Η διαγενεακή αλληλεγγύη είναι η εγγύτητα και η υποστήριξη ανάμεσα σε διαφορετικές γενιές. Δεν αφορά τη συνοχή μόνο μεταξύ συγγενών, αλλά γενικότερα την κοινωνική συνοχή, το πώς σχετίζονται οι άνθρωποι διαφορετικών γενεών, πώς αλληλοβοηθιούνται και εξαρτώνται μεταξύ τους στην καθημερινή τους ζωή. Καθοριστικό ρόλο σε μια τέτοια πρακτική θα μπορούσε να παίξει ένα πλαίσιο όπως η συνεργατική κατοικία.
Συνεργατική κατοικία: πέρα από τη στέγαση
Η κατοικία, ως θεμελιώδης ανθρώπινη ανάγκη, δεν περιορίζεται απλώς στην παροχή ενός φυσικού χώρου διαμονής. Αντίθετα, συνδέεται με ποικίλες κοινωνικές και συναισθηματικές διαστάσεις, όπως η αίσθηση ασφάλειας, η δυνατότητα δημιουργίας σχέσεων και η κάλυψη προσωπικών και συλλογικών αναγκών. Ιδιαίτερα στις μέρες μας, όπου η μοναξιά, το αυξημένο κόστος διαβίωσης και οι περιορισμένες κοινωνικές παροχές επηρεάζουν την ποιότητα ζωής, προκύπτει η ανάγκη για νέες προσεγγίσεις στον τρόπο που ζούμε.
Σε αυτό το πλαίσιο, η συνεργατική κατοικία αποτελεί μια εναλλακτική μορφή στέγασης που όχι μόνο καλύπτει τις στεγαστικές ανάγκες αλλά προάγει τη συνεργασία, την αλληλεγγύη και την κοινωνική συνοχή. Το μοντέλο αυτό, το οποίο έχουμε εξετάσει εκτενώς σε προηγούμενο άρθρο μας, βασίζεται στην αρχή ότι οι άνθρωποι μπορούν να συνυπάρχουν και να μοιράζονται όχι μόνο χώρους αλλά και ευθύνες, ανάγκες και λύσεις.
Η συνεργατική κατοικία παρουσιάζει μια σειρά από πλεονεκτήματα που την καθιστούν ιδιαίτερα επίκαιρη και αποτελεσματική:
- Οικονομία κλίμακας: Μέσω του διαμοιρασμού πόρων και ευθυνών μειώνονται τα έξοδα διαβίωσης.
- Κοινωνική συνοχή: Η καθημερινή αλληλεπίδραση με τους συγκατοίκους ενισχύει την αίσθηση του ανήκειν και καταπολεμά τη μοναξιά.
- Υποστήριξη στις ανάγκες: Μέσα από τη συνεργασία καλύπτονται ανάγκες όπως η φροντίδα παιδιών ή ηλικιωμένων, η συντήρηση του σπιτιού, ή ακόμα και η συναισθηματική στήριξη.
- Περιβαλλοντική βιωσιμότητα: Η κοινή χρήση πόρων μειώνει το οικολογικό αποτύπωμα.
Τι είναι η διαγενεακή αλληλεγγύη;
Η διαγενεακή αλληλεγγύη αναφέρεται στην υποστήριξη και εγγύτητα μεταξύ διαφορετικών γενεών. Αυτή η αλληλεγγύη περιγράφει την κοινωνική συνοχή και τις σχέσεις αμοιβαίας εξάρτησης και υποστήριξης που αναπτύσσονται μεταξύ γονέων και παιδιών, καθώς μεγαλώνουν και δημιουργούν δικές τους οικογένειες.
Σε εργαστήριο που οργανώσαμε στα γραφεία του Ιδρύματος Χάινριχ Μπελ εξετάσαμε πώς η διαγενεακή αλληλεγγύη μπορεί να ενισχύσει την ποιότητα ζωής μέσα σε εγχειρήματα συνεργατικής κατοικίας. Μέσα από συζητήσεις και ανταλλαγή εμπειριών, αναδείχθηκαν συγκεκριμένες πρακτικές:
- Η φροντίδα των παιδιών από μεγαλύτερα μέλη της κοινότητας, κάτι που μειώνει το άγχος των νέων γονέων και αναζωογονεί τους ηλικιωμένους.
- Η ανταλλαγή δεξιοτήτων και γνώσεων μεταξύ γενεών, όπως η μετάδοση εμπειριών ή η βοήθεια σε καθημερινές πρακτικές ανάγκες.
- Η συναισθηματική στήριξη και η αίσθηση κοινότητας που προάγουν τη συνοχή και μειώνουν την απομόνωση.
Η «οικογένεια από επιλογή»
Η διαγενεακή αλληλεγγύη δεν περιορίζεται μόνο στην οικογένεια, αλλά επεκτείνεται σε οποιαδήποτε κοινότητα – αυτό που πολλά άτομα περιγράφουν ως «οικογένεια από επιλογή», δηλαδή τη μορφή κοινωνικού δεσμού που δημιουργείται ανάμεσα σε άτομα όχι με βάση τη βιολογική συγγένεια, αλλά κυρίως μέσα από τις επιλογές και τις σχέσεις που αναπτύσσονται. Με αυτήν την έννοια, οι άνθρωποι διαμορφώνουν δεσμούς αγάπης, υποστήριξης και φροντίδας με βάση την αμοιβαία κατανόηση, την εμπιστοσύνη και την κοινή εμπειρία, παρά την κοινή καταγωγή.
Η οικογένεια από επιλογή συχνά απαντάται σε κοινότητες ΛΟΑΤΚΙΑ+, όπου οι άνθρωποι δημιουργούν στενές σχέσεις με άτομα που τους στηρίζουν και τους κατανοούν, ιδιαίτερα αν οι βιολογικές τους οικογένειες δεν αποδέχονται τη σεξουαλική τους ταυτότητα. Παράλληλα, η έννοια αυτή απευθύνεται και σε οποιονδήποτε επιλέγει να δημιουργήσει ισχυρούς δεσμούς με ανθρώπους που δεν είναι συγγενείς εξ αίματος ή γάμου, αλλά τους θεωρεί οικογένειά του λόγω της συναισθηματικής και ψυχολογικής εγγύτητας.
Η οικογένεια από επιλογή μπορεί να περιλαμβάνει φίλους, συντρόφους, μέντορες ή ακόμα και συναδέλφους, δηλαδή άτομα που προσφέρουν αμοιβαία στήριξη, φροντίδα και σταθερότητα. Αυτή η μορφή οικογένειας μπορεί να παρέχει την ίδια αίσθηση ασφάλειας, αγάπης και ταυτότητας όπως και οι παραδοσιακές οικογένειες, με την επιπλέον ιδιαιτερότητα ότι οι δεσμοί αυτοί είναι αποτέλεσμα μιας συνειδητής επιλογής και όχι μιας προκαθορισμένης κατάστασης.
Αυτό το πλέγμα σχέσεων μπορεί να οδηγήσει στη δημιουργία νέων παραδόσεων και τελετουργιών που αντικατοπτρίζουν τις κοινές αξίες και την ταυτότητα της νέας οικογένειας, καθώς και στην ενδυνάμωση και την αυτονομία των μελών που την απαρτίζουν.
Συνοψίζοντας, η «οικογένεια από επιλογή» αντιπροσωπεύει την ιδέα ότι η οικογένεια δεν είναι μόνο θέμα βιολογικής σύνδεσης, αλλά μπορεί να είναι το αποτέλεσμα της συνειδητής προσπάθειας των ανθρώπων να βρουν και να δημιουργήσουν υποστηρικτικές και βαθιές σχέσεις με άτομα που θεωρούν πραγματικά σημαντικά στη ζωή τους.
Εδώ μπορούμε να υπογραμμίσουμε ότι καθώς οι κοινωνίες «γερνούν», τα ερωτήματα σχετικά με τη διαγενεακή αλληλεγγύη γίνονται πιο σημαντικά.
Στήριξη και ενσωμάτωση ευάλωτων ομάδων
Επεκτείνοντας τη σκέψη μας, μπορούμε να υποβάλουμε και άλλα ερωτήματα ώστε να εμπλουτίσουμε τη συζήτηση. Για παράδειγμα, η αλληλεγγύη μεταξύ γενεών περιλαμβάνει συμπεριφορές και πολιτικές με σκοπό τη στήριξη και την ενσωμάτωση ευάλωτων ομάδων;
Ας προσπαθήσουμε να μπούμε στη θέση κάποιων άλλων: Τι προσδοκίες θα είχε ένας ηλικιωμένος πρόσφυγας από ένα εγχείρημα συγκατοίκησης; Θα μπορούσε μια ανύπαντρη μητέρα χωρίς στήριξη από την οικογένειά της να βρει τους «παππούδες» των παιδιών της στο εγχείρημα και να τους προσφέρει τη στήριξη που δεν έλαβε από τη δική της οικογένεια; Θα ένιωθε ασφαλής ένας άνθρωπος με ψυχικά νοσήματα, ελπίζοντας πως αντί για άγνωστους γείτονες οι συγκάτοικοι στο εγχείρημα ίσως να μπορούσαν να τον στηρίξουν, αν μη τι άλλο με την κατανόησή τους; Τι θα μπορούσε να προσφέρει ένα τέτοιο εγχείρημα σε έναν έφηβο, που στο άμεσο περιβάλλον του μπορεί να διατρέχει κινδύνους όπως ροπή στην εγκληματικότητα; Πώς θα στηριζόταν πρακτικά ένας άνεργος, που σε ένα τυπικό στεγαστικό σχήμα θα είχε επιπλέον τον φόβο της αστεγίας; Πώς θα διαχειριστεί η κοινότητα του εγχειρήματος ένα περιστατικό ενδοοικογενειακής βίας; Θα μπορούσε ένα νέο ΛΟΑΤΚΙΑ+ άτομο να βρει στους μεγαλύτερους του εγχειρήματος την οικογένεια που τον απέρριψε, αλλά επιπλέον να βιώσει την αποδοχή για αυτό που είναι;
Θετικά αποτελέσματα από τη συνεργασία γενεών
Όπως έχει αναδειχθεί σε προηγούμενο άρθρο, τα εγχειρήματα συνεταιριστικής κατοικίας έχουν μακρά ιστορία στη Βόρεια Ευρώπη. Με τα μέλη τους να μεγαλώνουν, η διαγενεακή αλληλεγγύη έχει γίνει σημαντικό θέμα συζήτησης τόσο μέσα στα διάφορα κοινωνικά και πολιτικά κινήματα αλλά και μεταξύ των πολιτών εντός της ευρύτερης κοινότητας και της γειτονιάς.
Καθώς τα μέλη της κοινότητας μεγαλώνουν και φτάνουν ή και ξεπερνούν την ηλικία συνταξιοδότησης, οι ανάγκες τους διαφοροποιούνται: από τη μία έχουν περισσότερο ελεύθερο χρόνο, από την άλλη τα προβλήματα υγείας ή η ανάγκη φροντίδας άλλων (π.χ. γονείς, παιδιά, εγγόνια) περιορίζουν τις δυνατότητες κοινωνικής ενεργοποίησης αλλά και κάλυψης προσωπικών αναγκών, όπως π.χ. ψώνια, μετάβαση σε υπηρεσίες και γιατρούς κτλ. Οι νεότεροι ένοικοι, από τη μεριά τους, δαπανούν τον χρόνο τους στην κάλυψη των βιοποριστικών τους αναγκών, αλλά και ενδεχομένως στη φροντίδα παιδιών και/ή γονέων, γεγονός που τους αφήνει πολύ λίγο ελεύθερο χρόνο για ξεκούραση και αναψυχή.
Αυτές οι γενιές λοιπόν μέσα από μια δομημένη διαδικασία διαλόγου μπορούν να έρθουν κοντά, να κατανοήσουν η μία τις ιδιαίτερες ανάγκες της άλλης και να επιχειρήσουν να αλληλοκαλύψουν τις ανάγκες τους.
Σε αντίστοιχα εγχειρήματα του εξωτερικού, είχα ήδη την τύχη να παρατηρήσω έμπρακτες εφαρμογές της διαγενεακής αλληλεγγύης: η φροντίδα των παιδιών από τα μεγαλύτερα μέλη της κοινότητας πολλές φορές αντικαθιστά σε κάποιον βαθμό την έλλειψη των δικών τους παππούδων, που είτε ζουν μακριά είτε δεν βρίσκονται πλέον εν ζωή, πέρα από το ότι μπορεί να είναι αναζωογονητική και για τα ηλικιωμένα μέλη της κοινότητας. Πέρα από έναν ρόλο φροντιστή, όμως, στην αμέσως επόμενη ηλικιακή ομάδα των εφήβων και νεαρών ενηλίκων τα ηλικιωμένα μέλη της κοινότητας προσέφεραν τις εμπειρίες και τις ιστορίες τους μέσα από τη διαδρομή τους στη ζωή, αποτελώντας έναν συνδετικό κρίκο με το παρελθόν.
Πολλές φορές, ανάλογα με τις εκάστοτε ανάγκες, η φροντίδα των παιδιών συνδυαζόταν ή ανταλλασσόταν με προσφορά μαγειρεμένου φαγητού, ή μπορεί ο γονέας να ανταπέδιδε στον ηλικιωμένο φροντιστή μέσα από βοήθεια στα ψώνια, συνοδεία σε γιατρούς και υπηρεσίες, ή και οικιακές επισκευές. Αυτή η συνεχής συνύπαρξη και αλληλεπίδραση πολλών γενιών ενοίκων στους κοινούς χώρους και η πραγματοποίηση κοινών δραστηριοτήτων ενίσχυαν τους δεσμούς της κοινότητας, την αλληλεγγύη και το αίσθημα του ανήκειν. Και φυσικά η κάλυψη αναγκών μέσα από την κοινότητα οδηγούσε εντέλει σε μείωση του κόστους διαβίωσης, καθώς εργασίες που θα μπορούσαν να γίνονται επί πληρωμή καλύπτονταν δωρεάν, μέσα από τη διάθεση κοινοτικών πόρων.
Βόρεια Ευρώπη, Ελλάδα, Θεσσαλονίκη
Η διαφορά στο επίπεδο παροχών του κοινωνικού κράτους μεταξύ Βόρειας Ευρώπης και Ελλάδας εξηγεί τις διαφορετικές προσεγγίσεις στο ζήτημα της διαγενεακής αλληλεγγύης. Στη Βόρεια Ευρώπη το κοινωνικό κράτος εξακολουθεί να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο, παρέχοντας υπηρεσίες φροντίδας και υποστήριξης στους πολίτες. Ως αποτέλεσμα, η συζήτηση επικεντρώνεται κυρίως στη βελτίωση της κοινωνικοποίησης και στην αντιμετώπιση της μοναξιάς, ιδιαίτερα για άτομα μεγαλύτερης ηλικίας.
Αντίθετα στην Ελλάδα, όπου το κοινωνικό κράτος έχει αποσυρθεί από πολλές υποχρεώσεις του, η διαγενεακή αλληλεγγύη αναδύεται ως λύση για την κάλυψη σημαντικών κενών. Οι πολίτες καλούνται συχνά να καλύψουν με ίδια μέσα τις ανάγκες φροντίδας και υποστήριξης των οικείων τους – είτε πρόκειται για ηλικιωμένους είτε για εργαζόμενους, γονείς, ανέργους ή άλλα ευάλωτα άτομα. Έτσι, η συζήτηση για τη διαγενεακή αλληλεγγύη στην Ελλάδα εστιάζει περισσότερο σε πρακτικές λύσεις που απαντούν στις ελλείψεις αυτές, ενώ τα ζητήματα κοινωνικοποίησης και μοναξιάς περνούν σε δεύτερη μοίρα.
Εδώ και δύο περίπου χρόνια, είχα την ευκαιρία να συσχετιστώ με μια ομάδα συγκατοίκησης όπου ο άξονας της διαγενεακής αλληλεγγύης παίζει καθοριστικό ρόλο. Η εναρκτήρια ιδέα ήταν η αλληλεγγύη μεταξύ ατόμων μεγαλύτερης ηλικίας, όμως στη συνέχεια άρχισε να μετεξελίσσεται οργανικά στην ιδέα της αλληλεγγύης μεταξύ των γενεών. Μέσα από τη συζήτηση γύρω από ζητήματα ποιότητας ζωής και επιβίωσης, όπως η αύξηση του κόστους διαβίωσης, η μοναξιά, αλλά και η έλλειψη ελεύθερου χρόνου, οδηγούμαστε σε ολοένα και πιο ουσιαστική επικοινωνία, σε αναζήτηση συλλογικών απαντήσεων. Η διαγενεακή αλληλεγγύη κατάφερε να εμπλουτίσει αυτή τη συζήτηση, ανοίγοντας νέους δρόμους στη σκέψη μας.