«Κοινωνικό κατακερματισμό» αλλά και μια «συναισθηματική γεωγραφία της ανισότητας» βλέπει μεταξύ άλλων στοιχείων η επίκουρη καθηγήτρια Πολιτικής Ανάλυσης στο ΕΚΠΑ Λαμπρινή Ρόρη αναλύοντας την έρευνα κοινής γνώμης για τις σχέσεις πολιτείας και πολιτών της εταιρείας Kapa Research για το Ίδρυμα Χάινριχ Μπελ – Γραφείο Θεσσαλονίκης. Όπως επισημαίνει, «η συναισθηματική διαστρωμάτωση, από τα πλέον ανησυχητικά ευρήματα, δείχνει ότι δεν υπάρχει μια κοινή συναισθηματική εμπειρία που να ενώνει την ελληνική κοινωνία, αλλά τείνουν να διαμορφωθούν δύο παράλληλοι κόσμοι: των ‘άνω’ και των ‘κάτω’».
Η πανελλαδική έρευνα της Κάπα Research για το Ίδρυμα Χάινριχ Μπελ (Σεπτέμβριος 2025) αποτυπώνει με εντυπωσιακή ευκρίνεια μια κοινωνία σε βαθιά κρίση εμπιστοσύνης προς τους θεσμούς της, που παράλληλα κυριαρχείται από έντονα αρνητικά συναισθήματα. Η έρευνα έλαβε χώρα σε μια περίοδο που, ενώ η χώρα έχει εξέλθει της δύσκολης και μακράς φάσης της οικονομικής κρίσης της προηγούμενης δεκαετίας, μια σειρά κρισιακών καταστάσεων συνθέτουν το γεωπολιτικό και το εσωτερικό περιβάλλον, με προεξάρχουσα τη μακρά πληθωριστική κρίση με συνέπειες στις τιμές αγαθών και υπηρεσιών, ενώ ταυτόχρονα τα εισοδήματα παραμένουν χαμηλά σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, αλλά και δεδομένου του αυξημένου κόστους ζωής. Η συγκυρία διεξαγωγής της έρευνας κυριαρχείται από το σκάνδαλο για τις παράνομες αγροτικές επιδοτήσεις και τη γεωπολιτική ένταση λόγω των πολέμων στην Ουκρανία και στη Γάζα. Τα ευρήματα αναδεικνύουν την πολύπλοκη σχέση ανάμεσα στις αντιλήψεις για τη λειτουργία της δημοκρατίας, τα συναισθήματα και την πολιτική συμπεριφορά.
Το συναισθηματικό υπόβαθρο της κρίσης
Το συναισθηματικό τοπίο που αναδεικνύεται από την έρευνα είναι καταιγιστικό: το 54% των πολιτών δηλώνει ότι βιώνει ανησυχία, φόβο και απαισιοδοξία, ίσο ποσοστό νιώθει απογοήτευση, το 46% νιώθει θυμό και το 37% αδικία. Αντίθετα, μόλις το 5% αναφέρει ευτυχία και το 3% αίσθημα δικαιοσύνης. Αυτή η συναισθηματική σύνθεση δεν είναι ουδέτερη ως προς την πολιτική συμπεριφορά, αλλά διαμορφώνει ριζικά τον τρόπο που οι πολίτες αντιλαμβάνονται και αλληλεπιδρούν με το πολιτικό σύστημα. Η επιστημονική βιβλιογραφία έχει καταδείξει ότι συναισθήματα όπως ο θυμός, ο φόβος, η απογοήτευση μπορούν να λειτουργήσουν ως κινητήριες δυνάμεις πολιτικής κινητοποίησης, αλλά και ως παράγοντες αποστασιοποίησης. Στην προκειμένη περίπτωση, φαίνεται να επικρατεί το δεύτερο: το αίσθημα της αδικίας συνδέεται με την αντίληψη ότι το σύστημα είναι δομικά άδικο και δεν λειτουργεί προς όφελος όλων ισότιμα, ενώ η κοινωνία καταγράφεται κατακερματισμένη οικονομικά, αλλά και συναισθηματικά.
Η συντριπτική υπεροχή των αρνητικών συναισθημάτων δεν αποτελεί απλώς μια ψυχολογική κατάσταση, αλλά ένα κοινωνικό φαινόμενο με πολιτικές διαστάσεις. Το αίσθημα της αδικίας (37%) λειτουργεί ως συνδετικός κρίκος μεταξύ της προσωπικής εμπειρίας και της κοινωνικοπολιτικής κριτικής. Δεν είναι τυχαίο ότι το αίσθημα αυτό συνδέεται στενά με την αντίληψη ότι η πρόσβαση σε ευκαιρίες και πόρους καθορίζεται όχι από δημοκρατικά κριτήρια αλλά από την οικονομική δυνατότητα και τις διασυνδέσεις.
Η συναισθηματική διαφοροποίηση έχει καταρχάς έντονα διαγενεακά χαρακτηριστικά. Οι νεότεροι (17-34 ετών) βιώνουν πιο έντονα την απογοήτευση (69% έναντι 42% των άνω των 65) και την ανησυχία (67% έναντι 49%). Αυτό δεν αντανακλά μόνο γενεακές διαφορές, αλλά και έλλειψη προσδοκιών. Οι νέοι αντιμετωπίζουν ένα σύστημα που τους υπόσχεται ευκαιρίες μέσω της εκπαίδευσης, αλλά καταλήγουν σε επισφαλή εργασία, συχνά ανεργία και δυσκολίες δημιουργίας οικογένειας ή απόκτησης στέγης. Αντίθετα, οι μεγαλύτεροι σε ηλικία εκφράζουν λίγο υψηλότερη ελπίδα και αισιοδοξία (28% έναντι 21% των νέων), πιθανόν λόγω της οικονομικής σταθερότητας που απέκτησαν σε προηγούμενες δεκαετίες – ένα προνόμιο που φαίνεται να έχει λήξει για τις νεότερες γενιές. Πέραν του οξύμωρου οι νέοι –που εκ των πραγμάτων έχουν περισσότερο χρόνο για να πραγματώσουν τα όνειρά τους– να έχουν λιγότερη ελπίδα και αισιοδοξία από τους 65+, αυτή η διαγενεακή συναισθηματική διαφοροποίηση δημιουργεί ένα ρήγμα στην κοινωνία και εξηγεί εν μέρει γιατί οι νέοι αναζητούν νέες μορφές πολιτικής έκφρασης έξω από τα παραδοσιακά κόμματα ή αποσύρονται από την πολιτική συμμετοχή συνολικά.
Η υποκειμενική προσωπική οικονομική κατάσταση φαίνεται να σχετίζεται με τη συναισθηματική κατάσταση. Όσοι νιώθουν ότι δυσκολεύονται οικονομικά βιώνουν αμείλικτα τα αρνητικά συναισθήματα, με σημαντικές διαφορές σε σχέση με όσους νιώθουν οικονομικά άνετοι: 63% απογοήτευση (έναντι 29% των οικονομικά άνετων), 56% θυμό (έναντι 32%), 59% ανησυχία (έναντι 37%) και κυρίως 48% αδικία (έναντι μόλις 16%). Αυτά τα νούμερα αποκαλύπτουν ότι η οικονομική δυσπραγία δεν είναι απλώς υλική στέρηση, αλλά μετατρέπεται σε δυσθυμία που διαμορφώνει ολόκληρη την αντίληψη για τη ζωή και την κοινωνία. Το γεγονός ότι μόλις 2% όσων δυσκολεύονται αισθάνονται ευτυχία δείχνει πώς η φτώχεια λειτουργεί ως παράγοντας διαμόρφωσης της συνολικής υποκειμενικής ευημερίας. Η οικονομική (αν)ασφάλεια, με άλλα λόγια, λειτουργεί όχι μόνο ως δείκτης υλικής δυνατότητας, αλλά και ως παράγοντας της εσωτερικής ψυχικής κατάστασης και της συναισθηματικής (αν)ισορροπίας.
Και με όρους υποκειμενικού ταξικού «ανήκειν» αποτυπώνεται η συναισθηματική γεωγραφία της ανισότητας. Η εργατική-αγροτική τάξη εμφανίζει τα υψηλότερα ποσοστά απογοήτευσης (65% έναντι 40% της μεσαίας-ανώτερης), θυμού (55% έναντι 35%) και αδικίας (46% έναντι 31%). Αντίθετα, η μεσαία-ανώτερη τάξη δηλώνει σημαντικά περισσότερη ελπίδα (46% έναντι 11% της εργατικής-αγροτικής), ευτυχία (16% έναντι 3%) και ικανοποίηση (14% έναντι 4%). Αυτή η συναισθηματική διαστρωμάτωση αποτελεί από τα πλέον ανησυχητικά ευρήματα της έρευνας. Δείχνει ότι δεν υπάρχει μια κοινή συναισθηματική εμπειρία που να ενώνει την ελληνική κοινωνία, αλλά τείνουν να διαμορφωθούν παράλληλοι κόσμοι: ο κόσμος των «άνω», όπου υπάρχει αισιοδοξία και ικανοποίηση, και ο κόσμος των «κάτω», όπου κυριαρχεί η απογοήτευση και η αδικία. Αυτή η συναισθηματική απόσταση μεταφράζεται αναπόφευκτα σε πολιτική αποξένωση ή/και πόλωση και –εάν λάβει κανείς υπόψη τα ευρήματα για την εμπιστοσύνη στους θεσμούς, την αξιολόγηση του κράτους και την πρόσβαση σε αγαθά και ευκαιρίες– μπορεί να απειλήσει τη δημοκρατική νομιμότητα.
Αυτή η συναισθηματική απόσταση μεταφράζεται αναπόφευκτα σε πολιτική αποξένωση ή/και πόλωση και –εάν λάβει κανείς υπόψη τα ευρήματα για την εμπιστοσύνη στους θεσμούς, την αξιολόγηση του κράτους και την πρόσβαση σε αγαθά και ευκαιρίες– μπορεί να απειλήσει τη δημοκρατική νομιμότητα
Τα κυρίαρχα συναισθήματα χαρτογραφούν ενδιαφέρουσες διαφοροποιήσεις και σε σχέση με την πολιτική αυτοτοποθέτηση στον άξονα αριστερά-δεξιά. Οι ψηφοφόροι της κεντροδεξιάς εμφανίζουν ριζικά διαφορετικό συναισθηματικό προφίλ από τους ψηφοφόρους της αριστεράς και της κεντροαριστεράς, αλλά και από όσους αρνούνται να τοποθετηθούν πολιτικά. Συγκεκριμένα, οι ψηφοφόροι της κεντροδεξιάς εκφράζουν κατά κύριο λόγο θετικά συναισθήματα: το 54% δηλώνει ελπίδα και αισιοδοξία (έναντι 8% της αριστεράς και 13% της κεντροαριστεράς), το 26% ικανοποίηση (έναντι 3% αριστεράς και κεντροαριστεράς), και το 12% ευτυχία (έναντι 4% αριστεράς και 1% κεντροαριστεράς). Αντίθετα, τα αρνητικά συναισθήματα είναι πολύ χαμηλότερα: μόλις 36% εκφράζει ανησυχία (έναντι 63% αριστεράς και 66% κεντροαριστεράς), 19% θυμό (έναντι 65% και 53% αντίστοιχα) και 19% αδικία (έναντι 41% και 38%). Αντίθετα, οι ψηφοφόροι της αριστεράς και της κεντροαριστεράς κυριαρχούνται από αρνητικά συναισθήματα: η κεντροαριστερά παρουσιάζει το υψηλότερο ποσοστό απογοήτευσης (70%), ενώ η αριστερά το υψηλότερο θυμού (65%). Η ανησυχία και ο φόβος αγγίζουν το 63% στην αριστερά και το 66% στην κεντροαριστερά, υποδηλώνοντας μια βαθιά αίσθηση ανασφάλειας και προβληματισμού για το μέλλον. Παρόλο που αριστεροί και κεντροαριστεροί ψηφοφόροι εκφράζουν συναισθήματα προς την ίδια κατεύθυνση, αυτό που τους διαφοροποιεί είναι ότι οι κεντροαριστεροί είναι περισσότερο απογοητευμένοι (70% έναντι 60%), αλλά λιγότερο θυμωμένοι (53% έναντι 65%). Κατά ενδιαφέροντα τρόπο, ενώ grosso modo τα θετικά συναισθήματα αυξάνονται και τα αρνητικά μειώνονται καθώς κινούμαστε από τα αριστερά προς τα δεξιά, μια γραμμή διαφοροποίησης χωρίζει (και) συναισθηματικά τους κεντροδεξιούς από τους δεξιούς ψηφοφόρους, με τους δεξιούς να κυριαρχούνται από ανησυχία, φόβο, απαισιοδοξία (51%), απογοήτευση 47(%) και θυμό (43%), ενώ τους κεντροδεξιούς να νιώθουν ως επί το πλείστον ελπίδα, αισιοδοξία (54%), ενώ ανησυχία, φόβο, απαισιοδοξία και απογοήτευση πολύ λιγότερο από όλες τις υπόλοιπες ομάδες ιδεολογικής αυτοτοποθέτησης (36%). Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι ενώ δεξιοί και αριστεροί ψηφοφόροι διακατέχονται σε γενικές γραμμές από υψηλά επίπεδα ανησυχίας, φόβου, απαισιοδοξίας, όπως και απογοήτευσης και θυμού, οι δεξιοί ψηφοφόροι διαφοροποιούνται συναισθηματικά από τους αριστερούς ως προς το υψηλότερο συναίσθημα ελπίδας, αισιοδοξίας και ικανοποίησης – γεγονός που υποδηλώνει πιθανά είτε προσδοκία για το μέλλον, είτε ικανοποίηση από επιμέρους πολιτικές, είτε και τα δύο. Τέλος, ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η κατηγορία όσων δεν τοποθετούνται πολιτικά, η οποία εμφανίζει χαμηλότερα θετικά συναισθήματα από τον μέσο όρο του δείγματος, εξαιρετικά υψηλά ποσοστά σε αρνητικά συναισθήματα: 57% απογοήτευση, 57% θυμό και κυρίως 53% αδικία – το υψηλότερο ποσοστό αδικίας μεταξύ όλων των ομάδων ιδεολογικής αυτοτοποθέτησης. Με άλλα λόγια, το κυρίαρχο συναίσθημα της αδικίας είναι κρίσιμη διαφοροποιητική παράμετρος, το οποίο μαζί με τον εξαιρετικά έντονο θυμό αποτελεί ένα εκρηκτικό μείγμα μεταξύ των μη αυτοτοποθετούμενων σε ιδεολογικοπολιτικό φάσμα. Σε κάθε περίπτωση, αυτό υποδηλώνει ότι η απόσταση από το πολιτικό σύστημα δεν πηγάζει από απάθεια ή αδιαφορία, αλλά από βαθιά απογοήτευση και αίσθημα εγκατάλειψης. Οι άνθρωποι αυτοί αισθάνονται ότι κανένα από τα υπάρχοντα πολιτικά ρεύματα δεν τους αντιπροσωπεύει ή δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις ανάγκες τους, γεγονός που δημιουργεί ένα επικίνδυνο κενό πολιτικής εκπροσώπησης.
Αυτό το διαφορετικό ψυχικό υπόβαθρο μεταξύ των διαφορετικών ιδεολογικών καταβολών δεν είναι απλώς επακόλουθο των πολιτικών πεποιθήσεων, αλλά λειτουργεί και ως μηχανισμός ενίσχυσής τους. Η πολιτική ταυτότητα διαμορφώνει το συναισθηματικό φίλτρο μέσα από το οποίο ερμηνεύεται η πραγματικότητα, ενώ ταυτόχρονα τα συναισθήματα καθορίζουν την πολιτική επιλογή. Αυτές οι αλληλοτροφοδοτούμενες δυναμικές συνθέτουν μια συναισθηματικά διχασμένη και πολωμένη κοινωνία, όπου άτομα που πολιτικά ανήκουν σε διαφορετικές ομάδες βιώνουν διαφορετικές συναισθηματικές πραγματικότητες, καθιστώντας όλο και πιο δύσκολη τη δημιουργία κοινού εδάφους παραστάσεων, εμπειριών, διαλόγου και συνεννόησης.
Mια συναισθηματικά διχασμένη και πολωμένη κοινωνία, όπου άτομα που πολιτικά ανήκουν σε διαφορετικές ομάδες βιώνουν διαφορετικές συναισθηματικές πραγματικότητες, καθιστώντας όλο και πιο δύσκολη τη δημιουργία κοινού εδάφους παραστάσεων, εμπειριών, διαλόγου και συνεννόησης
Διαφοροποιήσεις στο συναίσθημα αποτυπώνονται τέλος και με βάση την κομματική προτίμηση. Οι ψηφοφόροι της Νέας Δημοκρατίας εκφράζουν σημαντικά περισσότερη ελπίδα (43% έναντι 9% των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ του ΠΑΣΟΚ βρίσκονται περίπου στη μέση ~20%), ικανοποίηση (ΝΔ 23% έναντι ΣΥΡΙΖΑ 2%) και λιγότερο θυμό (ΝΔ 28% έναντι ΣΥΡΙΖΑ 61%). Όσοι απέχουν ή ψηφίζουν λευκό/άκυρο βιώνουν ιδιαίτερα έντονα το αίσθημα της αδικίας (49%) και του θυμού (50%), γεγονός που επιβεβαιώνει όσα παραπάνω γράψαμε για τους μη ιδεολογικά αυτοτοποθετούμενους. Αναδεικνύεται, έτσι, ότι η πολιτική δεν είναι μόνο θέμα ιδεολογίας αλλά και συναισθηματικής ταυτότητας. Πέρα από το ότι συμφωνούν με την πολιτική της κυβέρνησης, οι ψηφοφόροι της βιώνουν μια θετικότερη συναισθηματική κατάσταση το πιθανότερο επειδή η κομματική ή παραταξιακή τους ταύτιση τούς επιτρέπει να ερμηνεύουν την πραγματικότητα πιο αισιόδοξα. Αντίθετα, η αποστασιοποίηση από το πολιτικό σύστημα (αποχή) συνδέεται με έντονα συναισθήματα αδικίας και θυμού, υποδηλώνοντας ότι πολλοί πολίτες απέχουν όχι από απάθεια αλλά από βαθιά απογοήτευση.
Με άλλα λόγια, τα κυρίαρχα συναισθήματα δεν κατανέμονται ομοιόμορφα στην ελληνική κοινωνία, αλλά δημιουργούν μια συναισθηματική γεωγραφία που ακολουθεί πιστά τις γραμμές της οικονομικής και κοινωνικής ανισότητας. Αυτή η συναισθηματική διάσπαση αποτελεί ίσως τη σημαντικότερη πρόκληση για την κοινωνική συνοχή, καθώς υπονομεύει την ιδέα μιας κοινής πολιτειακής (civic) ταυτότητας και τροφοδοτεί την πόλωση.
Η καταβαράθρωση της θεσμικής εμπιστοσύνης
Τα ευρήματα για την εμπιστοσύνη στους θεσμούς αποκαλύπτουν μια κρίση νομιμοποίησης του πολιτικού συστήματος στην Ελλάδα. Η εμπιστοσύνη κατανέμεται σε τρεις ξεχωριστές ζώνες: στην κορυφή βρίσκονται ο στρατός (64%) και η αστυνομία (45%), στη μέση οι κρατικοί θεσμοί όπως η κυβέρνηση (34%), η δικαιοσύνη (28%) και οι δημόσιες υπηρεσίες (24%), ενώ στις τελευταίες θέσεις βρίσκονται οι θεσμοί πολιτικής εκπροσώπησης: τα πολιτικά κόμματα συγκεντρώνουν μόλις 12%, το Κοινοβούλιο 21%, ενώ τα ΜΜΕ βρίσκονται στην τελευταία θέση με μόλις 8%. Ωστόσο, η γενική εικόνα αποκρύπτει τεράστιες διαφοροποιήσεις στην κατανομή της εμπιστοσύνης με βάση επί μέρους κοινωνικοδημογραφικές ομάδες. Η ηλικία φαίνεται να αποτυπώνει τις ισχυρότερες διακυμάνσεις: οι νεότεροι (17-34 ετών) εμπιστεύονται την κυβέρνηση μόλις στο 20% έναντι 50% των άνω των 65, την αστυνομία στο 33% έναντι 55% των 65+, και γενικότερα δείχνουν συστηματικά χαμηλότερα επίπεδα εμπιστοσύνης σε όλους τους θεσμούς, με εξαίρεση τις συνδικαλιστικές οργανώσεις (18% στους 17-34 έναντι 11% γενικά). Η οικονομική κατάσταση δημιουργεί ακόμη μεγαλύτερες διαχωριστικές γραμμές: οι οικονομικά δυσπραγείς εμπιστεύονται την κυβέρνηση μόλις στο 22% έναντι 53% των οικονομικά άνετων, την αστυνομία στο 35% έναντι 66%, τις ανεξάρτητες αρχές στο 18% έναντι 46%, και τη δικαιοσύνη στο 15% έναντι 41%. Η κοινωνική τάξη φαίνεται να παίζει καθοριστικό ρόλο: η εργατική-αγροτική τάξη εκφράζει σημαντικά χαμηλότερη εμπιστοσύνη σε σχεδόν όλους τους θεσμούς σε σχέση με τη μεσαία-ανώτερη τάξη. Αυτές οι ισχυρές αποκλίσεις υποδηλώνουν ότι η εμπειρία των θεσμών διαφέρει ριζικά ανάλογα με την κοινωνικοοικονομική θέση: όσοι βιώνουν οικονομική επισφάλεια αντιλαμβάνονται το κράτος και τους θεσμούς του ως απρόσιτους, αδιάφορους ή και εχθρικούς. Η εκπαίδευση επίσης διαμορφώνει διαφορετικές σχέσεις με τους θεσμούς: οι πτυχιούχοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης εμπιστεύονται περισσότερο τις ανεξάρτητες αρχές (34% έναντι 21% όσων έχουν πρωτοβάθμια) και τις δημόσιες υπηρεσίες (28% έναντι 14%), αλλά λιγότερο την Εκκλησία (19% έναντι 47%). Αυτό το μωσαϊκό εμπιστοσύνης αποτυπώνει μια κοινωνία κατακερματισμένη, όπου οι νέοι, οι οικονομικά αδύναμοι και οι μη ενεργοί πολίτες βιώνουν μια συστηματική αποξένωση από τους μηχανισμούς εξουσίας, ενώ η προτίμηση στους θεσμούς που παρέχουν ασφάλεια (στρατό, αστυνομία) έναντι των θεσμών δημοκρατικής διαμεσολάβησης υποδηλώνει μια προτεραιοποίηση προς την αναζήτηση σταθερότητας, προστασίας, ασφάλειας και ενότητας.
Χωρικές και οικονομικές ανισότητες πρόσβασης σε ευκαιρίες, αγαθά και υπηρεσίες
Μεγάλες ανισότητες κατατέμνουν την ελληνική κοινωνία, με την οικονομική κατάσταση να λειτουργεί ως ο πιο καθοριστικός παράγοντας διαφοροποίησης σε σχέση με την πρόσβαση σε ευκαιρίες, αγαθά και υπηρεσίες. Ειδικότερα, στην υγεία το 53% των οικονομικά δυσκολευόμενων αναφέρει μειωμένη πρόσβαση σε σχέση με τον μέσο όρο (38%) ενώ μεταξύ των οικονομικά άνετων μόλις 12% δηλώνει μειωμένη πρόσβαση. Παρόμοιες ανισότητες παρατηρούνται σε όλα τα κρίσιμα πεδία: στην παιδεία (37% των δυσκολευόμενων έναντι 12% των άνετων δηλώνουν μειωμένη πρόσβαση), στην ασφάλιση (50% έναντι 15%), στην απασχόληση (51% έναντι 17%), και ιδιαίτερα στο κράτος πρόνοιας όπου το 66% των οικονομικά αδύναμων βιώνει μειωμένη πρόσβαση έναντι μόλις 25% των άνετων. Η εκπαίδευση ενισχύει αυτές τις ανισότητες: όσοι έχουν μόνο πρωτοβάθμια εκπαίδευση νιώθουν να έχουν πολύ μικρότερη πρόσβαση σε όλα τα αγαθά (π.χ. 54% μειωμένη πρόσβαση στην υγεία έναντι 25% των πτυχιούχων τριτοβάθμιας). Αλλά και η κοινωνική τάξη φαίνεται να επιβεβαιώνει αυτή την αντίληψη : η εργατική-αγροτική τάξη βιώνει συστηματικά χειρότερη πρόσβαση (46% στην υγεία, 51% στην ασφάλιση, 66% στο κράτος πρόνοιας), ενώ η μεσαία-ανώτερη τάξη απολαμβάνει προνομιακή θέση με υπερδιπλάσια ποσοστά μεγαλύτερης πρόσβασης. Αξιοσημείωτο είναι ότι και η πολιτική τοποθέτηση διαμορφώνει διαφορετικές αντιλήψεις: οι ψηφοφόροι της δεξιάς αναφέρουν σταθερά καλύτερη πρόσβαση σε όλους τους τομείς (π.χ. μόλις 16% μειωμένη πρόσβαση στην υγεία) έναντι των ψηφοφόρων της αριστεράς (45%) ή όσων δεν τοποθετούνται πολιτικά (52%), υποδηλώνοντας είτε διαφορετικές κοινωνικές πραγματικότητες είτε διαφορετικές προσδοκίες και κριτήρια αξιολόγησης. Μια σχετικά νέα ανισότητα καταγράφεται επίσης και σε σχέση με την πρόσβαση στη στέγαση. Το ένα τρίτο των πολιτών (33%) δηλώνει ότι έχει μειωμένη πρόσβαση στη στέγαση, με το ποσοστό να εκτοξεύεται στο 47% για τους οικονομικά δυσκολευόμενους έναντι μόλις 9% για τους οικονομικά άνετους, καταδεικνύοντας ότι και η στέγαση έχει μετατραπεί σε προνόμιο της οικονομικής ευμάρειας, γεγονός το οποίο δεν ίσχυε στην Ελλάδα τις προηγούμενες δεκαετίες. Οι πολίτες που αντιμετωπίζουν δυσκολίες επισημαίνουν κυρίως το υπερβολικό κόστος στέγασης (76%), το χαμηλό εισόδημα (35%) και την έλλειψη διαθέσιμων κατοικιών λόγω τουρισμού (24%), με τους νέους (17-34 ετών) να τονίζουν περισσότερο όλους αυτούς τους παράγοντες (89%, 38% και 35% αντίστοιχα). Η εργατική-αγροτική τάξη βιώνει περίπου διπλάσια την αίσθηση μειωμένης πρόσβασης (46%) σε σχέση με τη μεσαία-ανώτερη τάξη (21%), αποτυπώνοντας μια στεγαστική ανισότητα που επιτείνει τις κοινωνικές διαχωριστικές γραμμές. Τέλος, ο τόπος κατοικίας επίσης φαίνεται να παίζει ρόλο στην πρόσβαση σε αγαθά και υπηρεσίες, αλλά και στην αντίληψη περί ευκαιριών, με τους κατοίκους μικρών και αγροτικών περιοχών να αισθάνονται αποκλεισμένοι. Συνολικά, αποτυπώνεται μια κοινωνία έντονα διαστρωματωμένη όπου η πρόσβαση στα βασικά αγαθά και υπηρεσίες –υγεία, παιδεία, πρόνοια, στέγαση– δεν εξασφαλίζεται ισότιμα, αλλά βιώνεται ως προνόμιο που κατανέμεται ανάλογα με την οικονομική και κοινωνική θέση.
Συμπεράσματα
Η έρευνα αποτυπώνει μια κοινωνία όπου τα συναισθήματα δυσφορίας –ίσως και δυσθυμίας για κάποιες κοινωνικοοικονομικές κατηγορίες–, η δυσπιστία προς τους θεσμούς και οι ανισότητες συνθέτουν ένα πολύπλοκο τοπίο κοινωνικού κατακερματισμού. Τα συσσωρευμένα αισθήματα αδικίας, περιθωριοποίησης και στέρησης δημιουργούν έναν εκρηκτικό συνδυασμό που, ευκαιρίας δοθείσης, δύναται να μετατραπεί σε πολιτικό καύσιμο. Η συναισθηματική γεωγραφία της ανισότητας που αναδύεται –με τις διαφοροποιήσεις ανάμεσα σε γενιές, οικονομικές τάξεις, γεωγραφικές περιοχές και πολιτικές ταυτότητες– δεν αντικατοπτρίζει απλώς αντικειμενικές δομικές συνθήκες, αλλά διαμορφώνει και την υποκειμενική εμπειρία της δημοκρατικής διακυβέρνησης. Όταν μεγάλα τμήματα του πληθυσμού βιώνουν συστηματικά χειρότερη πρόσβαση σε βασικά αγαθά, υπηρεσίες και ευκαιρίες, η δημοκρατία δεν διασφαλίζει ένα πλαίσιο ισότιμης συμμετοχής και μετατρέπεται σε πεδίο διεκδίκησης αναγνώρισης. Σε αυτό το πλαίσιο, τα παράπονα δεν είναι απλώς ατομικά ψυχολογικά φαινόμενα, αλλά κοινωνικά κατασκευασμένες αφηγήσεις που συνδέουν τη δομική αδικία με την προσωπική δυσφορία, την πολιτική κινητοποίηση και την απαίτηση για ριζική αλλαγή. Η κατανόηση αυτών των μηχανισμών είναι κρίσιμη για την αντιμετώπιση της δημοκρατικής κρίσης και την ανάπτυξη πολιτικών που δεν θα απευθύνονται μόνο στις υλικές στερήσεις, αλλά και στις συναισθηματικές και συμβολικές διαστάσεις της κοινωνικής αποξένωσης.