Όταν πια διαφάνηκε μετά βεβαιότητας ότι η ζυγαριά της προεδρικής εκλογής της 4ης Νοεμβρίου 2020 έκλινε υπέρ του Τζο Μπάιντεν, άρχισε να εμφανίζεται ένα κύμα δημοσιευμάτων, κυρίως στον ελληνικό ημερήσιο και εβδομαδιαίο τύπο, που μας καλούσαν να αντιληφθούμε με μια «σκληρά ρεαλιστική» και «χωρίς ψευδαισθήσεις» ματιά τη σημασία της εκλογής του υποψηφίου των Δημοκρατικών. Η επωδός αυτών των δημοσιευμάτων, η οποία τείνει να γίνει η κυρίαρχη θέση μεταξύ των διεθνολογούντων αρθρογράφων, είναι ότι ως Έλληνες, δεν θα πρέπει να τρέφουμε υψηλές προσδοκίες από τον νέο Πρόεδρο των ΗΠΑ όσον αφορά την βελτίωση των ταραγμένων ελληνοτουρκικών σχέσεων, όπως είχαμε από τον εκλεγμένο Πρόεδρο Κάρτερ το 1976 για την επίλυση του Κυπριακού, προτού διαψευσθούμε. Ναι μεν ο Μπάιντεν δεν θα έχει πια την «ειδική προσωπική σχέση» που διατηρούσε ο προηγούμενος Πρόεδρος των ΗΠΑ με τον Τούρκο Πρόεδρο Ερντογάν, όμως η έλευσή του δεν πρόκειται να αλλάξει ριζικά τη στάση της Αμερικής εις βάρος της Τουρκίας και προς όφελος της Ελλάδας, καθώς οι εξωτερικές σχέσεις μιας χώρας δεν διαμορφώνονται από τις προσωπικές προτιμήσεις των πολιτικών, αλλά από τα στενώς νοούμενα εθνικά συμφέροντα της χώρας τους – και τα αμερικανικά εθνικά συμφέροντα δεν μπορεί παρά να συνεχίσουν να ευνοούν την Τουρκία στην ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου λόγω της ιδιαίτερα υψηλής στρατηγικής αξίας αυτής της χώρας.
Εγώ θα ήθελα να αποκλίνω εν μέρει από αυτήν την επικρατούσα αντίληψη, τονίζοντας ορισμένα στοιχεία που εκτιμώ ότι θα παίξουν βαρύνοντα ρόλο στις αμερικανοτουρκικές, και κατ’ επέκταση και στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, και που θα δυσκολέψουν την Τουρκία. Οι θέσεις μου είναι τέσσερις. Πρώτον, η Τουρκία θα χρειαστεί αρκετά σύντομα να σταματήσει να «πατάει σε δύο βάρκες» και αντ’ αυτού θα κληθεί από τη νέα πολιτική ελίτ της Ουάσιγκτον να αποσαφηνίσει την επαμφοτερίζουσα σχέση της με τη Ρωσία, καθώς ο ευρωατλαντικός άξονας, ο οποίος είχε υποφέρει τα μέγιστα επί προεδρίας Τραμπ, τώρα επανέρχεται δυναμικά. Δεύτερον, όχι μόνο διαμορφώνονται, αλλά πλέον τείνουν να παγιωθούν οι νέοι άξονες στρατηγικών συμμαχιών στη Μέση Ανατολή, ενώ βλέπουμε ότι η Τουρκία απομακρύνεται πλέον σαφώς από τον άξονα που εκφράζει τα αμερικανικά συμφέροντα και που συμπεριλαμβάνει, από ανατολικά προς τα δυτικά, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (ΗΑΕ), τη Σαουδική Αραβία, το Ισραήλ, την Κύπρο, την Αίγυπτο και την Ελλάδα. Τρίτον, η πολιτική, θρησκευτική και ιδεολογική προσκόλληση του ερντογανικού καθεστώτος στους ισλαμιστές των Αδελφών Μουσουλμάνων και η εχθρότητα προς το κουρδικό στοιχείο θα μειώσουν έτι περαιτέρω το πολιτικό και διπλωματικό κεφάλαιο της Τουρκίας στη Δύση συνολικά (Αμερική και Ευρώπη). Και τέταρτον, η στροφή της κυβέρνησης Μπάιντεν προς την πολυμέρεια και τον σεβασμό των διεθνών θεσμών και συμφωνιών θα ευνοήσει εκ των πραγμάτων την Ελλάδα, στο βαθμό που αυτή αναπτύσσει ένα αφήγημα ήπιας ισχύος βασισμένης σε φιλελεύθερες δυτικές αξίες.
Ο πρώτος και πιθανώς σημαντικότερος παράγοντας που θα πρέπει να ληφθεί υπόψη για μια σωστή αντίληψη των επιπτώσεων που θα έχει η πολιτική αλλαγή στις ΗΠΑ στις ελληνοτουρκικές σχέσεις είναι αυτός της υπονομευτικής στάσης της Τουρκίας εντός του ΝΑΤΟ λόγω έντονου στρατηγικού αλληθωρίσματος προς τη Ρωσία του Πούτιν. Από τότε που αποκαταστάθηκαν οι σχέσεις των δύο αυτών περιφερειακών δυνάμεων μετά το επεισόδιο της κατάρριψης ρωσικού πολεμικού αεροσκάφους από τουρκικά πυρά στη Συρία το 2015, η Ρωσία και η Τουρκία κινούνται σε ένα πεδίο ελεγχόμενης σύγκρουσης συμφερόντων και ταυτόχρονης σύμπλευσης απέναντι στα συμφέροντα της Δύσης, υπό το βλέμμα απόλυτης αδιαφορίας του προηγούμενου Προέδρου των ΗΠΑ. Αυτό έχει φανεί με τις ανοιχτές και απροκάλυπτες στρατιωτικές επεμβάσεις της Τουρκίας στη Συρία, στη Λιβύη και στο πλευρό των Αζέρων στο Ναγκόρνο Καραμπάχ, καθώς και με τις έντονες φραστικές αντιπαραθέσεις με τον Γάλλο Πρόεδρο Μακρόν και τις διευκολύνσεις προς ισλαμιστές τρομοκράτες της Χαμάς στο όνομα μιας νέο-οθωμανικής ατζέντας αυτόκλητης «προστασίας» των σουνιτικών πληθυσμών τόσο της Ευρώπης όσο και των μουσουλμανικών χωρών από την Λιβύη έως τις χώρες του Περσικού Κόλπου. Ο Ρώσος Πρόεδρος Πούτιν εργαλειοποιεί αυτήν την έκρηξη ισλαμοεθνικιστικής μεγαλομανίας του Ερντογάν με εμφανή απόλαυση, καθώς πάγια στρατηγική του θέση είναι πως ο,τιδήποτε προκαλεί ρηγματώσεις στο εσωτερικό του δυτικού στρατοπέδου, και ειδικότερα στο εσωτερικό του ΝΑΤΟ, είναι καλό για τα συμφέροντα της Ρωσίας.
Όμως η αλαζονεία του Τούρκου Προέδρου, η οποία καλλιεργείτο από την εχθρότητα του ίδιου του Ντόναλντ Τραμπ απέναντι στο ΝΑΤΟ, στην ΕΕ και γενικότερα σε όλους τους διακρατικούς και υπερεθνικούς θεσμούς, μάλλον υπερέβη μια κόκκινη γραμμή πριν από λίγες εβδομάδες, όταν η Τουρκία αποφάσισε να παραβλέψει τις έντονες παροτρύνσεις του αμερικανικού Κογκρέσου και της αμερικανικής διπλωματικής και πολιτικής ελίτ και προχώρησε σε πραγματική δοκιμή των ρωσικών αντιαεροπορικών πυραύλων S-400 που διαθέτει στη Μαύρη Θάλασσα. Το αμερικανικό Κογκρέσο αντέδρασε άμεσα, με αξιοσημείωτη μάλιστα διακομματική σύμπνοια, απαιτώντας με ψήφισμά του άμεσες κυρώσεις κατά της Τουρκίας βάσει του ομοσπονδιακού νόμου CAATSA (Countering America’s Adversaries Through Sanctions Act), καθώς δεν είναι επιτρεπτό σε ένα κράτος μέλος του ΝΑΤΟ να ενεργοποιεί μη συμβατά οπλικά συστήματα στο έδαφός του, με κίνδυνο μάλιστα ηλεκτρονικής υποκλοπής ζωτικής σημασίας στρατιωτικών πληροφοριών από αντίπαλες δυνάμεις (εν προκειμένω από τη Ρωσία). Όμως ο τέως Πρόεδρος Τραμπ (ο οποίος είχε μεν υπογράψει το νόμο CAATSA το 2017, όμως με σοβαρές επιφυλάξεις ως προς την «καλό σχεδιασμό» του) αρνήθηκε επίμονα να υπογράψει εκτελεστική διαταγή για την ενεργοποίηση ενός καταλόγου κυρώσεων εις βάρος του ερντογανικού καθεστώτος. Ο νέος Πρόεδρος Μπάιντεν, ο οποίος είχε δηλώσει σε δημοσιογράφο των New York Times ότι «ο Τούρκος Πρόεδρος είναι ένας αυταρχικός ηγέτης και θα πρέπει να ενισχύσουμε την τουρκική αντιπολίτευση για να τον ανατρέψει με νόμιμα εκλογικά μέσα», δεν έχει κανένα λόγο να μην προχωρήσει σε επιβολή κυρώσεων, αφού όμως πρώτα προσπαθήσει να ευθυγραμμίσει πλήρως την Τουρκία στον ευρωατλαντικό άξονα και να την κάνει να εγκαταλείψει την άρρητη αλλά πολύ ενεργή στρατηγική της συμμαχία με τη Ρωσία. Ωστόσο, μια τέτοια συνολική και ανεπιφύλακτη στροφή της Τουρκίας είναι πια πολύ δύσκολη για τον Ερντογάν, καθώς έχει καλλιεργηθεί, με δική του πρωτίστως ευθύνη, ένα κλίμα έντονου αντιαμερικανισμού και αντιευρωπαϊσμού τόσο στους ψηφοφόρους του όσο και στους ψηφοφόρους του ακροδεξιού Κόμματος Εθνικιστικής Δράσης του Ντεβλέτ Μπαχτσελί, με τον οποίο συγκυβερνά. Τα δε πρόσφατα ρητορικά ανοίγματα του Ερντογάν προς την ΕΕ είναι ρηχά, ανειλικρινή και καθαρά οπορτουνιστικά, καθώς γίνονται απλώς και μόνο ενόψει αποφυγής τυχόν οικονομικών κυρώσεων και λόγω ανάγκης χρηματοοικονομικής στήριξης σε μια παραπαίουσα τουρκική οικονομία, και ως εκ τούτου δε θα έχουν συνέχεια ούτε θα ληφθούν στα σοβαρά από τους κύριους δυτικούς εταίρους της ΕΕ και του ΝΑΤΟ. Αν όμως, υποτεθείσθω, ο Ερντογάν αποφάσιζε αύριο μια γνήσια μεταστροφή της πολιτικής του με την ματαίωση της συγκρουσιακής ρητορικής και πρακτικής απέναντι σε χώρες της Δύσης, αυτό θα τον έφερνε αυτομάτως αντιμέτωπο με τον ίδιο τον Μπαχτσελί και τους Γκρίζους Λύκους που αυτός εκπροσωπεί, καθώς δε θα γινόταν αποδεκτή μια χαλάρωση της εθνικιστικής έξαρσης και μια ριζική ανάκληση της αυταρχικής πολιτικής καταπατήσεων του κράτους δικαίου και παραβιάσεων των δικαιωμάτων των πολιτικών αντιφρονούντων και των θρησκευτικών μειονοτήτων, με αποτέλεσμα να ανοίξει άμεσα μια κυβερνητική κρίση, η οποία θα μπορούσε να αποβεί μοιραία για την πολιτική καριέρα και ίσως-ίσως και για την ίδια την ελευθερία του Ερντογάν. Κατά συνέπεια, ο Τούρκος Πρόεδρος βρίσκεται στρατηγικά εγκλωβισμένος και η υπόθεση των πυραύλων S-400 μπορεί να αποβεί ο καταλύτης για να φανεί αυτό το αδιέξοδο μετά την ανάληψη καθηκόντων από τον Μπάιντεν. Η Ελλάδα, από την άλλη πλευρά, είναι η μοναδική δύναμη στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου στην οποία οι ΗΠΑ γνωρίζουν ότι μπορούν να βασίζονται σε κάθε περίπτωση, καθώς έχει φροντίσει να παγιώσει μια εξαίρετη σχέση συνεργασίας μαζί τους χωρίς σύννεφα, αιφνιδιασμούς ή πιθανές μεταστροφές. Αυτό μπορεί να αποδειχθεί πολύ μεγάλο πολιτικό και στρατιωτικό κεφάλαιο σε περίπτωση ολίσθησης της Τουρκίας.
Η ρητορική και η πολεμοχαρής τακτική της Τουρκίας ναι μεν μπορεί να φαίνεται πως της αποφέρει βραχυπρόθεσμα οφέλη, όπως στο Ναγκόρνο Καραμπάχ, όμως ο Ερντογάν και οι Τούρκοι στρατιωτικοί γνωρίζουν καλά πως η Ελλάδα δεν είναι ούτε Αρμενία, ούτε Λιβύη, ούτε Συρία, καθώς είναι μέλος του ΝΑΤΟ, της ΕΕ και της Ευρωζώνης, με διαρκώς αναπτυσσόμενο επίπεδο διμερών σχέσεων με την Αμερική, κάτι που αποτελεί ένα πολύ μεγάλο κεφάλαιο, όπως προείπαμε. Η χάραξη και σταδιακή παγίωση μιας νέας και μέχρι πρότινος αδιανόητης στρατηγικής συμμαχίας στην περιοχή μεταξύ των ΗΑΕ, της Σαουδικής Αραβίας, του Ισραήλ, της Κύπρου, της Αιγύπτου και της Ελλάδας θα αναπτύξει πλήρως τη δυναμική της με τον Μπάιντεν, καθώς θα πάψουν τα στρατηγικά κενά και οι εσωτερικές δυσαρμονίες και αντιπαλότητες που μάστιζαν την Δύση επί Τραμπ, με αποτέλεσμα να αποφασίζεται η μοίρα της Συρίας, του Ιράκ, της Λιβύης και του Καυκάσου με απευθείας διαπραγματεύσεις μεταξύ του Πούτιν και του Ερντογάν. Αυτό το στρατηγικό κενό θα αποτελεί σε λίγο παρελθόν, όσο θα δίνει δείγματα γραφής και θα ανεβαίνει σε ισχύ το παραδοσιακό φιλελεύθερο establishment που φέρνει μαζί του στην εξουσία ο νέος Πρόεδρος. Οι κυνικές καιροσκοπικές ακροβασίες του Ερντογάν θα περιοριστούν ασφυκτικά, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι οι ΗΠΑ θα παρέμβουν άμεσα στρατιωτικά υπέρ της Ελλάδας ή για κατευνασμό της κατάστασης μετά από ένα πιθανό θερμό επεισόδιο στην Ανατολική Μεσόγειο ή στο Αιγαίο Πέλαγος. Ναι μεν η προβολή στρατιωτικής αποτροπής προς διασφάλιση των νόμιμων ελληνικών συμφερόντων με βάση το διεθνές δίκαιο ανήκει και θα συνεχίσει να ανήκει στην ίδια την Ελλάδα, όμως το στρατηγικό πλαίσιο αναφοράς των φιλοδυτικών δυνάμεων της περιοχής αλλάζει ήδη ραγδαία και θα συνεχίσει να αλλάζει εις βάρος της Τουρκίας, όπως θα το αντιληφθεί σύντομα ο Τούρκος Πρόεδρος. Σ’ αυτό το αναδυόμενο σκηνικό μετά την εκλογή Μπάιντεν, η Ελλάδα βρίσκεται στη σωστή πλευρά.
Η θρησκευτική και ιδεολογική εμμονή του Ερντογάν με τους ισλαμιστές των Αδελφών Μουσουλμάνων και η πρωταρχική του στόχευση, που δεν είναι άλλη από τον ριζικό αναπροσανατολισμό της τουρκικής κοινωνίας μακριά από την κεμαλική δυτικόφιλη εκκοσμίκευση και προς μια σουλτανικού τύπου ισλαμική διακυβέρνηση, επίσης θα φέρει πλήγματα στην Τουρκία και αντανακλαστικά οφέλη στην Ελλάδα επί Μπάιντεν. Ο νέος Πρόεδρος των ΗΠΑ έχει αποδείξει, μετά από χρόνια πολιτικής καριέρας ως Πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Γερουσίας και ως Αντιπρόεδρος των ΗΠΑ, ότι ξέρει να κρατά σταθερές όταν διακυβεύονται ζωτικής σημασίας συμφέροντα των ΗΠΑ και των αταλάντευτων συμμάχων τους. Έτσι, για παράδειγμα, ο Μπάιντεν πάντα ήταν πολύ υποστηρικτικός προς το κουρδικό στοιχείο, ως το κλειδί για την καταπολέμηση της ισλαμιστικής και μηδενιστικής τρομοκρατίας στη Μέση Ανατολή και την Κεντρική Ασία. Η αναγκαστική συνέχιση των τουρκικών εκκαθαριστικών επιχειρήσεων εκτός των συνόρων της Τουρκίας θα φέρει περαιτέρω τριβές και εντάσεις με τους Αμερικανούς, μετά τη θλιβερή και επαίσχυντη παρένθεση της απόσυρσης των τελευταίων από τη Συρία με απόφαση Τραμπ, με αποτέλεσμα να αφεθεί ελεύθερο το πεδίο για λουτρό αίματος κατά των Κούρδων από τις πιο σκοταδιστικές και βάρβαρες δυνάμεις επί της Γης, τους οποίους η Τουρκία χρησιμοποιεί ανενδοίαστα ως μισθοφόρους σε όλα τα θέατρα επιχειρήσεων στα οποία έχει εμπλακεί τα τελευταία χρόνια (Συρία, Λιβύη, Ναγκόρνο Καραμπάχ). Σε ένα τέτοιο σκηνικό εντάσεων, η Ελλάδα θα λάμψει ως πυλώνας σταθερότητας και ως απάνεμο λιμάνι προστασίας των αμερικανικών και δυτικών συμφερόντων απέναντι στον ισλαμιστικό ριζοσπαστισμό.
Τέλος, η σίγουρη στροφή της κυβέρνησης Μπάιντεν προς την πολυμέρεια και τον σεβασμό των διεθνών θεσμών και συμφωνιών σε θέματα που ναι μεν δεν άπτονται άμεσα των σκληρών κυριαρχικών δικαιωμάτων της Αμερικής, πλην όμως θα βρίσκονται ιδιαιτέρως υψηλά στην πολιτική ατζέντα του νέου Προέδρου, όπως το ενεργειακό, η κλιματική αλλαγή και η ειρήνευση στη Μέση Ανατολή μέσω της «εξημέρωσης» του Ιράν, θα ευνοήσει εκ των πραγμάτων την Ελλάδα και το αφήγημα ήπιας ισχύος που αυτή οικοδομεί σταδιακά εδώ και χρόνια ως μέλος της ΕΕ και του ΝΑΤΟ και ως χώρα με καλές σχέσεις γειτονίας ή και συναντίληψης με όλες τις χώρες της ευρύτερης περιοχής (πλην της Τουρκίας, ασφαλώς). Ταυτόχρονα, αυτή η εξέλιξη θα αποξενώσει στα μάτια των Αμερικανών και των Δυτικών την τακτική της προβολής σκληρής και μονομερούς στρατιωτικής ισχύος από πλευράς του αναθεωρητικού και ισλαμοεθνικιστικού τουρκικού καθεστώτος, η οποία εκλαμβάνεται ολοένα και περισσότερο ως απειλή από τους βασικούς παίκτες περιφερειακής ασφάλειας όπως η Αίγυπτος, το Ισραήλ και η Σαουδική Αραβία.
Εν ολίγοις, με τη σταδιακή επούλωση των ευρωαμερικανικών τραυμάτων από τον ωμό προστατευτισμό και εθνικισμό του Τραμπ και με την ανάδυση μιας πιο κλασικής αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, προσηλωμένης σε σταθερές αξίες και σταθερούς και προβλέψιμους συμμάχους, η Τουρκία θα τεθεί ευθέως ενώπιον των ευθυνών της, όπως καλεί με μοναδική ευθύτητα και αίσθηση πολιτικής ηθικής το Κόμμα των Γερμανών Πρασίνων. Η Τουρκία δεν αποτελεί πια εταίρο στα πλαίσια του ΝΑΤΟ ούτε πιθανό εταίρο σε μια μελλοντική διεύρυνση της ΕΕ. Είναι πια μια μόνιμη εστία αναθωρητισμού και ριζοσπαστισμού και ως εκ τούτου, μια μόνιμη πηγή προβλημάτων. Η πολιτική διαρκούς κατευνασμού απέναντι σε έναν τέτοιο φορέα διακινδύνευσης της διεθνούς ασφάλειας, όπως αυτή που δυστυχώς συνεχίζει να ακολουθεί η γερμανική κυβέρνηση απέναντι στο καθεστώς Ερντογάν, δεν μπορεί πια να γίνει ανεκτή χωρίς να πληρώσουμε όλοι κάποια στιγμή το τίμημα. Η Τουρκία έχει αποθρασυνθεί μετά από χρόνια «ευμενούς ουδετερότητας» – ουσιαστικά έμμεσης υποστήριξης – από τον προηγούμενο Αμερικανό Πρόεδρο και έχει αποδείξει ότι καταλαβαίνει μόνο τη γλώσσα της ισχύος. Εδώ που έχουμε φτάσει, είναι απαραίτητη η άμεση ενεργοποίηση μιας ευρείας γκάμας μέτρων, όπως αυτά που αναφέρει το στέλεχος των Πρασίνων Γιούργκεν Τριτίν σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Καθημερινή»