Ψυχολόγος. Κάτοικος Αθήνας. Μεγαλωμένος στη Θεσσαλονίκη. Αυτή την περίοδο κάνει το μεταπτυχιακό του στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, στη Λάρισα.

Γεννήθηκα στην Αθήνα, αλλά από τριών χρονών μεγάλωσα στη Θεσσαλονίκη. Αν θυμάμαι σωστά, πρέπει να ήμουν στο δημοτικό όταν πρωτομπήκα στο τρένο, μάλλον σε κάποιο δρομολόγιο Θεσσαλονίκη - Αθήνα.
Δεν το κάναμε πολύ συχνά, γιατί συνήθως ταξιδεύαμε οικογενειακά με το αυτοκίνητο. Αλλά ήταν μια επιλογή που υπήρχε, πολύ πιο προσιτή οικονομικά και πρακτικά, είναι η αλήθεια, από το αεροπλάνο. Τα ταξίδια μου με τρένο κυρίως γίνανε πιο πυκνά όταν εγώ πέρασα φοιτητής στην Αθήνα και είχα ακόμα κάποια πάρε-δώσε με τη Θεσσαλονίκη. Ή έπαιρνα λίγο και τις γραμμές Αθήνα - Χαλκίδα, Αθήνα - Οινόη, γιατί είναι και η καταγωγή μου, το χωριό μου, στην Εύβοια.
Ουσιαστικά, όμως, η πιο τακτική χρήση τρένου θα έλεγα ότι ήταν στα φοιτητικά χρόνια, περίπου από το 2007 και μετά.
Το τρένο Θεσσαλονίκη - Αθήνα ήταν γεμάτο ιστορίες. Τα θυμάμαι και από τις ξαδέρφες μου, που σπούδαζαν Θεσσαλονίκη όταν εγώ πήγαινα ακόμα σχολείο. Οι μισές τους εμπειρίες και οι μισές τους αφηγήσεις ήταν γύρω από τα τρένα με τα οποία ανεβοκατέβαιναν.
Θυμάμαι αυτόν τον κλασικό «καρβουνιάρη», που άκουγα πολύ μικρός και φανταζόμουν αυτά τα καρτούν που πατάνε πάνω-κάτω ο ένας και ο άλλος και πετάνε τα κάρβουνα μέσα. Θυμάμαι επίσης τα κλασικά φοιτητικά θέματα: λίγο το άγχος σχετικά με τα λεφτά (άμα έχουμε λεφτά για εισιτήριο θα πάρουμε το γρήγορο, αλλιώς τον καρβουνιάρη και θα αργήσουμε), λίγο να πάρουμε το βραδινό για να φτάσουμε πρωί, ή μπορεί και να χάναμε αυτό που είχαμε κλείσει. Θέλαμε να κάτσουμε παραπάνω στη Θεσσαλονίκη και θα παίρναμε το νυχτερινό για κάτω.
Μεγάλες παρέες που μαζεύονταν όσοι σπούδαζαν και είχαν κοινή καταγωγή και έπαιρναν όλοι μαζί το τρένο. Οπότε αυτό το πεντάωρο-εξάωρο, αν όχι και παραπάνω, κατέληγε να είναι μια εμπειρία ταξιδιού. Δεν ήταν απλά κάτι διεκπεραιωτικό
Ή αυτή η βραδινή ανησυχία: Ποιους θα συναντήσω μέσα; Ποιοι θα είναι; Τι θα γίνει; Που ήταν οικογένειες, άλλοι μόνοι τους, φαντάροι, φοιτητές, πάρα πολλοί ξένοι… ήταν ένα πολυπολιτισμικό φαινόμενο αυτό του τρένου.
Μετά τις σπουδές μου, εγώ παρέμεινα στην Αθήνα και εδώ ζω ακόμη. Είχα χρόνια να χρησιμοποιήσω το τρένο, όχι για άλλο λόγο, απλά γιατί δεν έκανα ιδιαίτερα ταξίδια εντός Ελλάδας ώστε να με εξυπηρετεί. Τα μόνα τρένα που έπαιρνα ήταν εντός Αττικής: ο προαστιακός, ο ηλεκτρικός, το μετρό.
Η τελευταία πιο συχνή χρήση τρένου είναι τον τελευταίο χρόνο, όπου έκανα ένα ταξίδι στη Θεσσαλονίκη, δύο ταξίδια στη Λάρισα και εκκρεμεί ένα ακόμη ταξίδι, στο πλαίσιο των σπουδών στο μεταπτυχιακό, στο Πανεπιστήμιο στη Λάρισα.
Σε πρακτικό επίπεδο ήταν βολικό. Δηλαδή οι δύο μου επιλογές ήταν ή το τρένο ή το λεωφορείο. Προτιμώ το τρένο, γιατί είναι πολύ πιο άνετο: και θα μετακινηθείς και θα κάτσεις. Έχεις περισσότερες επιλογές σε δρομολόγια, οπότε θα έπαιρνα ένα δρομολόγιο που θα υπέθετα ότι δεν θα είχε πάρα πολύ κόσμο μέσα. Συνήθως πηγαίνω και τη βγάζω στο κυλικείο, είτε με τον υπολογιστή είτε με το βιβλίο. Επίσης, η πρόσβαση εξυπηρετούσε πολύ περισσότερο, ο σταθμός είναι δίπλα στο κέντρο.
Τα Τέμπη οφείλονται σε ένα συσσωρευμένο πρόβλημα, όχι σε μία στιγμιαία αποτυχία ή σ’ ένα λάθος της στιγμής. Αυτή την αντίληψη έχω δημιουργήσει τα τελευταία δύο χρόνια μέσα μου, μέσα απ’ όλη αυτή την υπερπληροφόρηση που έγινε και μάθαμε λίγο-πολύ όλοι πώς δουλεύει ένας σταθμός, τα τρένα, ο ΟΣΕ, τι είναι οι οργανισμοί, τι είναι οι υπηρεσίες. Και να μη θέλεις να ασχοληθείς, έχεις ακούσει πολλές πληροφορίες από παντού.
Ωστόσο, σε προσωπικό επίπεδο, εγώ συνεχίζω να παίρνω το τρένο για τη Λάρισα και τη Θεσσαλονίκη. Είναι κάτι αυτόματο και ενστικτώδες, βασισμένο σε μια δική μου εξίσωση πιθανοτήτων. Κάπως έχεις και την ανάγκη να νιώσεις ότι αυτό που έγινε ήταν μια εξαίρεση. Ότι δεν συμβαίνει κάθε εβδομάδα, κάθε μήνα, κάθε χρόνο.
Άλλωστε και με τα τρένα πάντα ήμασταν λίγο εξοικειωμένοι να συμβαίνουν διάφορα συνέχεια, δηλαδή το πιο φυσιολογικό πράγμα θα ήταν να είχε καθυστέρηση, να μέναμε για μισή ώρα κάπου, να έχει γίνει ατύχημα, να είχε πέσει κάτι ή και κάποιος στις ράγες. Ως φοιτητής είχα μια φίλη που ο πατέρας της ήταν οδηγός τρένου, και όταν μαθαίνεις πληροφορίες εκ των έσω, όλα αυτά είναι πολύ πιο συχνά απ’ ό,τι τα φανταζόμαστε.
Αλλά αυτή η ανησυχία που βλέπουμε τώρα είναι κάτι άλλο από αυτό που ήξερα εγώ. «Δεν πιστεύω να πάρεις το τρένο» ή «πάω στη Λάρισα, δεν θα με ξαναδείτε». Είναι το κλίμα των ημερών. Ήρθε μια γνωστή μου τις προάλλες, που ήταν να κάνω ταξίδι, και μου έλεγε «θες να σε πάω εγώ με το αμάξι;»
Το μέγεθος της αντίδρασης σε αυτό που έχει συμβεί το κατάλαβα εκ των υστέρων. Όταν, για παράδειγμα, τον Μάρτιο στην επιστροφή από τη Λάρισα κάναμε μία στάση για 20-30 λεπτά στη μέση του πουθενά, ήταν όλοι αλέρτ, παρά την εξοικείωση που υπάρχει γενιές τώρα με τα προβλήματα και τις καθυστερήσεις: από την κυρία που άρχισε να σταυροκοπιέται μέχρι τον κύριο που άρχισε το χιουμοράκι «να το, μας έρχεται κι εμάς», ο κόσμος ήταν αλαφιασμένος. Είχαν κολλήσει τη μούρη στο παράθυρο. «Έρχεται τρένο; Τι γίνεται; Έπεσε κάτι στις ράγες;». Έχουν φύγει από αυτή την αίσθηση ότι το τρένο κλασικά σταμάτησε για λίγο κάπου, για να περάσει το άλλο τρένο ή επειδή έτσι γίνεται.
Έχει γράψει αυτό που έγινε. Δηλαδή θυμάμαι, ακόμα κι εγώ, μίλαγα στο κινητό με τη σχέση μου και πολύ αυτόματα, χωρίς να νιώθω φόβο, κάνω το ηλίθιο μπλακ χιούμορ ότι «εντάξει, αγάπη μου, αυτό ήταν. Σταματήσαμε στη μέση του πουθενά. Χάρηκα για όλα. Αν δεν γυρίσω, να ξέρεις ότι αυτή ήταν η γραμμή του τρένου». Και συνειδητοποιώ εκ των υστέρων, και αφού μιλήσαμε, ότι έχει μπει μέσα στην καθημερινότητα, έχει μπει μέσα στο λόγο, έχει μπει μέσα στην πλάκα. Δηλαδή σαν να έχει έναν λόγο να εκτονωθεί ακόμα και με ένα χοντροκομμένο αστείο ας πούμε.
Και υποθέτω ότι για να μπαίνουμε στη διαδικασία να κάνουμε έστω και πλάκα, κάτι έχει ξεπεράσει λίγο το όριο του φυσιολογικού. Υπάρχει δηλαδή μέσα μας σαν κάτι που πρέπει να σχολιαστεί, κάτι που πρέπει να επισημανθεί – έστω και μ’ ένα σχόλιο τύπου «κοίτα, έγιναν όλα αυτά που έγιναν και πάλι υπάρχει στάση».
Μια μέρα μετά, στην επιστροφή από Λάρισα, καθυστέρησε να ξεκινήσει το τρένο από τη Λάρισα 2 με 2,5 ώρες, γιατί ερχόμενο από Θεσσαλονίκη κάπου στο Πλατύ είχε πιάσει φωτιά και περίμεναν την Πυροσβεστική να τη σβήσει – κάτι που δεν ήταν ευθύνη του ΟΣΕ, της ΤΡΑΙΝΟΣΕ ή όποιου τα χειρίζεται όλα αυτά. Το τι ακούστηκε στην αίθουσα αναμονής… Από το πολύ κλισέ του παππού «θα έρθει ο Μητσοτάκης, θα τα φτιάξει όλα τώρα, θα σβήσει τη φωτιά», μέχρι την άλλη που θα σταυροκοπιέται και θα πει «ωχ, τι έγινε; Γιατί έγινε κάτι και καθυστερεί;». Έχει μπει στη λίστα των ανησυχιών, ακόμα κι αν δεν το βιώνουν όλοι με τον ίδιο τρόπο και την ίδια ένταση.
Δεν νομίζω ότι είναι απλά θέμα κόπου των υπευθύνων για να αλλάξει πρακτικά όλο αυτό. Όπως πολλά πράγματα που λειτουργούν στη χώρα μας –επαγγελματικά, εκπαιδευτικά, υγειονομικά, τα πάντα– χρειάζεται ένα ξερίζωμα και φτιάξιμο από την αρχή. Κάτι το οποίο όμως δεν είναι εφικτό και δεν θα γίνει. Δεν συμφέρει, γιατί θέλει χρόνο, θέλει χρήμα, θέλει να έχεις ένα σεβασμό ως κράτος προς τους πολίτες και μια έγνοια να έχεις τους πολίτες ασφαλείς, κάτι που δεν υπάρχει σε κανένα επίπεδο και σε κανέναν τομέα.
Αν υπήρχε ούτως ή άλλως μια αίσθηση ενός σιδηροδρομικού δικτύου το οποίο υπολειτουργεί αλλά εξυπηρετεί, ρε παιδί μου, και το κολάζουμε και περνάμε και καλά γιατί είμαστε και τέτοιοι άνθρωποι εδώ πέρα που μπορούμε και με την τσάντα μαξιλάρι να περάσουμε 7 ώρες για μια διαδρομή που θα έκανες τέσσερις, ας πούμε, σε μια άλλη χώρα… Ε, τώρα όμως είναι δέκα φορές πιο βαθύ, σαν να έχει πληγεί ένα αίσθημα εμπιστοσύνης που ξεπερνά την κυβέρνηση και έχει φτάσει στην ίδια τη μοίρα μας.
Νομίζω ότι αν αρχίσω να το σκέφτομαι όλο αυτό, εκεί είναι που εμένα με πιάνει θυμός με όλη αυτή η διαχείριση. Καταλήγει από πλευράς κόσμου, λαού, πολιτών να είναι λες και είναι φυσικό φαινόμενο, ενώ δεν είναι. Ένα καλοκαίρι που μπορεί τα ξερόκλαδα να πιάσουν φωτιά και να καθυστερήσει το τρένο, αυτό είναι ένα φυσικό φαινόμενο – που και πάλι λες, θα έπρεπε να υπάρχουν συνεργεία να κρατάνε τις γραμμές καθαρές. Δεν είναι φυσικό φαινόμενο. Δεν ήταν θέμα τύχης. Δεν ήταν από αυτά τα γεγονότα που λες ότι συμβαίνουν και πρέπει να κάνεις αυτό το ψυχικό άλμα για να δώσεις νόημα στο χάος, στο τίποτα. Όχι. Είχε αρχή, μέση και τέλος.