Ψυχολόγος. Κάτοικος Θεσσαλονίκης. Έχει μεγαλώσει στην Καρδίτσα.

Δεν θυμάμαι την πρώτη φορά που μπήκα σε τρένο, αλλά πρέπει να ήμουν πολύ μικρή. Επειδή η μαμά μου δεν οδηγεί και ο μπαμπάς μου είναι ελεύθερος επαγγελματίας, οπότε δεν είχε πάρα πολύ χρόνο καθημερινά για να μας πηγαίνει εκδρομές ή όπου μπορεί να χρειαζόταν να πάμε, έτσι η μαμά μου χρησιμοποιούσε το τρένο – το οποίο το χρησιμοποιούσε και η ίδια και ο μπαμπάς μου ως φοιτητές που ζούσαν στην Αθήνα. Υπήρχε μια σχέση διαχρονικά. Οπότε πηγαίναμε από την Καρδίτσα είτε στη Λάρισα, είτε στη Θεσσαλονίκη, και από εκεί πολλές φορές στην Κομοτηνή, όπου είναι η αδερφή της μητέρας μου.
Εγώ λοιπόν είχα μια πολύ καλή σχέση από μικρή με το τρένο, ίσως πολύ νωρίτερα και απ’ ό,τι με άλλα μέσα, όπως το λεωφορείο ή το πλοίο. Και θυμάμαι πόσο πολύ μου άρεσε και το γεγονός ότι –τότε τουλάχιστον– περνούσαν καροτσάκια που είχαν τρόφιμα, καφέ, πουλούσαν διάφορα. Άρεσε επίσης πολύ στη μαμά μου γιατί πάντα είχε αστείες ιστορίες, δηλαδή ανθρώπους που θυμάται.
Είχαμε πέσει πάνω σε μια κηδεία κάποια στιγμή, που όμως ήταν μια εύθυμη κηδεία. Γυρνούσε μετά από κάποιο μνημόσυνο ή κάτι τέτοιο και γελούσε ο κόσμος. Κάπως προσπαθούσαν να το ελαφρύνουν. Ή φαντάρους που χάνανε ξέρω ’γώ το τρένο και πετούσαν τυρόπιτες και τρέχανε από πίσω και σταματούσε το τρένο. Κάπως υπήρχε πάντα κάτι να συζητήσεις μετά. Οπότε η μαμά μου μέχρι και πρόσφατα που το έπαιρνα, πάντα όταν κατέβαινα μου έλεγε «έχεις καμιά αστεία ιστορία από το τρένο;».
Πηγαίναμε πολύ Θεσσαλονίκη. Τότε θυμάμαι λίγο πριν την έναρξη της σχολικής χρονιάς για να ψωνίσουμε ρούχα για το σχολείο – η Καρδίτσα δεν είχε τότε πολύ μεγάλη αγορά και πολλές επιλογές. Πηγαίναμε αυθημερόν. Φτάναμε με το τρένο, από εκεί η μαμά μου δεν ήξερε και πολύ καλά να κινηθεί στη Θεσσαλονίκη, οπότε πηγαίναμε σχετικά κοντά στον σταθμό και επιστρέφαμε. Μέχρι και τα 18 μου αυτή ήταν η σχέση: πιο πολύ για καμιά εκδρομή, να πάμε στη Λάρισα να δούμε κανένα συγγενή, κάτι τέτοιο.
Και μετά, το 2015 που πέρασα φοιτήτρια στη Θεσσαλονίκη, ήταν το μέσο που χρησιμοποιούσα κατ’ αποκλειστικότητα. Δηλαδή μπορεί και τα τέσσερα χρόνια που ήμουν φοιτήτρια να μην είχα πάρει ποτέ ΚΤΕΛ. Θα έπρεπε να μη βρω εισιτήριο ή να μη με βολεύει η ώρα. Γιατί το έβρισκα πιο άνετο το τρένο. Μπορούσες να σηκωθείς, μπορούσες να κάτσεις όπου θέλεις, γιατί αν θυμάμαι καλά –δεν ξέρω αν αυτό ίσχυε από πάντα– δεν είχαμε θέσεις. Κάπως σου έδινε αυτή την ελευθερία να κάτσεις σε όποιο βαγόνι θέλεις, με όποιον θέλεις. Δεν υπήρχε αυτό το αυστηρό του ΚΤΕΛ ότι θα σε σηκώσει κάποιος. Δεν ήταν βέβαια πάντα καλό, γιατί μπορεί να είχες κάποια δυσκολία στο να βρεις να κάτσεις.
Οπότε το επέλεγα για αυτό. Θεωρούσαμε επίσης ότι ήταν το πιο ασφαλές μέσο. Δηλαδή κοιμόσουν άνετος και δεν σε ενδιέφερε τι ώρα θα φτάσεις. Και επίσης το τρένο έκανε λιγότερη ώρα να φτάσει στη Θεσσαλονίκη από το ΚΤΕΛ. Δηλαδή αν ήταν στην ώρα του και δεν είχες κάποια καθυστέρηση, το έκανα γύρω στις δυόμιση ώρες, ενώ πλέον με το ΚΤΕΛ, που υπάρχει και το ζήτημα με τον σταθμό των διοδίων στα Μάλγαρα, κάνεις γύρω στο τρίωρο.
Οπότε δεν είχες λόγο να μην επιλέξεις το τρένο. Και πιο οικονομικό ήταν, και πιο άνετο ήταν, και πιο ωραία ήταν η διαδρομή. Το τρένο ήταν πολύ βασικό για τη ζωή της Θεσσαλίας. Και γι’ αυτό ήταν πάντα γεμάτο
Ας πούμε, την περίοδο της Έκθεσης στη Θεσσαλονίκη δεν έβρισκες εισιτήριο από τον κόσμο: αγρότες, απλός καθημερινός κόσμος, πολλοί φοιτητές… Δηλαδή πάντα σε περιόδους που ήταν γιορτές και αργίες ήταν γεμάτο το τρένο. Είχε και τη σύνδεση με τη Λάρισα, που ήταν πάρα πολύ εύκολο να πας, και με τη Θεσσαλονίκη, με όλα αυτά που προσφέρει η Θεσσαλονίκη.
Μετά τα Τέμπη σταμάτησε η σχέση μου με το μέσο. Δεν έχω ξαναμπεί. Δεν έχω ξαναπλησιάσει σε σταθμό τρένων. Η τελευταία φορά που πήρα το τρένο ήταν τη μέρα που έγιναν τα Τέμπη. Όχι φυσικά στο δρομολόγιο αυτό, αλλά το πρωί, αρκετές ώρες νωρίτερα. Οπότε και ο τρόπος που έμαθα για το τι συνέβη ήταν αρκετά τραγικός – όπως φαντάζομαι ότι ήταν για τον περισσότερο κόσμο.
Θυμάμαι ότι γύρισα, ενημέρωσα τους πολύ κοντινούς μου, οπότε αυτοί ήξεραν και δεν ανησυχούσαν. Αλλά γενικά ο ευρύτερος περίγυρος ήξερε ότι είμαι στην Αθήνα και ότι γυρνάω εκείνη τη μέρα, χωρίς να ξέρει ποια ώρα γυρνάω. Εγώ ήμουν πολύ κουρασμένη από το ταξίδι και κοιμήθηκα νωρίς. Όταν ξύπνησα το επόμενο πρωί, είχα πολλά μηνύματα στο κινητό. Αν έφτασα, χωρίς παραπάνω ερωτήσεις και πληροφορίες. Βλέπω το πρώτο. Ξέρεις, λες, «α, κάποιος με σκέφτηκε αν έφτασα». Απαντάς στο δεύτερο, στο τρίτο, νομίζω μετά το τέταρτο απλά έψαξα στο ίντερνετ «τρένο σήμερα τι συνέβη» και έτσι το είδα.
Στην αρχή δεν μπορούσα να το συνειδητοποιήσω, δεν μπορούσα να καταλάβω ακόμα και το μέγεθος. Ήταν και πρωί, ίσως δεν είχαμε και όλες τις πληροφορίες ακόμα. Σίγουρα δεν ήταν αυτές που έχουμε σήμερα, αλλά ίσως δεν είχαμε καν αριθμό νεκρών. Δεν ήταν τόσο ξεκάθαρο στο μυαλό μου το ότι ήταν επιβατικό. Ότι υπήρχαν πολίτες μέσα. Οπότε μετά από κει είπα ότι σταματάω. Και τώρα ταλαιπωρούμαι με το ΚΤΕΛ.
Ο λόγος που σταμάτησα είναι ο φόβος. Η έλλειψη εμπιστοσύνης. Σίγουρα και μια άρνηση να μπω σε ένα μέσο το οποίο, παρότι έχει γίνει ό,τι έχει γίνει, δεν έχει αλλάξει και δεν βλέπω μια σοβαρή πρωτοβουλία στο να στο να αλλάξει κάτι άμεσα.
Δεν ξέρω τι ακριβώς θα χρειαζόταν για να το ξαναχρησιμοποιήσω. Σίγουρα μια μεγαλύτερη διαφάνεια για το τι μέσα έχουμε πλέον, τι μέσα ασφαλείας, τι λειτουργεί, να το ξέρω από τους ίδιους τους ανθρώπους που εργάζονται σ’ αυτό. Κάτι τέτοιο φαντάζομαι
Να μπορώ να είμαι σίγουρη ότι υπάρχουν αυτά τα μέσα, ότι χρησιμοποιούνται, ότι αυτά που έχουν ζητήσει οι εργαζόμενοι –που τα ζητούσαν και πριν τα Τέμπη– έχουν ικανοποιηθεί. Άρα να σου δώσουν το ΟΚ οι άνθρωποι που σου έλεγαν πριν ότι δεν είναι ασφαλές να μπεις.
Δεν είναι όμως μόνο ζήτημα ασφαλείας, είναι και ζήτημα πολιτικής ευθιξίας. Ας πούμε ότι δεν θέλω να συνεισφέρω οικονομικά σε ένα μέσο το οποίο μου φέρθηκε έτσι.