Τα τελευταία χρόνια εν μέσω παρατεταμένων περιόδων καύσωνα, πυρκαγιές ξεσπούν ακόμη και σε περιόδους «off season» καίγοντας χιλιάδες στρέμματα δάσους, με αποτέλεσμα την απώλεια ανθρώπινων ζωών, πανίδας και βιοποικιλότητας. Η συζήτηση πάνω στο ζήτημα της αντιμετώπισής τους έχει ανοίξει όχι μόνο στο επίπεδο των μέτρων καταστολής αλλά κυρίως σε αυτό της πρόληψης.
Σε μια προσπάθεια να εξετάσουμε τις διαφορετικές οπτικές του τι είναι δάσος και το πώς θα μπορούσαν τα οικοσυστήματα αυτά να προστατευτούν αποτελεσματικά, μιλήσαμε με ανθρώπους που ζουν και εργάζονται καθημερινά σε αυτά. Πρόκειται για δασεργάτες, μέλη δασικών συνεταιρισμών με μεγάλη ιστορία και εμπειρία στη διατήρηση των δασών και τη δασοπυρόσβεση. Δυστυχώς η πολιτεία δεν αναγνωρίζει τη σημασία της εργασίας αυτής, ούτε όμως και τη συμβολή τους στην κατάσβεση των πρόσφατων μεγάλων πυρκαγιών στη χώρα. Ήταν, ωστόσο, αυτή η συμβολή που τελικά ανέδειξε τόσο την ανάγκη συνεχούς πρόληψης των δασών σε συνεργασία με τις δασικές υπηρεσίες συγκριτικά με την εκ των υστέρων, συχνά αναποτελεσματική και κοστοβόρα, καταστολή των πυρκαγιών που οδηγεί χιλιάδες στρέμματα δάσους σε αφανισμό.
Απαραίτητη η συνεργασία και η επίβλεψη των δασικών υπηρεσιών
Μιλήσαμε με τον Χασάν Ισταμπόλ από τον δασικό συνεταιρισμό Πετρολόφου στα πομακοχώρια του Έβρου. Οι κάτοικοι του χωριού αυτού, όπως και του Σιδηροχωρίου που βρίσκεται σε κοντινή απόσταση, ζουν μέσα στο δάσος και ασχολούνται επαγγελματικά με την κτηνοτροφία και την υλοτομία ως μέλη των δασικών συνεταιρισμών. Με ελάχιστα μέσα και με όπλα την εμπειρία τους και τη γνώση των ιδιαιτεροτήτων των οικοσυστημάτων, τον Αύγουστο του 2023 ήταν αυτοί που δημιούργησαν ζώνη ανάσχεσης στη μεγάλη πυρκαγιά του Έβρου, με αποτέλεσμα να σωθούν 100.000 στρέμματα παραγωγικού δάσος.
«Το δάσος για μας είναι τα πάντα, είναι η καρδιά μας. Ζούμε στο βουνό, ζούμε από το βουνό», είναι τα πρώτα λόγια του Χασάν Ισταμπόλ, προέδρου του συνεταιρισμού.
Όπως μας διηγείται, ο συνεταιρισμός δημιουργήθηκε το 1989 για να δουλέψει το χωριό. Διαθέτει 50 μέλη, που όλοι είναι κάτοικοι της περιοχής και σε συνεργασία με το δασαρχείο υλοτομούν το δάσος που αποτελείται κυρίως από δρυ, οξιά και πεύκο και είναι πολύ πλούσιο σε βιοποικιλότητα.
«Εγώ ξεκίνησα το 1986 τη δουλειά αυτή με μια ομάδα που μετεξελίχθηκε σε συνεταιρισμό. Επί 38 χρόνια δουλεύω ασταμάτητα. Παλαιότερα είχαμε περισσότερα άτομα στον συνεταιρισμό, δυστυχώς πολλά νέα παιδιά έφυγαν μετανάστες στη Γερμανία και την Ολλανδία. Έτσι και αλλιώς, δεν πρόκειται για μια εύκολη δουλειά. Όσο και να τη γνωρίζεις, πάντα υπάρχει επικινδυνότητα, κάθε μέρα φοβάσαι μη σου πέσει κανένα κλαδί ή δέντρο στο κεφάλι. Εμείς από την υλοτομία ζούμε, μας υποδεικνύει το δασαρχείο ποια δέντρα πρέπει να κοπούν και μετά τα πουλάμε». Σύμφωνα με τον ίδιο, αυτή η υλοτομία συμβάλλει και στην ανανέωση του δάσους αλλά και στην απομάκρυνση κρίσιμης καύσιμης ύλης.
Στη συζήτησή μας ο κ. Ισταμπόλ μας μεταφέρει απευθείας στην πιο δύσκολη για την περιοχή περίοδο, στις μεγάλες πυρκαγιές:
«Εμείς και το 2022 στη Δαδιά και το 2023 και σε όλες τις πυρκαγιές βοηθήσαμε, επειδή όλοι οι συνέταιροι αγαπάμε το δάσος. Δε χρειάζεται ούτε μεροκάματο γι’ αυτό, ούτε άλλο κίνητρο για να πάμε να το σώσουμε. Πήγαμε όλοι ως εθελοντές. Το 2022 βρεθήκαμε δέκα μέρες ασταμάτητα στο βουνό για να σβήσουμε τη φωτιά στο δάσος της Δαδιάς και το 2023 πάλι κάθε μέρα πηγαίναμε στο μέτωπο της φωτιάς και έτσι καταφέραμε να σώσουμε ένα πολύ μεγάλο μέρος του δάσους, που ξεκινάει από τις Τρεις Βρύσες και φτάνει μέχρι την Καλλιθέα, 42 χλμ. από την Αλεξανδρούπολη. Ήταν μια πολύ επικίνδυνη στιγμή που η φωτιά θα μπορούσε να φτάσει προς τον Βορρά, όπου το δάσος είναι πολύ παραγωγικό».
Για τον Χασάν Ισταμπόλ, σε αυτές τις στιγμές, απαραίτητη είναι η συνεργασία και η επίβλεψη των δασικών υπηρεσιών: « Όταν έχεις κάποιον από τη δασική υπηρεσία μαζί σου, όταν βλέπεις ακόμη και τη σκιά του, καταλαβαίνεις ότι τον νοιάζει τι συμβαίνει. Τότε και εσύ νιώθεις σαν στρατιώτης στον πόλεμο. Αυτό συνέβη και το 2023, είχαμε μαζί μας έναν δασολόγο και έναν δασοπόνο. Για μέρες, 24 ώρες το 24ωρο, δεν αφήναμε τη φωτιά να περάσει. Επειδή είμαστε χρόνια στο δάσος και έχουμε ζήσει φωτιές ξέρουμε από πού να την “πιάσουμε”, από πού να ξεκινήσουμε για να τη σβήσουμε».
Είναι τεράστια η σημασία της γνώσης ενός τόπου, καθώς, όπως μας διηγείται, άνθρωποι ακόμη και εκπαιδευμένοι στην κατάσβεση πυρκαγιών, που δεν ζουν όμως στο μέρος, συχνά σηκώνουν τα χέρια ψηλά.
«Στη φωτιά το 2023 έστειλαν στην περιοχή εκπαιδευμένους πεζοπόρους και μέσα σε λίγη ώρα αυτοί είπαν “εδώ δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα”. Μετά μπήκαμε εμείς στην κατάσβεση, όχι όμως μπροστά από τη φωτιά αλλά από πίσω. Την ακολουθήσαμε και με κλαδιά καταφέραμε να τη σβήσουμε. Στη Δαδιά ανοίξαμε μεγάλη αντιπυρική ζώνη και κάναμε πολλή δουλειά. Και πάλι, όμως, δεν αρκεί από μόνος του ο συνεταιρισμός, χρειάζεται να υπάρχει κάποιος από τη δασική υπηρεσία μαζί μας, να μας δίνει θάρρος. Αυτοί είναι για μένα οι πιο χρήσιμοι άνθρωποι και όταν τους βλέπεις να πηγαίνουν μετά από 35 ώρες στο σπίτι τους, τότε και εσύ λες θα μείνω. Αφήναμε το βράδυ μέλη μας να κάνουν βάρδιες και το πρωί τους αλλάζαμε», συνεχίζει.
Σύμφωνα με το Κοινό Κέντρο Ερευνών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η φωτιά το καλοκαίρι του 2023 στην Αλεξανδρούπολη ήταν η μεγαλύτερη μεμονωμένη πυρκαγιά που έχει σημειωθεί στην Ευρώπη από τη δεκαετία του 1980.
«Επί τρεις μέρες φυσούσε και η φωτιά έφτασε μέχρι την Αλεξανδρούπολη και μετά επέστρεψε προς τη Δαδιά. Δε ξέρω τι λάθη έγιναν αλλά πλέον γνωρίζουμε ότι, τουλάχιστον τις πρώτες μέρες, δεν υπήρχε καμιά βοήθεια από πυροσβεστικά μέσα. Όταν με πήραν τηλέφωνο και πήγα εκεί, ούτε πυροσβεστικό είχε φτάσει, ούτε εναέριο μέσο, ούτε τίποτα. Ωστόσο, για την προστασία των δασών δεν φτάνει η καταστολή και η αγορά εξοπλισμών στα οποία δίνεται ιδιαίτερη σημασία από τις κυβερνήσεις. Τη δασική υπηρεσία την έχουν γονατίσει, τους δασικούς συνεταιρισμούς δεν τους λογαριάζουν καθόλου. Σε εμάς δεν έχει έρθει ποτέ η πυροσβεστική για να ζητήσει τη βοήθειά μας» τονίζει ακόμη ο κ. Ισταμπόλ, περιγράφοντας τον πόνο και τις συνέπειες που προκαλεί η κρατική απαξίωση των δασικών συνεταιρισμών τόσο για τη ζωή τους όσο και για τα ίδια τα δάση.
«Οι συνεταιρισμοί μπορούν να κάνουν πολλά για την προστασία του δάσους γιατί το ξέρουν καλύτερα από τον καθένα. Γνωρίζω κάθε μονοπάτι του δάσους. Όλες οι υπηρεσίες ξέρουν, επίσης, ότι με ένα μήνυμα που θα σταλεί, θα μαζευτούμε όλοι οι κάτοικοι των χωριών αυτών, υπάρχει αλληλεγγύη μεταξύ μας. Στις μεγάλες φωτιές συνεργαστήκαμε με τους συνεταιρισμούς του Σιδηροχωρίου, του Μεγάλου Δέρειου και κάτοικους από όλα τα γύρω χωριά. Είχαμε μπει όλοι στη μάχη, χωρίς να μας το ζητήσει κανείς. Και είναι κρίμα, γιατί όλοι γνωρίζουν ότι για να αναγεννηθούν αυτά τα δάση χρειάζονται δεκάδες χρόνια. Μάλιστα αυτά που ξανακάηκαν δύσκολα θα αναγεννηθούν».
Απαξίωση των δασικών συνεταιρισμών και των δασικών υπηρεσιών
Λίγα χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη, δίπλα στη Ρεντίνα, βρίσκεται ένας από τους παλαιότερους δασικούς συνεταιρισμούς της χώρας, ο δασικός συνεταιρισμός Ένωση Σταυρού Θεσσαλονίκης, με ημερομηνία ίδρυσης το 1945. Αποτελείται από 72 μέλη, κατοίκους της ευρύτερης περιοχής του Δήμου Βόλβης, και έχει συνδράμει εδώ και δεκαετίας σε κατασβέσεις πυρκαγιών σε όλη την Ελλάδα.
«Εμείς ασχολούμαστε με όλα, υλοτομία, καθαρισμό δασών, αντιδιαβρωτικά και αντιπυρικά έργα και κάνουμε αιτήσεις σε όλα τα δασαρχεία της χώρας. Δυστυχώς, η Πολιτεία αδιαφορεί διαχρονικά για την ύπαρξή μας και τη δουλειά που κάνουμε και κυρίως αδιαφορεί για την προστασία των δασών. Δίνονται ελάχιστα για τη πρόληψη και τεράστια ποσά για την καταστολή των πυρκαγιών» αναφέρει αρχικά ο Αλέξανδρος Τσουραλάκης, γραμματέας του συνεταιρισμού και πρόεδρος του Σωματείου Δασεργατών Μακεδονίας - Θράκης εξηγώντας τι σημαίνει αυτό:
«Εμείς πηγαίνουμε, και εθελοντικά πολλές φορές, όπου μας καλεί η Πολιτεία για τις κατασβέσεις των πυρκαγιών και τη δημιουργία αντιπυρικών ζωνών. Είχαμε πολύ καλές σχέσεις με τα κατά τόπους δασαρχεία και όταν υπήρχε ανάγκη ζητούσαν τη συμβολή μας για να “κόψουμε τη φωτιά”. Ωστόσο από την περίοδο που μεταφέρθηκε η δασοπυρόσβεση από τα δασαρχεία στην πυροσβεστική υπηρεσία, τη δεκαετία του ’90, έχει κοπεί κάθε επαφή με μας. Βέβαια, φέτος, και αφού κάηκαν χιλιάδες στρέμματα και μετά από κινητοποίηση του σωματείου μας, ζητήθηκαν από το αρμόδιο Υπουργείο ονόματα δασεργατών για να συνδράμουν σε περίπτωση πυρκαγιάς. Ωστόσο, ακόμη δεν μας έχουν ζητήσει καμία βοήθεια».
Όπως και ο κ. Ισταμπόλ, έτσι και ο Αλέξανδρος Τσουραλάκης μιλάει για το τι σημαίνει να δουλεύεις στο δάσος. «Εμείς το δάσος το γνωρίζουμε από μικρά παιδάκια. Τα περισσότερα δάση της Βόρειας Ελλάδας τα γνωρίζουμε, είναι μια παραδοσιακή δουλειά. Οι γονείς μας και οι παππούδες μας ήταν πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία. Αυτή τη δουλειά ήξεραν, έβγαζαν κάρβουνα και έκοβαν ξύλα. Η γνώση μεταφέρθηκε από γενιά σε γενιά. Ο δικός μας συνεταιρισμός ήταν προπολεμικός. Στην περιοχή υπήρχαν δύο συνεταιρισμοί και στη συνέχεια ενώθηκαν στον Δασικό Συνεταιρισμό Η Ένωση Σταυρού. Για να γίνει κάποιος δασεργάτης παρακολουθεί ειδικά σεμινάρια στη Θεσσαλονίκη, γίνεται δόκιμο μέλος του συνεταιρισμού για ένα χρόνο, παράλληλα μαθαίνει τη δουλειά με τους παλαιότερους δασεργάτες και στη συνέχεια εγγράφεται ως τακτικό μέλος».
Και ο κ. Τσουραλάκης ξεκαθαρίζει ότι η υλοτόμηση δεν γίνεται με αυθαίρετο τρόπο. «Πρέπει να υπάρχει ο δασολόγος ή ο δασοπόνος και να μας ορίσει σε ποια περιοχή θα υλοτομήσουμε. Και πυρκαγιά να εκδηλωθεί δεν παρεμβαίνουμε χωρίς την καθοδήγηση της δασικής υπηρεσίας. Με την υποβάθμιση, όμως, των δασικών υπηρεσιών υποβαθμίζεται και το δικό μας επάγγελμα. Εδώ και δεκαπέντε χρόνια δεν κάνουν προσλήψεις στα δασαρχεία. Φέτος εξήγγειλαν κάποιες προσλήψεις, ωστόσο οι υπηρεσίες έχουν απογυμνωθεί εντελώς και καταλήγουμε στο έγκλημα να αφήνονται τα δάση στο έλεος του Θεού».
Σύμφωνα με τον ίδιο, «για να συντηρηθεί ένα δάσος χρειάζονται διαχειριστικές μελέτες με επιστημονική τεκμηρίωση, τις οποίες μόνο οι δασολόγοι μπορούν να κάνουν. Ενώ χιλιάδες νέα παιδιά σπουδάζουν την επιστήμη αυτή, το ελληνικό κράτος δεν προχωράει σε προσλήψεις. Αποτέλεσμα αυτού είναι παραδοσιακά δασαρχεία (π.χ. στο Σουφλί) στα οποία εργάζονταν κάποτε 100 δασολόγοι τώρα να διαθέτουν ελάχιστους. Ταυτόχρονα, δασολόγοι βγαίνουν στη σύνταξη και προσλήψεις νέων δεν γίνονται».
Τα περισσότερα δάση που καίγονται είναι ακαθάριστα
Τα αποτελέσματα αυτών των πολιτικών είναι πλέον εμφανή. Όπως λέει ο δασεργάτης, τα περισσότερα δάση που καίγονται είναι ακαθάριστα δάση, η καύσιμη ύλη είναι τεράστια και εξαιτίας αυτής της συνθήκης η δύναμη της πυρκαγιάς εντείνεται και η κατάσβεση γίνεται δυσκολότερη.
«Μια σωστή πρόληψη προβλέπει προσήμανση από τα εκάστοτε δασαρχεία των δέντρων που πρέπει να κοπούν. Υπάρχει καθοδήγηση από επιστήμονες, που έχουν απαξιωθεί δυστυχώς πάρα πολύ. Όταν, όμως, καίγεται η Δαδιά ή η Αθήνα κτλ., τότε τρέχουν να προλάβουν. Κανείς, όμως, δεν αναρωτιέται για το υπόβαθρο της κατάστασης αυτής, για το πώς φτάσαμε ως εδώ. Συνέχεια αγοράζουμε αεροπλάνα και βαριά μηχανήματα που, όμως, χωρίς να έχει προηγηθεί η πρόληψη δεν έχουν κανένα αποτέλεσμα. Αν δεν γίνει έγκαιρα η υλοτόμηση των δασών για να φύγει η καύσιμη ύλη και τα άρρωστα δέντρα, θα έχουμε αυτά τα αποτελέσματα» αναφέρει ακόμη.
«Στη Βόρεια Ελλάδα έχουμε μια πλούσια βιοποικιλότητα με δάση οξιάς, δρυός και καστανιάς που πρέπει να προστατεύσουμε. Ωστόσο, εκτός από την απαξίωση υπάρχουν και δραστηριότητες που τα αφανίζουν, όπως στην ΒΑ Χαλκιδική με τις επιχειρούμενες εξορύξεις χρυσού-χαλκού. Ενώ τα δάση είναι το μέλλον μας και αυτό που θα αφήσουμε στα παιδιά μας, ειδικά στις νέες συνθήκες της κλιματικής κρίσης, φοβάμαι ότι θα τους αφήσουμε κρανίου τόπο» καταλήγει.
Οι «άνθρωποι των δασών» δεν κρούουν μόνο έναν κώδωνα του κινδύνου για τις συνέπειες της απουσίας σχεδίων δασοπυρόσβεσης μέσα από την υποστελέχωση των δασαρχείων και των δασικών υπηρεσιών. Ταυτόχρονα δείχνουν και έναν δρόμο απέναντι στην απαξίωση του φυσικού περιβάλλοντος και των κοινωνιών που είναι συνδεδεμένες με αυτό. Και αυτό γιατί βλέπουν τα οικοσυστήματα στα οποία ζουν όχι ως έκθεμα ούτε ως τόπους εκμετάλλευσης βιομηχανικής και μη, αλλά ως ένα σύνθετο πλέγμα σχέσεων που αναπαράγει τη ζωή, ανθρώπινη και μη.