Η πικρή αλήθεια είναι ότι στη σύγχρονη δημοσιογραφική σφαίρα τα δάση μάς ενδιαφέρουν κυρίως όταν καίγονται, δίνοντας τηλεοπτικές εικόνες απόγνωσης αλλά και χώρο για σύγκρουση και αλληλοκατηγορίες. Τιμάμε τους ήρωες -πυροσβέστες και δασικούς υπαλλήλους- λίγα 24ωρα μετά τη φωτιά και απαιτούμε αναδασώσεις μέχρι να έρθει η επόμενη καταστροφή, που μας κάνει να τα ξεχνάμε όλα. Και τα ξαναθυμόμαστε το επόμενο καλοκαίρι, με την επόμενη μεγάλη φωτιά...
«Με μεγάλη ταχύτητα προχώρησαν οι απαραίτητες αναδασώσεις (σ.σ. στην Εύβοια)» άκουσα με έκπληξη να λέει από το βήμα της Βουλής ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, στην ομιλία του για τον απολογισμό της αντιπυρικής περιόδου 2024.
Είχα την τύχη μερικούς μήνες νωρίτερα να κάνω μια εις βάθος έρευνα στο Inside Story για το θέμα και να γνωρίζω ότι δεν έχουν γίνει εκτεταμένες αναδασώσεις στην περιοχή, παρά μόνο μία πιλοτική που αφορούσε μια μικρή έκταση 51 στρεμμάτων. Και λέω μικρή καθώς το κράτος έχει αποφασίσει να αναδασώσει στη Βόρεια Εύβοια 9.383,8 στρέμματα μετά τις πυρκαγιές του 2021.
Σε μια άλλη διάσταση, την επομένη των δηλώσεων του πρωθυπουργού θα είχαμε άρθρα που θα έκαναν fact checking σε όσα αναφέρθηκαν στην ομιλία του και ίσως μια τέτοια ψευδής δήλωση να γινόταν περισσότερο γνωστή.
Η πικρή αλήθεια είναι όμως ότι στη σύγχρονη δημοσιογραφική σφαίρα τα δάση μάς ενδιαφέρουν κυρίως όταν καίγονται, δίνοντας τηλεοπτικές εικόνες απόγνωσης αλλά και χώρο για σύγκρουση και αλληλοκατηγορίες. Τιμάμε τους ήρωες -πυροσβέστες και δασικούς υπαλλήλους- λίγα 24ωρα μετά τη φωτιά και απαιτούμε αναδασώσεις μέχρι να έρθει η επόμενη καταστροφή, που μας κάνει να τα ξεχνάμε όλα. Και τα ξαναθυμόμαστε το επόμενο καλοκαίρι, με την επόμενη μεγάλη φωτιά.
Σε αυτό δεν φταίνε όμως μόνο τα ΜΜΕ και οι δημοσιογράφοι -που μπορεί να μη δίνουν τον χώρο και το χρόνο για τέτοια θέματα- αλλά και η ίδια η κοινωνία, που μόνο όταν «καίγεται», κυριολεκτικά, στρέφει το βλέμμα της στα πολύτιμα δάση μας.
Υπό αυτό το πρίσμα λοιπόν πόσο εύκολο είναι να προχωρήσει ένας δημοσιογράφος σε έρευνες για τα δάση «εκτός σεζόν»;
Είναι η περιορισμένη ενημέρωση ανάλογη της ζήτησης ή το αντίστροφο;
Όταν η αρχισυντάκτριά μου, Κατερίνα Λομβαρδέα, μου ανέφερε ότι υπάρχουν δημόσια δασικά φυτώρια που παρακμάζουν και μου ανέθεσε να ερευνήσω το θέμα, απόρησα. Τα μόνα φυτώρια που γνώριζα μέχρι τότε ήταν αυτά που βλέπουμε στις γειτονιές, με τα φυτά εσωτερικού και εξωτερικού χώρου. Ακόμα και όταν αναζήτησα τον όρο στο διαδίκτυο, τα δημοσιεύματα ήταν ελάχιστα και πολύ μικρά σε έκταση.
Ομολογουμένως στη χώρα μας δεν έχουμε πολλά μέσα τα οποία να δίνουν τον χώρο σε δημοσιογράφους να εξειδικευθούν στο περιβαλλοντικό ρεπορτάζ. Οι περισσότεροι που ασχολούμαστε κατά καιρούς -και όχι αποκλειστικά- με αυτό, κινούμαστε κυρίως στη σφαίρα του «ελεύθερου ρεπορτάζ». Αυτό από μόνο του δημιουργεί το πρόβλημα ότι δεν είναι πάντα εύκολο να ενημερώνεσαι για όλα όσα συμβαίνουν στον χώρο, δεν καλλιεργείς εύκολα πηγές και έτσι είναι ακόμα πιο δύσκολο να πείσεις το μέσο σου να «σηκώσει» ένα θέμα που συνήθως δεν «πουλάει».
Όμως, ακόμα και αν υπάρχουν όλες οι συνθήκες που ευνοούν μια τέτοια έρευνα, όπως στη δική μου περίπτωση, που ένα μέσο ρίχνει φως σε περιβαλλοντικά θέματα, είναι διατεθειμένο να σου αναθέσει ένα δασικό ρεπορτάζ και σου δώσει τον απαιτούμενο χρόνο για να ασχοληθείς με αυτό, είναι εξαιρετικά περίπλοκο να το φέρεις σε πέρας.
Αρχικά, η κάλυψη που υπάρχει για τα δασικά θέματα είναι πολύ περιορισμένη. Επομένως ακόμα και όταν κάνεις την αρχή για την έρευνα, δεν υπάρχει μεγάλος πλούτος δημοσιευμάτων που θα σε βοηθήσουν να ξεκινήσεις.
Σταχυολογώντας το διαδίκτυο, πολύ γρήγορα συνειδητοποίησα πως ό,τι ήθελα να μάθω για τα δάση θα βρισκόταν στο dasarxeio.com. Πρόκειται για τη μοναδική ίσως ιστοσελίδα στην χώρα μας που ασχολείται αποκλειστικά με δασικά θέματα, καθώς λειτουργεί ως ένα μπλογκ που δημιουργήθηκε από δασικούς υπαλλήλους για την ίδια τους την ενημέρωση. Για όποιον θέλει να ασχοληθεί με τα δάση είναι μια εξαιρετική πηγή. Χάρη στις δημοσιεύσεις τους λοιπόν, όπως μια συνέντευξη της δασάρχου Αγρινίου, άρχισα να καταλαβαίνω σιγά σιγά τον νευραλγικό ρόλο που παίζουν τα δασικά φυτώρια για τις αναδασώσεις.
Πέρα από τα παραπάνω -και μερικά δημοσιεύματα που μπορεί κανείς να βρει σποραδικά στα ΜΜΕ ή εκθέσεις και ανακοινώσεις μεγάλων περιβαλλοντικών οργανώσεων όπως το WWF και η Greenpeace- το μόνο εργαλείο που μένει είναι να βρεις τους ανθρώπους του χώρου για να μιλήσεις.
Βλέποντας το (φλεγόμενο) δέντρο χάνουμε τους ανθρώπους πίσω από τα δάση
Οι περισσότεροι άνθρωποι που γνωρίζουν καλά τα ζητήματα που άπτονται της διαχείρισης όσων έχουν να κάνουν με τα δάση και τις αναδασώσεις είναι αδιαμφισβήτητα οι υπάλληλοι στα κατά τόπους δασαρχεία. Δηλαδή, δυστυχώς για την περίπτωσή μου, δημόσιοι υπάλληλοι που τους απαγορεύεται να μιλήσουν σε δημοσιογράφους χωρίς έγκριση από κάποιον ανώτερό τους.
Αν και οι περισσότεροι από όσους μου σήκωσαν το τηλέφωνο αρνούνταν να μου μιλήσουν, μου έκανε εντύπωση το πόσο εμφανές ήταν ότι είχαν την ανάγκη να μου πουν πολλά. Νιώθοντας ότι κάποιος θέλει επιτέλους να τους ακούσει όχι για να αναζητηθούν οι ευθύνες των πυρκαγιών, αλλά για να φωτίσει τον απολογισμό ή την πρόληψη μιας φωτιάς για τα οποία μοχθούν καθημερινά, φευγαλέα μοιράζονταν πληροφορίες που φωτίζουν τη μεγαλύτερη εικόνα: «Επειδή το έχω πονέσει πολύ το φυτώριό μας, δεν θα ήθελα να μιλήσω», «Μελέτη αναδασώσεων στην περιοχή μας; Δεν θυμάμαι κάτι σχετικό, θα έπρεπε να ψάξω, αλλά δεν προλαβαίνω», «Δεν έχω χρόνο να μιλήσουμε, έχω μείνει μόνος μου. Είμαι στα πρόθυρα να φύγω, έχω κουραστεί από αυτή τη δουλειά. Αν δεν πάρουν μόνιμο προσωπικό στις δασικές υπηρεσίες, δεν θα έχουμε σε ποιον να δώσουμε τα κλειδιά φεύγοντας», είναι μερικά από όσα άκουσα. Αναπόφευκτα λοιπόν, ξεκινώντας από τις αναδασώσεις οδηγούμασταν σε ένα μεγαλύτερο πρόβλημα που επεκτεινόταν στην τρομακτική υποστελέχωση του δασικού σώματος και την υπολειτουργία των δασικών φυτωρίων σε όλη τη χώρα, που οδηγεί ακριβώς σε αυτό που βλέπουμε σήμερα: στο να μην υπάρχουν φυτά αυτή τη στιγμή για μεταφύτευση στα καμένα της Εύβοιας.
Η στάση του Υπουργείου
Τα δασαρχεία, τελικά, παρέπεμπαν στις Διευθύνσεις Αναδασώσεων και αυτές με τη σειρά τους στο Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Το έγγραφο αίτημα προς το Υπουργείο ήταν λοιπόν μονόδρομος.
Η εμπειρία έχει δείξει ότι αν δεν είσαι δημοσιογράφος σε μεγάλο μέσο ή δεν καλύπτεις αποκλειστικά ένα συγκεκριμένο Υπουργείο, ο χρόνος αναμονής για επίσημη απάντηση στην ερώτηση που στέλνεις ξεπερνά τις περισσότερες φορές τη μία εβδομάδα, στην καλύτερη περίπτωση, και στη χειρότερη απλά σε αγνοούν - παρόλο που ο νόμος αναφέρει ότι πρέπει κάθε πολίτης να λάβει απάντηση μέσα σε 20 μέρες, ακόμη και αν αυτή είναι το να αρνηθούν να απαντήσουν.
Προς έκπληξή μου, και προς τιμήν τους, η Γενική Γραμματεία Δασών μας απάντησε μέσα σε έξι μέρες και ανταποκρίθηκαν πολύ άμεσα και στις follow up ερωτήσεις που είχαμε στη συνέχεια. Παρ’ όλα αυτά, μερικά πολύ συγκεκριμένα ερωτήματα δεν απαντήθηκαν επαρκώς, κάτι που μας προβλημάτισε. Στην ερώτησή μας για το πόσες εκτάσεις πρέπει να αναδασωθούν στη χώρα, με βάση τις σχετικές μελέτες, και πόσα δέντρα υπολογίζεται ότι θα χρειαστούν για τις αναδασώσεις αυτές, δεν λάβαμε καμία απάντηση. Άρα τα βασικά ερευνητικά μας ερωτήματα ήταν βέβαιο ότι από το κράτος δεν θα μπορούσαμε να τα απαντήσουμε.
Αυτό άραγε οφείλεται στο ότι μπορεί να μη γνωρίζει και το ίδιο το Υπουργείο την απάντηση; Ή ήθελε απλώς να την αποκρύψει για να εστιάσει -όπως συχνά γίνεται- στα έργα που έχουν ήδη γίνει; Είναι ερωτήματα που προς το παρόν σίγουρα θα μείνουν αναπάντητα.
Όσα δεν απαντά το κράτος
Για καλή μου τύχη, μέσα στους δεκάδες ανθρώπους με τους οποίους μίλησα για τα ρεπορτάζ, βρίσκονταν και πολλοί αξιόλογοι ακαδημαϊκοί και ερευνητές που προσπάθησαν να μου δώσουν απαντήσεις μέσα από τις μελέτες τους.
Για παράδειγμα, μια έρευνα της ομάδας του καθηγητή Δασοκομίας και Δασικής Οικολογίας του ΑΠΘ Πέτρου Γκανάτσα κατέγραψε καμένες εκτάσεις των ετών 2021 και 2022 (χωρίς να περιλαμβάνουν περιπτώσεις μεγάλων πυρκαγιών που έτυχαν ιδιαίτερης μεταχείρισης, όπως π.χ. Βόρεια Εύβοια και Δαδιά) οι οποίες έπρεπε να αναδασωθούν και συμπέραναν ότι από τις καμένες δασικές εκτάσεις του 2021 θα έπρεπε να αναδασωθούν τουλάχιστον 59.057 στρέμματα, και 26.320 στρέμματα για το 2022. Συγκρίνοντας αυτά τα στοιχεία με εκείνα που μας στάλθηκαν από το ΥΠΕΝ (π.χ. το 2022 αναδασώθηκαν 6.423 στρέμματα), μας ήταν φανερό πόσες εκτάσεις μάλλον αγνοούνται μετά τις πυρκαγιές.
Επιπλέον, η μελέτη για την αναδάσωση της Βόρειας Εύβοιας βρίσκεται σε δημόσια θέα και δίνει μια σημαντική εικόνα για τον τρόπο με τον οποίο το κράτος διαχειρίζεται τα δάση: σύμφωνα με τους μελετητές, που έκαναν πολύ σχολαστική επιτόπια δουλειά, οι εκτάσεις που χρήζουν τεχνητής αναδάσωσης είναι 33.632 στρέμματα και από αυτές έχει αποφασιστεί να αναδασωθούν μόνο οι δημόσιες εκτάσεις που αφορούν 9.383,8 στρέμματα, δηλαδή λιγότερο από το ένα τρίτο της συνολικής έκτασης που κρίθηκε αναδασωτέα.
Τι θα απογίνουν οι ιδιωτικές εκτάσεις, που σύμφωνα με τον νόμο σε περιπτώσεις πυρκαγιάς μπορεί να αναδασώσει το κράτος; «Η τεχνητή αναδάσωση [...] είναι μόνον η πρώτη από μια σειρά αναδασωτικών προσπαθειών, τις οποίες έχουμε αναλάβει. Το αμέσως προσεχές διάστημα θα ακολουθήσει η δημοσίευση της διαγωνιστικής διαδικασίας για την υλοποίηση των έργων τεχνητής αναδάσωσης για τα υπόλοιπα τμήματα της πυρόπληκτης περιοχής της Β. Εύβοιας, σύμφωνα με το υπόλοιπο περιεχόμενο της ως άνω αναφερθείσας μελέτης (σ.σ.: μελέτη για τα δημόσια δάση), τα οποία προγραμματίζονται να γίνουν με τον καλύτερο και επιστημονικά ορθό τρόπο, έτσι ώστε να εξασφαλισθεί η επιτυχία της αναδάσωσης και η προστασία της βιοποικιλότητας», μας απάντησε το Υπουργείο. Επί της ουσίας, λοιπόν, δεν λάβαμε καμία απάντηση σχετικά με το αν σχεδιάζει το κράτος να προβεί σε αναδάσωση στις μη δημόσιες εκτάσεις.
Όταν η πλάση καίγεται
Πέρα από τις αντικειμενικές δυσκολίες του να ξεκινήσεις μία έρευνα για τα δάση ή να αναζητήσεις σε κάθε πιθανή γωνιά πληροφορίες για ερωτήσεις που θα μείνουν αναπάντητες ή που αγνοούνται από το κράτος, υπάρχει και η ματαίωση που προέρχεται και από την ανταπόκριση του κοινού.
Πόσο επίκαιρη μπορεί να γίνει μια έρευνα για τα δάση στην καρδιά του χειμώνα; Η εμπειρία δείχνει ότι μάλλον όχι πολύ. Παρότι μέσα από τα ρεπορτάζ μας καταφέραμε να ρίξουμε φως για πρώτη φορά σε πτυχές των δασών μας όπως η υπολειτουργία των δασικών δημοσίων φυτωρίων και η απουσία φυταρίων για τη Βόρεια Εύβοια, ή να αναδείξουμε την αδιαφορία του κράτους για το πράσινο και την εργαλειοποίησή του μόνο για πολιτικές υποσχέσεις, είδαμε ξεκάθαρα ότι οι έρευνές μας εκτιμήθηκαν κυρίως από όσους βρίσκονταν στον χώρο.
Η σκληρή αλήθεια ήταν ότι η δημοτικότητα των ερευνών μας στο ευρύ κοινό εκτοξεύτηκε έξι μήνες μετά τη δημοσίευσή τους, όταν το καλοκαίρι είχαμε για ακόμη μια φορά πυρκαγιές και όλοι στα κοινωνικά δίκτυα μιλούσαν για αυτό. Μάλιστα, όχι μόνο είδαμε ότι ο κόσμος διάβασε τις έρευνές μας αλλά λόγω της μεγάλης διάχυσής τους στα κοινωνικά δίκτυα το Υπουργείο έκρινε σκόπιμο να κάνει «διευκρινίσεις» για το θέμα. Αν και για ακόμη μια φορά είδαμε ότι επέμεινε να διαφημίσει τις δράσεις Antinero παρά να διευκρινίσει ζητήματα που αγγίζει το ρεπορτάζ μας από τον Φεβρουάριο.
Όσοι από εσάς μένετε στην Αθήνα, σκεφτείτε πόσο πιο εύκολο ήταν παλαιότερα να φτάσετε σε ένα δάσος. Ένας Αθηναίος πλέον πρέπει να διανύσει περισσότερα χιλιόμετρα για να βρεθεί σε καταπράσινα παρθένα δάση, και φυσικά για να φτάσει εκεί θα έχει διασχίσει πολλές καμένες εκτάσεις που θα του υπενθυμίζουν την τεράστια καταστροφή. Είναι εύκολο να κατηγορούμε την κλιματική κρίση ή τις ανεμογεννήτριες και να στρουθοκαμηλίζουμε όταν θέλουμε να βρούμε τα βαθύτερα αίτια που οδήγησαν στο σήμερα. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε όμως ότι είναι στο χέρι μας να απαιτούμε έγκυρη και συχνή λογοδοσία από τους αρμόδιους και ενημέρωση που θα μας δώσει απαντήσεις σε όλα αυτά τα «γιατί», που περιστασιακά η τηλεόραση μας θυμίζει τα όλο και πιο θερμά καλοκαίρια.