Δώδεκα χρόνια από τη δολοφονία του ράπερ Παύλου Φύσσα και πέντε από την ιστορική απόφαση του δικαστηρίου που καταδίκασε μέλη και ηγεσία της Χρυσής Αυγής για αυτό και για άλλα εγκλήματα, ποια είναι η κατάσταση με την ακροδεξιά τρομοκρατία στην Ελλάδα αλλά και στη Γερμανία; Αυτό ήταν το θέμα της συζήτησης που πραγματοποιήθηκε στο Βερολίνο στις 27 Οκτωβρίου 2025, με αφορμή την παρουσίαση της γερμανικής μετάφρασης του βιβλίου «Η νύχτα που έφυγε ο Παύλος», του Ξενοφώντα Κοντιάδη.
«Σε κάθε χώρα υπάρχουν ιστορικά ορόσημα που καθορίζουν την εξέλιξή της, και ένα από αυτά για την Ελλάδα είναι η δολοφονία του Παύλου Φύσσα», είπε χωρίς περιστροφές στην εισαγωγή του ο συντονιστής της βραδιάς, δημοσιογράφος Γιώργος Παππάς. Πράγματι, όπως φάνηκε και από τη συζήτηση που ακολούθησε, η δολοφονία του ράπερ Παύλου Φύσσα αποτελεί την κορύφωση της δράσης της Χρυσής Αυγής και το σημείο καμπής που οδήγησε στη δίκη και στην καταδίκη της, καθώς και στον επίσημο χαρακτηρισμό της ως εγκληματικής οργάνωσης. Παράλληλα, είναι και το γεγονός που καθόρισε την αλλαγή της φυσιογνωμίας ολόκληρης της ακροδεξιάς στην Ελλάδα.
«Η μέρα που ανακοινώθηκε η καταδικαστική απόφαση για τη Χρυσή Αυγή ήταν μια ιστορική μέρα για την Ελλάδα και για την Ευρώπη», συμπλήρωσε ο Ξενοφών Κοντιάδης. «Το αποτέλεσμα της δίκης πέρασε το μήνυμα σε όλη την Ευρώπη ότι τέτοιου τύπου φασιστικά κόμματα κινδυνεύουν να ακυρωθούν και ότι οι βίαιες ενέργειες μπορούν να οδηγήσουν σε καταδίκη. Κάπως έτσι εγκαταλείφθηκε η πρακτική των ταγμάτων εφόδου και από τον φασισμό περάσαμε πλέον στον νεοφασισμό ή μεταφασισμό ή κρυπτοφασισμό, όπου έχουμε μια πιο καλυμμένη δράση».
Η συζήτηση έδωσε την ευκαιρία στον συγγραφέα να κατατοπίσει σύντομα το γερμανικό κοινό σχετικά με την πορεία της Χρυσής Αυγής από την αφάνεια μέχρι τα πολιτικά κέρδη της στην περίοδο της κρίσης και την είσοδό της στο Κοινοβούλιο το 2012, καθώς και τη σκλήρυνση της εγκληματικής και τρομοκρατικής δραστηριότητάς της από το 2010, κυρίως σε περιοχές της Αθήνας με μεταναστευτικό πληθυσμό, που κορυφώθηκε το 2013 με τη δολοφονία του Πακιστανού εργάτη Σαχζάτ Λουκμάν και λίγο αργότερα του Παύλου Φύσσα.
Οι ρίζες του φαινομένου
Το φαινόμενο της ακροδεξιάς και του φασισμού, πάντως, δεν οφείλεται αποκλειστικά σε καταστάσεις όπως η οικονομική κρίση, η φτώχεια και η μετανάστευση. Μέσα από τις αναδρομές που κάνει το βιβλίο στη δολοφονία του βουλευτή Γρηγόρη Λαμπράκη, το 1963, διαφαίνονται οι ρίζες του φαινομένου: η ιδεολογία αλλά και αυτό που η Χάνα Άρεντ ονόμασε «κοινοτοπία του κακού», ότι δηλαδή κάτω από ορισμένες συνθήκες τα πιο βίαια και μαζικά εγκλήματα μπορεί να τα κάνουν οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας. «Πρέπει να πάμε πίσω στην ιστορία», είπε ο Ξενοφών Κοντιάδης. «Ο πατέρας του Μιχαλολιάκου, αρχηγού της Χρυσής Αυγής, ήταν ταγματασφαλίτης στην Κατοχή. Ο ίδιος ο Μιχαλολιάκος είναι θαυμαστής της δικτατορίας Παπαδόπουλου και οπαδός του Χίτλερ. Μέσα από τις ρίζες που έχουν οι ακροδεξιές οργανώσεις καταφέρνουν να αντλήσουν δύναμη και επιρροή. Έρευνες αποδεικνύουν ότι άνθρωποι που θαυμάζουν και ενστερνίζονται ιδέες όπως της Χρυσής Αυγής επηρεάζονται από τέτοιες ιδεολογίες. Άλλες μελέτες δείχνουν ότι οι ακροδεξιές ιδέες είχαν δημιουργήσει θύλακες στην αστυνομία, στον στρατό και στο δικαστικό σώμα όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και αλλού στην Ευρώπη. Και εδώ είναι που μπορούμε να συσχετίσουμε τη δολοφονία του Φύσσα με τη δολοφονία του Λαμπράκη. Την ώρα που ο Φύσσας δολοφονούνταν η αστυνομία έμενε αμέτοχη, όπως έμεινε αμέτοχη στη δολοφονία Λαμπράκη. Υπήρχαν μηχανισμοί μέσα στο κράτος που υποστήριζαν ή ανέχονταν τη Χρυσή Αυγή. Χρειάστηκε η κινητοποίηση των κινημάτων και μέρους του πολιτικού κόσμου για να συνενωθούν οι επιμέρους δικογραφίες σε μία, και να ξεκινήσει η δίκη, που κράτησε πέντε χρόνια».
Η περίπτωση του Bautzen
Την εμπειρία της ως θύμα της γερμανικής ακροδεξιάς μετέφερε στην εκδήλωση η ιστορικός και συντονίστρια πολιτικής εκπαίδευσης Dr. Annalena Schmidt. Δημοτική σύμβουλος των Πρασίνων το 2019 στην πόλη Bautzen της Σαξονίας, δέχτηκε απειλές για τη ζωή της, τις οποίες, μετά τη δολοφονία του χριστιανοδημοκράτη πολιτικού Walter Lübcke από ακροδεξιούς, αναγκάστηκε να πάρει στα σοβαρά και να εγκαταλείψει την πόλη. «Όποιος εκφράζεται ενάντια σε ακροδεξιές δομές ή σε δομές που έχουν ένα ισχυρό οικονομικό αντίκρισμα δεν γίνεται αρεστός», ανέφερε η ίδια. «Το νεοναζιστικό κόμμα NPD είχε διοργανώσει διαδήλωση για να μην εκλεγώ. Με είχαν απειλήσει μέσω e-mail να με σκοτώσουν και είχα ενημερώσει την αστυνομία. Όταν όμως με απείλησαν τηλεφωνικά, τρόμαξα, ιδίως όταν έμαθα ότι το τηλεφώνημα έγινε από θάλαμο κοντά σε σημείο που ήμουν εκείνο το βράδυ. Λίγο αργότερα έγινε και η δολοφονία του Walter Lübcke από ακροδεξιούς. Τότε κατάλαβα ότι έπρεπε να φύγω από το Bautzen. Τα πρώτα τρία χρόνια έλεγα ότι έφυγα για επαγγελματικούς λόγους, γιατί αν έλεγα ότι με είχαν απειλήσει ακροδεξιοί, θα ήταν σαν να είχαν κερδίσει».
Η Annalena Schmidt τόνισε πως παρ’ όλα αυτά βρίσκεται σε προνομιακή θέση σε σχέση με άλλες ομάδες που διώκονται, όπως οι πρόσφυγες και οι μετανάστες, οι οποίοι ειδικά εκείνη την περίοδο δέχονταν οργανωμένες επιθέσεις από ακροδεξιές ομάδες της Σαξονίας, αλλά δεν μπορούσαν να εγκαταλείψουν την πόλη, όπως έκανε η ίδια.
«Η δολοφονία του Lübcke δεν είναι η μοναδική. Ήταν όμως σημείο καμπής, γιατί κατάλαβαν όλοι ότι θύματα μπορούν να γίνουν και οι ίδιοι και όχι μόνο οι μετανάστες. Θύματα έπεσαν και άτομα που απλώς δεν χωρούσαν στην ακροδεξιά λογική, ενώ λόγω των απειλών έχουμε και υποχώρηση πολιτικών προσώπων», τόνισε. «Πέρα από την απειλή για όσους αγωνίζονται για τη δημοκρατία, υπάρχει και η απειλή για την ίδια τη δημοκρατία. Όταν πολίτες ή ομάδες υποχωρούν μπροστά στις ακροδεξιές απειλές, κινδυνεύουν οι δημοκρατικές δομές. Στο Bautzen, για παράδειγμα, έπειτα από όλα αυτά έχουν παρθεί επικίνδυνες πολιτικές αποφάσεις για περικοπές χρηματοδοτικών εργαλείων που υποστήριζαν προγράμματα εκπαίδευσης νέων».
Είναι λύση η απαγόρευση των ακροδεξιών κομμάτων;
Θα ήταν άραγε μια λύση για την αντιμετώπιση αυτής της βίας η απαγόρευση των ακροδεξιών κομμάτων, όπως συζητιέται έντονα το τελευταίο διάστημα; Τόσο στη Γερμανία όσο και στην Ελλάδα το πρόβλημα φαίνεται πως είναι πολύ σύνθετο για να έχει μία μονοσήμαντη απάντηση.
«Είμαι υπέρ της απαγόρευσης κομμάτων όπως το NPD», σημείωσε η Annalena Schmidt. «Ωστόσο η απαγόρευση του AfD δεν θα μπορέσει να αποτρέψει τη βία και να λύσει το πρόβλημα, γιατί όλο και μεγαλύτερο ποσοστό του κόσμου ακολουθεί την οδό του. Θα πρέπει να υπάρξει πολιτική δουλειά και πολιτική παιδεία, η οποία ωστόσο είναι μια μακροχρόνια διαδικασία και δεν θα οδηγήσει σε άμεσες αλλαγές. Για παράδειγμα, υπάρχουν κόμματα του δημοκρατικού κέντρου που έχουν ρατσιστικές ιδέες και τις χρησιμοποιούν για να πολώσουν. Αφενός λοιπόν χρειάζεται πολιτική παιδεία, αφετέρου η αστυνομία και η δικαιοσύνη θα πρέπει να κάνουν τη δουλειά τους χωρίς να αιτιολογούν βίαιες ενέργειες ή να ωραιοποιούν καταστάσεις».
«Όταν η ακροδεξιά βία καταλήγει σε ποινικά αδικήματα, πρέπει να αντιμετωπίζεται από το ποινικό δικαστήριο», ξεκαθάρισε από τη μεριά του ο Ξενοφών Κοντιάδης. «Ο περιορισμός αυτών των κομμάτων από την πολιτική ζωή έχει δοκιμαστεί στη Γερμανία. Στην Ελλάδα δεν προβλέπεται κάτι τέτοιο. Κατασκευάστηκε όμως μία ρύθμιση η οποία απαγορεύει σε κόμματα που έχουν καταδικαστεί ως εγκληματικές οργανώσεις να μετάσχουν σε εκλογές. Κατά τη γνώμη μου η απαγόρευση και οι περιορισμοί δεν είναι λύση. Χρειάζεται διαπαιδαγώγηση και ενημέρωση».
Τι γίνεται σήμερα σε Ελλάδα και Γερμανία
Στη Γερμανία το AfD κερδίζει συνεχώς έδαφος και αυτός είναι ένας από τους λόγους που σκληραίνει τη στάση του. «Η ρητορική του AfD γίνεται όλο και πιο επιθετική, και στο κόμμα υπάρχουν πολιτικοί που θα μπορούσαν να προβούν σε βιαιοπραγίες», επισήμανε η Annalena Schmidt. Η ίδια τόνισε και το γεγονός ότι διάφορες ακροδεξιές ομάδες στη Γερμανία και σε ολόκληρη την Ευρώπη διατηρούν επαφές και συνεργασίες, κάτι που δείχνει μια προσπάθεια συντονισμού.
Όσον αφορά τον ελληνικό χώρο, η δίκη της Χρυσής Αυγής σηματοδότησε την πτώση της, καθώς στις εκλογές του 2019, ήδη ένα χρόνο πριν από την καταδίκη της, δεν κατάφερε να μπει στη Βουλή. Αυτό όμως σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι στην Ελλάδα η υπόθεση της ακροδεξιάς έχει τελειώσει. «Η κατάρρευση της Χρυσής Αυγής ήταν πολύ σημαντικό γεγονός, αλλά στη θέση της μπήκαν στη Βουλή τρία ακροδεξιά κόμματα», υπενθύμισε ο Ξενοφών Κοντιάδης. «Δεν έχουν τις ίδιες πρακτικές με τη Χρυσή Αυγή, αλλά η κουλτούρα τους προσιδιάζει στη δική της». Ο ίδιος τόνισε επίσης την ανάγκη να υπάρξει πολιτική διαπαιδαγώγηση αλλά και κάτι ακόμα πολύ σημαντικό: «Τα κόμματα να μην κανονικοποιούν τον ακροδεξιό λόγο, γιατί οποιαδήποτε υιοθέτηση της ακροδεξιάς ιδέας δίνει δύναμη στους ακροδεξιούς».
Το βιβλίο και οι μεταφραστικές προκλήσεις
Τέλος, όσον αφορά το βιβλίο, ο Ξενοφών Κοντιάδης το χαρακτήρισε μη μυθοπλαστικό μυθιστόρημα που χρησιμοποιεί μαρτυρίες και αφηγήσεις ανθρώπων. «Το ορόσημο σε αυτού του είδους τα μυθιστορήματα, το οποίο και με επηρέασε βαθιά, είναι το ‘Σύντομο καλοκαίρι της αναρχίας – Η ζωή και ο θάνατος του Μπουεναβεντούρα Ντουρούτι’ του Hans-Magnus Enzensberger», είπε ο ίδιος.
Για ένα πολυφωνικό μυθιστόρημα που περιλαμβάνει διάφορα αφηγηματικά είδη, όπως ρεπορτάζ και πρακτικά δικαστικών καταθέσεων, έκανε λόγο και ο μεταφραστής του, Τέο Βότσος. Αυτό το διαφορετικό ύφος, όπως και το γεγονός ότι το γερμανόφωνο κοινό έπρεπε να ενημερωθεί για πράγματα που στο ελληνικό κοινό είναι γνωστά και δεδομένα, ήταν οι κυριότερες μεταφραστικές προκλήσεις, όπως ανέφερε.
Κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης διαβάστηκαν δύο αποσπάσματα: ένα για τη δολοφονία του Λαμπράκη και ένα για την αντίδραση της μητέρας του Παύλου, Μάγδας Φύσσα, μόλις εξήλθε από τη δικαστική αίθουσα μετά την εκφώνηση της καταδικαστικής απόφασης, όταν και είπε τις φράσεις που συγκλόνισαν το πανελλήνιο: «Παύλο μου, νικήσαμε! Τα κατάφερες, γιε μου!».