Αναπάντεχες σκέψεις και συναισθήματα στο πλαίσιο ενός ρεπορτάζ μακριά από την ασφάλεια και τη βουή της πρωτεύουσας. Εσύ θα ζούσες σε ένα χωριό της Δυτικής Λέσβου;
Έρευνα-οδοιπορικό: StoNisi.gr (κείμενο: Μαρία Χατζηγεωργίου, φωτογραφίες: Παναγιώτης Μπαλάσκας)
Με την υποστήριξη: Ίδρυμα Χάινριχ Μπελ - Γραφείο Θεσσαλονίκης | Στο πλαίσιο του προγράμματος: «Διερεύνηση του Χάσματος Υπαίθρου και Πόλης από Συνεργατικά και Ανεξάρτητα ΜΜΕ»

Δύο μέρες σε δύο χωριά. Ένα οδοιπορικό στη Δυτική Λέσβο. Αυτό ήταν το πλαίσιο. Όμως μέσα μου κάτι βαθύτερο συνέβαινε. Γιατί, ξέρετε, καμιά φορά δεν πας εσύ προς τον τόπο – ο τόπος έρχεται σε σένα. Σε συναντά. Σε καθρεφτίζει. Σε ρωτά και δεν έχεις τι να του απαντήσεις.
Οδηγήσαμε με τον Παναγιώτη Μπαλάσκα, 75 χιλιόμετρα μακριά από τη Μυτιλήνη, σε δύο χωριά που κρατούν ζωντανή την ψυχή της αγροτικής νησιωτικής Ελλάδας. Η Άντισσα και ο Μεσότοπος δεν είναι απλώς γεωγραφικά σημεία, αλλά τόποι ανθρώπων όπου η παράδοση συναντά τη σύγχρονη πραγματικότητα, δημιουργώντας νέες ισορροπίες.
Η απόσταση από την πρωτεύουσα, η περιορισμένη πρόσβαση σε υπηρεσίες και η οικονομική αβεβαιότητα είναι μέρος της καθημερινότητας των κατοίκων, όμως εκείνοι επιμένουν. Κτηνοτρόφοι, αγρότες και γυναίκες του αγροτουριστικού συνεταιρισμού δίνουν ζωή στον τόπο τους, ενώ πολλοί νέοι επιστρέφουν, καθώς το χωριό προσφέρει σπάνια για την ύπαιθρο ευκαιρία: εργασία.
Ο Μεσότοπος ήταν ο πρώτος σταθμός. Και τι σταθμός! Ένα χωριό ζωντανό, δραστήριο, σχεδόν αύταρκες. Μιλούσα με ανθρώπους που δεν εγκατέλειψαν ποτέ τον τόπο τους – και δεν το μετάνιωσαν. Άκουγα για τυροκομεία, συνεταιρισμούς, αγροτουρισμό, πολιτιστικούς συλλόγους, ομάδες χορού, ποδοσφαιρικές ακαδημίες. Και έβλεπα στα μάτια τους μια ήσυχη, ουσιαστική ευτυχία. Όχι επιφανειακή ή φτιασιδωμένη, αλλά βαθιά. Βασισμένη στην καθημερινή επαφή με τη γη, με τον άλλον, με την κοινότητα.
Καθώς περπατούσα στους δρόμους του Μεσοτόπου, μ’ έπιασε ένα συναίσθημα σχεδόν παράξενο: φθόνος. Ή μάλλον, μια μυστική λαχτάρα. Πώς θα ήταν, άραγε, να μένω εδώ; Να ξυπνάω με τον ήλιο, να δουλεύω με τα χέρια, να ξέρω όλους τους γείτονές μου με το μικρό τους όνομα, να ζω με πιο αργό ρυθμό; Ένιωσα για λίγο ότι το ήθελα. Πραγματικά το ήθελα.
Αμέσως όμως ήρθε η αμφιβολία. Εγώ, που χρόνια τώρα βασίζω τη ζωή μου στην ταχύτητα της δουλειάς, στην εγγύτητα με τα μέσα, στις μικρές «ανέσεις» που προσφέρει η πόλη – θα άντεχα; Μήπως αυτό που τόσο θαυμάζω είναι ωραίο για να το παρατηρείς, αλλά δύσκολο για να το ζήσεις; Και αν, όμως, αυτή η απόσταση, αυτή η αποκοπή από το «κέντρο», άνοιγε έναν νέο δρόμο για εμένα, για έναν εαυτό πιο συνδεδεμένο με το ουσιώδες;
Κάπου εκεί, στα δρομάκια του χωριού, θυμήθηκα και το δικό μου. Γιατί κι εγώ σε χωριό μεγάλωσα. Πήγα σχολείο, έπαιξα στις αλάνες, έκανα όνειρα κάτω από δέντρα, όχι κάτω από μπετά. Μέχρι τα 18, ήμουν κι εγώ παιδί της υπαίθρου. Και για ένα λεπτό αναρωτήθηκα: τι θα είχε γίνει αν δεν είχα φύγει; Ή αν γύριζα πίσω τώρα;
Η σκέψη έμεινε μετέωρη. Όπως μένουν πάντα οι ερωτήσεις που δεν χρειάζονται άμεση απάντηση.
Η δεύτερη μέρα με βρήκε στην Άντισσα. Ένα χωριό πανέμορφο, αλλά πιο κουρασμένο. Πιο ήσυχο, πιο πληγωμένο. Εκεί ένιωσα το βάρος του χρόνου. Το είδα στα μάτια της κυρίας Μαρίας στο καφενείο, όταν μιλούσε και έκλαιγε για το χωριό που αδειάζει. Μου έσφιξε την καρδιά αυτό το κλάμα. Δεν ήταν απλώς συγκίνηση, ήταν θρήνος. Όχι για κάτι που τελείωσε, αλλά για κάτι που πεθαίνει αργά. Και νιώθεις αβοήθητος μπροστά του.
Κι όμως, ακόμη και στην Άντισσα υπήρχε ελπίδα. Την είδα στο πρόσωπο της Βάγιας, της προέδρου του συνεταιρισμού, που παλεύει καθημερινά μαζί με λίγες ακόμα γυναίκες για να κρατήσει όρθια την τοπική παραγωγή. Την είδα στη νεαρή Μαρία που μεγαλώνει μόνη της το παιδί της, έχοντας επιλέξει συνειδητά να μείνει εκεί. Την είδα στον γιατρό που άφησε το ιατρείο του στον Πειραιά και εγκαταστάθηκε στο χωριό με την οικογένειά του. Στο πρόσωπο του Θεολόγου, που απαρνήθηκε την Αθήνα γιατί «βαρέθηκε να ζει μέσα στο μετρό και τα λεωφορεία».
Ανθρώπινες ιστορίες. Ιστορίες που σου αλλάζουν τον τρόπο που βλέπεις τον κόσμο. Γιατί δεν είναι εύκολο να διαλέξεις την ύπαιθρο. Θέλει πείσμα. Θέλει ρίζες. Θέλει όραμα. Αλλά κι ένα κομμάτι ρομαντισμού, ίσως.
Λίγες σκέψεις στο δρόμο της επιστροφής φέρνουν μελαγχολία αλλά και αχτίδες ελπίδας. Η Άντισσα και ο Μεσότοπος δεν είναι απλώς δύο χωριά της Λέσβου. Είναι ζωντανές κοινότητες όπου η αγάπη για τον τόπο, η εργατικότητα και η συλλογικότητα μετατρέπουν τις δυσκολίες σε δημιουργία. Οι κάτοικοι επιμένουν να χτίζουν το μέλλον τους εδώ, επενδύοντας στον πολιτισμό, την παραγωγή και την αλληλεγγύη.
Ωστόσο, η επιβίωση αυτών των χωριών δεν είναι αυτονόητη. Η απόσταση από τα αστικά κέντρα, οι ελλείψεις σε υποδομές και η αβεβαιότητα για το μέλλον είναι προκλήσεις που απαιτούν στήριξη. Για να παραμείνει η ύπαιθρος βιώσιμη, χρειάζεται ενίσχυση της τοπικής οικονομίας, βελτίωση των υπηρεσιών και σύγχρονες ευκαιρίες για τους νέους.
Όταν γύρισα από το διήμερο οδοιπορικό, ένιωθα ανάμεικτα συναισθήματα. Θαυμασμό για όσα είδα στον Μεσότοπο, θλίψη για όσα κινδυνεύουν να χαθούν στην Άντισσα. Ανακούφιση που γύρισα στη «βάση» μου, αλλά και μια γλυκόπικρη σκέψη πως ίσως χάνουμε κάτι πολύτιμο ζώντας μακριά απ’ όλα αυτά. Κι ίσως αυτό το πολύτιμο δεν είναι μόνο η φύση, οι ρυθμοί, ή η «ποιότητα ζωής» – αλλά οι άνθρωποι. Οι δεσμοί. Η αίσθηση του «ανήκειν».
Η Άντισσα και ο Μεσότοπος είναι καθρέφτες. Μας δείχνουν τι ήταν κάποτε η ελληνική ύπαιθρος, τι μπορεί να είναι ακόμη, και τι κινδυνεύει να μη γίνει ποτέ ξανά. Μας θυμίζουν ότι η ζωή δεν είναι μόνο οι επιλογές που κάνουμε, αλλά και αυτές που δεν κάναμε ποτέ.
Και κάπου μέσα μου, η ερώτηση μένει ακόμα ανοιχτή: αν γύριζα, θα άντεχα; Ή καλύτερα: αν έμενα, θα άνθιζα;