Η φροντίδα (και η έλλειψη αυτής) είναι εγγενής σε όλες τις ανθρώπινες σχέσεις και κλίμακες της καθημερινής ζωής: μπορεί να αναφέρεται στην υλική και συναισθηματική φροντίδα των κοντινότερων ανθρώπων μας, αλλά και στην έμμεση φροντίδα (π.χ. όταν μποϊκοτάρουμε φράουλες από τη Μανωλάδα λόγω των άθλιων εργασιακών συνθηκών), ή ακόμα σε πιο συλλογικές δράσεις που σκοπό έχουν να διατηρήσουν και να «φροντίσουν» τις συλλογικές μας υποδομές, τα κοινά αγαθά και τους απειλούμενους δημοκρατικούς θεσμούς (π.χ. η συμμετοχή στα κοινωνικά ιατρεία και τα αλληλέγγυα σχολεία που αναπτύχθηκαν την προηγούμενη δεκαετία σε διάφορες πόλεις για τη στήριξη όσων βρίσκονταν σε ανάγκη).
Στα ελληνικά η λέξη «φροντίζω» είχε ήδη από τους αρχαίους χρόνους αντίστοιχα ευρύ περιεχόμενο – σήμαινε π.χ. σκέφτομαι, κρίνω, επιμελούμαι, ενδιαφέρομαι. Ωστόσο, η χρήση της πλέον περιορίζεται στην έννοια της περίθαλψης και της μέριμνας, κάτι που συμβαίνει στο σπίτι ή άλλους ιδιωτικούς χώρους και αφορά κυρίως ευάλωτα μέλη της κοινωνίας (παιδιά και ηλικιωμένες/ους) που δεν μπορούν να φροντίσουν τον εαυτό τους. Αυτή η φροντίδα παρέχεται κατά κύριο λόγο από γυναίκες, (κακο)πληρωμένες μετανάστριες και γενικά άτομα που παραμένουν «αόρατα» και έξω από την «παραγωγική» οικονομία.
Ωστόσο, οι αλλεπάλληλες και αλληλένδετες κρίσεις που βιώνουμε σε όλο τον πλανήτη τα τελευταία χρόνια (οικονομική, περιβαλλοντική, πανδημική κ.ά.) έκαναν σαφές ότι η φροντίδα αφορά όλες και όλους. Είναι ενδημική, και απαραίτητη, σε όλες τις ανθρώπινες σχέσεις – από τις πιο οικείες στις πιο επίσημες και θεσμοποιημένες, από τις πιο κοντινές και τοπικές στις πιο μακρινές και παγκοσμιοποιημένες. Με τον ίδιο τρόπο, εξίσου ευρεία πρέπει να είναι και η πολιτική γι’ αυτήν. Γι’ αυτό και ορίζουμε τη φροντίδα με τον ευρύτερο δυνατό τρόπο, ως την ατομική και συλλογική μας ικανότητα να παρέχουμε τις πολιτικές, κοινωνικές, υλικές και συναισθηματικές συνθήκες που επιτρέπουν σε όλες και όλους, συμπεριλαμβανομένων και των μη ανθρώπινων ζωών του πλανήτη, να ευδοκιμούν.