«Αυτή τη στιγμή τα ελληνικά δάση έχουν αφεθεί στην τύχη τους»

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Στη συνέντευξή του στον δημοσιογράφο Βασίλη Κυριακούλη, ο κοσμήτορας της Σχολής Γεωπονίας, Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος του ΑΠΘ Αλέξανδρος Δημητρακόπουλος κάνει μια ιστορική αναδρομή στη διαχείριση των ελληνικών δασών, αναφέρεται στην αδυναμία του κρατικού μηχανισμού να επενδύσει αποτελεσματικά στην πρόληψη αλλά και στην καταστολή των δασικών πυρκαγιών, ενώ εκφράζει την άποψη ότι «τα δάση δεν είναι ανανεώσιμος φυσικός πόρος» και ότι σε μερικές δεκάδες χρόνια «είτε θα περιοριστούν σε πολύ ορεινές περιοχές είτε θα εξαφανιστούν».

Δάση άρθρο 8

Με ποιον τρόπο το κεντρικό ελληνικό κράτος διαχειρίστηκε διαχρονικά τα δάση;

Από το 1830 που αρχίζει το σύγχρονο ελληνικό κράτος, η διαχείριση των δασών άλλαξε πολλές μεθόδους, πολλές τεχνικές, πολλούς τρόπους, ανάλογα με το ποιος ήταν ο πρωτεύων στόχος της εκάστοτε κυβέρνησης. 

Ερχόμενος ο βασιλιάς Όθωνας στην Ελλάδα, μια από τις πρώτες διαταγές που εξέδωσε ήταν να μην καίνε οι βοσκοί τα δάση, επειδή πραγματικά είχε καταντήσει ένα επιδημικό φαινόμενο. Αυτό δεν κράτησε για πολύ, επειδή οι Βαυαροί διαχειριστές του είδαν τα δάση ως οικονομικό πόρο και τα ενέταξαν στο Υπουργείο Οικονομικών. Τα δάση έγιναν ένας εν δυνάμει «κουμπαράς», από τον οποίο εξαργύρωνε η κυβέρνηση κάθε φορά που είχε ανάγκη. Όταν δημοπρατούσαν ξυλεία, έμπαινε ο προμηθευτής ξυλέμπορος στο δάσος και έκοβε μια συγκεκριμένη επιφάνεια, η οποία γινόταν... μεγαλύτερη αν δωροδοκούσε τους δασονόμους, τους δασοφύλακες. Τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν τη δεκαετία του 1920-1930. Το 1917 ιδρύθηκε η πρώτη σχολή Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Το 1922-1923 αποφοίτησαν οι πρώτοι Έλληνες δασολόγοι, οι οποίοι σε συνεργασία με άλλους συναδέλφους τους, τους οποίους είχε στείλει η κυβέρνηση Βενιζέλου στη Γερμανία και την Αυστρία να σπουδάσουν, συγκρότησαν την πρώτη Δασική Υπηρεσία το 1921 και συμπτωματικά ο πρώτος νόμος που θεσπίστηκε ήταν για την καταπολέμηση και αντιμετώπιση των δασικών πυρκαγιών. Ήταν προφητικό; Ποιος ξέρει;

 

Η κατεστραμμένη από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο Ελλάδα αναγεννήθηκε από τα καμένα δάση της. Από την τέφρα των καμένων δασών της. Όλη αυτή η ξυλεία χρησιμοποιήθηκε για να χτιστούν τα σπίτια

 

Το διάστημα του Μεσοπολέμου μέχρι το 1940 έγιναν πολλά πράγματα. Ενδεικτικά αναφέρω δύο: το Γραφείο Δασικών Ερευνών στην Αθήνα, το οποίο δημιούργησε μαζοπίνακες, δηλαδή πίνακες όγκου ξυλείας, οι οποίοι χρησιμοποιούνται ακόμη και σήμερα, και τα πρώτα τεράστια φράγματα βάρους στα ορεινά της Ελλάδος, με τα οποία μπορέσαμε και ελέγξαμε το πρόβλημα των πλημμυρών. Έγινε πάρα πολύ καλή δουλειά με πάρα πολύ κόπο, και αυτή τη στιγμή υπάρχουν φράγματα-«κοσμήματα» απανταχού της Ελλάδος στα ορεινά. Φράγματα βάρους με πέτρα και κονίαμα. Έτσι συγκράτησαν το έδαφος στα ορεινά και δεν άφησαν να πλημμυρίσει ο κάμπος. 

Μετά έρχεται η λαίλαπα της Κατοχής και του Εμφυλίου. Το 1945 είχαμε για πρώτη φορά στην Ελλάδα παραπάνω από 1.000.000 στρέμματα καμένης δασικής έκτασης. Συγκεκριμένα κάηκαν επισήμως 1.500.000 στρέμματα, ανεπισήμως πάνω από 2.000.000. Μια τεράστια καταστροφή. Το μεγαλύτερο μέρος αυτών των καμένων εκτάσεων αποτελούνταν από ιστάμενη ξυλεία – δηλαδή ήταν κορμοί δέντρων οι οποίοι κάηκαν και δεν είχαν πέσει. Το ελληνικό δημόσιο προσπάθησε να τους δημοπρατήσει, αλλά εκείνη την εποχή για ευνόητους λόγους κανείς δεν ανέβαινε στα βουνά για να δουλέψει. Έτσι το ελληνικό κράτος αποφάσισε με ίδια μέσα να κάνει απόληψη αυτής της ξυλείας, την οποία χρησιμοποίησε για την ανοικοδόμηση των καμένων σπιτιών που είχαν βομβαρδιστεί κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Η κατεστραμμένη από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο Ελλάδα αναγεννήθηκε από τα καμένα δάση της. Από την τέφρα των καμένων δασών της. Όλη αυτή η ξυλεία χρησιμοποιήθηκε για να χτιστούν τα σπίτια. Είναι τραγικό, αλλά από μια άποψη είναι και σημαδιακό. 

 

Ποιος ήταν ο ρόλος της Δασικής Υπηρεσίας στη διαχείριση των δασών;

Τη δεκαετία του 1950 συγκροτείται η Δασική Υπηρεσία ανά νομό και αρχίζουν οι πρώτες διαχειριστικές μελέτες δασών. Από τότε αρχίζει ουσιαστικά και η διαχείριση των δασών. Μπαίνουν οι Έλληνες δασολόγοι στα δάση, ανοίγουν δρόμους, κάνουν καλλιέργειες, κάνουν αραιώσεις, κάνουν απόληψη λήμματος. Τα δάση δεν αφήνονται στην τύχη τους, δεν αφήνονται στις αυθαιρεσίες του καθενός. Ελέγχεται η βοσκή. Έτσι, από το 1950 μέχρι και την περίοδο της Δικτατορίας έχουμε μια συνετή διαχείριση των δασών από μια καλά οργανωμένη και στελεχωμένη δασική υπηρεσία. Την περίοδο της Δικτατορίας έγινε μια προσπάθεια για τη μεγιστοποίηση του λήμματος από τα δάση. Ο σκοπός ήταν η παραγωγή όσο το δυνατόν περισσότερης ξυλείας, ώστε να μειώσουν το εισαγωγικό έλλειμμα. Αυτό δεν πέτυχε εν πολλοίς, αφενός μεν επειδή δεν έχουμε τόσα παραγωγικά δάση, αφετέρου διότι η ελληνική ξυλεία είναι κατώτερης ποιότητας από ορισμένη ξυλεία η οποία εισάγεται από το εξωτερικό. Τότε δημιουργήθηκαν και τα κέντρα εκμετάλλευσης δασών σε περιοχές όπου πραγματικά υπήρχαν δάση. Αυτές ήταν το Καράντερε της Δράμας, η Βιτύνα της Πελοποννήσου, το σύμπλεγμα Ασπροποτάμου στα Τρίκαλα και του Μετσόβου στην Ήπειρο. 

 

Πότε εμφανίζονται οι πρώτες μεγάλες δασικές πυρκαγιές στην Ελλάδα;

Τη δεκαετία του 1980 αρχίζουν οι πρώτες μεγάλες δασικές πυρκαγιές στην Ελλάδα, έτσι όπως τις εννοούμε σήμερα. Η έναρξη έγινε το 1977 με την πυρκαγιά στη Λίμνη Ευβοίας. Ήταν η πρώτη φορά που κάηκε. Έγιναν στάχτη 150.000 στρέμματα πευκοδάσους. Το Δεκέμβριο 1978 ήρθε το πρώτο δασοπυροσβεστικό αεροσκάφος στην Ελλάδα, το Canadair. Η κατάσταση επιδεινώθηκε και έτσι είχαμε απανωτές χρονιές, το 1981, το 1985, το 1988 και το 1990, όπου οι καμένες δασικές εκτάσεις ξεπέρασαν το 1.000.000 στρέμματα. Η κατάσταση ήταν πραγματικά απελπιστική. Επειδή ανάλογα προβλήματα, όχι ενδεχομένως σε τέτοια έκταση, αντιμετώπιζαν και οι άλλες νότιες ευρωπαϊκές χώρες, το 1990 έγινε στο Στρασβούργο της Γαλλίας η Γενική Συνδιάσκεψη των Χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το μέλλον των ευρωπαϊκών δασών. Εκεί ελήφθησαν τα πρώτα μέτρα για την προστασία των δασών από τις πυρκαγιές. Δόθηκαν χρήματα για την πρόληψη των δασικών πυρκαγιών, τα οποία δυστυχώς μεταφράστηκαν κυρίως σε μελέτες και κατασκευές οδοποιίας και όχι σε ουσιαστικές μελέτες πρόληψης των δασικών πυρκαγιών. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το φαινόμενο να συνεχιστεί – και αν λάβουμε υπόψιν μας τώρα εκ των υστέρων ότι, από το 1990 και μετά, το φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής αρχίζει και γίνεται προφανές στον πλανήτη, προφανέστερο στις χώρες οι οποίες βρίσκονται στη μεταβατική ζώνη της Κεντρικής Ευρώπης και της Βορείου Αφρικής. Αυξήθηκαν τα ακραία φαινόμενα, που στη δική μας περίπτωση και όσον αφορά τις δασικές πυρκαγιές είναι αυξημένες περίοδοι ξηρασίας, ιδίως κατά τη διάρκεια του θέρους, και αυξημένες περίοδοι καύσωνα. 

 

Δόθηκαν χρήματα για την πρόληψη των δασικών πυρκαγιών, τα οποία δυστυχώς μεταφράστηκαν κυρίως σε μελέτες και κατασκευές οδοποιίας και όχι σε ουσιαστικές μελέτες πρόληψης των δασικών πυρκαγιών

 

Αυτές οι κλιματικές συνθήκες συντείνουν αν όχι στη συχνότητα εμφάνισης των δασικών πυρκαγιών, σίγουρα στην ευκολία ή δυσκολία αντιμετώπισής τους. Όταν κάποιος έχει να αντιμετωπίσει μια πυρκαγιά σε ζεστές και ξηρές συνθήκες, είναι πιο δύσκολο να τη σβήσει απ’ ό,τι σε διαφορετικές συνθήκες. Το φαινόμενο των πυρκαγιών στην Ελλάδα επιδεινώνεται πάρα πολύ άσχημα. Εκδηλώνονται πυρκαγιές που σπάνε ρεκόρ πανευρωπαϊκά, όπως η πυρκαγιά στη Δαδιά που ξεπέρασε το 1.000.000 στρέμματα. Επίσης η Αττική έχει καεί πάρα πολλές φορές, και εμφανίστηκε και το καινούργιο επιγεγονός των δασοαστικών πυρκαγιών, εκ του γεγονότος ότι υπάρχουν πλέον πολλές αστικές μονάδες μέσα στα δάση με αποτέλεσμα πυρκαγιές να απειλούν και τα σπίτια. Δεν φαίνεται να βελτιώνεται το φαινόμενο. Τα μέτρα τα οποία λαμβάνονται, κατά τη γνώμη μου, είναι προς τη σωστή κατεύθυνση αλλά σπασμωδικά. Αυτό που προέχει να κάνουμε είναι κατά τη γνώμη μου όχι να αγοράζουμε περισσότερα αεροπλάνα και οχήματα, αλλά να εκπαιδεύουμε το προσωπικό μας στη βέλτιστη αντιμετώπιση – κατάσβεση των δασικών πυρκαγιών. 

 

Ποιοι είναι οι κύριοι παράγοντες που έχουν συμβάλει ώστε να βλέπουμε ολοένα μεγαλύτερες και καταστροφικότερες πυρκαγιές;

Δύο είναι οι κύριοι παράγοντες οι οποίοι συνέβαλαν στην αύξηση των καμένων δασικών εκτάσεων από το 2000 και μετά. Ο ένας είναι η κλιματική επιδείνωση, όπως αυτή εκφράζεται με ακραία φαινόμενα ξηρασίας και καύσωνα, και ο δεύτερος είναι η μεταφορά των αρμοδιοτήτων δασοπυρόσβεσης από τη Δασική Υπηρεσία στο Πυροσβεστικό Σώμα. Δώσαμε μια δραστηριότητα την οποία είχε η Δασική Υπηρεσία επί χρόνια, με όλο το έμπειρο προσωπικό που ζούσε μέσα στο δάσος και το γνώριζε πάρα πολύ καλά, σε ένα Σώμα το οποίο δεν είχε καμία απολύτως ιδέα όχι από πυρκαγιές στα δάση, αλλά από τα δάση τα ίδια. Αυτό συνέβαλε τα μέγιστα στην αύξηση των καμένων εκτάσεων, δεδομένου ότι για πολλά έτη η νοοτροπία του Πυροσβεστικού Σώματος ήταν «φυλάμε τα σπίτια και τις ανθρώπινες ζωές και αφήνουμε το δάσος να καίγεται», όπερ έστι μεθερμηνευόμενο «περιμένουμε την πυρκαγιά να φτάσει στην άσφαλτο». 

 

Η μεταφορά των αρμοδιοτήτων δασοπυρόσβεσης από τη Δασική Υπηρεσία στο Πυροσβεστικό Σώμα συνέβαλε τα μέγιστα στην αύξηση των καμένων εκτάσεων

 

Ποια είναι η οικονομική σχέση μεταξύ πρόληψης και καταστολής των δασικών πυρκαγιών στην Ελλάδα;

Ξοδεύονται τεράστια ποσά για την καταστολή σε σχέση με αυτά που δίνονται για την πρόληψη και την προκαταστολή. Η οικονομική σχέση μεταξύ πρόληψης και καταστολής δασικών πυρκαγιών στην Ελλάδα είναι περίπου 1 προς 20. Δηλαδή ξοδεύουμε ένα ευρώ για πρόληψη και 20 για καταστολή! Πρόληψη είναι όλες οι ενέργειες που γίνονται για να μην αρχίσει μια πυρκαγιά στο δάσος, ή αν αρχίσει να σβηστεί όσο το δυνατόν ευκολότερα. Προκαταστολή είναι η ετοιμότητα όλων των δασοπυροσβεστικών δυνάμεων –επίγειων, μηχανοκίνητων και εναέριων– όσον αφορά τα λογιστικά τους, τη λειτουργία τους, την επιχειρησιακή τους δυνατότητα, τη διασπορά τους σε διάφορα σημεία του δάσους. Καταστολή είναι αυτό καθεαυτό το έργο της κατάσβεσης της πυρκαγιάς.

 

Πού θα μπορούσε να επενδύσει το κεντρικό κράτος και δεν το έκανε;

Θα πρέπει να ανανεωθεί η μέριμνα και το ενδιαφέρον της πολιτείας για τη Δασική Υπηρεσία. Και αυτό μεταφράζεται στην επαρκή στελέχωσή της, ώστε να επαναρχίσει η διαχείριση των δασών, η οποία κατά την τελευταία 20ετία λόγω ελλείψεως προσωπικού και διοικητικών διαρθρώσεων έχει πάψει να υφίσταται. Αυτή τη στιγμή τα ελληνικά δάση, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, δεν τα διαχειρίζεται η Δασική Υπηρεσία. Έχουν αφεθεί στην τύχη τους, γίνεται συσσώρευση δασικής καύσιμης ύλης, δεν υπάρχουν κλαδεύσεις, δεν υπάρχουν διανοίξεις, με αποτέλεσμα να αυξάνει ο κίνδυνος της πυρκαγιάς όσον αφορά και την έναρξη αλλά και τη δυσκολία κατάσβεσης. 

 

Φυσική αναγέννηση των δασών ή τεχνητή αναδάσωση;

Είμαι της σχολής «η φύση ξέρει καλύτερα». Εάν η φύση ήθελε να βάλει είδη τα οποία θεωρούνται λιγότερα εύφλεκτα σε ορισμένες περιοχές, θα το είχε κάνει. Η φύση από μόνη της επιλέγει τα είδη βλάστησης που θα υπάρχουν σε κάθε περιοχή. Με ένα και μόνο κριτήριο: την καλύτερη προσαρμογή τους στο κλιματεδαφικό περιβάλλον. Το να προσπαθήσουμε να μετατρέψουμε ένα παραθαλάσσιο πευκοδάσος σε δάσος δρυός, το οποίο το συναντούμε στα 1.000 μέτρα υψόμετρο, είναι ματαιοπονία. Δεύτερος αποτρεπτικός παράγοντας για τεχνητή αναδάσωση είναι το κόστος. Τεχνητά αναδασώνεται λιγότερο από 1,5% των ετησίων καμένων δασικών εκτάσεων, επειδή το κόστος είναι τεράστιο. Αν αφήσουμε τη φύση ανεπηρέαστη, θα μπορέσει να γιάνει τις πληγές της και να επανέλθει το δάσος.

Δεν πιστεύω ότι μειώθηκαν τα δάση με το πέρασμα του χρόνου, αλλά αυτό δεν οφείλεται στην επιτυχή καταπολέμηση των πυρκαγιών. Οφείλεται στην πλήρη εγκατάλειψη της υπαίθρου και στη μείωση της κτηνοτροφίας, που είχε ως αποτέλεσμα πολλοί αγροί να αναδασωθούν. Αυτό δεν πρέπει να μας εφησυχάζει, ούτε να μας ενθαρρύνει. Είναι ένα φαινόμενο τελείως προσωρινό, το οποίο θα πάψει να υφίσταται. 

 

Ποιος ευθύνεται για τη συχνότητα των δασικών πυρκαγιών στην Ελλάδα;

Εν αντιθέσει με ό,τι ισχύει στις ΗΠΑ ή στον Καναδά ή στην Αυστραλία, όπου ένα μεγάλο ποσοστό των πυρκαγιών οφείλεται σε κεραυνούς, στην Ελλάδα οι κεραυνοί δημιουργούν δασικές πυρκαγιές σε ποσοστό 1% έως 2%. Οπότε η ευθεία απάντηση για το ποιος ευθύνεται για τις δασικές πυρκαγιές στην Ελλάδα είναι ο άνθρωπος, είτε αυτοβούλως είτε ακούσια. Οι άνθρωποι βάζουν τις πυρκαγιές στην Ελλάδα, όχι οι κεραυνοί. Ένα 5% των πυρκαγιών που εκδηλώνονται καίνε το 80% των συνολικά καμένων εκτάσεων. Αυτό μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι όλες οι πυρκαγιές δεν είναι καταστροφικές. Είναι ελάχιστες αυτές που ξεφεύγουν από τις δασοπυροσβεστικές δυνάμεις και καίνε μεγάλες εκτάσεις. Το μεγάλο ερώτημα είναι ποιες είναι οι πυρκαγιές αυτές και πώς μπορείς να τις αναγνωρίσεις. Εδώ δεν έχει δοθεί απάντηση. Και δεν έχει δοθεί απάντηση διότι η απάντηση είναι απολύτως προφανής – δηλαδή δεν μπορείς να κάνεις τίποτα για παράδειγμα όταν φυσάνε άνεμοι 8 και 9 μποφόρ όπου δεν πετούν αεροπλάνα αλλά παύει και η σημειακή διάδοση του πυρός, δημιουργούνται κηλιδώσεις, καύτρες και δεν αντιμετωπίζεται η πυρκαγιά, ή όταν οι πυροσβεστικές δυνάμεις δεν καταφέρνουν να τη σβήσουν στο αρχικό της στάδιο. Αν μπορούσαμε να βάλουμε το σύνολο των δυνάμεων στις πέντε από τις πυρκαγιές που καίνε το 80% των εκτάσεων, θα είχαμε κατά 4/5 λιγότερες καμένες εκτάσεις.

 

Τι επίπτωση έχουν συνολικά στο οικοσύστημα οι λεγόμενες mega-fires;

Αυτό που μας ενδιαφέρει περισσότερο είναι η συχνότητα με την οποία συμβαίνουν οι δασικές πυρκαγιές σε μια περιοχή – αυτό το οποίο ονομάζουμε πυρικό καθεστώς. Αν συμβαίνει μία πυρκαγιά κάθε πέντε χρόνια και αυτό συμβεί τέσσερις φορές σε μια εικοσαετία, τότε είναι βέβαιο ότι αυτή η περιοχή δεν πρόκειται να έχει ξανά δάσος. Και αυτό θα συμβεί γιατί τα πεύκα, από τον χρόνο μηδέν μέχρι τα πέντε έτη που θα καούν, δεν προλαβαίνουν να κάνουν κουκουνάρια και να παραγάγουν καινούριους σπόρους. Άρα, αν έχουμε τέσσερις μέτριες πυρκαγιές σε μια εικοσαετία, είναι πολύ περισσότερο καταστροφικό από το να έχουμε δύο μεγάλες πυρκαγιές, μία στην αρχή της εικοσαετίας και μία στο τέλος. 

 

Αν η ανθρώπινη επίδραση είναι πολύ συχνή, αν τα δάση στα βουνά γίνονται αιολικά πάρκα, αν τα δάση στα πεδινά γίνονται οικόπεδα, αν πάψει η διαχείριση των δασών και καίγονται κάθε τόσο, τότε ναι, θα πάψουν να υπάρχουν δάση

 

Έχετε διατυπώσει την άποψη ότι «το δάσος της Δαδιάς όπως το ξέραμε δεν θα το ξαναδούμε». 

Είναι απλή αριθμητική. Όταν έχουμε τα δέντρα μαύρης πεύκης στα οποία φώλιαζαν οι μαυρόγυπες και τα οποία ήταν ηλικίας 120, 130 και 150 χρονών, θα χρειαστεί ξανά ανάλογο διάστημα για να προκύψουν αυτά τα δέντρα, αν προκύψουν. Κατά συνέπεια δεν μπορούμε να έχουμε πάλι την οικοφωλεά στο οικοσύστημα το οποίο είχαν διαλέξει οι μαυρόγυπες για να φωλιάσουν και να αναπαραχθούν. Δυστυχώς τα πράγματα μας επιβεβαίωσαν. Ένα μεγάλο μέρος των μαυρογυπών της Δαδιάς έχει μετακινηθεί είτε στη Βουλγαρία είτε στη Μαύρη Θάλασσα. 

 

Πόσο αισιόδοξος είστε για το μέλλον;

Εγώ πιστεύω και το λέω, αν και άλλοι δεν το δέχονται, ότι τα δάση δεν είναι ανανεώσιμος φυσικός πόρος. Είναι ένας πόρος με ημερομηνία λήξεως, και με τους ρυθμούς με τους οποίους βαίνουμε, σε μερικές δεκάδες χρόνια από τώρα δεν θα έχουμε δάση με την έννοια που τα αντιλαμβανόμαστε τώρα. Μπορεί τα μεσογειακά δάση να είναι πυρανθεκτικά, δηλαδή να μπορούν να αναγεννηθούν μετά από πυρκαγιά, αλλά αν η πυρκαγιά είναι πολύ συχνή, αν η ανθρώπινη επίδραση είναι πολύ συχνή, αν τα δάση στα βουνά γίνονται αιολικά πάρκα, αν τα δάση στα πεδινά γίνονται οικόπεδα, αν πάψει η διαχείριση των δασών και καίγονται κάθε τόσο, τότε ναι, θα πάψουν να υπάρχουν δάση ή θα είναι περιορισμένα μόνο στις πολύ ορεινές περιοχές.