Έλλειψη εμπιστοσύνης και έλλειμμα κοινωνικού κεφαλαίου

ΑΝΑΛΥΣΗ

«Έλλειψη εμπιστοσύνης» και «έλλειμμα κοινωνικού κεφαλαίου» είναι από τα βασικά ευρήματα που διαπιστώνει η καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου στο ΑΠΘ Λίνα Παπαδοπούλου, ερμηνεύοντας την έρευνα κοινής γνώμης «Πολίτες και πολιτεία: Εμπιστοσύνη, ανισότητα ευκαιριών, πολιτική συμμετοχή» της εταιρείας Kapa Research για το Ίδρυμα Χάινριχ Μπελ – Γραφείο Θεσσαλονίκης. Η ίδια καταλήγει στο συμπέρασμα πως «χωρίς ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο, μια νέα κοινωνική συμφωνία εμπιστοσύνης, η δημοκρατία κινδυνεύει να καταστεί τυπική και φαινομενική, όχι ουσιαστική».

Opinion poll Papadopoulou

I. Εισαγωγή – Το πλαίσιο της έρευνας

Η έρευνα της Kapa Research για το Ίδρυμα Χάινριχ Μπελ – Γραφείο Θεσσαλονίκης επιδιώκει να αποτυπώσει τη σχέση των Ελλήνων πολιτών με την πολιτεία και τους θεσμούς, εστιάζοντας σε τρεις βασικές διαστάσεις που πυροδοτούν την έλλειψη εμπιστοσύνης: στην (αν)ισότητα ευκαιριών, τη διαφθορά και την πολιτική συμμετοχή. Διεξήχθη σε μια περίοδο σχετικής οικονομικής σταθερότητας και επιφανειακής, τουλάχιστον, «κανονικότητας» αλλά και έντονης θεσμικής κόπωσης, μετά από δεκαπενταετία κρίσεων – οικονομικής, υγειονομικής και θεσμικής. Το ζητούμενο αυτής της αποτίμησης είναι να κατανοηθεί γιατί η εμπιστοσύνη στους θεσμούς παραμένει τόσο χαμηλή, ποιοι παράγοντες τροφοδοτούν την αίσθηση αδικίας και πώς όλα αυτά επηρεάζουν τη συμμετοχή των πολιτών στη δημοκρατική διαδικασία.

1. Η κρίση εμπιστοσύνης

Η κεντρική διαπίστωση της έρευνας –η οποία έρχεται να επιβεβαιώσει και άλλες ομοειδείς από άλλες εταιρείες και φορείς– είναι ότι η εμπιστοσύνη των πολιτών προς τους θεσμούς βρίσκεται σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Αν μας επιτρέπεται να ομαδοποιήσουμε τις θετικές απαντήσεις [εμπιστεύομαι πολύ ή αρκετά] και τις αρνητικές [εμπιστεύομαι λίγο ή καθόλου], τότε θετικό ισοζύγιο εμπιστοσύνης (>50%) απολαύει μόνον ο στρατός (64% θετικές γνώμες έναντι 33% αρνητικών). Ακολουθούν –αλλά πάντως με μικρότερα του 50% ποσοστά– η αστυνομία (45%), η κυβέρνηση ως θεσμός (34%), οι ανεξάρτητες αρχές (29%), η δικαιοσύνη ως σύστημα (28%), η εκκλησία (28%), η τοπική αυτοδιοίκηση (25%). Λιγότεροι από το ένα τέταρτο εμπιστεύονται πολύ ή αρκετά τις δημόσιες υπηρεσίες (24%), την αξιωματική αντιπολίτευση ως θεσμό (23%), το κοινοβούλιο (21%), το τραπεζικό σύστημα (15%), τα πολιτικά κόμματα (12%), τις συνδικαλιστικές οργανώσεις (11%) και τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης (8%). Πρωταθλητές στην αμιγώς αρνητική (δεν εμπιστεύομαι καθόλου) τοποθέτηση των πολιτών απέναντί τους είναι τα ΜΜΕ (60%), το τραπεζικό σύστημα (56%), οι συνδικαλιστικές οργανώσεις (55%), τα πολιτικά κόμματα (51%), το κοινοβούλιο και η αξιωματική αντιπολίτευση (47%), η εκκλησία (44%), η δικαιοσύνη (43%) και η κυβέρνηση (41%). 

Φαίνεται με μια πρώτη ματιά ότι περισσότερη εμπιστοσύνη απολαύει ο θεσμός που είναι μακριά από την πολιτική και κομματική αντιπαράθεση: ο στρατός, που η ίδια του η λειτουργία απαιτεί τη μη πολιτικοποίηση. Από την άλλη, ίσως το ίδιο το πολιτικό σύστημα επιδεικνύει κάποιον μεγαλύτερο σεβασμό απέναντι στον στρατό, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τις περισσότερες βαθμίδες του. Ωστόσο, σε ένα αξιόπιστο κράτος θα αναμενόταν και ο στρατός να χαίρει ακόμη μεγαλύτερης εμπιστοσύνης, καθώς η δική του αξιοπιστία αποτελεί εχέγγυο για την ίδια την ύπαρξη του κράτους. Αξιοσημείωτη είναι εδώ και η διαφορά 11 μονάδων (%) με τους άνδρες να εμπιστεύονται κατά 70% τον στρατό, στον οποίο οι ίδιοι, κατά βάση, υπηρετούν. Το γενικό ποσοστό μειώνεται, πάντως, στο μόλις 53% για τους νέους 17-34 χρόνων. 

Σχετικά μεγάλο είναι το ποσοστό που εμπιστεύεται και την αστυνομία, που επίσης, ως σκληρός πυρήνας του κράτους, είναι σημαντική για την εσωτερική ασφάλεια των πολιτών, με το ποσοστό και πάλι να πέφτει στο 33% για τους νέους (17-34 χρόνων). Πάντως, και εδώ επιθυμητό θα ήταν ένα πολύ υψηλότερο ποσοστό, εφόσον πρόκειται για μια υπηρεσία που αφορά την πιο αρχαϊκή αποστολή του κράτους, τη διαφύλαξη των αγαθών κάθε κατοίκου της χώρας, με τρόπο που κανείς άλλος δεν μπορεί να παράσχει. 

Στο τρίπτυχο του σκληρού πυρήνα του κράτους, και παρότι απομακρυσμένη ιδεοτυπικά από την πολιτική, η δικαιοσύνη βρίσκεται δυστυχώς αρκετά χαμηλά (28%) στα ποσοστά εμπιστοσύνης. Αυτή η δυσπιστία είναι ιδιαιτέρως προβληματική, ενόψει του ρόλου και της σημασίας της. Σε αυτό συντελεί, θα τολμούσα να υποθέσω, όχι τόσο η αμφισβήτηση των αποτελεσμάτων και της ανεξαρτησίας της όσο οι τεράστιες χρονοκαθυστερήσεις, που φτάνουν συχνά στα όρια της αρνησιδικίας, αφήνοντας έκθετους τους διαδίκους σε μακροχρόνια ταλαιπωρία και εκκρεμότητα που αναστατώνει τη ζωή τους και συχνά την οικονομική τους κατάσταση. Οι συνεχείς αναβολές, για τις οποίες συχνά ευθύνονται οι ίδιοι οι διάδικοι και οι δικηγόροι τους, αλλά τους τις επιτρέπει το δικονομικό δίκαιο, αλλά και οι καθυστερήσεις στην έκδοση αποφάσεων, η γραφειοκρατία που επιβαρύνει με αποδεικτικά έγγραφα (που συχνά έχουν ήδη κατατεθεί) και, τέλος, η απουσία επαρκών και αποτελεσματικών μηχανισμών αποτροπής της δικαστικής προσφυγής με εξωδικαστική επίλυση διαφορών, είτε μέσω της διοίκησης (που πρέπει να μάθει να διαβάζει τον νόμο) είτε μέσω του θεσμού του Συνηγόρου του Πολίτη (για διοικητικές υποθέσεις) είτε μέσω διαιτητών συμπληρώνουν το παζλ των αιτίων και ταυτόχρονα εκείνο των πιθανών λύσεων του προβλήματος. Συχνά, επίσης, η δικαιοσύνη «χρεώνεται» ελλείμματα πολιτικών αποφάσεων, ιδίως σε περιπτώσεις που κάνουν πρωτοσέλιδα, όπου δεν της δίνεται καν η δυνατότητα να αποφασίσει, όταν για παράδειγμα υπουργός (νυν ή πρώην) δεν παραπέμπεται καν να εξεταστεί για τυχόν ποινικές του ευθύνες, λόγω της μη κίνησης εκ μέρους της Βουλής (με απόφαση της πλειοψηφίας της) της διαδικασίας αναζήτησης τυχόν ποινικής ευθύνης υπουργών.

Παρότι η έρευνα εστιάζει στην κυβέρνηση και την αξιωματική αντιπολίτευση ως θεσμούς, είναι προφανές από τη διασπορά των απαντήσεων –και μάλλον δεν θα μπορούσε να είναι και αλλιώς– ότι οι πολίτες εμπιστεύονται σε μικρά ποσοστό και τη μία και την άλλη (34% και 23% αντίστοιχα), επηρεαζόμενοι όμως και από την τωρινή τους σύνθεση, όπως αποτυπώνεται στη διακύμανση σε σχέση με την πολιτική τους τοποθέτηση (οι κεντροδεξιοί ψηφοφόροι δίνουν 66% στην κυβέρνηση ενώ οι αριστεροί μόνον 13%, από την άλλοι οι κεντροαριστεροί 39% στην αξιωματική αντιπολίτευση).

Τα ποσοστά εμφανίζονται πολύ αποκαρδιωτικά σε ό,τι αφορά το κοινοβούλιο (21%), τα κόμματα (12%), και τις συνδικαλιστικές οργανώσεις (11%), που συγκεντρώνουν εξαιρετικά χαμηλά ποσοστά εμπιστοσύνης. Η έλλειψη αυτή της πεποίθησης ότι οι θεσμοί αυτοί θα αποδώσουν και θα είναι αποτελεσματικοί αντανακλά, βεβαίως, μια απαξίωση όχι μόνον αυτών αλλά και των ίδιων μας των εαυτών, δεδομένου ότι αυτοί είναι οι πιο συμμετοχικοί και αντιπροσωπευτικοί θεσμοί. Εκεί δηλαδή που εμείς οι ίδιοι μπορούμε άμεσα να συμμετέχουμε (πολιτικά κόμματα, συνδικαλιστικές οργανώσεις) ή μέσω εκλογών να αντιπροσωπευτούμε εναποθέτουμε εντέλει τις λιγότερες ελπίδες επίλυσης των προβλημάτων μας. Άρα, εκφράζουμε μία δυσπιστία προς εμάς τους ίδιους· αντίθετα, στα πιο «κλειστά δώματα» του στρατού, για το οποίο –ευλόγως, ίσως, και για λόγους εθνικής ασφάλειας– γνωρίζουμε λιγότερα, εναποθέτουμε περισσότερες ελπίδες και προσδοκίες. 

2. Πώς μπορεί να εξηγηθεί η έλλειψη εμπιστοσύνης; 

Η απώλεια εμπιστοσύνης δεν είναι στιγμιαίο φαινόμενο ούτε και αποκλειστικά ελληνικό – αν και στην Ελλάδα, η έλλειψη αυτή, που συνιστά ένα έλλειμμα κοινωνικού κεφαλαίου, είναι εντονότερη από άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η μειωμένη αυτή εμπιστοσύνη αντανακλά μια συσσωρευμένη απογοήτευση, που έχει τις ρίζες της στην έλλειψη εμπιστοσύνης μεταξύ των κατοίκων της χώρας, δηλαδή ήδη στην ιδιωτική κοινωνία, όπου ελλείπει ο προσανατολισμός προς το δημόσιο συμφέρον και είναι έντονη η ενασχόληση προς το ατομικό κέρδος, ακόμη και με παραβίαση ή παράβλεψη του νόμου, που συχνά υπάρχει αλλά δεν τηρείται. Κατ’ αποτέλεσμα, οι πολίτες επιλέγουν σε μεγάλο βαθμό πολιτικούς που ανταποκρίνονται στην προσδοκία πελατειακών δικτύων. Η βιβλιογραφία (βλ. π.χ. Christos J. Paraskevopoulos, 2007. "Social Capital and Public Policy in Greece," GreeSE – Hellenic Observatory Papers on Greece and Southeast Europe 09, Hellenic Observatory, LSE. https://www.lse.ac.uk/Hellenic-Observatory/Assets/Documents/Publications/GreeSE-Papers/GreeSE-No09.pdf) επισημαίνει ότι ήδη πριν την κρίση υπήρχαν δομικά προβλήματα κοινωνικής εμπιστοσύνης –οικογενειοκρατία, πελατειακές σχέσεις– αλλά αυτά δεν είχαν πλήρως εκδηλωθεί ως κατακρήμνιση εμπιστοσύνης στους θεσμούς. Αυτά λειτουργούσαν εν πολλοίς μέχρι τη μεγάλη παγκόσμια οικονομική και δημοσιονομική κρίση του 2008. Στην περίοδο 2007-2010 ξεκινά η σημαντική πτώση εμπιστοσύνης στους εθνικούς θεσμούς (όπως δείχνει το Ευρωβαρόμετρο), ειδικά από το 2008 και μετά καθώς επιδεινώνονται οικονομικοί δείκτες και ακολουθούν μέτρα λιτότητας. 

Από το 2009-10 που η κρίση αυτή έρχεται –και μάλιστα με ιδιαίτερη ένταση και καταστροφικότητα– και στην Ελλάδα, οι μηχανισμοί πελατειακής εξυπηρέτησης παύουν να έχουν τις απαραίτητες πηγές (δανεισμού), για να εξυπηρετήσουν όπως μέχρι πρότινος. Ταυτόχρονα, το πολιτικό προσωπικό και οι οικονομικές ελίτ δεν διευκολύνουν ή αντίστοιχα παρεμποδίζουν απαραίτητες μεταρρυθμίσεις στο άνοιγμα της αγοράς, τη λογοδοσία, τον πραγματικό και υγιή ανταγωνισμό για καλύτερη ποιότητα και φθηνότερες τιμές προϊόντων και υπηρεσιών και την άνοδο των αποδοχών των εργαζομένων, τις πολιτικές προστασίας και αποτροπής της υποβάθμισης του αστικού και φυσικού περιβάλλοντος, όπως συμβαίνει σε άλλες χώρες, ιδίως της βόρειας Ευρώπης. Έτσι, από τη μια μειώνεται η κλασική πηγή νομιμοποίησης εκ του αποτελέσματος (output legitimacy), η πελατειακή εξυπηρέτηση προνεωτερικής προέλευσης, και από την άλλη αυτή δεν αντικαθίσταται με πιο μοντέρνους μηχανισμούς αποτελεσματικότητας με όρους ίσους και διαφανούς ανταπόκρισης στις κοινωνικές ανάγκες όλης της κοινωνίας. Κατ’ αποτέλεσμα, ενισχύεται η αίσθηση ότι το πολιτικό σύστημα δεν ανανεώνεται, ότι τα σκάνδαλα επαναλαμβάνονται χωρίς συνέπειες και ότι οι θεσμοί λειτουργούν περισσότερο ως μηχανισμοί αυτοπροστασίας παρά ως εγγυητές δικαιοσύνης.

Αυτή η κρίση εμπιστοσύνης έχει και ταξικά χαρακτηριστικά: τα πιο εύπορα στρώματα δείχνουν ελαφρώς μεγαλύτερη εμπιστοσύνη, καθώς αισθάνονται ότι μπορούν να επιβιώσουν ανεξάρτητα από τη λειτουργία του κράτους, ενίοτε και στο περιθώριο των νόμων (καθώς η φοροδιαφυγή και φοροαποφυγή είναι μεν οριζόντιο φαινόμενο, αλλά αποδίδει περισσότερα στις ανώτερες τάξεις), ενώ τα χαμηλότερα στρώματα βιώνουν καθημερινά την αδικία και την αναποτελεσματικότητα των δημόσιων υπηρεσιών. 

3. Αποτυχία του κράτους σε κρίσιμους τομείς πολιτικής 

Αυτό αποτυπώνεται στην τρίτη ενότητα της έρευνας (σελ. 18 κ.εξ.), που αφορά τις επιδόσεις του κράτους σε κρίσιμους τομείς πολιτικής, όπου μόνον η τεχνολογία έχει ένα θετικό ισοζύγιο (μόλις 52%). Αυτό οφείλεται μάλλον στην ψηφιοποίηση πολλών υπηρεσιών και στη θετική εμπειρία της κοινωνίας κατά τη διάρκεια της πανδημίας σε ό,τι αφορά τους εμβολιασμούς, όπου η οργάνωση ήταν όντως υποδειγματική και, ως προς αυτό, πρωτόγνωρη για το ελληνικό κράτος. 

Αντίθετα, σε ό,τι αφορά τις υποδομές (οδικό δίκτυο, συγκοινωνίες, 34%), την ενέργεια, όπου οι τιμές είναι πολύ υψηλές σε σύγκριση με όλες τις χώρες της ΕΕ, ιδίως με αναφορά στην πραγματική αγοραστική δύναμη των κατοίκων κάθε χώρας (28%), την υγεία, όπου το Εθνικό Σύστημα στερείται ολοένα και περισσότερους υλικούς και ανθρώπινους πόρους (27%), την οικονομία (26%), όπου το σύστημα παραμένει εν πολλοίς πελατειακό και κρατικοδίαιτο, την παιδεία (24%), με τη μεγάλη εξάπλωση των ιδιωτικών σχολείων και της παραπαιδείας, δηλαδή των φροντιστηρίων, που απορροφούν τεράστιο μέρος του οικογενειακού εισοδήματος, το μεταναστευτικό (23%), όπου λείπουν οι αποτελεσματικές και ενεργητικές πολιτικές ένταξης των μεταναστών στην οικονομία και την κοινωνία, και τη στέγαση (17%), τα ποσοστά εμπιστοσύνης ότι το κράτος αποδίδει αποτελεσματικά και ικανοποιητικά είναι πολύ χαμηλά. Κατ’ αποτέλεσμα όλων των υπολοίπων, η απόκτηση (πολλών) παιδιών καθίσταται δύσκολη, μια και αυτό είναι κάτι που κοστίζει πολύ. Ταυτόχρονα, η ελληνική κοινωνία αυξάνει συνεχώς τις απαιτήσεις και προσδοκίες από τους γονείς, που καλούνται, όμως, να αντεπεξέλθουν σε αυτές αυτοδυνάμως, χωρίς επαρκή υποστήριξη από το κράτος. Είναι μάλιστα αξιοσημείωτο ότι η νέα γενιά (17-34 χρόνων) έχει πολύ χειρότερη εικόνα, ίσως επειδή έχει υψηλότερες απαιτήσεις, έχοντας πιθανόν ζήσει περισσότερο και στο εξωτερικό και κάνοντας συγκρίσεις. Ομοίως και εδώ καταγράφονται οι ταξικές διακρίσεις, καθώς περισσότερο απογοητευμένοι από τις επιδόσεις του κράτους εμφανίζονται –ευλόγως– όσοι δυσκολεύονται ή δεν τα βγάζουν πέρα με τις οικονομικές τους υποχρεώσεις. Είναι προφανές ότι η υποβάθμιση των δημόσιων πολιτικών ευνοεί την ιδιωτική πρωτοβουλία στους αντίστοιχους τομείς και άρα κάνει κάποιους πιο άνετα οικονομικά, που έτσι βρίσκονται και σε καλύτερη μοίρα, έχοντας τη δυνατότητα να αγοράσουν πιο ακριβά τα αντίστοιχα αγαθά στον ιδιωτικό τομέα. 

II. Τα τρία «μέτωπα»

1. Ανισότητα ευκαιριών – Το αίσθημα αδικίας

Η τέταρτη ενότητα της έρευνας (σελ. 29 κ.εξ.) αφορά τα συναισθήματα που περιγράφουν την προσωπική κατάσταση και συνέχονται με το πώς οι πολίτες αντιλαμβάνονται την ισότητα ευκαιριών στην Ελλάδα. Τα συναισθήματα που κυριαρχούν είναι η απογοήτευση (54%, με 69% στους νέους), η ανησυχία, ο φόβος και η απαισιοδοξία (54%, με 67% στους νέους) και ο θυμός (46%), ενώ ακολουθεί η αδικία με 37%. Όλα δηλαδή αρνητικά συναισθήματα, με πιο επικίνδυνο ίσως εκείνο του θυμού, που μπορεί να οδηγήσει σε αρνητικές συμπεριφορές και έκνομες πράξεις. Τα μεγαλύτερα ποσοστά ευτυχίας εντοπίζονται στους νέους (11%). Περισσότερη ικανοποίηση νιώθουν (23%) όσοι ψήφισαν ΝΔ στις εκλογές του 2023, ενώ η απογοήτευση εκφράζεται από περισσότερους ψηφοφόρους ΣΥΡΙΖΑ. Τα αισθήματα αδικίας συνοδεύουν και την αξιολόγηση της φορολογίας, με πρωταθλήτριες εδώ τις γυναίκες ηλικίας 35-54 ετών (που σε ποσοστό 56% βρίσκουν σίγουρα άδικη τη φορολογία), έχοντας ίσως πιο άμεση γνώση όλων των υπέρογκων εξόδων για το σπίτι και τα δημόσια αγαθά, ιδίως για τα παιδιά που ανατρέφουν αλλά και τις ίδιες, την ίδια στιγμή που οι ίδιες κατεξοχήν προσφέρουν απλήρωτη εργασία για το νοικοκυριό, την επιμέλεια των ανήλικων και των ηλικιωμένων και πιο ευάλωτων μελών της οικογένειας. 

Η ανισότητα ευκαιριών εκδηλώνεται σε πολλαπλά επίπεδα:

  • Εκπαιδευτικά: Η ποιότητα της εκπαίδευσης θεωρείται άνιση, με μεγάλες διαφορές μεταξύ κέντρου και περιφέρειας, δημόσιου και ιδιωτικού τομέα.
  • Εργασιακά: Οι νέοι πιστεύουν ότι η αγορά εργασίας λειτουργεί με πελατειακά ή οικογενειακά κριτήρια.
  • Κοινωνικά: Η κοινωνική κινητικότητα είναι πλέον σχεδόν ανύπαρκτη· όσοι γεννιούνται σε φτωχά στρώματα δύσκολα βελτιώνουν τη θέση τους.

Η ανισότητα αυτή τροφοδοτεί ένα γενικευμένο αίσθημα αδικίας. Οι πολίτες αισθάνονται πως το κράτος δεν είναι ουδέτερος διαιτητής, αλλά ένας μηχανισμός που εξυπηρετεί συγκεκριμένα συμφέροντα. Η διαφθορά, η γραφειοκρατία και η έλλειψη αξιοκρατίας αποτελούν τους βασικούς παράγοντες που ενισχύουν αυτό το αίσθημα. Αξιοσημείωτο είναι ότι η έννοια της ισότητας ευκαιριών συνδέεται περισσότερο με την ανάγκη δικαιοσύνης και λιγότερο με την ισότητα αποτελέσματος: οι πολίτες δεν ζητούν «εξίσωση» αλλά δίκαιο σύστημα κανόνων, όπου η προσπάθεια και η αξία αναγνωρίζονται.

2. Διαφθορά και λογοδοσία

Η μεγαλύτερη ίσως απόδειξη ότι το ελληνικό κράτος είναι αποτυχημένο –με συμμετοχή αν όχι έγκριση του μεγαλύτερου μέρους της κοινωνίας, βεβαίως– είναι η απάντηση στο ερώτημα (σελ. 130) σχετικά με τη διάδοση τη διαφθοράς στη χώρα, στην οποία το 72% θεωρεί ότι είναι πολύ διαδεδομένη και το 25% αρκετά, αφήνοντας μόνον ένα 2% να βλέπει λίγη διαφθορά. Εδώ καταγράφεται μια διαφορά μεταξύ αυτών που είναι σχετικά άνετοι οικονομικά, οι οποίοι βλέπουν ότι η διαφθορά είναι πολύ διαδεδομένη «μόνον» κατά 53%, έναντι 84% όσων δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα, ίσως ακριβώς επειδή οι πρώτοι μετέχουν σχετικά περισσότερο στο φαινόμενο και έτσι ευνοούνται οικονομικά. Μάλιστα το 45% έχει βιώσει ή έχει υπάρξει μάρτυρας περίπτωσης διαφθοράς. 

Η έρευνα καταγράφει ένα βαθύ ρήγμα μεταξύ πολιτών και κράτους, εστιασμένο στην εμπειρία της διαφθοράς. Το φαινόμενο θεωρείται εκτεταμένο και σχεδόν κανονικοποιημένο. Κατά το μεγαλύτερο ποσοστό το πρόβλημα της διαφθοράς εντοπίζεται στην εκμετάλλευση δημόσιων πόρων, εθνικών ή ευρωπαϊκών, για προσωπικό όφελος. Βέβαια, οι ίδιοι οι πολίτες δεν είναι όλοι αθώοι αυτής της κανονικοποιημένης κατάστασης, αλλά εν πολλοίς μετέχουν στην παρα-οικονομία. Διότι το πελατειακό κράτος και ο κρατικοδίαιτος καπιταλισμός στηρίζεται σε διεφθαρμένους πολιτικούς αλλά και ιδιώτες, που για να αποφύγουν την υπερφορολόγηση, έναντι υποβαθμισμένων δημόσιων υπηρεσιών, καταφεύγουν στη «μαύρη οικονομία». 

Πολύ έντονη είναι και η αίσθηση διαφθοράς σχετικά με τη δικαιοσύνη και τη δωροδοκία στις δημόσιες υπηρεσίες (π.χ. οικοδομικές άδειες) (και στα δύο 39%), στους πολιτικούς (37%), στον τύπο και τα ΜΜΕ (35%) και τις πολιτικές παρεμβάσεις για ευνοϊκή μεταχείριση (31%). Κάτι που παραξενεύει εδώ είναι ότι διαφθορά στη δικαιοσύνη βλέπει μόνον το 27% των ψηφοφόρων της ΝΔ αλλά το 58% του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ, αντίστροφα, δωροδοκία και παράνομες πληρωμές σε δημόσιες υπηρεσίες βλέπει το 52% των ψηφοφόρων της ΝΔ αλλά μόνον το 23% των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ. 

Ωστόσο, η πολιτική διαφθορά θεωρείται η πλέον αποσταθεροποιητική. Η αίσθηση ότι τα πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα λειτουργούν ως ένα «κλειστό σύστημα» που ελέγχει την ενημέρωση και τη νομοθέτηση οδηγεί σε συναισθήματα ματαιότητας και αποξένωσης. Η απουσία λογοδοσίας είναι καθοριστικός παράγοντας αυτής της κρίσης. Οι πολίτες θεωρούν ότι «κανείς δεν πληρώνει ποτέ» για σφάλματα, παραλείψεις ή καταχρήσεις εξουσίας. Εντούτοις, ο δημόσιος λόγος περί «μεταρρυθμίσεων» ή «εκσυγχρονισμού» αντιμετωπίζεται με σκεπτικισμό και κυνισμό.

3. Πολιτική συμμετοχή 

Στην 8η ενότητα το ερώτημα που τίθεται είναι τι θα ενεργοποιούσε την ενασχόληση με τα κοινά. Εδώ διαφαίνεται ότι, παρά την απαξίωση του πολιτικού συστήματος, δεν υπάρχει πλήρης αδιαφορία εκ μέρους των πολιτών. Έτσι, σχεδόν οι μισοί (47%) δηλώνουν ότι «ένα νέο κόμμα που θα εκπροσωπούσε καλύτερα ανθρώπους σαν κι εμένα» θα τους κινητοποιούσε. Ιδίως, η απάντηση αυτή ισχύει για όσους δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα οικονομικά και τους μικρομεσαίους, δείχνοντας ότι είναι κυρίως οι φτωχότεροι που υποεκπροσωπούνται κομματικά. Ωστόσο, η πληθώρα κομμάτων σε όλο το πολιτικό και ιδεολογικό φάσμα και η πολυμέρεια των κομμάτων αυτών στο εσωτερικό τους θα μπορούσε να θέσει ένα ερωτηματικό στην απάντηση αυτή. Το έλλειμμα αυτό με πολιτικούς όρους εντοπίζεται περισσότερο μεταξύ των κεντροαριστερών πολιτών και των ψηφοφόρων ΣΥΡΙΖΑ (64%), και πολύ λιγότερο μεταξύ των κεντροδεξιών (27%), δείχνοντας και τη σχετική απογοήτευση στον χώρο της κεντροαριστεράς και ειδικότερα του συγκεκριμένου κόμματος στη σημερινή συγκυρία. 

Βεβαίως, για να είμαστε δίκαιοι, πρέπει να διακρίνουμε (παρότι, όπως όλα και εδώ μιλάμε για φάσμα επιλογών και όχι για άσπρο-μαύρο) μεταξύ όσων απλώς ιδιωτεύουν, όντας απογοητευμένοι και αποσυρμένοι, που θεωρούν ότι τίποτα δεν αλλάζει και περιορίζονται στην ιδιωτική σφαίρα, και όσων παραμένουν ενεργοί αλλά εκτός πολιτικής κοινωνίας, επιλέγοντας μορφές συμμετοχής εκτός κομμάτων και εκλογών, όπως τοπικές πρωτοβουλίες, περιβαλλοντικά κινήματα, δράσεις αλληλεγγύης κλπ. 

Η εκλογική αποχή αυξάνεται, κυρίως στους νέους, είτε λόγω αδιαφορίας είτε ως έκφραση δυσπιστίας: η ψήφος δεν θεωρείται πλέον εργαλείο αλλαγής. Αντίθετα, υπάρχει κάπως πιο θετική, αν και όχι πάντοτε ενεργητική, στάση προς μορφές συμμετοχικής δημοκρατίας –δημοψηφίσματα, διαβουλεύσεις, συμμετοχικούς προϋπολογισμούς— που δίνουν αίσθηση άμεσης επιρροής.

Η έρευνα δείχνει επίσης ότι οι γυναίκες και οι νέοι είναι περισσότερο ευαισθητοποιημένοι σε ζητήματα περιβάλλοντος, ισότητας φύλων και κοινωνικής δικαιοσύνης, αλλά λιγότερο αισιόδοξοι για την ικανότητα των θεσμών να ανταποκριθούν.

III. Η οικοδόμηση της κοινωνικής εμπιστοσύνης αναγκαία προϋπόθεση ευημερίας 

Το τεράστιο έλλειμμα κοινωνικής εμπιστοσύνης, δηλαδή η πίστη ότι «οι άλλοι άνθρωποι είναι αξιόπιστοι», που διατρέχει κράτος και κοινωνία, και άρα το έλλειμμα κοινωνικού κεφαλαίου σε συνάρτηση με την κανονικοποίηση της διαφθοράς, συνιστά σήμερα ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα, αν όχι την πηγή όλων των μεγάλων προβλημάτων της χώρας. Οι Έλληνες εμπιστεύονται περισσότερο την οικογένεια και το άμεσο περιβάλλον τους, λιγότερο τους «άλλους» ή τις συλλογικές δομές. Αυτό αποδίδεται στη μακρά παράδοση οικογενειοκρατίας, πελατειακών σχέσεων και απογοήτευσης από τις δημόσιες πολιτικές.

Η χαμηλή κοινωνική εμπιστοσύνη συνδέεται άμεσα με τον ατομικισμό και τη δυσκολία συγκρότησης κοινωνικού κεφαλαίου. Όταν οι πολίτες πιστεύουν ότι οι κανόνες δεν ισχύουν για όλους, η συλλογική δράση καθίσταται δυσχερής.

Κάποιες στιγμές αισιοδοξίας είναι ίσως όταν μπορούμε να εντοπίσουμε –ιδίως στη νέα γενιά– στοιχεία αυξανόμενης ευαισθητοποίησης για το περιβάλλον και την κλιματική κρίση, την αντιμετώπιση της ακραίας φτώχειας, τα δικαιώματα των μειονοτήτων, την ανάγκη διαφάνειας στη δημόσια ζωή και τη συμμετοχή των νέων σε καινοτόμες πρωτοβουλίες (π.χ. κοινωνική επιχειρηματικότητα, συμμετοχικοί δήμοι). Οι πολίτες δείχνουν πρόθυμοι να συμμετάσχουν όταν οι διαδικασίες είναι διαφανείς, τοπικές και απτές. Δηλαδή, όταν βλέπουν απτά αποτελέσματα και όχι γενικόλογες υποσχέσεις. Αυτό υποδεικνύει ότι η ανασυγκρότηση της εμπιστοσύνης δεν θα έρθει από πάνω προς τα κάτω, αλλά από τη βάση προς τα πάνω: μέσα από τοπικά δίκτυα, συμμετοχικές πρακτικές και νέες μορφές κοινωνικής οργάνωσης. Χρέος των πολιτικών κομμάτων από την άλλη είναι να αυτοκαθαρθούν και να υπηρετούν το γενικό συμφέρον –από τη δική τους το καθένα ιδεολογική σκοπιά– και όχι ολιγαρχικά συμφέροντα και εκλογικούς τους «πελάτες». Θα βοηθούσαν έτσι στην ωρίμανση του λαού και του κάθε πολίτη ξεχωριστά. 

Προκειμένου να σπάσει ο φαύλος κύκλος, στον οποίο το κράτος θεωρείται από τους πολίτες άδικο και αναποτελεσματικό, ενώ οι πολίτες θεωρούνται από την πολιτεία-κράτος εξ ορισμού παράνομοι και απείθαρχοι, απαιτούνται βήματα όπως: 

  1. Ενίσχυση της λογοδοσίας και ανεξαρτησίας των θεσμών.
  2. Μείωση των ανισοτήτων στην εκπαίδευση, στην υγεία και στην πρόσβαση σε ευκαιρίες.
  3. Ενίσχυση συμμετοχικών μορφών διακυβέρνησης που δίνουν φωνή στους πολίτες.
  4. Καλλιέργεια εμπιστοσύνης μέσω της συνέπειας λόγων και έργων από την πολιτική ηγεσία.

Χωρίς ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο, μια νέα κοινωνική συμφωνία εμπιστοσύνης, η δημοκρατία κινδυνεύει να καταστεί τυπική και φαινομενική, όχι ουσιαστική. Διότι η εμπιστοσύνη δεν είναι δεδομένη· είναι αποτέλεσμα δικαιοσύνης, ισότητας, αποτελεσματικότητας και διαφάνειας. Αυτή είναι και η κεντρική παρακαταθήκη της έρευνας: ότι χωρίς ισότητα ευκαιριών, λειτουργική λογοδοσία και ενεργούς πολίτες, η δημοκρατία παραμένει ένα κέλυφος χωρίς ουσία, η ευημερία διασφαλίζεται μόνον για λίγους, το περιβάλλον υποβαθμίζεται συνεχώς με ορατό τον κίνδυνο της συνολικής κατάρρευσης φύσης, οικονομίας και κοινωνίας.