Ο λιγνίτης αποτέλεσε τη ραχοκοκαλιά του συστήματος ηλεκτρισμού της Ελλάδος για δεκαετίες προσφέροντας φτηνή ενέργεια για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Μια σειρά λόγοι όμως θέτουν πλέον επιτακτικά το ζήτημα της σταδιακής και σχεδιασμένης μετάβασης της χώρας σε μια μετα-λιγνιτική εποχή. Οι λόγοι αυτοί έχουν να κάνουν με:
- τις πολιτικές της ΕΕ για το κλίμα και πιο συγκεκριμένα (α) τους στόχους μείωσης εκπομπών για το 2020 και το 2030 και (β) την αυστηροποίηση του Συστήματος Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπής CO2
- τις πολιτικές της ΕΕ για την προστασία της δημόσιας υγείας και ιδιαίτερα την Οδηγία για τις Βιομηχανικές Εκπομπές
- τη σταδιακή εξάντληση των οικονομικά εκμεταλλεύσιμων αποθεμάτων λιγνίτη σε συνδυασμό με την ιδιαίτερα χαμηλή ποιότητά του
- την εντυπωσιακή υπό εξέλιξη μείωση του κόστους των ΑΠΕ καθώς και του κόστους των συστημάτων αποθήκευσης ενέργειας.
Χαρακτηριστικά και καθοριστικά δεδομένα που προκύπτουν από τα παραπάνω, είναι τα εξής:
- Ως αποτέλεσμα της συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις της Οδηγίας Βιομηχανικών Εκπομπών, οι παλιότερες και πιο ρυπογόνες λιγνιτικές μονάδες θα πρέπει να κλείσουν με συνέπεια μετά το 2020 να είναι σε λειτουργία μόνο οι τέσσερις νεώτερες μονάδες συνολικής ισχύος 1.142 MW και οι οποίες θα πρέπει να κλείσουν το αργότερο το 2045.
- Ως αποτέλεσμα των πρόσφατων αποφάσεων της ΕΕ για το Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπής, όλοι οι αναλυτές συμφωνούν πως η τιμή του δικαιώματος θα έχει μια αυξητική τροχιά από περίπου 7€/tCO2 σήμερα στα περίπου 30€ το 2030 και πιθανά πάνω από 100€ το 2050. Αυτό σημαίνει πως σε περίπτωση που κατασκευαστεί νέα λιγνιτική μονάδα, αυτή θα χάσει το ανταγωνιστικό της πλεονέκτημα απέναντι σε μονάδες φυσικού αερίου ίσως ήδη από το 2030.
Παρόλα αυτά η ενεργειακή πολιτική της χώρας -σε συνδυασμό με την ανεπαρκή και στρεβλή απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας που διατηρεί την ΔΕΗ ως τον κεντρικό παίκτη στο Σύστημα ηλεκτρικής ενέργειας (με μερίδια 64% στην παραγωγή και 98% στην προμήθεια) -δείχνει να αγνοεί την αναπόδραστη πραγματικότητα της επερχόμενης μετάβασης σε μια μετα-λιγνιτική εποχή. Με τη σταθερή υποστήριξη διαδοχικών κυβερνήσεων η εταιρεία αντί να αποδεχτεί τα νέα δεδομένα και να προετοιμαστεί έγκαιρα ζητούσε συνεχώς παρατάσεις και εξαιρέσεις για τη συμμόρφωση των λιγνιτικών της μονάδων με τις όλο και αυστηρότερες ευρωπαϊκές προδιαγραφές. Είναι χαρακτηριστικό πως τα στελέχη της ΔΕΗ που αποτελούσαν την πλειονότητα της εθνικής αντιπροσωπείας της Ελλάδας στις ομάδες εργασίας της ΕΕ στο πλαίσιο της “Διαδικασίας της Σεβίλλης” για την αναθεώρηση της Οδηγίας για τις Βιομηχανικές Εκπομπές, πίεζαν συνεχώς για υιοθέτηση των χαλαρότερων δυνατών ορίων.
Σε αντίθεση με τις απαιτήσεις και τις τάσεις της εποχής για μείωση των επενδύσεων στα ορυκτά καύσιμα, η ΔΕΗ με την πλήρη υποστήριξη όλων των κυβερνήσεων, κάνει ό,τι μπορεί για να εξασφαλίσει τη διαιώνιση του λιγνίτη: έχει εκφράσει την επιθυμία για παράταση της λειτουργίας των παλιών λιγνιτικών μονάδων, ενώ έχει ανακοινώσει τα σχέδιά της για κατασκευή 2 νέων λιγνιτικών μονάδων, την Πτολεμαϊδα-5 ισχύος 660MW και τη Μελίτη-2 ισχύος 450MW. Η πρώτη από αυτές ολοκλήρωσε πρόσφατα την αδειοδοτική διαδικασία και η κατασκευή της είναι έτοιμη να ξεκινήσει, με χρηματοδότηση από την Γερμανική τράπεζα επενδύσεων KfW. Ίσως πιο ανησυχητική είναι η δημόσια έκκληση της ΔΕΗ προς την κυβέρνηση να εξασφαλίσει από την ΕΕ εξαίρεση του ελληνικού τομέα ηλεκτρισμού από την υποχρέωση αγοράς των δικαιωμάτων εκπομπής στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Συστήματος Εμπορίας.
Το αν και κατά πόσο είναι οικονομικά ανταγωνιστική η κατασκευή νέων λιγνιτικών μονάδων, εξετάζει πρόσφατη τεχνικο-οικονομική μελέτη του WWF-Ελλάς («Πτολεμαΐδα V και Μελίτη II - Έκθεση Οικονομικής Βιωσιμότητας των νέων λιγνιτικών Μονάδων», 2013). Η έκθεση καταλήγει πως ακόμα και αν δε ληφθεί καθόλου υπόψη το εξωτερικό κόστος στην κοινωνία και το περιβάλλον από τη λειτουργία τους, ο οικονομικός βαθμός απόδοσης (IRR) είναι αρνητικός σε περίπτωση που κατασκευαστούν και οι δύο μονάδες και οριακά επιθυμητός σε περίπτωση που κατασκευαστεί η μία από αυτές.