης κάποιων ορεινών κοινοτήτων, όπως το Ζαγόρι, βρέθηκε στην ιδιότυπη θέση να υποκαθιστά την πολιτική και δικαστική εξουσία χωρίς όμως να διαθέτει μηχανισμούς και όργανα που απαιτούνταν για την εφαρμογή του Δικαίου. Χρησιμοποίησε λοιπόν μηχανισμούς παραγωγής φόβου, όπως οι αφορισμοί, που στην περίπτωση των δασών συνιστούσαν μεν αόριστη απειλή εναντίον εν δυνάμει παραβατών, αλλά ήταν αρκετά δημοφιλείς για την επίλυση θεμάτων οικονομικής ή κοινωνικής φύσεως, όπως κλοπές, διευθετήσεις συνόρων ή διεκδικήσεις βοσκοτόπων. Οι εν δυνάμει παραβάτες φοβούνταν είτε τις άγιες μορφές που λειτουργούσαν ως υπερφυσικοί προστάτες του δάσους, είτε τις κατάρες που σχετίζονταν με τους αφορισμούς και επικαλούνταν πάθη τραγικών βιβλικών προσώπων που αψήφησαν την οργή του Θεού. Οι συνέπειες κυμαίνονταν από μικροατυχήματα, κακοτυχίες, οικονομικές απώλειες ή καταστροφές έως σοβαρά ατυχήματα και αιφνίδιους θανάτους των μελών της οικογένειας του παραβάτη και των ζώων του, με τραγικότερη αποκορύφωση το ξεκλήρισμα της γενιάς του. Ταυτόχρονα μπορούσαν να επιφέρουν κοινωνικό αποκλεισμό και μεταθανάτια την απώλεια της σωτηρίας της ψυχής. Μετά την ενσωμάτωση της περιοχής στο ελληνικό κράτος (1913), συχνά κοινοτικές αποφάσεις και Δασικές Απαγορευτικές Διατάξεις επανέλαβαν με επίσημο τρόπο τις εθιμικές απαγορεύσεις θεσμοθετώντας τις επιτρεπόμενες και μη χρήσεις των δασών αυτών. Ωστόσο οι κάτοικοι συνέχιζαν να φοβούνται περισσότερο τη θεόσταλτη τιμωρία παρά τον δασοφύλακα, όπως ομολογούν οι ίδιοι, και οι υπερφυσικές δοξασίες είναι αυτές που συνεχίζουν να προστατεύουν τα ιερά δάση ως τις μέρες μας.
Τα ιερά δάση στο σύγχρονο πλαίσιο
Σήμερα τα ιερά δάση αντιπροσωπεύουν μια μεγάλη ποικιλία τύπων και μορφών βλάστησης που σχετίζεται με τη θέση, τους λόγους ίδρυσης και την ιστορία του κάθε τόπου και θεωρούνται εξαιρετικά πολύτιμα στοιχεία της φυσικής και πολιτισμικής κληρονομιάς. Από το 2015 τα ιερά δάση των χωριών του Ζαγορίου και της Κόνιτσας έχουν μια θέση στο εθνικό ευρετήριο της Άυλης Πολιτισμικής Κληρονομιάς ως τοπικά προσαρμοσμένα διαχειριστικά συστήματα[2]. Αποτελούν επίσης συστατικά του πολιτιστικού τοπίου του Ζαγορίου, που εντάχθηκε τον Σεπτέμβρη του 2023 στα μνημεία της παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO[3]. Επιπλέον από το 2016 αποτελούν αντικείμενο διδασκαλίας σε θερινά σχολεία και προπτυχιακά μαθήματα επιλογής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων[4] και για την κατανόηση της αξίας τους έχει παραχθεί πλήθος εκπαιδευτικού[5] και άλλων υλικών[6].
Στο σύγχρονο πλαίσιο νέες αξίες, όπως η διατήρηση των αιωνόβιων δασών, τα οποία μαζί με τα πρωτογενή δάση αντιπροσωπεύουν λιγότερο από το 3% της δασικής έκτασης της Ευρωπαϊκής Ένωσης[7] και συγκαταλέγονται μεταξύ των οικοσυστημάτων με τη μεγαλύτερη βιοποικιλότητα στον πλανήτη, έρχονται να προστεθούν στις υφιστάμενες αξίες των ιερών δασών προσφέροντας περαιτέρω ευκαιρίες διατήρησης μέσω ευρύτερων εθνικών και ευρωπαϊκών πολιτικών. Το ερώτημα που τίθεται σήμερα είναι αν μπορούν διαχειριστικοί τρόποι και συστήματα του παρελθόντος να προσαρμοστούν και να λειτουργήσουν στο σύγχρονο πλαίσιο υπό διαφορετικό καθεστώς διακυβέρνησης και σε τελείως διαφορετικές συνθήκες από εκείνες όπου δημιουργήθηκαν και διατηρήθηκαν. Η δική μας απάντηση είναι ότι τοπικές παραδοσιακές πρακτικές διαχείρισης των κοινών μπορούν να αποτελέσουν επιτυχημένα παραδείγματα συμμετοχικής διακυβέρνησης και να εμπνεύσουν σύγχρονες προσεγγίσεις διατήρησης της φύσης.
Ενδεικτική βιβλιογραφία
- Marini - Govigli V., Εfthymiou A., Stara K. (2021). “From religion to conservation: unfolding 300 years of collective action in a Greek sacred forest”. Forest Policy and Economics 131: 102575.
- Stara K., Tsiakiris R., Nitsiakos V., Halley J.M. (2016). “Religion and the management of the commons. The sacred forests of Epirus”. Στο Agnoletti M., Emanueli F. (επιμ.). Biocultural Diversity in Europe. Verlag: Springer.
- Ευθυμίου Α. (2019). Ιερά δάση και διακυβέρνηση: Μελέτη του ιερού προστατευτικού δάσους του Γρεβενιτίου στο Ανατολικό Ζαγόρι με την εφαρμογή του πλαισίου Όστρομ. Διπλωματική εργασία. Ιωάννινα: Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, τμήμα ΒΕΤ, εργαστήριο Οικολογίας.
- Νιτσιάκος Β. (2015). Πεκλάρι. Κοινωνική Οικονομία Μικρής Κλίμακας. Ιωάννινα: Ισνάφι.
- Στάρα Κ. (2022). «Όταν η ύλη γίνεται άυλη. Το ιερό δάσος ως διαχειριστικό σύστημα των κοινών του παρελθόντος και αγαθό της σύγχρονης άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς». Στο Νιτσιάκος Β., Δρίνης Γ.Ν., Ποτηρόπουλος Π. (επιμ.). Πολιτιστικές Κληρονομιές: Νέες Αναγνώσεις - Κριτικές προσεγγίσεις. Αθήνα: Ars Nova.
[2] ΑΠΚ της Ελλάδας 2015. Ιερά δάση των χωριών του Ζαγορίου και της Κόνιτσας. http://ayla.culture.gr/iera-dasi-twn-xwriwn-tou-zagoriou-kai-tis-konitsas/
[3] Zagori Cultural Landscape/UNESCO https://whc.unesco.org/en/list/1695/
[4] ΒΕΤ Πολιτισμική Οικολογία https://www.youtube.com/watch?v=7oZvcLsxetA
[5] Στάρα Κ., Βώκου Δ. (επιμ.) (2015). Τα αιωνόβια δέντρα, οι αξίες τους και η σημασία τους για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας. Ιωάννινα: Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. https://www.openbook.gr/ta-aiwnovia-dentra/
[6] ΕΡΤ3 2023. Πράσινες Ιστορίες, Ιερά δάση https://www.ertflix.gr/vod/vod.246707-prasines-istories-16
[7] European Commission 2023. Commission Guidelines for Defining, Mapping, Monitoring and Strictly Protecting EU Primary and Old-Growth Forests. Brussels: Commission Staff working document. https://environment.ec.europa.eu/publications/guidelines-defining-mapping-monitoring-and-strictly-protecting-eu-primary-and-old-growth-forests_en