«Το ζήτημα της διαφθοράς συναρμόζεται με τα φαινόμενα απαξίωσης ή αποστασιοποίησης από την πολιτική, με την έκπτωση του κομματικού φαινομένου και με την κομματικοποίηση του κράτους», σημειώνει μεταξύ άλλων ο συνταγματολόγος και καθηγητής Δημοσίου Δικαίου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Ξενοφών Κοντιάδης, σχολιάζοντας την έρευνα κοινής γνώμης για τις σχέσεις πολιτείας και πολιτών της εταιρείας Kapa Research για το Ίδρυμα Χάινριχ Μπελ – Γραφείο Θεσσαλονίκης.
Ι. Ευρήματα της έρευνας
Η δυσθυμία και η έλλειψη εμπιστοσύνης των πολιτών προς τους θεσμούς δεν είναι κάτι νέο. Έχει καταγραφεί ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 2000, κυρίως ως προς το Κοινοβούλιο, τα πολιτικά κόμματα και τα ΜΜΕ, καθώς και πολύ πρόσφατα ως προς την αξιοπιστία της δικαστικής εξουσίας με αφορμή πρωτίστως σκάνδαλα διαφθοράς όπως του ΟΠΕΚΕΠΕ, την υπόθεση των υποκλοπών και το έγκλημα των Τεμπών. Ωστόσο η έρευνα που πραγματοποίησε η Kapa Research για το Ίδρυμα Χάινριχ Μπελ περιλαμβάνει σημαντικά ευρήματα που τη διαφοροποιούν ποσοτικά και ποιοτικά από τις προηγούμενες.
Κατ’ αρχάς η έρευνα αποτυπώνει την κατάρρευση της εμπιστοσύνης σε θεμελιώδεις θεσμούς: Τα κόμματα, το Κοινοβούλιο, τα ΜΜΕ, τα συνδικάτα έχουν απαξιωθεί στη συνείδηση περισσότερων από 8 στους 10 πολίτες. Μάλιστα υψηλότερη αποδοκιμασία σημειώνεται στις νεότερες ηλικίες (17-34). Αξιοσημείωτη είναι επίσης η υψηλότερη αποδοκιμασία των θεσμών στις αγροτικές περιοχές, η οποία συναρτάται με την εγκατάλειψη που αισθάνονται οι κάτοικοί τους, καθώς και στα αγροτικά-εργατικά και μικρομεσαία στρώματα που πλήττονται περισσότερο από την ακρίβεια και την αναποτελεσματικότητα των μηχανισμών κοινωνικής προστασίας και αλληλεγγύης. Η τελευταία αυτή διαπίστωση φωτίζεται περαιτέρω από την αντίληψη που εκφράζεται στην έρευνα ότι οι ευκαιρίες οι οποίες προσφέρονται στους κατοίκους των αγροτικών και ημιαστικών περιοχών και η πρόσβασή τους σε κοινωνικά αγαθά και υπηρεσίες είναι ουσιωδώς λιγότερες σε σύγκριση με τα αστικά κέντρα.
Εξαιρετικά χαμηλή είναι εξάλλου η αξιολόγηση των πολιτικών του κράτους στα πεδία της στέγασης, του δημογραφικού, της μετανάστευσης, της παιδείας και της υγείας, με το 78% και πλέον των πολιτών να τις αξιολογούν αρνητικά ή μάλλον αρνητικά. Εδώ σημειώνονται επίσης κρίσιμες διαφοροποιήσεις με γνώμονα την κοινωνική τάξη, καθώς οι αρνητικές αξιολογήσεις είναι ακόμα υψηλότερες στα λιγότερο εύπορα στρώματα, ιδίως στους αγρότες και τους εργάτες.
Αντίστοιχα, τα αισθήματα που κυριαρχούν είναι η ανησυχία, η απογοήτευση, η απαισιοδοξία, η οργή και η αδικία ως προς την προσωπική κατάσταση των ερωτώμενων, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το αίσθημα αδικίας για τη φορολογία. Εξάλλου για την περιορισμένη πρόσβαση σε ενέργεια, στέγαση και υποδομές οι ερωτώμενοι θεωρούν βασική αιτία το υψηλό κόστος.
Ως προς τη μειωμένη πρόσβαση στο πολιτικό σύστημα, οι μισοί περίπου πολίτες θεωρούν ότι δεν τους αντιπροσωπεύει, ενώ περισσότεροι από 3 στους 5 απωθούνται από την έλλειψη διαφάνειας στη λειτουργία του, με το ποσοστό να φτάνει σε 8 στους 10 ανάμεσα στους νεότερους (17-34). Πρόκειται δηλαδή για την καταγραφή μίας οξείας κρίσης αντιπροσώπευσης, που συναρτάται με την αντίληψη περί πολιτικής διαφθοράς και αδιαφάνειας η οποία καταγράφεται και σε αυτοτελή ερωτήματα.
Αναμφισβήτητα το πιο συγκλονιστικό εύρημα είναι η εκτίμηση των πολιτών για τη διάδοση της διαφθοράς στη χώρα, με το 97% να δηλώνει ότι είναι εξαιρετικά ή πολύ διαδεδομένη και με σχεδόν τους μισούς να δηλώνουν ότι έχουν βιώσει ή υπήρξαν μάρτυρες σε περιπτώσεις διαφθοράς τον τελευταίο χρόνο. Οι 6 στους 10 θεωρούν πως ο χώρος με το εντονότερο πρόβλημα διαφθοράς είναι η εκμετάλλευση δημόσιων πόρων για προσωπικό όφελος, που σημαίνει ότι οι ευθύνες αποδίδονται κατά κύριο λόγο στην κορυφή της πολιτείας, ως δείγμα μεγάλης διαφθοράς, εμπλέκοντας ευθέως ή εμμέσως και το πολιτικό σύστημα.
Στο ενδιαφέρον ερώτημα που αφορά τα κίνητρα για μελλοντική ενεργοποίηση των πολιτών στα κοινά, οι μισοί δηλώνουν ότι θα εμπνέονταν από ένα νέο κόμμα, γεγονός που σημαίνει ότι τα πολιτικά κόμματα ως θεσμός δεν έχουν απαξιωθεί πλήρως, αλλά η αποδοκιμασία στρέφεται ιδίως κατά των υφιστάμενων κομματικών σχηματισμών.
ΙΙ. Κάποιες ευρύτερες παρατηρήσεις
Με βάση την προηγούμενη προσέγγιση των ευρημάτων της έρευνας μπορούν επιπλέον να διατυπωθούν ορισμένες ευρύτερες παρατηρήσεις. Η διάρρηξη της κοινωνικής εμπιστοσύνης οξύνθηκε μετά τις διαδοχικές αποκαλύψεις οικονομικών και πολιτικών σκανδάλων, στα μεγαλύτερα από τα οποία φέρονται αναμεμειγμένα πολιτικά πρόσωπα. Παράλληλα, σημαντικός αριθμός μικρότερης έκτασης κρουσμάτων διαφθοράς του πολιτικού προσωπικού απασχόλησε τη δημοσιότητα, με αυξανόμενη ένταση και συχνότητα, παγιώνοντας έναν συγκριτικά προς τα άλλα ευρωπαϊκά κράτη υψηλό δείκτη αντίληψης διαφθοράς των πολιτών. Κανείς δεν αμφιβάλλει πλέον για τη χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων και του πολιτικού προσωπικού από «άδηλες» ιδιωτικές πηγές, με άμεσα ή μελλοντικά ανταλλάγματα, που μπορεί να αφορούν από τη σύναψη δημόσιων συμβάσεων μέχρι και την απλή μείωση της έντασης διαμαρτυρίας μπροστά σε αποφάσεις αντίθετες προς το δημόσιο συμφέρον. Από την άλλη πλευρά, η έρευνα αναδεικνύει ότι οι πολίτες δεν εμπιστεύονται ούτε το Κοινοβούλιο ούτε τη δικαστική εξουσία ως προς την αποκάλυψη και τη δίωξη πολιτικών προσώπων και δημόσιων λειτουργών εμπλεκόμενων σε υποθέσεις διαφθοράς.
Όμως, υπό μία συνθετική και συνδυαστική ανάγνωση των ευρημάτων, το ζήτημα της διαφθοράς είναι ασφαλώς πιο πολύπλοκο, έχει βαθύτερες ρίζες και κρίσιμες συνέπειες για τη λειτουργία του πολιτικού συστήματος. Συναρμόζεται με τα φαινόμενα απαξίωσης ή αποστασιοποίησης από την πολιτική, με την έκπτωση του κομματικού φαινομένου, με την κομματικοποίηση του κράτους, αλλά και με την περιορισμένη ικανότητα του κράτους και των διοικητικών μηχανισμών να ανταποκριθούν με αποτελεσματικές δημόσιες πολιτικές στις νέες ανάγκες και τους κινδύνους της μετα-αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Το αίτημα της διαφάνειας δεν εξαντλείται άλλωστε στις παρεμβάσεις για καταπολέμηση της διαφθοράς σε επίπεδο κράτους, αλλά περιλαμβάνει τους χώρους της ιδιωτικής οικονομίας και της κοινωνίας πολιτών, διεκδικώντας μια νέα σχέση μεταξύ κράτους και κοινωνίας.
Υπό αυτό το πρίσμα μπορεί να υποστηριχθεί ότι το φαινόμενο που αποκαλείται κομματοκρατία συναρμόζεται στενά με την «κλεπτοκρατία». Η ίδια η επαγγελματική αναπαραγωγή της πολιτικής τάξης είναι πλέον συναρτημένη με τον συγκεκριμένο τρόπο λειτουργίας του πολιτικού συστήματος. Όσοι δεν εμφανίζονται διατεθειμένοι να συμμορφωθούν προς τους κανόνες του παιχνιδιού, ή τουλάχιστον να μην προκαλούν προσκόμματα στη διαιώνισή τους, κινδυνεύουν με «πολιτικό αποκλεισμό». Η λειτουργία του κοινωνικού κράτους υπονομεύεται. Όμως, από την άλλη πλευρά, οι πολίτες αναγκάζονται να καταφύγουν στην «άναρχη» οικονομική ζωή, με βασικό βραχίονα τη διαφθορά και την παραοικονομία, ως μοντέλο επιβίωσης σε μια πολιτεία όπου οι κρατικοί μηχανισμοί λειτουργούν ως δίαυλος κλεπτοκρατικών ομάδων.
Την ίδια στιγμή, ένα μεγάλο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας έχει περιορισμένη πρόσβαση σε αγαθά που θεωρούνται αυτονόητα στα σύγχρονα ευρωπαϊκά κράτη. Πρόκειται για ανθρώπους που η φωνή τους δεν ακούγεται στα κέντρα λήψης αποφάσεων, εκείνους που βιώνουν πιο έντονα όχι μόνο το έλλειμμα δημοκρατικής αντιπροσώπευσης, αλλά και την κατάρρευση της κοινωνικής συνοχής. Οι πολίτες βιώνουν την υπολειμματική κατοχύρωση ή εφαρμογή των δικαιωμάτων συλλογικής δράσης, κοινωνικής προστασίας και πολιτικής συμμετοχής με τραυματικό τρόπο.