Η εξέλιξη της αναγνώρισης επιμέρους δικαιωμάτων για ευπαθείς ομάδες εκκινεί πάντα από τον εντοπισμό των πηγών κινδύνου. Επειδή προφανώς δεν μπορεί να γίνεται λόγος για «ειδικά» ανθρώπινα δικαιώματα, καθόσον κάτι τέτοιο θα σχετικοποιούσε την ανθρώπινη ιδιότητα, στο επίκεντρο βρίσκεται η εξέταση των πηγών κινδύνου που ελλοχεύει για τις ευπαθείς ομάδες. Από τη σκοπιά των κοινών πηγών κινδύνου της ομοφοβίας και των αποκλεισμών που αυτή συνεπάγεται, γίνεται εύστοχα λόγος για ΛΟΑΤΚΙ αιτήματα, τα οποία αντιστοιχούν σε μη πλήρως ακόμη κατοχυρωμένα δικαιώματα.
1. Εισαγωγή
Η ταξινόμηση των ΛΟΑΤΚΙ δικαιωμάτων αντανακλά τον κλασικό κατάλογο όπως αυτός καταστρώνεται στα μεγάλα διεθνούς δικαίου κείμενα (λ.χ. Οικουμενική Διακήρυξη, Διεθνές Σύμφωνο Ατομικών και Πολιτικών Δικαιωμάτων), στις ευρωπαϊκές αντανακλάσεις τους (Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Χάρτης Θεμελιωδών Ελευθεριών ΕΕ) και φυσικά στα εθνικά συντάγματα. Η πρώτη συστηματική καταγραφή των ΛΟΑΤΚΙ δικαιωμάτων, μαζί με συστάσεις για πρακτικές εγγυήσεις της αποτελεσματικής εφαρμογής τους, αποτυπώνεται στις «Αρχές της Yogyakarta» (2006)[1]. Πρόκειται για ένα κείμενο στο οποίο κατέληξαν δύο διεθνείς μη κυβερνητικές οργανώσεις και το οποίο βεβαίως δεν παράγει νομική δεσμευτικότητα. Παραμένει όμως, ιδίως μετά την επικαιροποίησή του με τις συμπληρωματικές επεξεργασίες του 2017, το πιο κεντρικό σημείο αναφοράς των ΛΟΑΤΚΙ δικαιωμάτων, διεθνώς. Γι’ αυτό και το 2008 ο Ευρωπαίος Επίτροπος των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου συνέστησε στα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης να εφαρμόσουν τις «Αρχές της Yogyakarta» σε κάθε πολιτική, διοικητική και νομική διαδικασία τους. Δύο χρόνια μετά, το Συμβούλιο της Ευρώπης δημοσίευσε τη Σύσταση R (2010) 5 για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού και ταυτότητας φύλου. Με τη Σύσταση αυτή έχουμε το πρώτο ευρωπαϊκό κείμενο που συνοψίζει τις κοινές πηγές κινδύνου για τα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ και υποδεικνύει δράσεις, στις οποίες πρέπει να προβούν τα κράτη. Το κείμενο δεν είναι τυπικά εξοπλισμένο με νομικά δεσμευτική ισχύ, αλλά το Συμβούλιο της Ευρώπης έχει δεσμευτεί να παρακολουθεί σε τακτά χρονικά διαστήματα την τήρηση της Σύστασης από τα κράτη μέλη και να δημοσιεύει τα αποτελέσματα.
Στην Ελλάδα ο κεντρικός οδηγός για την αναγνώριση και θεσμοθέτηση των ΛΟΑΤΚΙ δικαιωμάτων είναι η Έκθεση για την Εθνική Στρατηγική για την Ισότητα των ΛΟΑΤΚΙ+, ένα κείμενο[2] που συντάχθηκε από ad hoc επιτροπή που συγκρότησε ο πρωθυπουργός, μετά το αντίστοιχο Σχέδιο Δράσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (2020). Παράλληλα με αυτόν τον οδηγό υπάρχει και το Υπόμνημα της Εθνικής Επιτροπής Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που συνοψίζει τα προβλήματα που εξακολουθούν να υπάρχουν στη νομοθεσία και στα διοικητικά μέτρα, υποδεικνύοντας μάλιστα τρόπους επίλυσης των προβλημάτων αυτών από την Πολιτεία[3].
Με βάση λοιπόν αυτές τις ταξινομήσεις και κατηγοριοποιήσεις των ΛΟΑΤΚΙ δικαιωμάτων, μπορούμε εξ αρχής, επισκοπώντας την υπάρχουσα νομοθεσία, να καταλήξουμε σε ένα γενικό συμπέρασμα: δεν υπάρχουν πλήρεις κατοχυρώσεις των δικαιωμάτων αυτών, ανά κατηγορία θεματικής. Οι κατοχυρώσεις είναι αποσπασματικές, μερικές και ελλιπείς. Τα δικαιώματα κατοχυρώνονται στους ειδικούς νόμους είτε με απαγορεύσεις για πεδία ελευθερίας, είτε με άρνηση κάλυψης ολόκληρων περιοχών που αντιστοιχούν στο εύρος του εκάστοτε δικαιώματος, είτε με άρνηση και απρονοησία ως προς την αλληλεπίδραση των εθνικών κατοχυρώσεων προς τις συμβατικές υποχρεώσεις της Ελλάδας ή και τη συνταγματική επιταγή της ίσης μεταχείρισης.
2. Το «μισό» σύμφωνο συμβίωσης
Η Ελλάδα είναι η πρώτη χώρα διεθνώς που θεσμοθέτησε αρχικώς τη δυνατότητα σύναψης συμφώνου συμβίωσης αποκλειστικά για ετερόφυλα ζευγάρια. Ύστερα από προσφυγή ομόφυλων ζευγαριών, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου καταδίκασε την Ελλάδα γι’ αυτόν τον αποκλεισμό, κρίνοντας ότι η εξαίρεση των ομόφυλων ζευγαριών από τη δυνατότητα σύναψης συμφώνου συμβίωσης παραβίασε το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής (άρθρο 8 ΕΣΔΑ) σε συνδυασμό με την απαγόρευση διακρίσεων (άρθρο 14 ΕΣΔΑ). Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει η δικαιολογία που βρήκε να προβάλει η Ελλάδα για να εξηγήσει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο τον εν λόγω αποκλεισμό: το μόνο νέο που έφερνε ο νόμος για το σύμφωνο συμβίωσης (2008) στη νομική κατάσταση ενός ζευγαριού ήταν η αυτόματη αναγνώριση της πατρότητας για τα παιδιά που θα γεννιόνταν κατά τη διάρκεια ισχύος του συμφώνου συμβίωσης. Η Ελλάδα, δηλαδή, υποστήριξε ότι, αφού το τεκμήριο πατρότητας λειτουργεί μόνο σε ετερόφυλα ζευγάρια, τότε τα ομόφυλα ζευγάρια δεν χρειάζονταν τη συγκεκριμένη νομική επισφράγιση της σχέσης τους!
Όσο εξωφρενική κι αν ακούγεται αυτή η δικαιολογία, φαίνεται ότι εξακολουθεί να την εφαρμόζει ο Έλληνας νομοθέτης πιστά μέχρι και σήμερα. Μετά την καταδίκη της χώρας μας από το ΕΔΔΑ ψηφίστηκε το 2015 ένας νόμος με τον οποίο η δυνατότητα σύναψης συμφώνου συμβίωσης επεκτείνεται και στα ομόφυλα ζευγάρια, ενώ όλες οι έννομες συνέπειες που υπάρχουν για το ζευγάρι αντιστοιχούν πια σε αυτές του γάμου. Εκτός από μία: το δικαίωμα της γονεϊκότητας. Δηλαδή βάσει του ελληνικού νόμου για το σύμφωνο συμβίωσης, τα ζευγάρια που το έχουν συνάψει (ετερόφυλα ή ομόφυλα) δεν έχουν δικαίωμα από κοινού τεκνοθεσίας. Επίσης δεν αναγνωρίζονται γονεϊκά δικαιώματα στον δεύτερο μη βιολογικό γονέα για την περίπτωση που το ένα μέρος του συμφώνου συμβίωσης έχει βιολογικό παιδί από προηγούμενη σχέση του. Τέλος, ο νόμος για την ιατρικώς υποβοηθούμενη αναπαραγωγή επιτρέπει την προσφυγή στην παρένθετη μητρότητα μόνο για ετερόφυλα ζευγάρια και μόνο για ιατρικούς λόγους (σωματική ανεπάρκεια τεκνοποίησης), όχι δηλαδή για κοινωνικούς λόγους όπως θα ήταν η μη ετερότητα φύλου. Ωστόσο, ο νόμος για το σύμφωνο συμβίωσης διατηρεί τη διάταξη για το «τεκμήριο πατρότητας» που αφορά αποκλειστικά τα ετερόφυλα ζευγάρια και οδηγεί σε άμεση αναγνώριση της πατρότητας των τέκνων που θα αποκτηθούν στο πλαίσιο συμφώνου συμβίωσης, από ετερόφυλα ζευγάρια.
Ο νόμος του 2015 για το σύμφωνο συμβίωσης επικρίθηκε έντονα για αυτό το μεγάλο κενό του, καθώς δεν περιλαμβάνει απολύτως καμία μέριμνα για την τύχη των ήδη υπαρχόντων παιδιών που μεγαλώνουν από ομόφυλα ζευγάρια. Ωστόσο, το 2018, άνοιξε μια μικρή εναλλακτική δυνατότητα, με τον νόμο για την αναδοχή τέκνων. Ως ανάδοχοι γονείς μπορούν πλέον να αναγνωριστούν και ομόφυλα ζευγάρια στο πλαίσιο συμφώνου συμβίωσης. Βεβαίως η αναδοχή δεν ιδρύει συγγένεια των παιδιών με τους ανάδοχους γονείς, έχει περιορισμένο χρονικό διάστημα ισχύος και σε καμία περίπτωση δεν ταυτίζεται με την τεκνοθεσία. Ήταν όμως ένα πρώτο, δειλό, βήμα στην αναγνώριση μιας μορφής ομόφυλης γονεϊκότητας.
3. Η «μισή» ταυτότητα φύλου
Η διαδικασία της νομικής αναγνώρισης ταυτότητας φύλου αφορά τα διεμφυλικά άτομα (τρανς) που επιθυμούν η αποτύπωση των στοιχείων τους στα νομικά έγγραφα ταυτοποίησής τους να αντιστοιχεί με το ατομικό βίωμα για το φύλο τους και με το ονοματεπώνυμο που χρησιμοποιούν στην καθημερινότητά τους. Ήδη τα ελληνικά δικαστήρια από το 2016 είχαν αναγνωρίσει ότι η εναρμόνιση της νομικής αποτύπωσης των στοιχείων δεν έχει ως προϋπόθεση τη χειρουργική επέμβαση στα αναπαραγωγικά όργανα, αποσυνδέοντας έτσι την έννοια του φύλου από τα ανατομικά στερεότυπα.
Όμως, ο νομοθέτης του 2017 που ήρθε να «αποκρυσταλλώσει» αυτές τις δικαστηριακές εξελίξεις, αντί να εξομαλύνει τη διαδικασία, τη φόρτωσε με νέες απαγορεύσεις. Αρχικά, η απαγόρευση της ανηλικότητας που δεν υπήρχε στο προηγούμενο καθεστώς, καθώς οι γονείς μπορούσαν κανονικά να κινήσουν τη σχετική διαδικασία ως νόμιμοι εκπρόσωποι του τέκνου τους. Με τον νέο νόμο, δεν αρκεί η συγκατάθεση των γονέων, αλλά για τους ανήλικους από 15 έως και 17 ετών θα πρέπει να υπάρχει και θετική εισήγηση από διυπουργική επιτροπή. Έπειτα, ο νόμος επέβαλε την υποχρέωση αγαμίας: για να προβεί ένα άτομο σε νομική αναγνώριση ταυτότητας φύλου πρέπει να είναι άγαμο ή διαζευγμένο! Εάν μάλιστα έχει ήδη παιδιά, το νέο όνομα δεν επιτρέπεται να αναφερθεί στη ληξιαρχική πράξη γέννησης του παιδιού του, με αποτέλεσμα το παιδί να φαίνεται ότι έχει για γονέα ένα «dead name», ένα «νεκρό όνομα», αυτό του διεμφυλικού γονέα του πριν αυτός προχωρήσει στη νομική αναγνώριση ταυτότητας φύλου.
Πρόσθετη απαγόρευση με τον νόμο του 2017 είναι επίσης η δυνατότητα υποβολής στη διαδικασία της νομικής αναγνώρισης ταυτότητας φύλου μέχρι δύο μόνο φορές, ενώ με τη διαδικασία αυτή δεν επιτρέπεται να μεταβληθεί πλήρως και το επώνυμο του προσώπου, η μεταβολή του οποίου παραμένει αποκλειστική αρμοδιότητα του Δημάρχου του δήμου εκείνου, στο δημοτολόγιο του οποίου είναι εγγεγραμμένο το άτομο, χωρίς όμως η παλαιότατη περί μεταβολής του επωνύμου υπουργική απόφαση να περιλαμβάνει ρητά την ταυτότητα φύλου ως λόγο μεταβολής αυτού – λόγω, π.χ., διακοπής ή διατάραξης των σχέσεων με την οικογένεια από την οποία προέρχεται το διεμφυλικό άτομο. Τέλος, η νομοθεσία αυτή δεν προβλέπει τίποτε για τη νομική αναγνώριση ταυτότητας φύλου ατόμων που δεν έχουν γεννηθεί στην Ελλάδα (π.χ. πρόσφυγες), καθώς είναι δομημένη στη λογική της διόρθωσης μιας ελληνικής ληξιαρχικής πράξης γέννησης. Σε αυτό το τελευταίο κενό τη λύση έδωσαν τα δικαστήρια, αναγνωρίζοντας την ανάγκη αναλογικής εφαρμογής των διατάξεων για τις περιπτώσεις τρανς προσφύγων που εκ των πραγμάτων δεν μπορούν να επιστρέψουν στις χώρες τους και θα πρέπει τα ελληνικά έγγραφά τους (απόφαση αναγνώρισης ιδιότητας πρόσφυγα) να τροποποιηθούν ώστε να αντανακλούν την ταυτότητα φύλου τους.
4. Η «μισή» απαγόρευση διακρίσεων
Η απαγόρευση των διακρίσεων λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού και ταυτότητας / χαρακτηριστικών φύλου κατοχυρώθηκε σε επίπεδο κοινής νομοθεσίας με τον Ν.4443/2016. Ο συγκεκριμένος νόμος ορίζει την έννοια των άμεσων και έμμεσων διακρίσεων, καθώς και τα νομικά μέσα προστασίας από τις αθέμιτες διακρίσεις για μία σειρά από λόγους και όχι μόνο λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού και ταυτότητας φύλου. Ωστόσο, δεν αναγνωρίζει ίση προστασία από διακρίσεις για όλες τις περιοχές όπου μπορεί να εμφανιστούν αυτές οι διακρίσεις. Συγκεκριμένα, η πλήρης προστασία του νόμου αφορά τον εργασιακό τομέα, δηλαδή απαγορεύει τις διακρίσεις στους όρους πρόσβασης στην εργασία, στις συνθήκες παροχής της εργασίας, τους λόγους προαγωγής και τους λόγους απόλυσης, στην επαγγελματική εκπαίδευση, καθώς και στον συνδικαλισμό. Ωστόσο, ενώ ο ίδιος νόμος προβλέπει ότι η απαγόρευση των διακρίσεων λόγω εθνικής ή φυλετικής καταγωγής επεκτείνεται και σε μια σειρά άλλων περιοχών εκτός του εργασιακού τομέα, αυτό δεν ισχύει για τις διακρίσεις λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού και ταυτότητας ή χαρακτηριστικών φύλου. Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 3, οι ΛΟΑΤΚΙ διακρίσεις δεν απαγορεύονται από τον συγκεκριμένο νόμο στην κοινωνική ασφάλιση, στην υγειονομική περίθαλψη, στις κοινωνικές παροχές και φορολογικές διευκολύνσεις, στην εκπαίδευση και στην πρόσβαση στη διάθεση και την παροχή αγαθών και υπηρεσιών που διατίθενται συναλλακτικά στο κοινό, συμπεριλαμβανομένης της στέγης!
5. Ο «μισός» αντιρατσιστικός νόμος
Το 2014 τροποποιήθηκε ο αντιρατσιστικός νόμος, έτσι ώστε να ποινικοποιείται ο μισαλλόδοξος λόγος όχι μόνο λόγω φυλής, εθνικότητας ή θρησκεύματος όπως ίσχυε μέχρι τότε (Ν.927/1979), αλλά προκειμένου να περιλαμβάνει και άλλες κατηγορίες ρατσισμού, όπως είναι η εχθροπάθεια λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού και ταυτότητας φύλου. Ωστόσο, η τροποποίηση του Ν.4285/2014 ήρθε και επί τα χείρω: ενώ με την αρχική μορφή του νόμου τιμωρούνταν και οι διαδόσεις ρατσιστικών ιδεών, με την τροποποίηση του 2014, για να καταδικαστεί ο δράστης θα πρέπει να έχει προβεί σε «δημόσια υποκίνηση διακρίσεων, μίσους ή βίας» και μάλιστα κατά τρόπον «που εκθέτει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη ή ενέχει απειλή για τη ζωή, την ελευθερία ή τη σωματική ακεραιότητα» των ευπαθών ομάδων. Αυτές οι προσθήκες έχουν καταστήσει δυσεφάρμοστο τον αντιρατσιστικό νόμο, ακόμη και σε πρόδηλες περιπτώσεις δημόσιας υποκίνησης μίσους ή βίας. Στην περίπτωση γνωστού πρώην Μητροπολίτη που είχε παρακινήσει το κοινό του να φτύνει τους ομοφυλόφιλους όπου τους βρει, υπήρξε αθώωσή του από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και μόνον κατόπιν εφέσεως από την Εισαγγελία καταδικάστηκε σε δεύτερο βαθμό, με επικύρωση της καταδίκης του και από τον Άρειο Πάγο.
6. Η «μισή» απαγόρευση πρακτικών μεταστροφής
Η θλιβερή παράδοση της ελλιπούς κατοχύρωσης ΛΟΑΤΚΙ δικαιωμάτων συνεχίζεται αδιατάρακτη ακόμη και μετά τη δημοσίευση της Εθνικής Στρατηγικής για την Ισότητα των ΛΟΑΤΚΙ+. Πρόσφατα, ο νομοθέτης με τον Ν. 4931/2022 προέβη σε απαγόρευση των «πρακτικών μεταστροφής», δηλαδή όλων των αντιεπιστημονικών «μεθόδων» με τις οποίες άτομα υπόσχονται ότι μπορούν να «διορθώσουν» ή να «θεραπεύσουν» τον σεξουαλικό προσανατολισμό ή την ταυτότητα φύλου ομοερωτικών ή διεμφυλικών ατόμων.
Η απαγόρευση τέτοιων «θεραπειών» αποτελεί αίτημα της ΛΟΑΤΚΙ ατζέντας που αποτυπώνεται και στην Εθνική Στρατηγική Ισότητας ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων, χωρίς εξαιρέσεις. Ωστόσο, η τελική νομοθετική απαγόρευση είχε σημαντικά κενά. Πρώτον, η απαγόρευση της προβολής και διαφήμισης τέτοιων πρακτικών αφορά μόνο «επαγγελματίες έναντι ανταλλάγματος» και όχι τους πάσης φύσεως πνευματικούς και ιερείς που ενδέχεται να προβαίνουν σε τέτοια βασανιστήρια χωρίς αμοιβή. Έπειτα, ο άδικος χαρακτήρας της πράξης αίρεται αν αποδειχθεί ότι το ενήλικο θύμα είχε δώσει τη ρητή συναίνεσή του. Μια εξαιρετικά ατυχής διάταξη που αναιρεί εντελώς το σκεπτικό της ίδιας της απαγόρευσης, η οποία εκκινεί από την αφετηρία ότι επιστημονικά ο σεξουαλικός προσανατολισμός δεν είναι νόσημα. Και τέλος, δεν προβλέπει ρητές κυρώσεις για τους «επαγγελματίες», αλλά και για τους γονείς, όπως για παράδειγμα ο αντίστοιχος γαλλικός νόμος που απειλεί αφαιρέσεις επαγγελματικών αδειών και άσκησης της επιμέλειας ανηλίκων σε περίπτωση καταδίκης.
7. Το δικαίωμα στον γάμο
Η Ελλάδα δεν προβλέπει το δικαίωμα στον γάμο, ενώ ακόμη και η Εθνική Στρατηγική Ισότητας ΛΟΑΤΚΙ+ περιλαμβάνει μια ήπια απλώς προτροπή προς τον νομοθέτη σε αυτή την κατεύθυνση. Το 2017 ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι, παρόλο που ο Αστικός Κώδικας δεν προϋποθέτει ρητά την ετερότητα φύλου των μελλονύμφων, η απαγόρευση γάμου ομοφύλων απορρέει από την ερμηνεία του ίδιου του όρου, ανατρέχοντας σε ορισμό του... ρωμαϊκού δικαίου. Σε κάθε περίπτωση, η αναγνώριση του δικαιώματος στον γάμο για ΛΟΑΤΚΙ άτομα, δηλαδή του γάμου χωρίς διακρίσεις, προϋποθέτει την αποφυγή αποκλεισμών: δεν νοείται, π.χ., γάμος χωρίς αναγνώριση γονεϊκών δικαιωμάτων. Τα λάθη που έγιναν με το σύμφωνο συμβίωσης δεν πρέπει να επαναληφθούν στη θεσμοθέτηση του συμπεριληπτικού γάμου. Παράλληλα, ο γάμος αυτός δεν πρέπει να νοείται μόνον ως «πολιτικός γάμος»· θα πρέπει να αναγνωρίζεται και ο θρησκευτικός γάμος ομοφύλων ως έχων έννομες συνέπειες, για όσα δόγματα και ομολογίες βεβαίως τον αναγνωρίζουν και τον τελούν.
[1] Principles on the application of international human rights law in relation to sexual orientation and gender identity, www.yogyakartaprinciples.org