Το συνεχώς αυξανόμενο πρόβλημα των δασικών πυρκαγιών είναι αντιμετωπίσιμο, φτάνει το κράτος να θέλει να το αντιμετωπίσει λαμβάνοντας τις αντίστοιχες πολιτικές αποφάσεις. Μια βασική προϋπόθεση είναι να στηριχτούμε στην επιστημονική γνώση και στα δεδομένα, στη συλλογή των οποίων υπάρχουν σήμερα τεράστια κενά. Τρεις ειδικοί –ο διευθυντής Ερευνών στο Ινστιτούτο Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων Γαβριήλ Ξανθόπουλος, ο συντονιστής δράσεων του WWF για τις δασικές πυρκαγιές Ηλίας Τζηρίτης και η πύραρχος και δασολόγος Ζησούλα Ντάσιου– επισημαίνουν τα προβλήματα και κάνουν προτάσεις.
«Η φωτιά, όσο κι αν φαίνεται παράξενο, είναι στοιχείο απαραίτητο για τη φυσική λειτουργία των περισσότερων δασικών οικοσυστημάτων. Μάλιστα τα είδη βλάστησης έχουν αναπτύξει σαφείς στρατηγικές επιβίωσης, οι οποίες εξασφαλίζουν τη διαιώνισή τους όταν οι πυρκαγιές εμφανίζονται με τη φυσική συχνότητά τους», λέει ο δρ Γαβριήλ Ξανθόπουλος, διευθυντής Ερευνών στον Ελληνικό Γεωργικό Οργανισμό «ΔΗΜΗΤΡΑ» και στο Ινστιτούτο Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων. Βεβαίως, μπορεί το δάσος να αναζητά τη φωτιά για την αναγέννησή του, όμως «τα τελευταία 40 χρόνια ο αριθμός των πυρκαγιών υπερτριπλασιάστηκε ως αποτέλεσμα ανθρωπογενών δραστηριοτήτων, όπως η καύση για τη δημιουργία βοσκότοπων ή για την ανάπτυξη περιοχών παραθεριστικής κατοικίας. Παράλληλα, η καταστροφικότητα των πυρκαγιών εντάθηκε, κυρίως λόγω της αύξησης της διαθέσιμης βιομάζας, ως αποτέλεσμα της εγκατάλειψης της υπαίθρου αλλά και λόγω της δημιουργίας οικισμών που βρίσκονται σε επαφή με τα δάση», συμπληρώνει ο κ. Ξανθόπουλος.
Παρά την προμήθεια σύγχρονων δασοπυροσβεστικών μέσων, ήδη από τη δεκαετία του ’70 που ο ετήσιος μέσος όρος των καμένων εκτάσεων ήταν 203.790 στρέμματα, η χώρα μας δεν κατάφερε να αντιμετωπίσει τις αυξανόμενες δασικές πυρκαγιές, οι οποίες από τη δεκαετία του 2000 και μετά έχουν ξεπεράσει κάθε προηγούμενο. «Η μεταφορά ευθύνης της δασοπυρόσβεσης από τη Δασική Υπηρεσία στο Πυροσβεστικό Σώμα, το 1998, δημιούργησε σημαντικά προβλήματα. Ο διαχωρισμός της διαχείρισης του δάσους και της πρόληψης των πυρκαγιών από την καταστολή λειτούργησε αρνητικά. Η έλλειψη καλής συνεργασίας των δύο φορέων και η ετεροβαρής υποστήριξη και χρηματοδότησή τους οδήγησαν στην επιδείνωση του προβλήματος των πυρκαγιών, παρά το πολλαπλάσιο ύψος των πιστώσεων που διατίθενται κάθε χρόνο για την καταστολή τους», θα πει ο κ. Ξανθόπουλος.
Η μεταφορά ευθύνης της δασοπυρόσβεσης από τη Δασική Υπηρεσία στο Πυροσβεστικό Σώμα, το 1998, δημιούργησε σημαντικά προβλήματα. Ο διαχωρισμός της διαχείρισης του δάσους και της πρόληψης των πυρκαγιών από την καταστολή λειτούργησε αρνητικά
Τι συμβαίνει σήμερα στην πρόληψη και την καταστολή;
«Αυτή τη στιγμή δεν έχουμε στη χώρα ένα εθνικό σχέδιο αντιμετώπισης των δασικών πυρκαγιών που να έχει μετρήσιμους στόχους – ότι αν έχουμε, για παράδειγμα, 9.000 περιστατικά δασικών πυρκαγιών, πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να τα μειώσουμε. Ένα εθνικό σχέδιο θα πρέπει να ενώνει όλες τις προσπάθειες των φορέων –Υπουργείο Πολιτικής Προστασίας, Δασική Υπηρεσία και Περιφέρειες– και να τις εντάσσει κάτω από μια ομπρέλα, ώστε να υπάρχει καλύτερος συντονισμός και όλοι να είναι προσηλωμένοι στους συγκεκριμένους στόχους που θέτει ο εθνικός σχεδιασμός», θα πει ο περιβαλλοντολόγος και συντονιστής δράσεων του WWF για τις δασικές πυρκαγιές, Ηλίας Τζηρίτης.
Ο δεύτερος άξονας που επισημαίνει ο κ. Τζηρίτης για την πρόληψη και την αντιμετώπιση των πυρκαγιών είναι τα επιστημονικά πορίσματα, τα περισσότερα από τα οποία έχουν να κάνουν με την αναδιάρθρωση της Δασικής Υπηρεσίας. «Το πόρισμα Goldammer για τις δασικές πυρκαγιές που βγήκε μετά από παραγγελία της κυβέρνησης το 2018, μετά την τραγωδία στο Μάτι, κάνει μια μεγάλη ανάλυση των δασικών πυρκαγιών και προχωράει σε κάποιες προτάσεις. Η παρούσα κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι έχει εφαρμόσει κατά 90% το πόρισμα. Ωστόσο, η αλήθεια είναι ότι έχει εφαρμόσει κατά 90% τα κομμάτια τα οποία ήθελε και μπορούσε να εφαρμόσει. Υπάρχουν πολλά σημεία του πορίσματος που η κυβέρνηση έχει επιλέξει συνειδητά να μην εφαρμόσει. Αυτό είναι μια πολιτική επιλογή. Υπάρχουν και άλλα πορίσματα, όπως του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Πολιτικής Προστασίας, που μιλάει για το εθνικό σχέδιο και διαπιστώνει τα κενά στη συνεργασία μεταξύ των φορέων, ενώ δίνει πολύ συγκεκριμένες κατευθυντήριες γραμμές για το τι πρέπει να γίνει».
Τεράστια κενά στα δεδομένα
Ένας άλλος λόγος της αποτυχίας να αντιμετωπίσουμε τις δασικές πυρκαγιές είναι τα τεράστια κενά στα ζητήματα δεδομένων. «Στη χώρα δεν έχουμε επικαιροποιημένους χάρτες καύσιμης ύλης. Η τελευταία απογραφή δασικών εκτάσεων έγινε το 1992. Έκτοτε δεν υπάρχει άλλη. Αυτό σημαίνει ότι χαρτογραφικά δεν έχουμε εικόνα τι καύσιμη ύλη υπάρχει σε κάθε περιοχή. Αυτό είναι ένα μεγάλο επιχειρησιακό εργαλείο και είναι η επιτομή της πρόληψης», εξηγεί ο κ. Τζηρίτης και συμπληρώνει: «Το άλλο πρόβλημα είναι ότι έχουμε έναν χάρτη για εκτίμηση κινδύνου πυρκαγιάς στατικό (όχι τον δυναμικό που βγάζουμε κάθε μέρα) του 1980. Από το ’80 έως σήμερα έχουν αλλάξει πολλά πράγματα και οι πιστώσεις εξακολουθούν να κατανέμονται με βάση αυτό τον χάρτη».
Με την ένταση των πυρκαγιών να αυξάνεται κάθε χρόνο, τα κενά στα δεδομένα θέτουν σε κίνδυνο και τις ζωές των πυροσβεστών. «Η αντιπυρική περίοδος του 2023 στην Ελλάδα ήταν η πιο δύσκολη αντιπυρική περίοδος των τελευταίων 15 ετών. Οι χάρτες πρόβλεψης κινδύνου πυρκαγιάς κατά τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο ήταν οι χειρότεροι που είχαμε ποτέ», λέει η επικεφαλής Εναέριων Μέσων, πύραρχος και δασολόγος Ζησούλα Ντάσιου και συμπληρώνει: «Το κλειδί για να κατανοήσουμε πώς αναπτύσσονται αυτές οι ακραίες πυρκαγιές είναι να συλλέξουμε δεδομένα για την αλληλεπίδρασή τους με την ατμόσφαιρα, να καταγράψουμε τη συμπεριφορά, την ένταση και την ταχύτητα με την οποία κινήθηκαν με την πάροδο του χρόνου».
Το κλειδί για να κατανοήσουμε πώς αναπτύσσονται αυτές οι ακραίες πυρκαγιές είναι να συλλέξουμε δεδομένα για την αλληλεπίδρασή τους με την ατμόσφαιρα, να καταγράψουμε τη συμπεριφορά, την ένταση και την ταχύτητα με την οποία κινήθηκαν
Επιπλέον στην Ελλάδα δεν γίνεται καμία αξιολόγηση των περιστατικών και καμία ανάλυση των αιτιών, ώστε να προλάβουμε μελλοντικές καταστροφές. «Φέτος κάηκε η Αττική. Το 2009 είχαμε μια παρόμοια φωτιά στην Αττική. Οι δύο φωτιές είχαν ίδια τοπογραφία, ίδια χαρακτηριστικά και παρόμοια συμπεριφορά. Η πυρκαγιά του 2009 δεν αναλύθηκε ποτέ. Δεν έγινε καμία αξιολόγηση των μεγάλων δασικών πυρκαγιών της χώρας ώστε να παραγάγουμε αποτελέσματα, να βγάλουμε διδάγματα και να δούμε πώς να βελτιωθεί ο μηχανισμός», λέει ο Ηλίας Τζηρίτης. Για το γεγονός ότι δεν γνωρίζουμε και τα αίτια των πυρκαγιών ο κ. Τζηρίτης θα πει: «Το 95% περίπου των πυρκαγιών προκαλούνται από ανθρωπογενή αίτια. Είτε από αμέλεια, είτε από πρόθεση. Δεν υπάρχουν όμως δημόσια διαθέσιμα δεδομένα για τα αίτια, καταγεγραμμένα με σωστό τρόπο ανά περιοχή, ώστε να μπορούμε να έχουμε και τα αντίστοιχα μέτρα πρόληψης. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Πυροσβεστικής, την τελευταία εικοσαετία μόνο το 16% των περιστατικών έχουν διερευνηθεί. Για το υπόλοιπο 84% δεν έχουμε ιδέα από πού ξεκίνησαν οι πυρκαγιές».
Αν κάναμε μια σοβαρή ανάλυση των αιτίων, θα μπορούσαμε να πάμε σε στοχευμένα μέτρα για να μειώσουμε τις πυρκαγιές. Όπως μας εξηγεί ο κ. Τζηρίτης, «μειώνοντας τα περιστατικά δεν θα έχεις κόπωση του μηχανισμού. Όταν ένας μηχανισμός έχει να αντεπεξέλθει σε 10.000 περιστατικά κάθε χρόνο, έστω και μικρά, αυτό σημαίνει κόπωση του μηχανισμού και κατάρρευση».
Προβληματική η εκπαίδευση των πυροσβεστών
Τεράστια ζητήματα όμως υπάρχουν και στην εκπαίδευση των πυροσβεστών στις δασικές πυρκαγιές. Στην Πυροσβεστική Ακαδημία τετραετούς φοίτησης, ένας πυροσβέστης κάνει μόνο δύο μαθήματα δασικών πυρκαγιών σε όλη τη διάρκεια της φοίτησής του, ενώ υπάρχει μεγάλη πιθανότητα σε ολόκληρη τη θητεία του να μην ξανακάνει μετεκπαίδευση στις δασικές πυρκαγιές. «Οι δασικές πυρκαγιές μελετώνται επιστημονικά όλο τον χρόνο, σε όλο τον κόσμο. Παράγονται νέες ιδέες, καινούργια εργαλεία, νέες μέθοδοι και διαδικασίες καταστολής. Όλα αυτά θα πρέπει να επικαιροποιούνται και να εντάσσονται στην εκπαίδευση των πυροσβεστών. Εκπαίδευση σημαίνει συναντίληψη. Αντιλαμβάνομαι πράγματα που βλέπω στο πεδίο γιατί τα έχω διδαχτεί θεωρητικά. Η εκπαίδευση φέρνει αλλαγή της κουλτούρας, γιατί όσο μαθαίνω πράγματα για τις δασικές πυρκαγιές, τόσο αλλάζω και την οπτική μου απέναντί τους. Η εκπαίδευση δεν αφορά μόνο τους πυροσβέστες, αλλά είναι υπόθεση και όλων των υπολοίπων που εμπλέκονται στις δασικές πυρκαγιές. Τα στελέχη της Πολιτικής Προστασίας δεν έχουν παρακολουθήσει ούτε ένα σεμινάριο δασικών πυρκαγιών. Αυτοί οι άνθρωποι, στον Έβρο, στο Σουφλί, στην Αλεξανδρούπολη, θα κληθούν να συνεργαστούν με τους πυροσβέστες, και αν δεν είναι εκπαιδευμένοι στα ίδια πράγματα, δεν θα μπορούν να μιλάνε την ίδια γλώσσα. Όταν ο πυροσβέστης θα πει ‘θα κάνουμε αυτό’, οι άλλοι πρέπει να καταλαβαίνουν τι είναι ‘αυτό’. Και στα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων χρειάζεται εκπαίδευση, αφού συμμετέχουν στον μηχανισμό», εξηγεί ο κ. Τζηρίτης.
Τα στελέχη της Πολιτικής Προστασίας δεν έχουν παρακολουθήσει ούτε ένα σεμινάριο δασικών πυρκαγιών. Αυτοί οι άνθρωποι θα κληθούν να συνεργαστούν με τους πυροσβέστες, και αν δεν είναι εκπαιδευμένοι στα ίδια πράγματα, δεν θα μπορούν να μιλάνε την ίδια γλώσσα
Μετά τις πυρκαγιές τι;
Αν και το θέμα είναι να ασχολούμαστε με το πριν των πυρκαγιών ώστε να μην υπάρχει το μετά, ωστόσο ευτυχώς υπάρχει καλή γνώση και εμπειρία στις δασικές υπηρεσίες για το τι πρέπει να κάνουμε. Συνήθως μετά από κάθε καταστροφική πυρκαγιά και μετά τις πρώτες βροχές, αυτό που ακολουθεί είναι έντονα πλημμυρικά φαινόμενα λόγω της διάβρωσης του εδάφους. Επομένως τα αντιπλημμυρικά και αντιδιαβρωτικά έργα πρέπει να αρχίζουν αμέσως μετά τη πυρκαγιά. «Το πρόβλημα ωστόσο είναι η υποστελέχωση της Δασικής Υπηρεσίας, οι οικονομικοί πόροι και το πόσο προετοιμασμένοι είμαστε για τις αναδασώσεις», εξηγεί ο Ηλίας Τζηρίτης.
«Από τα 44 φυτώρια που υπήρχαν τη δεκαετία του 1970 στην Ελλάδα, σήμερα έχουν απομείνει μόνο 24 και τα περισσότερα απ’ αυτά είναι απαξιωμένα. Για παράδειγμα, ένα φυτώριο στην Πάτρα που είχε κάποτε δυναμική για 600.000 φυτά σήμερα βγάζει 60.000-70.000 φυτά. Αν δεν έχουμε φυτώρια δεν έχουμε και φυτά, οπότε δεν μπορεί να γίνει τεχνητή αποκατάσταση εκεί που χρειάζεται».
Ένα λάθος που δεν πρέπει να κάνουμε μετά τις πυρκαγιές είναι να αφήνουμε τις καμένες περιοχές απροστάτευτες. «Σε πολλές περιπτώσεις η Πυροσβεστική θεωρεί ότι πρέπει να πάρει τα οχήματα από περιοχές που έχουν καεί και να τα μεταφέρει εκεί που υπάρχει υψηλό δάσος. Αυτή είναι μια εσφαλμένη αντίληψη, καθώς οι καμένες εκτάσεις πρέπει να προστατευτούν περισσότερο, ώστε να μην ξανακαούν για τα επόμενα είκοσι χρόνια. Το 2023, από τα 1.700.000 στρέμματα που κάηκαν, τα 200.000 ήταν διπλοκαμένα, που σημαίνει ότι δεν θα έχουμε φυσική αναγέννηση του δάσους. Αυτά τα στρέμματα προστέθηκαν στα ήδη εκατοντάδες χιλιάδες στρέμματα που έχρηζαν τεχνητής αποκατάστασης, και αυτό κάθε χρόνο λειτουργεί προσθετικά», καταλήγει ο Ηλίας Τζηρίτης.