Ένα πολύ προβλέψιμο απροσδόκητο

ΑΡΘΡΟ

Αυτό που είναι απολύτως βάσιμο να υποστηριχθεί είναι πως ο ιός χτύπησε μια οικονομία, η οποία κάθε άλλο παρά βρίσκονταν σε υγιή κατάσταση.  Σε μεγάλο βαθμό, μάλιστα, η πρότερη κατάστασή της καθορίζει τις οικονομικές προοπτικές της σήμερα –ίσως περισσότερο από την ίδια την πανδημία. Η συζήτηση για ένα νέο –μετά από εκείνο του 2008- κρισιακό επεισόδιο ήταν διαρκής τα τελευταία δυο τρία χρόνια. Αυτό που δεν μπορούσε να διευκρινιστεί ήταν τι θα λειτουργούσε ως εκπυρσοκροτητής, ως «ακίδα».

Vintage 1960s potter piggy bank from South America with scattered American coins on a brown background.

Πανδημία και οικονομική κρίση

Η πανδημική κρίση, που ταλανίζει το σύνολο σχεδόν του πλανήτη, από ένα μεγάλο μέρος του κόσμου έγινε αντιληπτή αρχικά ως αστάθμητο γεγονός. Σαν ένα «συμβάν», που προέκυψε απροσδόκητα, όπως περίπου η έκρηξη ενός ηφαιστείου ή ένας μεγάλων επιπτώσεων σεισμός. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, πως ο χαρακτηρισμός «μαύρος κύκνος» χρησιμοποιήθηκε εκτεταμένα στις σχετικές αναλύσεις.

Νομίζω πως πρόκειται για εσφαλμένη τοποθέτηση. Αρχικά, γιατί είναι προφανής η σύνδεση της υγειονομικής διακινδύνευσης σε πλανητικό επίπεδο με τις εξελίξεις στην μεγάλης κλίμακας αγροβιομηχανία, ιδίως στη ζωική παραγωγή, την χωρίς προηγούμενο επέκταση της θήρας άγριων ζώων ως γαστριμαργικών αγαθών, και τη μεγάλη καταστροφή παρθένων δασών. Επομένως, καταστρέφονται ενδιαιτήματα ζώων τα οποία είναι ξενιστές πολλών εξαιρετικά παθογόνων μικροοργανισμών, που έτσι βρίσκουν πρόσβαση σε ανθρώπινες κοινότητες, οι οποίες προηγουμένως δεν είχαν καμιά επαφή μαζί τους.

Προειδοποιούσαν, άλλωστε, πολλοί/ες για αυτούς τους μεγάλους κινδύνους, υπήρξαν και αρκετοί συναγερμοί τις τελευταίες τρεις δεκαετίες -από τη νόσο των «τρελών αγελάδων» στη γρίπη των πτηνών, τον SARS,  τον MERS ή τον Έμπολα, δεν ήταν λίγες οι φορές που η ανθρωπότητα διέκοψε, για λίγο έστω, τον σχετικό εφησυχασμό της. Οι ιοί και οι πανδημίες δεν ήταν εκτός προβλεπτού σεναρίου –κάθε άλλο, μάλιστα. 

Επιπλέον, η νεοφιλελεύθερη πολιτική, ένας πρωτοφανής πραγματικά δογματισμός με τεράστια ισχύ επιβολής και κολοσσιαίους πόρους στη διάθεσή του, που επικράτησε καταθλιπτικά την ίδια περίοδο, έπαιξε καθοριστικό ρόλο. Με  απέχθειά προς κάθε τι δημόσιο και τον εκθειασμό της «αυτορρυθμιζόμενης αγοράς» ως της απόλυτης  λύσης για τα πάντα, αποδυνάμωσε σε τέτοιο βαθμό τα Δημόσια Συστήματα Υγείας, που έκανε εξαιρετικά δύσκολη την αντιμετώπιση μιας απειλής, η οποία, υπό άλλες συνθήκες ετοιμότητας, δεν θα είχε τις ίδιες επιπτώσεις. Είναι γνωστό πως ήταν η βεβαιότητα για πλήρη κατάρρευση των νοσοκομείων, ακόμη και σε κάποιες από τις πιο πλούσιες χώρες του κόσμου, που έκανε μονόδρομο τη φυσική αποστασιοποίηση, με όλες της τις επιπτώσεις –και τις οικονομικές.

Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές η πρόγνωση για τις οικονομικές συνέπειες είναι εφιαλτική. Η, ήδη εν εξελίξει, ύφεση λέγεται πως θα ξεπεράσει και την ιστορικά εμβληματική του 1929. Η πρωτοφανώς συνδυασμένη κατάρρευση προσφοράς και ζήτησης ωθεί την παγκόσμια οικονομία σε ένα καθοδικό σπιράλ το τέλος του οποίου –άμεσα συναρτημένο με την εξέλιξη της πανδημίας τους επόμενους μήνες- δεν μπορεί να προσδιοριστεί ούτε χοντρικά.

Πολλοί μιλούν για την «τέλεια καταιγίδα». Νομίζω, ωστόσο, πως οι προγνώσεις δεν είναι βάσιμες ακόμη.

Αυτό που είναι απολύτως βάσιμο να υποστηριχθεί είναι πως ο ιός χτύπησε μια οικονομία, η οποία κάθε άλλο παρά βρίσκονταν σε υγιή κατάσταση.  Σε μεγάλο βαθμό, μάλιστα, η πρότερη κατάστασή της καθορίζει τις οικονομικές προοπτικές της σήμερα –ίσως περισσότερο από την ίδια την πανδημία. Η συζήτηση για ένα νέο –μετά από εκείνο του 2008- κρισιακό επεισόδιο ήταν διαρκής τα τελευταία δυο τρία χρόνια. Αυτό που δεν μπορούσε να διευκρινιστεί ήταν τι θα λειτουργούσε ως εκπυρσοκροτητής, ως «ακίδα».

Η μεγάλη εικόνα στη διεθνή και ελληνική οικονομία

Η μεγάλη πλειονότητα των αναλυτών,  πάντως, προέβλεπε νέα επιδείνωση. Δίνοντας βαρύτητα σε διαφορετικά δεδομένα, σημείωναν:

  • Οι εμπορικοί πόλεμοι του Τραμπ, ο αρχόμενος προστατευτισμός ήταν επίσης δείκτης μιας αύξουσας ανησυχίας. Την ίδια στιγμή έχουμε έναν πραγματικό πόλεμο για την τεχνολογική υπεροχή: η σύγκρουση της αμερικανικής κυβέρνησης με την κινεζική Huawei είναι χαρακτηριστική, ιδίως αν ληφθεί υπόψη η τεράστια σημασία των FAANGs (Facebook, Apple, Amazon, Netflix, Google)  σε ό, τι αφορά το οικονομικό μέλλον των ΗΠΑ.

Την ίδια στιγμή, η ελληνική οικονομία μετά από 10 χρόνια ακραίας λιτότητας, παρουσίαζε, μ’ όλους τους εξωραϊσμούς από το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα μια πολύ ευάλωτη εικόνα: [1]

  • μείωση του ΑΕΠ κατά 25%,
  • πτώση του διαθέσιμου εισοδήματος των εργαζομένων γύρω στο 35%,
  • δημόσιο χρέος της τάξης του 180% του ΑΕΠ, για το οποίο το μόνο που είχε διασφαλιστεί ήταν ευκολίες πληρωμών,
  • ανάλογο ιδιωτικό χρέος, με μη εξυπηρετούμενα δάνεια που από 13 δις το 2009 είχαν βρεθεί στα 100 δις,
  • συνέχιση της φοροκλοπής και φοροδιαφυγής από τα εύπορα στρώματα, με συνακόλουθη μεγαλύτερη φορολογική επιβάρυνση των λαϊκών τάξεων.
  • καχεκτικές επενδύσεις, που από 60 δις το 2008 βρίσκονταν στα 20 δις το 2019
  • μια παραγωγική διάρθρωση, βασισμένη στον τουρισμό, άρα εξαιρετικά εύθραυστη, όπως οδυνηρά αποδεικνύεται στη συνθήκη της πανδημίας, και
  • με ένα κράτος, που τυχαίοι μόνο παράγοντες αποτρέπουν από τη μετατροπή του σε αποτυχημένο (failed state) ακριβώς λόγω της απίσχνασης των κοινωνικών υπηρεσιών.

Η τωρινή στιγμή

Η πανδημία, λοιπόν, χτύπησε μια διεθνή οικονομία ασθενή, η οποία κάθε άλλο παρά είχε υπερβεί την προηγούμενη κρίση. Αυτό το στοιχείο, παρόλο που δεν αναδεικνύεται στις επίσημες τοποθετήσεις, καθορίζει τις προγνώσεις για πρωτοφανή ύφεση –ο ΟΟΣΑ φτάνει σε ποσοστά της τάξης του 20% (για την Ελλάδα προβλέπει πάνω από 30%).

Έτσι έχουν αρχίσει να λαμβάνονται μέτρα που δηλώνουν, για άλλη μια φορά στην κρίσιμη στιγμή, τη μεγάλη επιστροφή του κράτους σε συνθήκες, όπου η αγορά αποδεικνύεται εντελώς ανίκανη να δράσει –έστω να αντιδράσει στοιχειωδώς. Ποσά παρέμβασης που ανέρχονται σε κάποιες περιπτώσεις σε πάνω από 20% του ΑΕΠ (με πρώτη τη Γερμανία και τις ΗΠΑ) διατίθενται σε δάνεια, εγγυήσεις και –λιγότερο- άμεσες χρηματοδοτήσεις. Την ίδια στιγμή, η Ομοσποδνιακή Τράπεζα των ΗΠΑ και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα-ΕΚΤ (αφού θορυβήθηκε από την τεράστια έκθεση της Deutsche Bank και της PNB Paribas σε επικίνδυνα παράγωγα) ανακοινώνουν μεγάλα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης με επιτόκια, στην πραγματικότητα, αρνητικά.

Σε επίπεδο ΕΕ βέβαια τα πράγματα εξελίσσονται πολύ συντηρητικά –η νεοφιλελεύθερη μονεταριστική ορθοδοξία δεν φαίνεται να υποχωρεί. Το αρχικό πακέτο των 540 δις, εκ των οποίων μόνο τα 125 είναι άμεση χρηματοδότηση, «ζεστό χρήμα», είναι απολύτως ανεπαρκές, ενώ το περίφημο «Ταμείο Ανάκαμψης» δεν φαίνεται να αλλάζει την αντίληψη της ασκούμενης από το 2009 πολιτικής.

Είναι πλέον αντιληπτό από όλο και περισσότερους/ες πως χωρίς καθαρές μεταβιβάσεις μεγάλης κλίμακας και χωρίς εκτύπωση χρήματος από την ΕΚΤ, που σημαίνει πιστώσεις υπέρ των κυβερνήσεων χωρίς υποχρέωση επιστροφής, τα πράγματα είναι εξαιρετικά επισφαλή. Παρ’ όλα αυτά, όχι μόνο δεν προκρίνεται η έκδοση ευρωομολόγων, αλλά ούτε καν συζητείται η ισπανική πρόταση για διηνεκή –πολύ μεγάλης διάρκειας, που δεν επιβαρύνουν τα δημόσια χρέη- ομόλογα, 1.5 τρις καταρχήν, ώστε να ενισχυθούν οι περισσότερο χτυπημένες από την πανδημία οικονομίες.

Πρόκειται για στάση, που, χωρίς να απαντάει στις άμεσες ανάγκες των ευρωπαϊκών χωρών, οδηγεί και σε μια μεγάλη αύξηση του χρέους, η οποία θα επιβαρύνει ακόμη παραπάνω στο μέλλον τους ευρωπαϊκούς λαούς –και, κυρίως, αυτούς που σήμερα πλήττονται περισσότερο.

Αυτό σημαίνει πως, ακόμη και στην καλύτερη εκδοχή, υγειονομικά και οικονομικά, αν η τρέχουσα Ύφεση εξελιχθεί άμεσα σε μορφή U (όπως θέλουν να ελπίζουν οι επίσημοι φορείς), μεσοχρόνια θα επανέλθει ως L.  Πράγμα αναπόφευκτο μέχρις ότου επέλθει η ήδη εκκρεμμούσα εκκαθάριση των κεφαλαίων, που, υπό κανονικές συνθήκες, θα έπρεπε να καταστραφούν προκειμένου να πάρει μπροστά η συσσώρευση –και που αποτελούν ένα πολύ μεγάλο μέγεθος. Η ασκούμενη πολιτική σε ευρωπαϊκό επίπεδο συνεχίζει να κάνει business as usual, ενώ εδώ και καιρό τίποτε δεν είναι συνηθισμένο –και ο κορωνοϊός ήρθε να το κάνει απολύτως εμφανές.

Στην Ελλάδα, η κυβέρνηση ξεκίνησε με μια πολιτική ελάχιστης, σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, παρέμβασης – της τάξης του 3.6% του ΑΕΠ, έναντι 51% της Γερμανίας, 21% της Ιταλίας και 12% της Ισπανίας. Απότοκο αυτού, αλλά και της συνολικής της αντίληψης, είναι πως βρίσκεται στην προτελευταία θέση της ΕΕ σε ό,τι αφορά την επιπλέον δαπάνη για το Εθνικό Σύστημα Υγείας. Ταυτόχρονα, σε ό,τι αφορά τις επιπτώσεις στην εργασία, οι πρωτοβουλίες έχουν ως πρωταρχικό γνώμονα τα συμφέροντα των εργοδοτών, των οποίων οι επιδιώξεις σε ό,τι αφορά μισθούς και εργασιακές σχέσεις ελάχιστα κρύβονται. Ο ΣΕΒ πρόλαβε ήδη να προτείνει  την επέκταση  στο καθεστώς δανεισμού και ενοικίασης εργαζομένων - στη «νέα γενιά outsourcing» οι επιχειρήσεις να μπορούν κατά το δοκούν ν’ ανταλλάσσουν, εκτός από εμπορεύματα-υπηρεσίες, και εργαζομένους!

Η επιλεγμένη πολιτική είναι πολύ πιθανό πως θα οδηγήσει το δημόσιο χρέος σε πάνω από το 200% του ΑΕΠ, ενώ μια μεγάλη μείωση εισοδημάτων, που είναι καθόλα πιθανή, θα έκανε τις προβλέψεις της ΕΕ για την ελληνική ύφεση -9.7% - εξωπραγματικά αισιόδοξες. 

Η ελληνική πολιτική συνεχίζει την πεπατημένη. Άλλωστε, η «φιλοεπενδυτική» κουλτούρα της σημερινής κυβέρνησης δεν επιτρέπει άλλη οικονομική πολιτική από αυτήν που επιδιώκει την «ανάπτυξη» ευνοώντας με κάθε τρόπο το κεφάλαιο. 

Θα μπορούσε να είναι αλλιώς;

Υπάρχουν πιθανότητες, υπό την πίεση των πραγμάτων, να αλλάξει η ρότα σε ευρωπαϊκό επίπεδο κι έτσι να ευνοηθεί και η Ελλάδα; Θα μπορούσε να υπάρξει ένας νέος κοινωνικός κεϋνσιανισμός, μια επανάληψη της μεταπολεμικής σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης; 

Η μεταπολεμική συστημική διευθέτηση βασίστηκε πάνω σε ένα εκκαθαρισμένο –ισοπεδωμένο, καλύτερα- οικονομικό έδαφος, μετά την τεράστια καταστροφή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Την ίδια στιγμή, η σύστοιχη «κατάσταση των πνευμάτων» μετά την ανθρωποσφαγή έκανε τα πράγματα εξαιρετικά επισφαλή για τον καπιταλισμό, τουλάχιστον στην Ευρώπη. Αυτό έκανε το κεφάλαιο προσεκτικό και τα πολιτικά συστήματα ιδιαίτερα ευεπίφορα σε προτάσεις ενίσχυσης του κοινωνικού κράτους και εκτεταμένης αναδιανομής μέσω προοδευτικής φορολογίας.

Σήμερα είμαστε στους αντίποδες. Υπερσυσσωρευμένο κεφάλαιο και ένα ισχυρότατο χρηματοπιστωτικό κατεστημένο, που δεν υποχωρεί ούτε βήμα από τα άμεσα συμφέροντά του. Φαίνεται ότι η μόνη σταθερά είναι η συνεχής μεταφορά των βαρών από τις επαναλαμβανόμενες κρίσεις στον κόσμο της εργασίας.

Μια στροφή, λοιπόν,  σε παραδοσιακά σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές θα ήταν πραγματική επανάσταση. Για να είχε διαρκή αποτελέσματα θα έπρεπε να φανταστούμε έναν κοινοτικό προϋπολογισμό πολλαπλάσιο του σημερινού ως ποσοστό του ευρωπαϊκού ΑΕΠ.  Και μαζί,  μεγάλη αύξηση των δημόσιων επενδύσεων σε βασικές υποδομές και έργα περιβαλλοντικής και κοινωνικής ενδυνάμωσης, κοινωνικοποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, ώστε το χρήμα να αντιμετωπίζεται ως δημόσιο αγαθό και δημοκρατικά σχεδιασμένη παραγωγή με μεγάλη αποδυνάμωση του κινήτρου του κέρδους.

Είναι κατανοητό πιστεύω πως πρόκειται για τομές τόσο ριζικές, που δεν πρόκειται, ούτε κατά προσέγγιση, να γίνουν οικειοθελώς αποδεκτές από την ευρωπαϊκή ηγεσία. Ήδη, άλλωστε, αρχίζει η αμφισβήτηση του συμφωνημένου, υποτίθεται, ευρωπαϊκού Green New Deal.

Η κρίση είναι μαζί μας εδώ και πάνω από μια δεκαετία, οι ανισότητες αυξάνονται ραγδαία, οι διακινδυνεύσεις –υγειονομικές, οικολογικές, διατροφικές- εντείνονται, η «οικονομία της αγοράς» αποδεικνύεται πολύ «λίγη» για την αντιμετώπιση των προβλημάτων, που, άλλωστε, εν πολλοίς, δημιουργεί η ίδια.

Ένα πρόγραμμα απάντησης στην κατάσταση όπως διαμορφώνεται σήμερα σε ευρωπαϊκό επίπεδο ξεκινάει με τη μεγάλη ενίσχυση των Δημόσιων Συστημάτων Υγείας και, κυρίως, τη δημιουργία θεσμών προληπτικής δράσης –Πρωτοβάθμιας Φροντίδας –ο καθένας κατανοεί σήμερα πόσο μικρότερο θα ήταν το οικονομικό κόστος αν προληπτικά πληρώνονταν τα ποσά που έπρεπε. Προβλέπει την κοινωνικοποίηση της φαρμακοβιομηχανίας, στο μέτρο που αποδεδειγμένα ο ιδιωτικός τομέας δεν είναι κατάλληλος για δράση σε κρίσιμες συνθήκες –το κίνητρο του κέρδους δεν την ευνοεί. Περιλαμβάνει την χρήση όλων των ευρεσιτεχνιών στον τομέα της υγείας ως «κοινών» -πράγμα απολύτως εύλογο, άλλωστε, αν λάβουμε υπόψη πως το σύνολο της βασικής έρευνας χρηματοδοτείται με δημόσιους πόρους.

Επιπλέον, η σχετική αποσύνδεση από τις διεθνείς αλυσίδες αξίας, η διεκδίκηση μιας ορισμένης «επάρκειας» σε βασικά αγαθά και υπηρεσίες αποδεικνύεται εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση για την ασφάλεια των πληθυσμών.

Δημόσια χρηματοδότηση, κοινά αγαθά και υπηρεσίες είναι τα επίκαιρα αιτήματα του παρόντος.

Οι μεγάλες δημόσιες επενδύσεις συνδυαζόμενες με την ριζική αναδιανομή του πλούτου, τον έλεγχο της φορολογικής ασυδοσίας των εύπορων στρωμάτων και τη μεγάλη φορολογική τους επιβάρυνση προκειμένου να εξασφαλιστεί η χρηματοδότηση είναι αναντικατάστατες.

Αναπόφευκτη, επίσης, για την στοιχειώδη οικονομική ανάταξη, ειδικά για την Ελλάδα, είναι η σχεδιασμένη διαγραφή μεγάλου μέρους του χρέους. Πράγμα καθόλα εφικτό- συνέβη στο παρελθόν, μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο με κύρια ωφελημένη τη Γερμανία, και μπορεί να ξαναγίνει. Το μόνο που απαιτείται είναι ένας μηχανισμός αμοιβαίας διαγραφής, όταν πρόκειται για κρατικό χρέος και μια ορισμένη ευθανασία του ραντιέρη, για να θυμηθούμε και τον Κέυνς.

Το κυριότερο, ωστόσο, είναι η ενίσχυση του πιο πολύτιμου «πόρου», της εργασίας. Να μην ξεχαστεί αυτό που η πανδημική κρίση έκανε φανερό: υπάρχει μια εργατική τάξη, αποτελούμενη, μάλιστα, σε μεγάλο βαθμό από γυναίκες, η οποία επιτελεί τις, συνήθως αόρατες, ζωτικές λειτουργίες της κοινωνίας. Αποτελεί, αναμφίβολα, την κοινωνική συνείδηση της πανδημίας. Το νοσηλευτικό προσωπικό, αυτό του κλάδου του λιανικού εμπορίου ή του καθαρισμού, μεταξύ πολλών άλλων περιφρονημένων, κακοπληρωμένων και επισφαλών, έδειξε την πολύ μεγαλύτερη χρησιμότητά του από τους χρυσοκάνθαρους του συστήματος. Μια εισοδηματική πολιτική που θα βελτιώνει ριζικά την θέση τους δεν μπορεί παρά να είναι κεντρικό στοιχείο της αντιμετώπισης της κρίσης.

Ένα τέτοιο πρόγραμμα μόνο με ρήξη απέναντι στις κυρίαρχες δυνάμεις μπορεί να υλοποιηθεί. Αν τα πράγματα, όμως, είναι τόσο οριακά όσο φαίνονται, είναι απαραίτητο να επιδιωχτεί. 

 

 

[1] Μια εξαιρετικά περιεκτική παρουσίαση της κατάστασης της ελληνικής οικονομίας βρίσκεται στο: Αργείτης Γ., Κορατζάνης Χ., Παϊταρίδης Δ., Πασσιάς Κ., Πιέρρος Χ., Η α(υτα)πάτη των προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής της Ελλάδας, Παπαζήση, Αθήνα, 2018.

 

 

Το άρθρο αυτό είναι μέρος του αφιερώματος "COVID-19 Αίτια, συνέπειες και προτάσεις για το μέλλον στην Ελλάδα και την Ευρώπη"