Τα πλαστικά είναι το τελευταίο σκαλί μιας τεράστιας βιομηχανίας πετροχημικών, στην οποία κυριαρχούν μια χούφτα εταιρικοί κολοσσοί. Περισσότερα από τα μισά παραγόμενα πλαστικά χρησιμοποιούνται για καταναλωτικά προϊόντα και κυρίως για συσκευασίες μιας χρήσης. Οι αναλύσεις των πλαστικών αποβλήτων από τους ωκεανούς ή αλλού τείνουν να εστιάζουν στις χώρες προέλευσής τους. Aν όμως προσεγγίσει κανείς το ζήτημα από άλλη σκοπιά, θα δει ότι οι πηγές σχεδόν όλων των «σκουπιδιών» είναι λίγες μόνο εταιρείες τροφίμων και καταναλωτικών προϊόντων. Ακόμα λιγότερες πολυεθνικές κυριαρχούν στον τομέα των ρητινών, παράγοντας τα πολυμερή που μπαίνουν στα πλαστικά.
Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’50, εταιρείες χημικών όπως η Dow και παραγωγοί πετροχημικών όπως η Esso (πλέον ExxonMobil) διεξήγαγαν ιδιωτικές και δημόσιες συζητήσεις για το ζήτημα της επεκτεινόμενης ρύπανσης από τα πλαστικά, μερικές φορές μάλιστα συμμετείχαν σε αυτές και εκπρόσωποι των κυβερνήσεων. Ταυτόχρονα, όμως, οι ίδιες εταιρείες αντιστέκονται έντονα σε κάθε προσπάθεια να μειωθεί το παραγόμενο πλαστικό και να περιοριστεί η ζημία που αυτό προκαλεί. Συχνά υιοθετούν μια διπλή στρατηγική: Aσκούν (παρασκηνιακά) πολιτική πίεση και παράλληλα, διαφημίζουν ευρέως ότι το πρόβλημα των σκουπιδιών προέρχεται από τη συμπεριφορά των καταναλωτών και ότι αρκεί η ανακύκλωση για να λυθεί.
H καμπάνια «Κρατήστε την Αμερική Όμορφη» (Keep America Beautiful) είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα. Τα συμφέροντα της βιομηχανίας ξεπερνούν κατά πολύ τους υποστηρικτές των υποχρηματοδοτούμενων Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων. Οι εταιρείες χρησιμοποιούν τους απεριόριστους πόρους τους για να εξασφαλίσουν συμφέροντες για αυτές Κανονισμούς, ώστε να διατηρούν την κερδοφορία τους και να ελαχιστοποιούν τις ευθύνες τους. Οι μεγαλύτεροι παραγωγοί πλαστικών έχουν την έδρα τους σε λίγες μόνο χώρες (ΗΠΑ, Ηνωμένο Βασίλειο, Σαουδική Αραβία, Ελβετία, Γερμανία, Ιταλία, Νότια Κορέα), τα προϊόντα τους φτάνουν, όμως, σχεδόν σε κάθε μέρος του πλανήτη, και οι ίδιοι προσλαμβάνουν λομπίστες ώστε να επηρεάζουν όσους διαμορφώνουν τις πολιτικές. Η βιομηχανία αυτή χρηματοδοτεί, επίσης, εκατοντάδες διεθνείς, περιφερειακές και τοπικές εμπορικές οργανώσεις. Το Αμερικανικό Συμβούλιο Χημείας (ACC), το οποίο εκπροσωπεί περισσότερους από 150 παραγωγούς χημικών και πλαστικών, έχει ξοδέψει από μόνο του πάνω από 100 εκατομμύρια δολάρια για λόμπινγκ από το 2009.
Κλειδί για την παραγωγή πλαστικών αποτελεί η υδραυλική ρωγμάτωση. Το 2005 η Αμερικανική Επιτροπή, αποτελούμενη από ρυθμιστικές Αρχές και λομπίστες της πετρελαϊκής βιομηχανίας, συνέταξε νομοθεσία ώστε να εξαιρεθεί η ρωγμάτωση από τον Νόμο Ασφαλούς Πόσιμου Νερού (Safe Drinking Water Act) χωρίς σημαντική δημόσια συμμετοχή στην συγκεκριμένη απόφαση. Οι μονάδες ρωγμάτωσης στη Λουιζιάνα, το Τέξας και άλλες πολιτείες εξαιρούνται από την καταβολή φόρων δισεκατομμυρίων δολαρίων. Το 2017 η βρετανική εταιρεία πετροχημικών Ineos και οι «σύμμαχοί» της κατάφεραν τη Βρετανική Κυβέρνηση να την απαλλάξει από τέλη που προορίζονταν να χρηματοδοτήσουν τη μετάβαση από τα ορυκτά καύσιμα σε άλλες πηγές ενέργειας. Η Ineos και οι συνεργάτες της, λοιπόν, όχι μόνο δεν επενδύουν στην καθαρή ενέργεια αλλά γλιτώνουν περισσότερα από 100 εκατομμύρια λίρες από φόρους. Οι κανόνες και οι εξαιρέσεις που δημιουργούνται από τα λόμπι οδηγούν στην παρα- γωγή πλαστικών δίνοντας τη δυνατότητα κέρδους εκεί που διαφορετικά δεν θα υπήρχε.
Στις ΗΠΑ, ένα σχέδιο δράσης που χρηματοδότησε η βιομηχανία και προώθησε το συντηρητικό Αμερικανικό Συμβούλιο Νομοθετικών Ανταλλαγών (ALEC) μηδενίζει την εξουσία των τοπικών Αρχών να περιορίζουν τα πλαστικά, αποτρέποντάς τους, για παράδειγμα, να απαγορεύσουν τη χρήση της πλαστικής σακούλας. Κινήσεις όπως αυτή υπονομεύουν την προληπτική μείωση αποβλήτων και διαιωνίζουν τον μύθο ότι η καλύτερη διαχείρισή τους θα έδινε λύση στο πρόβλημα.
Οι εταιρικοί λομπίστες κινούνται μεταξύ των κυβερνήσεων και της βιομηχανίας και εξασφαλίζουν συνθήκες προνομιακής επικοινωνίας ανάμεσά τους. Για παράδειγμα, κατά τη διαδικασία έκδοσης της Στρατηγικής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τα Πλαστικά το 2017, οι εταιρικοί εκπρόσωποι (μεταξύ των οποίων και αυτοί μιας βιομηχανικής ένωσης, της PlasticsEurope) είχαν σχεδόν τριπλάσια πρόσβαση στα μέλη της Επιτροπής από ό,τι οι ΜΚΟ.
Ακόμα και η γραμμή που χωρίζει τις ΜΚΟ και τους εκπροσώπους εταιρειών είναι θολή. Φαίνεται να έχει δημιουργηθεί μια διπλή στρατηγική: εταιρείες κάνουν μεγάλες δωρεές σε ήδη υπάρχουσες ΜΚΟ, ενώ ταυτόχρονα δημιουργούν και χρηματοδοτούν οργανισμούς που είναι μεν οργανωμένοι ως ΜΚΟ αλλά υπάρχουν κυρίως για να προωθήσουν τα βιομηχανικά συμφέροντα. Στη στρατηγική του 2018 της ΕΕ για τα πλαστικά, οι χρηματοδοτούμενες από τη βιομηχανία ΜΚΟ λειτουργούσαν ως μέσο εξασφάλισης βιομηχανικών συμφερόντων.
Αυτή η ανισορροπία δυνάμεων οδηγεί σε Κανονισμούς υπέρ των βιομηχανιών πετροχημικών και πλαστικών, υπονομεύοντας τα δικαιώματα των ανθρώπων και το περιβάλλον. Το βιομηχανικό λόμπι δημιουργεί πολιτικές προσανατολισμένες στην ανακύκλωση και τη συμπεριφορά των καταναλωτών (π.χ. να περιορίσουν τα απορρίμματά τους), οι οποίες αγνοούν την ανάγκη να μειωθεί η ίδια η παραγωγή πλαστικών.
Αποτελεί άρθρο αφιερώματος από τον Άτλαντα του Πλαστικού