Έπειτα από μια πεντηκονταετία θεσμικής σιωπής για τα θύματα του Ολοκαυτώματος και τον εβραϊκό πληθυσμό της που χάθηκε σχεδόν ολοκληρωτικά, η Θεσσαλονίκη έστησε επιτέλους το 1997 το μνημείο του Ολοκαυτώματος, τη «Φλεγόμενη Μενορά» (επτάφωτη λυχνία) του σερβικής καταγωγής γλύπτη και επιζήσαντα του Άουσβιτς Νάνταρ Γκλιντ, στη συμβολή των οδών Παπαναστασίου και Καραμανλή (Νέα Εγνατία).
Ήταν μια λίγο παράδοξη τοποθεσία, καθώς μνημεία τέτοιας σημασίας έχουμε συνηθίσει να τα βλέπουμε σε πιο περίοπτη θέση, στο κέντρο των πόλεων. Ωστόσο η τοποθέτησή του εκεί δικαιολογήθηκε από το γεγονός ότι στην περιοχή βρισκόταν ο συνοικισμός «151», που στη διάρκεια της Κατοχής λειτούργησε ως γκέτο και προθάλαμος για τα στρατόπεδα εξόντωσης. Προτού όμως περάσει καλά καλά μια δεκαετία, το 2006 το μνημείο έφυγε από εκείνη τη θέση επειδή κατασκευάστηκε... πάρκινγκ και μεταφέρθηκε στο κέντρο. Επρόκειτο χωρίς αμφιβολία για μια ανομολόγητη παραδοχή ότι η αρχική χωροθέτηση ήταν λανθασμένη.
Τώρα πια λοιπόν το μνημείο βρισκόταν σε μια κεντρική περιοχή με ιδιαίτερη φόρτιση: την πλατεία Ελευθερίας, όπου οι ναζιστικές δυνάμεις κατοχής στις 11 Ιουλίου 1942 είχαν προχωρήσει στο πρώτο μεγάλο ρατσιστικό πογκρόμ, συγκεντρώνοντας 9.000 Εβραίους άνδρες και υποβάλλοντάς τους σε καψώνια. Και πάλι όμως το γλυπτό δεν τοποθετήθηκε μέσα στην πλατεία, αφού αυτή λειτουργούσε –μαντέψτε– ως πάρκινγκ. Από τη νοτιοανατολική γωνία της έκτασης εκείνης θα περίμενε τα σχέδια ανάπλασης που θα μετέτρεπαν την περιοχή σε χώρο ιστορικής μνήμης – η πλατεία άλλωστε είχε συνδεθεί και με άλλες ιστορικές στιγμές για την πόλη, όπως την Επανάσταση των Νεότουρκων το 1908 και την απαρχή του σύγχρονου τουρκικού κράτους, με ό,τι θα σήμαινε αυτό για την Ελλάδα και τους ελληνικούς πληθυσμούς.
Η στιγμή για την ανάπλαση της πλατείας φάνηκε το 2013 προς στιγμήν πως πλησίαζε… Η σχετική προκήρυξη για την απομάκρυνση των αυτοκινήτων και τον επανασχεδιασμό της πλατείας σε δημόσιο χώρο αναψυχής, συνάντησης και ιστορικής μνήμης έγινε, η κριτική επιτροπή επέλεξε ένα σχέδιο και απέμενε μέσω διαβούλευσης να γίνει η οριστικοποίηση των σχεδίων της ανάπλασης. Σε εκείνη ακριβώς τη φάση, μάλιστα, το Ίδρυμα Χάινριχ Μπελ διοργάνωσε στις 16 Νοεμβρίου 2013 στο δημαρχείο Θεσσαλονίκης δημόσια συζήτηση με θέμα «Μνήμη και δημόσιος χώρος – Η πόλη συζητά με αφορμή τον επανασχεδιασμό της πλατείας Ελευθερίας», η οποία συγκέντρωσε πλήθος κόσμου και είχε σχεδόν συμπέσει με τα εγκαίνια των βραβευθέντων έργων.
Περίπου τρία χρόνια χρειάστηκαν μέχρι να κλείσει το πάρκινγκ και να αρχίσουν κάποιες εργασίες, η εξής μία: το κόψιμο των μεγάλων δέντρων της πλατείας. Ο χώρος ξεχάστηκε πίσω από τις λαμαρίνες για άλλα πέντε (!) χρόνια στα οποία δεν έγινε τίποτε, ενώ η νυν δημοτική αρχή εν μέσω αντιδράσεων ξανάνοιξε το πάρκινγκ το 2021, σηματοδοτώντας έτσι όχι μόνο το πάγωμα των σχεδίων αλλά και ένα οδυνηρό συμβολικό πισωγύρισμα.
Σήμερα, 10 χρόνια μετά τη βράβευση των έργων για τον επανασχεδιασμό της πλατείας Ελευθερίας, 17 χρόνια μετά τη μεταφορά του γλυπτού στο κέντρο της πόλης, 26 χρόνια μετά τα εγκαίνια του μνημείου, και –κυρίως– 80 χρόνια μετά τη μεταφορά των Ελλήνων Εβραίων στα ναζιστικά στρατόπεδα εξόντωσης, η «Φλεγόμενη Μενορά» παραμένει εκτοπισμένη από τα αυτοκίνητα σε μια γωνιά της πλατείας, η Θεσσαλονίκη παραμένει μια πόλη που αδυνατεί να διαχειριστεί ταυτόχρονα ένα ζήτημα κινητικότητας και ένα ζήτημα ιστορικής μνήμης, τα δε θύματα του Ολοκαυτώματος παραμένουν σε ένα είδος αίθουσας αναμονής μέχρι να τους επιτραπεί να εισέλθουν στον χώρο της επίσημης ιστορίας όπως αυτή εκφράζεται σε μια πόλη μέσα από τον δημόσιο χώρο της.