Το Δάσος του Ράντη στην Ικαρία: ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα «κοινού»

ΑΡΘΡΟ

Το Δάσος του Ράντη στο νησί της Ικαρίας λειτουργεί ως ένα κοινωνικο-οικολογικό σύστημα όπου η φύση και η κοινωνία συνυπάρχουν αρμονικά, προσφέροντας πολύτιμα διδάγματα για τη σύγχρονη διαχείριση φυσικών πόρων. Αποτελεί δε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα «κοινού», καθώς ευθυγραμμίζεται απόλυτα με τις οκτώ αρχές που διατύπωσε για τη διακυβέρνηση των «κοινών» η Νομπελίστρια πολιτική επιστήμονας και οικονομολόγος Elinor Ostrom.

Δάσος του Ράντη

Στο σύγχρονο πολιτικό και οικονομικό τοπίο, οι φυσικοί πόροι αναδεικνύονται ως πεδίο παγκόσμιου ανταγωνισμού, όπου τα συμφέροντα ιδιωτών, κρατών και εταιρειών συγκρούονται και διαπραγματεύονται. Σ’ αυτό το σκηνικό ξεχώριζε πάντα μία κατηγορία πόρων, οι κοινόχρηστοι πόροι, οι οποίοι περιλαμβάνουν δάση, υδάτινα αποθέματα, άγρια βουνά κ.ά. και χαρακτηρίζονται από δύο θεμελιώδεις ιδιότητες: τη μη αποκλειστικότητα και την αφαιρεσιμότητα. Η μη αποκλειστικότητα σημαίνει ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο να αποκλειστεί ένα άτομο ή μια οντότητα από τη χρήση του πόρου, ενώ η αφαιρεσιμότητα δηλώνει ότι η χρήση από ένα άτομο μειώνει την ποσότητα αλλά και την ποιότητα των προϊόντων και των υπηρεσιών του πόρου για τους υπόλοιπους εν δυνάμει χρήστες. 

Ο Garrett Hardin και η «τραγωδία των κοινών»

Τα δύο αυτά εγγενή χαρακτηριστικά οξύνουν το πρόβλημα της διακυβέρνησης της φύσης, το οποίο ο Garrett Hardin (1977) περιέγραψε ως «τραγωδία των κοινών». Η έννοια της «τραγωδίας» έγκειται στη δυσκολία της διατήρησης του πόρου, καθώς οι οικειοποιητές χρησιμοποιούν εντατικά τον πόρο τον οποίο μοιράζονται και κατ’ επέκταση καταστρέφουν την ίδια την ύπαρξή τους. Το δοκίμιο του Hardin προκάλεσε μεγάλο επιστημονικό ενδιαφέρον και έφερε στο φως παραδείγματα στα οποία η τραγωδία δεν είναι το μόνο πιθανό αποτέλεσμα όταν οι άνθρωποι μοιράζονται έναν κοινό πόρο. Συγκεκριμένα, αναδείχθηκαν πολλές περιπτώσεις κοινοτήτων που ζουν δίπλα ή κοντά ή ακόμη και μέσα σε έναν κοινόχρηστο πόρο (π.χ. σε ένα δάσος), τον οποίο διαχειρίζονται αειφορικά, χωρίς να χρειάζεται να καταφεύγουν σε λύσεις που προβάλλουν η αγορά ή το κράτος, όπως πρότεινε ο Hardin, και φυσικά σ’ αυτές τις περιπτώσεις η τραγωδία αποφεύγεται. 

Η θέση του Hardin αποτέλεσε το έναυσμα για μια νέα προσέγγιση στις σχέσεις ανθρώπου και φύσης (εστιάζοντας στην εναρμόνιση με τη φύση και όχι στην κατάκτησή της), όπως και για μια νέα προσέγγιση στη λειτουργία της δημοκρατίας και της πολιτικής. Η έρευνα ανέδειξε ερωτήματα που αφορούν τη σχέση ανάμεσα στην ατομική συμπεριφορά και την κοινωνική ευημερία, το ατομικό και το συλλογικό συμφέρον, τη συνεργασία, την αλληλεγγύη, καθώς και τον τρόπο που η κοινωνία αλληλεπιδρά με το «Άλλο», τη Φύση. 

Η απάντηση της Elinor Ostrom

Μέσα από εκτεταμένη έρευνα, η Elinor Ostrom και η Σχολή της (1990, 1992) απέδειξαν ότι οι κοινότητες που ζουν κοντά ή δίπλα σε κοινόχρηστους πόρους μπορούν να τους προστατεύουν, να τους αξιοποιούν και να τους διατηρούν βιώσιμους, όταν πληρούνται συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Είτε εξαιτίας της φύσης τους είτε για λόγους ιστορικούς, κοινωνικούς ή πολιτικούς, η διαχείριση αυτών των πόρων δεν ασκείται διαμέσου των μηχανισμών της αγοράς ή μιας κρατικής αρχής, ενώ το αυτοοργανωτικό πλαίσιο καθορίζει τη βιωσιμότητα κοινότητας και πόρου. Η οργάνωση των «κοινών» θεμελιώνεται στη συλλογική δράση, καθώς η ίδια η κοινότητα των χρηστών νοηματοδοτεί τη σχέση της με τον πόρο. Αυτό προϋποθέτει συνεργασία, εμπιστοσύνη, συμμετοχική λήψη αποφάσεων, κανόνες, μηχανισμούς επιτήρησης και επίλυσης συγκρούσεων, καθώς επίσης την αναγνώριση δικαιωμάτων, αλλά και την επιβολή περιορισμών. 

Η προσέγγιση της Ostrom δεν είναι μια θεωρητική κατασκευή, αλλά έχει αποδειχθεί λειτουργική σε πολλές περιπτώσεις, σε όλο τον κόσμο. Στην πραγματικότητα, τα κοινά δεν είναι κάποια ριζοσπαστική καινοτομία, αλλά η οικεία πρακτική κατοίκησης του ανθρώπου στον κόσμο. Η κατοίκηση για τον Ingold (2000, 2011) είναι ο τρόπος ύπαρξης των ανθρώπων στον κόσμο. Ο κόσμος δεν είναι ένα σύνολο αντικειμένων που οι άνθρωποι χρησιμοποιούν, αλλά οι άνθρωποι ζουν και κατοικούν μέσα στον κόσμο ως μέρος του. Oι άνθρωποι ανέκαθεν ζούσαν μαζί και δρούσαν συλλογικά, οργανώνοντας τη ζωή τους μέσα από την αλληλεπίδραση, τη συνεργασία και την αμοιβαιότητα, μαθαίνοντας να ζουν στο περιβάλλον τους, μέσα από τις εμπειρίες τους. 

Η Ostrom ανέδειξε πώς οι κοινότητες, ακόμη και σήμερα, μπορούν να αυτοοργανώνονται και να διαχειρίζονται αποτελεσματικά τους πόρους τους. Οι αρχές της, γνωστές ως «αρχές σχεδιασμού για τη διακυβέρνηση των κοινών», αποτελούν ένα σύνολο κατευθυντήριων γραμμών. Το Δάσος του Ράντη στο νησί της Ικαρίας και η κοινοτική του οργάνωση αντανακλούν το πρότυπο εφαρμογής των οκτώ αρχών της Ostrom και λειτουργούν ως ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα «κοινού» από την Ελλάδα. Με άλλα λόγια, ο τρόπος οργάνωσης της ικαριακής κοινωνίας και η σχέση που ανέπτυξε με το Δάσος του Ράντη ευθυγραμμίζονται απόλυτα με τις αρχές της Ostrom, αποδεικνύοντας πως οι κοινότητες μπορούν να προστατεύουν και να αξιοποιούν προς το κοινό όφελος τους πόρους που μοιράζονται, διασφαλίζοντας τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα και των δύο.

Η περίπτωση του Δάσους του Ράντη 

Το Δάσος του Ράντη, ένα από τα σημαντικότερα οικοσυστήματα της Ικαρίας αλλά και της Ευρώπης, βρίσκεται στις πλαγιές του όρους Αθέρα ή Πράμνου. Το δάσος εκτείνεται στις νότιες και κεντρικές περιοχές του νησιού, περιβάλλοντας τις κοινότητες Δάφνη, Φραντάτο και Καρκινάγρι. Με συνολική έκταση σήμερα περίπου 16.000 στρεμμάτων, το ανάγλυφο του δάσους είναι ποικιλόμορφο, με απότομες πλαγιές στο νότιο τμήμα και πιο ήπιες κλίσεις στο βόρειο. Φιλοξενεί κυρίως βελανιδιές (άριους ή αριές όπως είναι η τοπική ονομασία του Quercus ilex), αντράκλες (Arbutus andrachne) και πρίνους (Quercus coccifera), ενώ διακόπτεται από καλλιέργειες καστανιών, καρυδιών και αμπελιών. Αυτός ο συνδυασμός φυσικού δάσους και ανθρώπινης δραστηριότητας δημιουργεί ένα μοναδικό τοπίο που συνδέει τη φύση με την ιστορία του νησιού. 

Η ιστορική σύνδεση με την επιβίωση και την προστασία της ικαριακής κοινωνίας αναδεικνύει το Δάσος του Ράντη σε ζωντανό σύμβολο ανθεκτικότητας, αλληλεγγύης και συνεργασίας. Η οικονομική και κοινωνική σημασία του δάσους είναι αδιαμφισβήτητη, καθώς αποτελούσε βασικό πόρο για την τοπική οικονομία επί αιώνες, από την αρχαιότητα μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Οι κάτοικοι εκμεταλλεύονται το δάσος για την παραγωγή ξυλείας και κάρβουνου, για αγροτικές καλλιέργειες και συλλογή καρπών, ενώ παράλληλα διατηρούν πρακτικές όπως η εκ περιτροπής βόσκηση εντός του δάσους. Το πεδίο ενεργειών που αναπτύχθηκε στο Δάσος του Ράντη όχι μόνο ενίσχυσε την τοπική οικονομία για αιώνες, αλλά συνέβαλε και στη διατήρησή του, παρά τις πιέσεις που δεχόταν ανά περιόδους. Για αιώνες το δάσος αποτελούσε τη μήτρα της ικαριακής ζωής. Η Ικαρία είναι ένα νησί όπου η θάλασσα δεν αποτέλεσε το κύριο πεδίο ασχολίας των κατοίκων, αλλά ο πυρήνας της ύπαρξής του ήταν ο ορεινός όγκος του, το δάσος. Μαρτυρίες των περιηγητών από τον 17ο αιώνα αναφέρονται σε ένα νησί δασοκαλυμμένο, στο εσωτερικό του οποίου διαβιεί μια κοινότητα ανθρώπων εξαιρετικά φτωχή. Πολλοί μάλιστα ανέφεραν ότι το νησί μοιάζει να είναι ακατοίκητο. Οι κάτοικοι, προστατευμένοι από το δάσος, ανέπτυξαν την κοινωνία τους στο εσωτερικό του νησιού, μακριά από τα παράλια. Η κληρονομιά αυτή γίνεται αντιληπτή ακόμη και σήμερα, καθώς το δάσος διακόπτεται από καλλιεργούμενες εκτάσεις, αποτελώντας ένα αγροδασικό σύμπλεγμα που περιλαμβάνει βοσκότοπους, θαμνότοπους, δάσος και καλλιέργειες, σε ένα μοναδικό συνονθύλευμα αδιάσπαστων χρήσεων γης, στις οποίες περιλαμβάνονται και οικισμοί με τις λεγόμενες «αντιπειρατικές» κατοικίες. 

Παράλληλα το δάσος αποτελούσε και τον βοσκότοπο των ρασκώ, κατσικιών σε ημιάγρια κατάσταση, τα οποία μπορούσαν να κυνηγήσουν οι κάτοικοι του νησιού (ως στρατηγική ελέγχου του πληθυσμού τους). Τα ρασκώ είχαν αφεθεί ελεύθερα και συνυπήρχαν με την ποιμενιζόμενη κτηνοτροφία. Εκτός από το δάσος, τα ρασκώ αποτελούσαν επίσης έναν κοινόχρηστο πόρο, οργανωμένο ως κοινό. Οι καλλιεργούμενες εκτάσεις που διέκοπταν το δάσος (κυρίως αμπέλια, καθώς η Ικαρία ήταν φημισμένη και για το κρασί της) προστατεύονταν από περιφράξεις, πέτρινες δομές τις οποίες κατασκεύαζαν συλλογικά οι κοινότητες. Κατά τον ίδιο τρόπο ήλεγχαν την υπερβόσκηση από τα ρασκώ, προστατεύοντας εκ περιτροπής τις εκτάσεις βόσκησής τους. Οι πέτρινες περιφράξεις που διασχίζουν το δάσος και όλο το νησί οριοθετούν περιοχές και χρήσεις (Κουμπάρου 2002, 2019). 

Το Δάσος του Ράντη υπό την οστρομική προσέγγιση

Το Δάσος του Ράντη αποτελεί παράδειγμα εφαρμογής των οκτώ αρχών της Ostrom, οι οποίες διέπουν την οργάνωση και διακυβέρνηση των κοινών.

1. Τα όρια του δάσους είναι καθορισμένα

Η πρώτη αρχή της Ostrom αφορά τον σαφή καθορισμό των ορίων του πόρου. Στο δάσος του Ράντη, τα όρια του δάσους είναι καθορισμένα και γνωστά τόσο στις παραδασόβιες κοινότητες όσο και στην κεντρική εξουσία. Οι κοινότητες που περιβάλλουν το δάσος έχουν σαφή γνώση της έκτασης του δάσους στην οποία μπορούν να παρέμβουν αποκλειστικά οι κάτοικοί τους, ενώ μέρος του δάσους θεωρείται κοινό για το σύνολο των παραδασόβιων κοινοτήτων.

2. Προσαρμογή των κανόνων στις τοπικές ανάγκες και συνθήκες

Οι αποφάσεις σχετικά με τη χρήση του δάσους, όπως η συλλογή ξυλείας, η καλλιέργεια του αμπελιού ή η βοσκή, λαμβάνονται με τρόπο που ανταποκρίνεται στις τοπικές ανάγκες και συνθήκες. Για παράδειγμα, οι πρακτικές της εκ περιτροπής βόσκησης και της αφαίρεσης ξυλείας οργανώνονται έτσι ώστε να διασφαλίζεται αφενός η κάλυψη των αναγκών των κατοίκων και αφετέρου η προστασία του οικοσυστήματος. Οι κανόνες πρόσβασης και οικειοποίησης του δάσους θεσμοθετούνται μέσω συλλογικών διαδικασιών λήψης αποφάσεων, οι οποίες εδράζονται σε ένα πλαίσιο συλλογικής ευθύνης. Η τριπλή αρχή της αυτονομίας, της αυτοδιοίκησης και της αυτοδιαχείρισης συνιστά θεμελιώδες στοιχείο της λειτουργίας των κοινοτήτων διασφαλίζοντας την ενεργό συμμετοχή των μελών τους στη λήψη αποφάσεων και στη διαχείριση των πόρων. Στα μέσα του 20ού αιώνα, αντίστοιχα με τα ρασκώ κατσίκια, είχαν αφεθεί ελεύθεροι χοίροι που τρέφονταν με βελανίδια. Ωστόσο, σύμφωνα με τις μαρτυρίες των κατοίκων, τα γουρούνια κατέστρεφαν το δάσος καθώς έσκαβαν το έδαφος, δεν το άφηναν να αναζωογονηθεί, και γι’ αυτό η πρακτική αυτή εγκαταλείφθηκε σχεδόν αμέσως. 

3. Συμμετοχική διαδικασία λήψης αποφάσεων 

Η δεύτερη αρχή της Ostrom υπογραμμίζει τη σημασία της συμμετοχής των χρηστών στη λήψη αποφάσεων. Στο Δάσος του Ράντη, οι τοπικές κοινότητες αποτελούν οργανικό κομμάτι της διακυβέρνησης και μέσα από συνελεύσεις και συζητήσεις συμμετέχουν ενεργά στη διαχείριση του δάσους, αλλά και στην οργάνωση της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής ζωής των κατοίκων. Οι αποφάσεις λαμβάνονται συλλογικά, σύμφωνα με τις ανάγκες και τις προτεραιότητες των κατοίκων, αλλά και της οικολογικής κατάστασης του δάσους. Η συλλογική δράση και η συνεργασία είναι βασικά χαρακτηριστικά της λειτουργίας της κοινότητας, ενώ οι διαδικασίες αυτές διασφαλίζουν την ισότιμη συμμετοχή όλων.

4. Εσωτερικός κοινωνικός έλεγχος

Είναι συλλογική ευθύνη της κοινότητας να επιβλέπει και να διασφαλίζει την τήρηση των κανόνων που αφορούν τη χρήση του δάσους. Η κοινότητα αναλαμβάνει αυτή την ευθύνη εσωτερικά και τα μέλη της λειτουργούν ως άτυποι «επιτηρητές» μέσα από τις καθημερινές τους σχέσεις και αλληλεπιδράσεις. Η κοινωνική πίεση, η ηθική καταδίκη, οι συζητήσεις και η αποδοχή παίζουν σημαντικό ρόλο και λειτουργούν ως αποτελεσματικοί μηχανισμοί συμμόρφωσης.

5. Ποινές για την παραβίαση των κανόνων

Οι κάτοικοι επιπλέον παρακολουθούν τη διαχείριση του δάσους και επιβάλλουν άτυπες ή τυπικές κυρώσεις σε όσους παραβιάζουν τους κανόνες, ενώ δεν αποκλείονται και ποινές οικονομικού χαρακτήρα (χρηματικά πρόστιμα). Οι ποινές για τις παραβιάσεις των κανόνων αποσκοπούν στην αποτροπή της καταστροφικής εκμετάλλευσης του πόρου και στη διαφύλαξη της συνοχής και της ευημερίας της κοινότητας.

6. Προσβάσιμοι θεσμοί για επίλυση συγκρούσεων

Υπάρχουν θεσμοί χαμηλού κόστους και εύκολης πρόσβασης για την επίλυση συγκρούσεων μεταξύ των μελών της κοινότητας. Ένας από αυτούς ήταν το κοινοτικό συμβούλιο. Οι τοπικές συνελεύσεις και οι άτυπες συμφωνίες αποτελούν παραδείγματα τέτοιων μηχανισμών, οι οποίοι διασφαλίζουν την ομαλή λειτουργία της κοινότητας και του δάσους. Παρ’ όλα αυτά, υπήρχαν περιπτώσεις που η κοινότητα προειδοποιούσε τον παραβάτη ότι θα ζητήσει την παρέμβαση της κεντρικής εξουσίας (οθωμανική διοίκηση), για να προστατεύσει το δάσος από την υπερεκμετάλλευση.

7. Σεβασμός στην αυτοδιαχείριση από εξωτερικές δομές εξουσίας

Το δικαίωμα της αυτοδιαχείρισης του δάσους είχε γίνει ιστορικά σεβαστό από εξωτερικές δομές εξουσίας, από την εποχή της Οθωμανικής αυτοκρατορίας (η Ικαρία ενώθηκε με την Ελλάδα το 1917). Οι παραδασόβιες κοινότητες είχαν τη δυνατότητα να διαχειρίζονται το δάσος σύμφωνα με τους δικούς τους κανόνες, εξασφαλίζοντας τη διαβίωσή τους. Η αυτονομία, που βασιζόταν σε τοπικούς κανόνες και πρακτικές, επέτρεπε στις κοινότητες να προσαρμόζουν τη χρήση του δάσους στις ανάγκες τους, χωρίς να παραβιάζουν την ισορροπία του οικοσυστήματος. Ας σημειωθεί εδώ ότι οι κοινότητες των χρηστών στη χώρα μας ταυτίζονται με τις κοινότητες ως διοικητικές μονάδες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και του νεότερου ελληνικού κράτους ως το 1997, οπότε εφαρμόστηκε το σχέδιο συνένωσης κοινοτήτων «Καποδίστριας».

8. Πολυεπίπεδη διακυβέρνηση

Η διακυβέρνηση του δάσους οργανώνεται σε πολλά επίπεδα: από τις μονάδες αυτοδιαχείρισης και αυτοθέσμισης, όπως ορίζονται οι κοινότητες, έως τις όμορες παραδασόβιες κοινότητες, που συλλογικά οικειοποιούνται το δάσος, αλλά και τη συνολική ικαριακή κοινωνία. Αυτή η κλιμακωτή προσέγγιση εξασφαλίζει τη συμμετοχή όλων, προάγει την αποτελεσματική και δίκαιη διακυβέρνηση δάσους και κοινότητας, ενώ ταυτόχρονα συμβάλλει στην υπέρβαση των προκλήσεων της συνεργασίας.

Οι ιδιότητες του κοινού πόρου

Η Ostrom, στο άρθρο της με τίτλο «Reformulating the Commons» (2002), προχώρησε σε μια αναδιαμόρφωση των οκτώ αρχών της, προσφέροντας μια πιο δομημένη προσέγγιση για την κατανόηση των κοινών. Συγκεκριμένα, κατέταξε τις αρχές αυτές σε δύο βασικές και διακριτές κατηγορίες. Η πρώτη κατηγορία περιλαμβάνει τα χαρακτηριστικά και τη φύση του ίδιου του πόρου, ενώ η δεύτερη εστιάζει στην κοινότητα και στις αρχές που σχετίζονται με τη δομή, τη λειτουργία και τη δυναμική της, τονίζοντας τη σημασία της αλληλεπίδρασης αυτών των δύο παραγόντων για την επιτυχή διακυβέρνηση των κοινών. 

Παράλληλα η Ostrom υπογραμμίζει ότι τα κύρια συστατικά των κοινών είναι αφενός η απουσία δικαιωμάτων ιδιοκτησίας (όπως δυτικότροπα γνωρίζουμε τον θεσμό της ιδιοκτησίας, ως εργαλείο εξουσίας και όχι ως ένα κοινωνικό εργαλείο οργάνωσης) και αφετέρου η ανεξαρτησία των δρώντων. Συνεπώς, συγκεκριμένα χαρακτηριστικά των πόρων και των οικειοποιητών τους συμβάλλουν καταλυτικά στην πιθανότητα ανάδυσης αυτορυθμιζόμενων εγχειρημάτων. Υπό το πλαίσιο αυτό, τα χαρακτηριστικά που προσδιορίζει η Ostrom για την αποτελεσματική οργάνωση των κοινών βρίσκουν εφαρμογή στο παράδειγμα του δάσους στην Ικαρία.

Όσον αφορά τις ιδιότητες του πόρου, το δάσος αποτελεί ουσιαστικά τον χώρο κατοίκησης της κοινότητας, το πεδίο των καθημερινών ασχολιών της. Η Ostrom αναφέρεται σε έγκυρους δείκτες για την κατάσταση των πόρων, οι οποίοι είναι διαθέσιμοι στην κοινότητα με σχετικά χαμηλό κόστος. Η ικαριακή κοινότητα διαθέτει λεπτομερή γνώση του δασικού τοπίου, κατέχοντας πλήρη και βαθιά αντίληψη της πραγματικής κατάστασής του αλλά και των ορίων του. Αυτή η βαθιά γνώση καθίσταται εφικτή όχι μόνο επειδή το σύστημα του δάσους είναι μικρό, αλλά κυρίως λόγω της επικοινωνίας στο εσωτερικό της κοινότητας, αλλά και ανάμεσα στις κοινότητες. Παράλληλα, η ποσότητα και η ποιότητα των υλικών και υπηρεσιών που παρέχει το δάσος δεν παρουσιάζουν μεγάλες ή απρόβλεπτες αλλαγές με την πάροδο του χρόνου, γεγονός που επιτρέπει στις παραδασόβιες κοινότητες να βασίζονται επάνω τους χωρίς ανησυχία για ξαφνικές ελλείψεις ή διακυμάνσεις. Η σταθερή ροή των υπηρεσιών του δάσους, που ακολουθεί ένα προβλέψιμο μοτίβο, δίνει τη δυνατότητα στους χρήστες να νιώθουν ασφαλείς. Οι κοινότητες έχουν πλήρη επίγνωση τόσο της φέρουσας ικανότητας του δάσους για προμήθεια ξυλείας και καύσιμης ύλης, όσο και της λειτουργίας του ως βοσκότοπου και καλλιεργήσιμης γης. Για παράδειγμα, ο πληθυσμός των ρασκώ διατηρείται συγκεκριμένος, ενώ και η κατανάλωσή τους γίνεται κι εκείνη συλλογικά, κυρίως στα πανηγύρια, δηλαδή σε τελετές ταυτότητας της ικαριακής κοινωνίας.

Οι ιδιότητες της κοινότητας

Σχετικά με τις ιδιότητες των οικειοποιητών του δάσους η Ostrom σημειώνει ότι η εξάρτηση από τον πόρο και η κοινή αντίληψη για τη λειτουργία του είναι κρίσιμες. Το δάσος αποτέλεσε το ζωτικό στοιχείο επιβίωσης για τον πληθυσμό της Ικαρίας. Λειτούργησε όχι μόνο ως φυσικό καταφύγιο, αλλά και ως πηγή τροφής και πρώτων υλών. Υπάρχουν ιστορικές περίοδοι που η ίδια του η ζωή εξαρτώνταν από το δάσος. Με κρυμμένους τους κατοίκους στο δάσος, το νησί έδινε την εντύπωση του ακατοίκητου, κι έτσι οι επιδρομές πειρατών ή/και η παρουσία Οθωμανών ήταν ιδιαίτερα περιορισμένες ή ακόμη και ανύπαρκτες. Οι κάτοικοι της Ικαρίας επέλεξαν να εγκατασταθούν στο εσωτερικό του δάσους, μακριά από την ακτογραμμή. Έχτισαν τα σπίτια τους με τέτοιον τρόπο ώστε να είναι σχεδόν αόρατα από τη θάλασσα, χρησιμοποιώντας φυσικά υλικά και το ίδιο το δάσος ως ασπίδα προστασίας. Τα «αντιπειρατικά» σπίτια, όπως ονομάστηκαν, ήταν χαμηλά κτίσματα που ενσωματώνονταν στο φυσικό περιβάλλον, χρησιμοποιώντας βράχους και πυκνή βλάστηση. Η άσκηση δραστηριοτήτων τη νύχτα ήταν ένα μέτρο αντιμετώπισης των απειλών, ένα μέσο επιβίωσης. Αυτή η τακτική αποδείχθηκε εξαιρετικά αποτελεσματική στην αποτροπή επιδρομών, καθώς οι επίδοξοι εισβολείς αντίκριζαν την ημέρα ένα φαινομενικά έρημο νησί. Αυτός ο ιδιαίτερος τρόπος ζωής είχε σημαντική επίδραση στην αντίληψη του χρόνου της κοινωνίας της Ικαρίας. Η προσαρμογή στον νυχτερινό τρόπο ζωής οδήγησε στην ανάπτυξη ενός διαφορετικού ρυθμού ζωής, λιγότερο αυστηρού. 

Οι κοινότητες έχουν μια κοινή αντίληψη για τη λειτουργία του δάσους, ενώ γνωρίζουν καλά ότι οποιαδήποτε παρέμβαση στο οικοσύστημα δεν θα επηρεάσει μόνο την καλή κατάστασή του, αλλά και τις σχέσεις με τους άλλους. Τα οφέλη από τη συνεργασία, η εμπιστοσύνη, η αυτονομία, συμβάλλουν στην ανάδυση του κοινού, σημειώνει η Ostrom. Οι κάτοικοι της Ικαρίας γνωρίζουν ότι το κόστος για τη διατήρηση της οργάνωσης αυτής είναι χαμηλότερο σε σχέση με το όφελος που θα αποκομίσουν από την εκμετάλλευση του πόρου. Παράλληλα, η αμοιβαία εμπιστοσύνη, η συνέπεια στην τήρηση των δεσμεύσεων και η αμοιβαιότητα στις σχέσεις ενισχύουν τη συνεργασία και περιορίζουν τις πιθανότητες εμφάνισης συγκρούσεων. Οι κοινότητες έχουν την αυτονομία να καθορίζουν την πρόσβαση και τη χρήση του πόρου, χωρίς εξωτερικές παρεμβάσεις. Η αυτονομία ενισχύει την αίσθηση ευθύνης και τον έλεγχο επί του συστήματος οργάνωσης της χρήσης. Οι κοινότητες είναι έμπειρες, καθώς για αιώνες η ζωή στο νησί είναι οργανωμένη συλλογικά.  

Η συνεργασία, η εμπιστοσύνη, η επικοινωνία, η πρόβλεψη μελλοντικών απειλών καθώς και η ικανότητα δημιουργίας σχέσεων αμοιβαιότητας και αλληλεγγύης αποτελούν βασικούς μηχανισμούς για τη ρύθμιση της ανθρώπινης συμπεριφοράς, με στόχο την αποτροπή καταστροφικών συνεπειών, την αποφυγή της τραγωδίας. Στο κοινό της Ικαρίας έχουν διαμορφωθεί οι βασικές προϋποθέσεις για την κοινωνική και οικολογική επιβίωση, με τρόπο που αναγνωρίζει την ισότιμη σημασία του δάσους και της κοινότητας. Η κατανομή και διανομή των προϊόντων του δάσους, καθώς και η διασφάλιση της οικολογικής λειτουργίας του, οργανώθηκαν μέσα από συλλογικές διαδικασίες και πολιτισμικές τελετουργίες, όπως τα παραδοσιακά πανηγύρια. Η προσέγγιση αυτή ξεπερνούσε το ατομικό συμφέρον και τον ανθρωποκεντρικό τρόπο σκέψης, δίνοντας έμφαση στη συνύπαρξη και την αλληλεξάρτηση ανθρώπου και φύση.

 

Το Δάσος του Ράντη λειτουργεί ως κοινωνικο-οικολογικό σύστημα, όπου η φύση και η κοινωνία συνυπάρχουν αρμονικά, προσφέροντας πολύτιμα διδάγματα για τη σύγχρονη διαχείριση φυσικών πόρων. Η οργάνωση των κοινών δεν αποτελεί ένα μονοδιάστατο σύστημα διακυβέρνησης των πόρων, αλλά είναι ένα σύστημα ιδεών, το οποίο σταδιακά διεκδικεί θέση στη σύγχρονη πολιτική θεωρία. Ως σύστημα ιδεών στην πολιτική και οικονομική σκέψη προτάσσει τις αξίες της συμμετοχής σε ομάδες-κοινότητες δημοκρατικά και συνεργατικά για την επίτευξη της αειφορίας. Η ιστορική γνώση κινητοποιεί τα άτομα να αναλάβουν πρωτοβουλίες και να αυτοοργανωθούν, εμπλεκόμενα στη διαμόρφωση προτύπων διακυβέρνησης που ανταποκρίνονται στις σύγχρονες πολιτικές, οικονομικές και περιβαλλοντικές προκλήσεις, με έμπνευση από τις αρχές της άμεσης δημοκρατίας και της ελευθερίας.

 

Βιβλιογραφία

Hardin, G. (1977). “The Tragedy of the Commons”. Στο Hardin, G., and Baden, J. (eds.), Managing the commons. San Francisco: W. H. Freeman and Company.

Ingold, T. (2000). The Perception of the Environment: Essays on Livelihood, Dwelling and Skill. London: Routledge.

Ingold, T. (2011). Being Alive: Essays on Movement, Knowledge and Description. London: Routledge.

Ostrom, E. (1990). Governing the Commons: The Evolution of Institutions for Collective Action. Cambridge: Cambridge University Press.

Ostrom, E. (1992). “The Rudiments of a Theory of the Origins, Survival, and Performance of Common Property Institutions”. Στο Bromley D. W. (ed.), Making the Commons Work. California: ICS Press.

Ostrom, E. (2002). “Reformulating the commons”. Ambiente & Sociedade, 5-25.

Κουμπάρου, Δ. (2002). Το Καθεστώς της Κοινής Ιδιοκτησίας: Το παράδειγμα του Δάσους Ράντη στο νησί της Ικαρίας. Διδακτορική Διατριβή, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Περιβάλλοντος, Μυτιλήνη.

Κουμπάρου, Δ. (2019). “Τα κοινά, ως Κοινωνικο-Οικολογικό Σύστημα: το παράδειγμα του Δάσους Ράντη στην Ικαρία”. Γεωγραφίες, 34, 98-113.