Τρία γράμματα κατακτούν τον κόσμο

ΑΡΘΡΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΟΣ

Το πλαστικό αποτελεί μέρος της καθημερινότητας δισεκατομμυρίων ανθρώπων και χρησιμοποιείται ευρέως από τη βιομηχανία. Πάνω από 400 εκατομμύρια τόνοι παράγονται κάθε χρόνο παγκοσμίως. Όμως, τι ακριβώς είναι το πλαστικό; Ο όρος αναφέρεται σε μια ομάδα συνθετικών υλικών από υδρογονάνθρακες, τα οποία σχηματίζονται με πολυμερισμό: μια σειρά χημικών αντιδράσεων σε οργανικές πρώτες ύλες (που περιέχουν άνθρακα), κυρίως φυσικό (ορυκτό) αέριο και αργό πετρέλαιο. Διάφοροι τύποι πολυμερισμού καθιστούν δυνατή την παραγωγή πλαστικών με συγκεκριμένες ιδιότητες: σκληρά ή μαλακά, διαφανή ή μη, εύκαμπτα ή άκαμπτα.

Plastic Atlas 2019

Το πρώτο πλαστικό παρουσιάστηκε στη Μεγάλη Έκθεση του Λονδίνου το 1862. Λεγόταν «Parkesine» από το όνομα του εφευρέτη του, Alexander Parkers (Αλεξάντερ Πάρκερς). Ο Πάρκερς είχε φτιάξει από κυτταρίνη αυτό το οργανικό υλικό, στο οποίο μπορούσε κανείς να αλλάξει σχήμα όταν το ζέσταινε, και το σχήμα αυτό διατηρούνταν όταν το υλικό κρύωνε. Μερικά χρόνια αργότερα, ο John Wesley Hyatt (Τζον Ουέσλι Χάιατ) ανέπτυξε τον κελλουλοΐτη, μετατρέποντας τη νιτροκυτταρίνη σε ένα παραμορφώσιμο πλαστικό, μέσω επεξεργασίας της με θερμότητα και πίεση, και προσθέτοντας καμφορά και αλκοόλη. Το υλικό αυτό αντικατέστησε το ελεφαντόδοντο και το κέλυφος χελώνας που χρησιμοποιούνταν στις μπάλες του μπιλιάρδου και τις χτένες, ενώ το μέλλον του στον χώρο του κινηματογράφου και της φωτογραφίας διαγραφόταν λαμπρό. Το 1884 ο χημικός Hilaire de Chardonnet (Ιλέρ ντε Σαρντονέ) κατοχύρωσε με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας ένα συνθετικό ύφασμα γνωστό ως «μετάξι Chardonnet». Ο διάδοχός του, το ρεγιόν η βισκόζη, είναι ένα ημισυνθετικό πλαστικό κατασκευασμένο από χημικά επεξεργασμένη κυτταρίνη, το οποίο είναι φθηνότερο από φυσικά υφάσματα όπως το μετάξι. Αυτά και άλλα πρώιμα πλαστικά κατασκευάστηκαν από φυσικές πρώτες ύλες.



Θα περνούσαν άλλα 40 χρόνια ωσότου να αναπτυχθεί ένα πλήρως συνθετικό πλαστικό. Το 1907 ο Leo Hendrik Baekeland (Λίο Χένρι Μπάκελαντ) βελτίωσε τις τεχνικές αντίδρασης φαινόλης-φορμαλδεΰδης και εφηύρε τον «Μπακελίτη» (ή βακελίτη), το πρώτο πλαστικό που δεν περιείχε πλέον μόρια από τη φύση. Ο βακελίτης διατέθηκε στην αγορά ως καλός μονωτής και ως υλικό ανθεκτικό στη θερμότητα. Πέντε χρόνια αργότερα, ο Fritz Klatte (Φριτζ Κλάττε) κατοχύρωσε με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας ένα πλαστικό που ονομάζεται πολυβινυλοχλωρίδιο, περισσότερο γνωστό ως PVC ή βινύλιο. Έως τα μέσα του 20ού αιώνα τα πλαστικά κατείχαν μικρό κομμάτι της αγοράς. Αυτό που πυροδότησε τη μαζική εξάπλωση του PVC ήταν η ανακάλυψη ότι μπορούσε να παρασκευαστεί από ένα απόβλητο της χημικής βιομηχανίας: Το χλώριο που προέκυπτε από την παραγωγή υδροξειδίου του νατρίου (της καυστικής σόδας) θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως φθηνή πρώτη ύλη.

Plastic Atlas Website Banner

Ο Άτλας του Πλαστικού φιλοδοξεί να ενημερώσει σωστά όποιον/α ενδιαφέρεται να αποτελέσει μέρος στην λύση του πλαστικού προβλήματος, παρέχοντας με συνοπτικό και εύληπτο τρόπο πληροφορίες σχετικά με τις επιπτώσεις που έχει η συγκεκριμένη μορφή ρύπανσης.

Κατέβασέ τον δωρεάν από εδώ

Αυτό σηματοδότησε και την αρχή της ταχείας και αδιάκοπης αύξησης στην παραγωγή του PVC. Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η ζήτηση αυξήθηκε σημαντικά, καθώς το υλικό χρησιμοποιήθηκε για τη μόνωση καλωδίων σε πλοία. Παρόλο που γινόταν όλο και πιο γνωστό ότι η παραγωγή PVC ήταν επιβλαβής τόσο για το περιβάλλον όσο και για την υγεία, η βιομηχανία πετροχημικών εκμεταλλεύτηκε τις νέες δυνατότητες μετατροπής των αποβλήτων σε κέρδος. Το PVC έγινε το πιο σημαντικό πλαστικό σε μια μεγάλη ποικιλία οικιακών και βιομηχανικών προϊόντων.

Εκτός από το PVC, το πολυαιθυλένιο είχε επίσης ευρεία αποδοχή. Εφευρέθηκε τη δεκαετία του ’30 και με αυτό κατασκευάζονται μπουκάλια ποτών, σακούλες παντοπωλείου και δοχεία τροφίμων. Ο χημικός Giulio Natta (Τζούλιο Νάτα) ανέπτυξε το πολυπροπυλένιο, ένα πλαστικό με ιδιότητες παρόμοιες με εκείνες του πολυαιθυλενίου. Το πολυπροπυλένιο έγινε δημοφιλές στη δεκαετία του ’50 και εξακολουθεί να χρησιμοποιείται σήμερα για διάφορα προϊόντα, όπως συσκευασίες, παιδικά καθίσματα και σωλήνες. Εκείνη την εποχή, η θετική προβολή των πλαστικών συνέβαλε στην κατακόρυφη αύξηση της χρήσης τους. Τα πλαστικά θεωρούνταν καθαρά, μοντέρνα και χαρακτηριστικά μιας τάσης. Παραγκώνισαν τα συμβατικά προϊόντα και σταδιακά διείσδυσαν σε όλους σχεδόν τους τομείς της αγοράς. Σήμερα, το PVC, το πολυαιθυλένιο και το πολυπροπυλένιο είναι από τα πιο συχνά χρησιμοποιούμενα πλαστικά παγκοσμίως.

Για να βελτιωθούν οι ιδιότητές του, το πλαστικό αναμιγνύεται με χημικά πρόσθετα, όπως πλαστικοποιητές, επιβραδυντές καύσης ή βαφές. Πολλά από αυτά τα πρόσθετα κάνουν το πλαστικό πιο εύκαμπτο ή ανθεκτικό. Είναι όμως επιβλαβή τόσο για το περιβάλλον όσο και για την υγεία, καθώς μπορούν να ξεφύγουν από το υλικό, να περάσουν στο νερό ή στον αέρα και τελικά να μπουν στην τροφή μας. Μπορούν επίσης να απελευθερωθούν κατά την ανακύκλωση των πλαστικών.

Σήμερα, μια νέα γενιά πλαστικών μπορεί να παραχθεί από βιοπολυμερή, όπως το άμυλο αραβοσίτου. Μια νέα παραγωγική διαδικασία, για παράδειγμα, δίνει τη δυνατότητα να κατασκευαστεί βιοδιασπώμενο πλαστικό από τα κελύφη των γαρίδων και άλλων καρκινοειδών. Η διαδικασία αυτή τροποποιεί τη χιτίνη από τα κελύφη και παράγει ένα πολυμερές, τη χιτοζάνη. Οι υπεύθυνοι ανάπτυξης στο Πανεπιστήμιο
McGill στον Καναδά ελπίζουν σε ένα λαμπρό μέλλον, βασισμένο στους 6-8 εκατομμύρια τόνους αποβλήτων καρκινοειδών που παράγονται ετησίως.

Αυτά και άλλα πλαστικά που βασίζονται σε φυσικές πρώτες ύλες χρησιμοποιούνται ήδη σε καλαμάκια, επιτραπέζια σκεύη μιας χρήσης, πλαστικές σακούλες και συσκευασίες τροφίμων. Ωστόσο, είναι αμφίβολο αν μπορούν να συμβάλλουν στην επίλυση της κρίσης του πλαστικού.

Αποτελεί άρθρο αφιερώματος από τον Άτλαντα του Πλαστικού