Εξερευνώντας σημεία τομής: μια φεμινιστική αντίληψη της ψηφιακής και εξωτερικής πολιτικής

ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ

Χωρίς να έχουν περάσει ούτε δέκα χρόνια από την πρώτη αναφορά του όρου, η φεμινιστική εξωτερική πολιτική κατάφερε να εισέλθει στο κυρίαρχο πολιτικό ρεύμα: οι οδηγίες για τη «Διαμόρφωση μιας φεμινιστικής εξωτερικής πολιτικής» του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Υπουργείου Εξωτερικών περιγράφουν μια στρατηγική μετατόπιση στην εξωτερική πολιτική της Γερμανίας. Συγχρόνως, η ψηφιακή πολιτική γίνεται ολοένα και πιο διεθνής.

Το πεδίο της ψηφιακής πολιτικής γίνεται ολοένα και πιο διεθνές κατά την τελευταία δεκαετία. Καθώς η τεχνολογία αναπτύσσεται σε ένα μέρος και λανσάρεται σε άλλο, τα ερωτήματα σε σχέση με την παγκόσμια ρύθμιση, τα πλαίσια για τη διεθνή ανταλλαγή και προστασία δεδομένων και τη διακυβέρνηση του διαδικτύου γίνονται πιο πιεστικά. Η χάραξη ψηφιακής πολιτικής προσπαθεί να ανταποκριθεί σε αυτές τις προκλήσεις μέσω συνεργασιών πέραν των εθνικών συνόρων. Η ΕΕ αποσκοπεί στην καθιέρωση παγκόσμιων προτύπων για την προστασία των δεδομένων και τη ρύθμιση των πλατφορμών, τα εθνικά κράτη στέλνουν πρεσβευτές όχι μόνο σε πρωτεύουσες αλλά και στη Silicon Valley, και το Γερμανικό Ομοσπονδιακό Υπουργείο Μεταφορών και Ψηφιακών Υποθέσεων ξεκίνησε διάλογο με ενδιαφερόμενους φορείς για να συζητήσει μια διεθνή στρατηγική στη χάραξη ψηφιακής πολιτικής.

Σε άλλα πεδία πολιτικής, έχει σημειωθεί μία ακόμα μετατροπή: μια φεμινιστική στροφή. Στον πυρήνα αυτής βρίσκεται η φεμινιστική εξωτερική πολιτική, μια συστηματική μετατόπιση των αντιλήψεων της εξωτερικής πολιτικής που επικεντρώνεται στο άτομο και την ευημερία του, αντί για το συμφέρον ενός εθνικού κράτους. Ενώ ξεκίνησε εστιάζοντας στις ανισότητες μεταξύ των φύλων, έκτοτε έριξε φως σε άλλες μορφές δομικών διακρίσεων και σε παγκόσμιες ανισότητες ισχύος. Μέσα σε λιγότερο από 10 χρόνια (η ιδέα διατυπώθηκε από τη Σουηδή Υπουργό Εξωτερικών Margot Wallström), η φεμινιστική εξωτερική πολιτική κατάφερε να εισέλθει στο κυρίαρχο πολιτικό ρεύμα: η Γαλλία, ο Καναδάς, το Μεξικό και η Χιλή, μεταξύ άλλων, την έχουν έκτοτε υιοθετήσει.

Στη Γερμανία, το Ομοσπονδιακό Υπουργείο Εξωτερικών δημοσίευσε τις νέες του οδηγίες για τη «Διαμόρφωση μιας φεμινιστικής εξωτερικής πολιτικής» το 2023. Κι έχει καλή παρέα σ’ αυτό το εγχείρημα. Άλλα τμήματα εξερευνούν, επίσης, φεμινιστικές προσεγγίσεις, όπως τη «Φεμινιστική πολιτική ανάπτυξης» που προτάθηκε από το Ομοσπονδιακό Υπουργείο Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης ή την αναφορά σε μια φεμινιστική ψηφιακή πολιτική στην ψηφιακή στρατηγική της Γερμανίας. Ακριβώς έναν χρόνο αφότου η πρώτη σε παγκόσμιο επίπεδο Σύνοδος Κορυφής για τη Φεμινιστική Εξωτερική Πολιτική παρουσίασε μια παράπλευρη εκδήλωση για τη φεμινιστική ψηφιακή πολιτική, βλέπουμε αυτά τα δύο θέματα να συγκλίνουν στη διεθνή σκηνή.

Η πολιτική μετατόπιση αξιοποιεί περαιτέρω το έργο που υποστήριξαν για πολύ καιρό τα φεμινιστικά κινήματα παγκοσμίως σε σχέση με τις αρχές του φεμινιστικού διαδικτύου της Ένωσης Προοδευτικών Επικοινωνιών (APC). Το έργο «Ψηφιακή πολιτική: μια φεμινιστική εισαγωγή» της Francesca Schmidt ή το πρότζεκτ «Φεμινιστική τεχνολογική πολιτική» του SUPERRR Lab συνιστούν μόνο μερικά δείγματα από μια μακρά σειρά φεμινιστικών σκέψεων για την πολιτική και την τεχνολογία.

Υπάρχουν προφανείς αλληλεπικαλύψεις ανάμεσα στη φεμινιστική εξωτερική και ψηφιακή πολιτική. Αφενός, τα ζητήματα ασφάλειας βρίσκονται στην καρδιά της εξωτερικής πολιτικής και οι σύγχρονες πολεμικές επιχειρήσεις βασίζονται σε ψηφιακά εργαλεία παρακολούθησης και αναχαίτισης. Αφετέρου, τα τεχνολογικά πρότυπα και η διακυβέρνηση του διαδικτύου διαμορφώνονται στις διεθνείς σκηνές και οι κυβερνήσεις προσπαθούν ολοένα και περισσότερο να πάρουν θέση σε αυτές τις πλατφόρμες, επηρεάζοντας τα ανθρώπινα δικαιώματα στο διαδίκτυο. Από φεμινιστική άποψη πρέπει να σημειωθεί ότι ο ψηφιακός μετασχηματισμός θα επιδεινώσει τις ανισότητες παγκοσμίως και εντός των κοινωνιών μας (π.χ. την αγορά εργασίας).

Οι νέες φεμινιστικές οδηγίες του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Υπουργείου Εξωτερικών, αν και γράφτηκαν έχοντας κατά νου πιο παραδοσιακά πεδία εξωτερικής πολιτικής, προσφέρουν αρκετά σημεία εκκίνησης για να τις συνδέσουμε με ζητήματα ψηφιακής πολιτικής.

Η ανάγκη αυξημένης συμμετοχής και τι την εμποδίζει

Η ενσωμάτωση των προοπτικών γυναικών [τόσο cis όσο και trans] και περιθωριοποιημένων ομάδων, συμπεριλαμβανομένων των φύλων, βρίσκεται στο επίκεντρο της φεμινιστικής εξωτερικής πολιτικής. Αυτό είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με ένα δεύτερο σημείο δράσης: την καταπολέμηση της σεξουαλικής και της έμφυλης βίας, οι οποίες συνιστούν τους βασικούς λόγους απόσυρσης των γυναικών από θέσεις ισχύος και από τον δημόσιο βίο. Αυτό ισχύει, επίσης, στο πλαίσιο της ψηφιακής τεχνολογίας. Σύμφωνα με τον Ειδικό Εισηγητή του ΟΗΕ για την ελευθερία έκφρασης και γνώμης, οι γυναίκες και οι μη συμμορφούμενοι με το φύλο άνθρωποι πλήττονται δυσανάλογα από τη λογοκρισία και τη διαδικτυακή έμφυλη βία. Άνθρωποι με διασταυρούμενες περιθωριοποιημένες ταυτότητες διατρέχουν ιδιαιτέρως τον κίνδυνο αντιμετώπισης επιθέσεων. Επίσης, πλήττονται συχνότερα σε διαδικτυακές εκστρατείες παραπληροφόρησης που προσβάλλουν την υπόληψή τους και κατά συνέπεια αποθαρρύνονται από το να είναι ενεργοί στη δημόσια σφαίρα. Η πρόκληση αυτή γίνεται ακόμα μεγαλύτερη με την αυξανόμενη χρήση των μοντέλων μεγάλων γλωσσών και των μοντέλων διάχυσης κειμένου σε εικόνα που μπορούν να δημιουργήσουν μεγάλο όγκο αληθοφανών κειμένων ή ψευδείς ενοχοποιητικές εικόνες. Οι τρέχοντες φορείς επαλήθευσης των πραγματικών δεδομένων δεν διαθέτουν τα εφόδια για να αντιμετωπίσουν ένα τέτοιο πιθανό κύμα υλικού παραπληροφόρησης υψηλής ποιότητας. Συγχρόνως, βλέπουμε ότι τα εργαλεία ελέγχου του περιεχομένου μπορούν να χρησιμοποιηθούν ειδικά για να κάνουν τις φωνές μαύρων και ομοφυλοφίλων να σιγήσουν, όταν αντιδρούν κατά του ρατσισμού και του μίσους στο διαδίκτυο.

Η εξορυκτική φύση των ψηφιακών υποδομών

Μια φεμινιστική ψηφιακή εξωτερική πολιτική χρειάζεται να στραφεί προς ψηφιακές υποδομές που δεν βασίζονται στην εκμετάλλευση της εργασίας και σε εξορυκτικές οικονομίες στις χώρες του Παγκόσμιου Νότου. Ο κοινωνικοοικονομικός αντίκτυπος των ψηφιακών τεχνολογιών έχει, όμως, αγνοηθεί για πολύ καιρό. Οι πρώτες ύλες που χρειάζονται για την κατασκευή της ψηφιακής τεχνολογίας, όπως κέντρων δεδομένων, υπολογιστών, smartphone κτλ., εξορύσσονται υπό επισφαλείς και επικίνδυνες εργασιακές συνθήκες σε περιοχές που αντιμετωπίζουν στρατιωτικές συρράξεις ή που είναι μη προνομιούχες οικονομικά. Η εξόρυξη και η ανακύκλωση των πρώτων υλών έχουν βλαβερές συνέπειες για το περιβάλλον και τους ανθρώπους. Οι βλάβες δεν τελειώνουν με την εξόρυξη των πρώτων υλών. Οι νέες τεχνολογίες όπως η τεχνητή νοημοσύνη χρειάζονται μεγάλη ποσότητα υπολογιστικής ισχύος, η οποία κατά κανόνα απαιτεί σημαντική ηλεκτρική ενέργεια. Η ενέργεια αυτή παράγεται συνήθως από ορυκτά καύσιμα που συμβάλλουν στις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου. Οι αλγόριθμοι της τεχνητής νοημοσύνης χρειάζονται μεγάλες ποσότητες δεδομένων εκπαίδευσης υψηλής ποιότητας για να μάθουν και να βελτιωθούν. Τα δεδομένα αυτά συνήθως συλλέγονται και επισημαίνονται από χειριστές ανθρωπίνων δεδομένων που εκτελούν εργασίες, όπως καθάρισμα, σχολιασμός και κατηγοριοποίηση δεδομένων. Μεγάλο μέρος αυτής της δουλειάς ανατίθεται σε χώρες με χαμηλούς μισθούς, όπου οι εργαζόμενοι απασχολούνται υπό συνθήκες εκμετάλλευσης.

Αξιολόγηση των κινδύνων με διατομεακό τρόπο

Ο αντίκτυπος της ψηφιακής τεχνολογίας στις κοινωνικές ανισότητες είναι απτός. Η πιο εμφανής περίπτωση στις τρέχουσες συζητήσεις αφορά τα αλγοριθμικά συστήματα, τα οποία βασίζονται σε δεδομένα (την επονομαζόμενη «τεχνητή νοημοσύνη») που κάνουν διακρίσεις σε βάρος ατόμων με βάση το φύλο, τη φυλή ή τυχόν αναπηρίες, είτε άμεσα είτε, όπως συμβαίνει συνηθέστερα, μέσω διακομιστών μεσολάβησης. Στην ψηφιακή πολιτική, η πρόοδος έχει καταστήσει υποχρεωτικές τις αξιολογήσεις του αντικτύπου των ψηφιακών εφαρμογών για τεχνολογίες υψηλού κινδύνου, όπως για παράδειγμα στον Ευρωπαϊκό Νόμο για την ΤΝ. Οι πάροχοι ψηφιακών υπηρεσιών μπορούν να διεξάγουν κάποιες εκτιμήσεις κινδύνου (π.χ. αν απαιτούνται από τον Νόμο για τις ψηφιακές υπηρεσίες), γεγονός που δεν επαρκεί. Οι εν λόγω εκτιμήσεις κινδύνου πρέπει να ασχοληθούν με τον αντίκτυπο στις κοινωνικές ανισότητες και τους ατομικούς κινδύνους. Για να γίνει αυτό στη διαδικασία αξιολόγησης πρέπει να ενταχθούν οι αντιλήψεις των γυναικών και των περιθωριοποιημένων ομάδων.

Η ψηφιακή πολιτική δεν είναι απλώς ένα οικονομικό ζήτημα

Δεν είναι μόνο τα προϊόντα των ιδιωτικών εταιρειών αυτά που μπορούν να κάνουν διακρίσεις ή να επηρεάσουν αρνητικά τις κοινωνικές ανισότητες. Ο ψηφιακός μετασχηματισμός προωθείται, επίσης, από δημόσιες διοικήσεις και τους παρόχους δημόσιων υπηρεσιών. Μια πρόσφατη μελέτη δείχνει τη συσχέτιση ανάμεσα στη φτώχεια και τον ψηφιακό αποκλεισμό που απορρέει από την έλλειψη πρόσβασης σε ψηφιακές συσκευές και την ελλιπή εμπειρία στη χρήση ψηφιακών υπηρεσιών με σιγουριά. Η φεμινιστική εξωτερική πολιτική απευθύνει κάλεσμα για ευαίσθητους και στοχευμένους ως προς το φύλο τρόπους επένδυσης κεφαλαίων. Το ίδιο θα έπρεπε να ισχύει και για τις επενδύσεις σε δημόσιες ψηφιακές υπηρεσίες. Οι δημόσιες υπηρεσίες πρέπει να σχεδιαστούν και να χρησιμοποιηθούν με τρόπο που να συνεκτιμά τις συνθήκες και να διέπεται από έμφυλη ευαισθητοποίηση. Σε έναν ολοένα και πιο διασυνδεδεμένο κόσμο που διαμορφώνεται από τη μετανάστευση και τις ποικίλες κοινωνίες, πρέπει να μοιραζόμαστε μεταξύ μας παραδείγματα καλών πρακτικών και τρόπους υλοποίησής τους καθώς και να τα αναπτύσσουμε περαιτέρω μαζί.

Η ανάγκη για μια παγκόσμια φεμινιστική ψηφιακή πολιτική

Μαθαίνοντας από τα διδάγματα της φεμινιστικής εξωτερικής πολιτικής, μια φεμινιστική ψηφιακή πολιτική υπερβαίνει τους περιορισμούς των τρεχουσών αντιλήψεων περί ψηφιακής πολιτικής. Η φεμινιστική ψηφιακή πολιτική υποστηρίζει μια παραδειγματική μετατόπιση: από το σύνθημα «ψηλότερα, μακρύτερα, γρηγορότερα» στο σύνθημα «πιο βιώσιμα, ισότιμα και ανθρωποκεντρικά». Επαναπλαισιώνει τις προτεραιότητές της σύμφωνα με τις κοινωνικές και όχι μόνο τις οικονομικές ανάγκες. Μέσα από έναν διατομεακό φεμινιστικό φακό, αντιμετωπίζει κοινωνικά ζητήματα, όπως την προσβασιμότητα, την ενεργή συμμετοχή, τη βιωσιμότητα και την ισοτιμία. Παράγει έργο σε πεδία που δεν αντιμετωπίζονται προς το παρόν ενεργά από την ψηφιακή πολιτική και αποσκοπεί στον μετριασμό των ανισοτήτων όχι μόνο σε κοινωνικό, αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο. Και κυρίως, η φεμινιστική ψηφιακή πολιτική συνιστά μια (μαθησιακή) διαδικασία και όχι ατζέντα. Για να πετύχουμε σε ένα απαιτητικό, διαρκώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον, πρέπει να αξιολογούμε, να μαθαίνουμε και να βελτιώνουμε τις μεθόδους μας συνεχώς. Με τον αυτοανακηρυσσόμενο στόχο να επιδράσει στον κόσμο, η ψηφιακή πολιτική πρέπει να συζητηθεί σε παγκόσμιο επίπεδο και να ληφθεί υπόψη σε διεθνή βάση, αντί να ακολουθεί το συμφέρον μεμονωμένων εθνικών κρατών. Ένας φεμινιστικός φακός μπορεί να βοηθήσει να υπερνικηθεί αυτό το αντανακλαστικό που έχει καλλιεργηθεί εδώ και πολύ καιρό και να εφαρμοστούν ριζικά διαφορετικές προσεγγίσεις χάραξης πολιτικής που ενδυναμώνουν και προστατεύουν τους ανθρώπους, τους οποίους προτίθενται να υπηρετήσουν.

 

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στο eu.boell.org την 1η Ιουνίου 2023.