Mετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο δυτικός κόσμος βίωσε ασυνήθιστα γρήγορη ανάπτυξη για τα ιστορικά δεδομένα. Η οικονομία μπήκε στη χρυσή εποχή: Η παραγωγικότητα αυξανόταν σταθερά, χάρη στην αναπτυσσόμενη αυτοματοποί- ηση και τη χρήση ενέργειας από ορυκτά καύσιμα. Μεγάλο μέρος του πληθυσμού μπορούσε να απολαμβάνει έναν βαθμό ευημερίας άγνωστο έως τότε. Το μέσο νοικοκυριό σύντομα απέκτησε αυτοκίνητο, πλυντήριο ρούχων και τηλεόραση. Η βιομηχανία παρήγαγε σωρηδόν ολοένα και φθηνότερα καταναλωτικά προϊόντα, σε ολοένα μεγαλύτερες ποσότητες.
Το πλαστικό έπαιξε καθοριστικό ρόλο σε αυτό. Η τεχνολογική πρόοδος στη βιομηχανία πετροχημικών έκανε την παραγωγή πλαστικών τόσο φθηνή και ευέλικτη που μπορούσαν να αξιοποιούνται ως υλικά τόσο για είδη μιας χρήσης όσο και για συσκευασίες. Έτσι πολλαπλασιάστηκαν τα προϊόντα και οι πωλήσεις τους. Για τους αγοραστές, αυτό σήμαινε ότι μπορούσαν να καταναλώνουν προϊόντα οπουδήποτε, ανά πάσα στιγμή, και κατόπιν να ξεφορτώνονται απλώς τη συσκευασία. Ταυτόχρονα, οι αλυσίδες εφοδιασμού γίνονταν όλο και μεγαλύτερες.
Η μεταφορά, όμως, εμπορευμάτων σε μεγάλες αποστάσεις απαιτούσε και νέους τύπους συσκευασιών. Τα πλαστικά ήταν έτοιμα να εξομαλύνουν τον δρόμο προς αυτόν τον υπέροχο νέο κόσμο. Από την εφεύρεση του βακελίτη (του πρώτου σύγχρονου πλαστικού), το 1907, έως τη σημερινή ποικιλία συνθετικών ενώσεων, τα πλαστικά έχουν κυριαρχήσει στην κατανάλωση.
Εταιρείες όπως η Dow Chemical και η Mobil Corporation (πλέον ExxonMobil) τροφοδοτούν τη ζήτηση για πετρέλαιο και φυσικό (ορυκτό) αέριο αναπτύσσοντας νέα προϊόντα. Την ίδια στιγμή, χημικοί κολοσσοί μετατρέπουν τα κύρια συστατικά των υδρογονανθράκων σε ενδιάμεσα χημικά και, στη συνέχεια, σε πολυμερή που καταλήγουν σε τεράστια ποικιλία προϊόντων.
Ορισμένα υλικά και προϊόντα έχουν σχεδιαστεί για συγκεκριμένο σκοπό. Για άλλα, πρέπει να δημιουργηθούν πρώτα στην αγορά νέες ανάγκες. Με αυτόν τον τρόπο, η βιομηχανία πετρελαίου και φυσικού (ορυκτού) αερίου, που απειλείται από τη μετάβαση στην πράσινη ενέργεια, προσπαθεί να διαφοροποιήσει και να ενισχύσει τις αγορές της. Αυτό με τη σειρά του προκαλεί πίεση για να βρεθούν υλικά, που θα ικανοποιούν καινούργιες απαιτήσεις: τη μεταφορά τροφίμων σε μεγαλύτερες αποστάσεις, την ανάπτυξη πιο ελκυστικών ιδιοτήτων στις συσκευασίες, τη μεγιστοποίηση της αντοχής για δεδομένο βάρος κ.ά.
Με αυτόν τον τρόπο, η βιομηχανία πλαστικών υλών έχει συνδεθεί βαθιά με τον τομέα του σχεδιασμού και της συσκευασίας προϊόντων. Εκτιμάται ότι η συσκευασία θα παραμείνει ο σημαντικότερος τομέας χρήσης πλαστικών έως το 2025.
Η μαζική εξάπλωση των συσκευασιών μιας χρήσης είναι προϊόν της παγκοσμιοποίησης, αλλά είναι και η κινητήρια δύναμη του διεθνούς εμπορίου.
Αν μια αλυσίδα εφοδιασμού διατρέχει ολόκληρο τον κόσμο και οι καταναλωτές απέχουν πολύ από τον τόπο παραγωγής του προϊόντος, η επιστροφή της συσκευασίας γίνεται δαπανηρή και πολύπλοκη. Γι’ αυτόν τον λόγο, στη δεκαετία του ’60, εταιρείες όπως η Coca-Cola και η PepsiCo άσκησαν πιέσεις εναντίον νόμων περί επιστροφών, που θα τους ανάγκαζαν να παίρνουν πίσω τα γυάλινα μπουκάλια τους. Με την υπερπροσφορά πλαστικών πρώτων υλών τα πράγματα χειροτέρεψαν, καθώς ήταν πολύ βολικότερο και φθηνότερο να πακετάρονται τα προϊόντα σε συσκευασίες μιας χρήσης. Αυτή η πρακτική επέτρεψε στις εταιρείες να απελευθερωθούν από τη μέριμνα και το κόστος της διαδικασίας επιστροφής και να αποφύγουν οποιαδήποτε ευθύνη για το τι γίνονται οι συσκευασίες αφού χρησιμοποιηθεί το περιεχόμενό τους.
Στην ψηφιακή εποχή, οι καταναλωτές έχουν υποκύψει επίσης σε αυτή τη νοοτροπία. Για να εξοικονομήσουν χρόνο, και επειδή είναι βολικό, όλο και περισσότεροι άνθρωποι ψωνίζουν διαδικτυακά. Με επικεφαλής τους γίγαντες της αγοράς, όπως η Amazon και η Alibaba –οι εταιρείες με τη μεγαλύτερη αξία στις ΗΠΑ και την Κίνα, σήμερα– το διαδικτυακό λιανικό εμπόριο έχει καταλάβει σημαντικό μερίδιο στις αγορές των καταναλωτών, σημειώνοντας πωλήσεις αρκετών εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων τον χρόνο. Λόγω του τεράστιου αριθμού συσκευασιών, οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις από την παραγωγή και τη διάθεση πλαστικών και χαρτονιού έχουν γίνει τεράστιο ζήτημα. Οι κορυφαίες εταιρείες δέχονται όλο και μεγαλύτερη πίεση να χρησιμοποιούν ανακυκλώσιμα, επαναχρησιμοποιήσιμα ή κομποστοποιήσιμα υλικά. Στην Ινδία, η κρίση του πλαστικού το 2017 οδήγησε ακόμη και στην απαγόρευση ορισμένων πλαστικών ειδών μιας χρήσης.
Η εξάλειψη των πλαστικών και των συσκευασιών μιας χρήσης δεν είναι δυνατή χωρίς να αλλάξουν ριζικά οι μηχανισμοί του παγκόσμιου εμπορίου. Έχει αποδειχθεί ότι η ανακύκλωση πλαστικών δεν μπορεί να αντεπεξέλθει στο μέγεθος της οικολογικής πρόκλησης. Ωστόσο, τα πλαστικά μιας χρήσης συνεχίζουν να κυριαρχούν και, μέχρι στιγμής, εναλλακτικές λύσεις χωρίς πλαστικό έχουν βρεθεί μόνο σε λίγες εξειδικευμένες αγορές. Δεν υπάρχουν κίνητρα για πραγματική αλλαγή παραδείγματος.
Τα πλαστικά παραμένουν εξαιρετικά πρακτικά και εξαιρετικά φθηνά.
Αν μη τι άλλο, οι καταναλωτικές συνήθειες πρέπει να αλλάξουν. Τα πρώτα σημάδια μιας τέτοιας αλλαγής είναι εμφανή: Η μη αναλώσιμη συσκευασία παίζει σημαντικό ρόλο στα τοπικά τρόφιμα και άλλα ανάλογα είδη, μια αγορά που αναπτύσσεται αργά αλλά σταθερά. Πριν από λίγα χρόνια, άνοιξαν τα πρώτα παντοπωλεία που απέχουν από τις συσκευασίες εντελώς: Πωλούν προϊόντα χύμα, και οι πελάτες φέρνουν τα δικά τους δοχεία. Όλο και περισσότερα καταστήματα που πωλούν τρόφιμα ή πόσιμα είδη στο χέρι προσφέρουν εκπτώσεις σε πελάτες που φέρνουν τα δικά τους ποτήρια. Επιπλέον, οι απαγορεύσεις στις οποίες στοχεύει η ΕΕ σε ορισμένα πλαστικά είδη μιας χρήσης τουλάχιστον στέλνουν ένα μήνυμα σε διεθνές επίπεδο, ότι τα πράγματα πρέπει να αλλάξουν.
Αποτελεί άρθρο αφιερώματος από τον Άτλαντα του Πλαστικού