Aν και λιγότερο γνωστές, οι επιπτώσεις από την παραγωγή, τη χρήση και την απόρριψη πλαστικών στο κλίμα είναι το ίδιο σημαντικές με τις συνέπειες στα θαλάσσια οικοσυστήματα, τις ακτές και την ανθρώπινη υγεία.
Οι χώρες που υπέγραψαν τη Συμφωνία του Παρισιού για την κλιματική κρίση το 2015 συμφώνησαν να συγκρατήσουν την αύξηση της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη κάτω από τους 2°C σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα και να συνεχίσουν τις προσπάθειες για να την περιορίσουν σε 1,5°C. Το 2018 η Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή κατέληξε ότι για να συγκρατηθεί η υπερθέρμανση κάτω από το όριο του 1,5°C, πρέπει να μειωθούν οι εκπομπές αερίων θερμοκηπίου κατά 45% έως το 2030 και να μηδενιστούν το αργότερο έως το 2050.
Η κλιματική πολιτική επικεντρώνεται στη μετάβαση σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και σε «καθαρότερα» μέσα μεταφοράς. Και η βιομηχανία, όμως, είναι εξίσου σημαντική: Το 2010 ήταν υπεύθυνη για το 30% της παγκόσμιας εκπομπής αερίων θερμοκηπίου. Η παραγωγή πλαστικών είναι η μεγαλύτερη και η ταχύτερα αυξανόμενη πηγή αυτού του είδους εκπομπών. Τα πλαστικά, μαζί με πολλά λιπάσματα, φυτοφάρμακα και συνθετικές ίνες, είναι πετροχημικά τα οποία παράγονται από ορυκτέλαια και φυσικό αέριο. Περισσότερο από 99% των πλαστικών προέρχονται από πρώτες ύλες ορυκτών καυσίμων, και τα πετροχημικά είναι ο ταχύτερα αυξανόμενος παράγοντας κατανάλωσης πετρελαίου παγκοσμίως: O Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας προβλέπει ότι θα είναι υπεύθυνα για το 50% της επιπλέον ζήτησης για πετρέλαιο έως το 2050.
Στις ΗΠΑ και αλλού, τα πλαστικά και τα άλλα πετροχημικά προϊόντα αποτελούν μεγάλο και ταχύτατα αναπτυσσόμενο τομέα απορρόφησης σχιστολιθικού αερίου. Όσο η παραγωγή πλαστικών αυξάνεται, απαιτεί νέες υποδομές για τις ορυκτές
πρώτες ύλες και πολλαπλασιάζει τις εκπομπές από τον εντοπισμό, την εξόρυξη, τη μεταφορά και τη διύλιση πετρελαίου, φυσικού αερίου και άνθρακα. Η παγκόσμια παραγωγή πλαστικών έχει αυξηθεί από 2 εκατομμύρια τόνους το 1950 σε 400 εκατομμύρια τόνους το 2015. Τόσο η παραγωγή όσο και η χρήση πλαστικών έχουν σχεδόν διπλασιαστεί τα τελευταία 20 χρόνια, ενώ αναμένεται να διπλασιαστούν ξανά στα επόμενα 20 χρόνια και να τετραπλασιαστούν έως τις αρχές της δεκαετίας του 2050.
Το διοξείδιο του άνθρακα, το μεθάνιο και ένα σύνολο άλλων αερίων θερμοκηπίου απελευθερώνονται σε κάθε στάδιο της ζωής του πλαστικού: από την εξαγωγή και τη διύλιση των ορυκτών καυσίμων έως τις ενεργοβόρες διαδικασίες παραγωγής πλαστικών ρητινών, αλλά και την απόρριψη, την αποτέφρωση και την ενδεχόμενη απελευθέρωσηπλαστικών αποβλήτων στο περιβάλλον. Αυτό επηρεάζει και τις προσπάθειες να επιτευχθούν οι παγκόσμιοι κλιματικοί στόχοι. Για να διατηρηθεί ο στόχος του 1,5°C, το σύνολο των εκπομπών πρέπει να παραμείνει κάτω από το προϋπολογισμένο (και γρήγορα εξαντλούμενο) όριο των 420-570 εκατομμυρίων τόνων διοξειδίου του άνθρακα.
Το μη κερδοσκοπικό Κέντρο Διεθνούς Περιβαλλοντικού Δικαίου (CIEL) εκτιμά ότι με τα σημερινά δεδομένα και τα υπολογισμένα ποσοστά αύξησής της, η παραγωγή πλαστικών μπορεί να απελευθερώσει από μόνη της 53,5 δισεκατομμύρια τόνους διοξειδίου του άνθρακα έως το 2050. Εάν προστεθεί η αποτέφρωση των πλαστικών αποβλήτων, τότε οι εκπομπές φτάνουν σχεδόν τους 56 δισεκατομμύρια τόνους. Με απλά λόγια, τα πλαστικά από μόνα τους εξαντλούν 10%-13% από τον προϋπολογισμό παραγωγής διοξειδίου του άνθρακα που θα επέτρεπε να επιτευχθεί ο στόχος του 1,5°C. Ακόμα κι αν υποτεθεί ότι η παραγωγή πλαστικών γίνεται με μικρότερο ρυθμό μετά το 2050 και ότι η αποτέφρωση δεν αυξάνεται καθόλου, οι εκπομπές που προκαλούνται από αυτές μπορούν να φτάσουν ένα σύνολο σχεδόν 260 δισεκατομμυρίων τόνων ισοδύναμου διοξειδίου του άνθρακα (CO2e) έως τα τέλη του αιώνα, καταναλώνοντας περισσότερο από το μισό του διαθέσιμου προϋπολογισμού.
Ακόμα κι αυτοί οι αριθμοί, όμως, δεν αποκαλύπτουν στο σύνολό τους τις επιπτώσεις που έχουν στο κλίμα τα πλαστικά. Λίγα πράγματα γνωρίζουμε για κάποιες εκφάνσεις της εξαγωγής, της μεταφοράς και της διύλισης των ορυκτών πρώτων υλών για την παραγωγή πλαστικών. Στη Βόρεια Αμερική, για παράδειγμα, οι επίσημες εκτιμήσεις για τις εκπομπές που προέρχονται από την παραγωγή φυσικού (ορυκτού) αερίου αποκλείουν συνήθως τις επιδράσεις από την εκκαθάριση των δασών και άλλες διαταραχές της γης που απαιτούνται για νέες γεωτρήσεις και αγωγούς. Από τους αγωγούς και τις εγκαταστάσεις αερίου μπορεί να υπάρξει διαρροή σημαντικής ποσότητας μεθανίου, ενός ισχυρού αερίου θερμοκηπίου, αλλά οι εκτιμήσεις της Κυβέρνησης και της βιομηχανίας για τον αριθμό αυτών των εγκαταστάσεων διαφέρουν σε τάξη μεγέθους.
Οι εκπομπές των πλαστικών πάντως δεν παύουν όταν τα προϊόντα πεταχτούν. Τα προγράμματα παραγωγής ενέργειας από απόβλητα (waste-to energy), κατά τα οποία τα πλαστικά αποτεφρώνονται, προτείνονται όλο και περισσότερο ως λύση για να περιοριστεί η ρύπανση από αυτά. Όμως, η αποτέφρωση απελευθερώνει σημαντική ποσότητα αερίων θερμοκηπίου, και η ευρεία διάδοση της παραγωγής ενέργειας από απόβλητα μπορεί να οδηγήσει σε μεγάλη αύξηση των εκπομπών. Η ερευνητική ομάδα Material Economics προβλέπει ότι στην Ευρώπη η αποτέφρωση αποβλήτων για τη μετατροπή τους σε ενέργεια μπορεί να κάνει τα πλαστικά μια τεράστια πηγή εκπομπών, ενώ αυτά συνεχίζουν να απελευθερώνουν αέρια θερμοκηπίου και όσο αποικοδομούνται στο περιβάλλον. Η πραγματική έκταση αυτών των εκπομπών είναι άγνωστη.
Η επίδραση των εκπομπών μπορεί να είναι και έμμεση. Τα αυξανόμενα επίπεδα μικροπλαστικών υπολειμμάτων στους ωκεανούς μπορεί να επηρεάσουν τη βιολογική διαδικασία κατά την οποία το πλαγκτόν απορροφά διοξείδιο του άνθρακα στην επιφάνεια της θάλασσας και το οδηγεί στον πυθμένα των ωκεανών. Αυτή η βιολογική αντλία άνθρακα αποτελεί μέρος της «επεξεργασίας» του άνθρακα στους ωκεανούς, συμβάλλοντας στην κλιματική ισορροπία της γης. Δεν έχουμε κατανοήσει επαρκώς πώς και κατά πόσο τα μικροπλαστικά παρεμβαίνουν σε αυτή την ισορροπία. Είναι όμως ιδιαιτέρως σημαντικό ζήτημα, και γι’ αυτό απαιτείται να ερευνηθεί περισσότερο.
Αποτελεί άρθρο αφιερώματος από τον Άτλαντα του Πλαστικού