Τη δική της απάντηση στις καταστροφικές πλημμύρες που σάρωσαν τον θεσσαλικό κάμπο το φθινόπωρο του 2023 έδωσε η Αναπτυξιακή Καρδίτσας (ΑΝ.ΚΑ), διοργανώνοντας τον 1ο Διαγωνισμό Ιδεών Hackathon με στόχο την επεξεργασία πρωτότυπων ιδεών στους τομείς της περιβαλλοντικής βιωσιμότητας και ανθεκτικότητας έναντι των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής. Η εκδήλωση έγινε την Κυριακή 10 Δεκεμβρίου 2023 στο τμήμα Δασολογίας, Επιστημών Ξύλου και Σχεδιασμού του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας στην Καρδίτσα, σε συνεργασία με το Impact Hub Athens στο πλαίσιο του έργου Rural Innovation.
Οργανώθηκαν έξι τραπέζια εργασίας με ξεχωριστές θεματικές ενότητες («Ρίζες & Δεντροκορφές», «Αρωματικές συγκομιδές: Καλλιεργώντας ένα αρωματικό μέλλον», «Κοινωνικά υποστηριζόμενη παραγωγή (κέντρο προώθησης τοπικών προϊόντων)», «Αγροδιατροφικές κυκλικές λύσεις», «Σώστε τα δάση», «Μονοπάτια για βιώσιμα ταξίδια») και συνολικά συμμετείχαν περίπου 60 άτομα. Εκεί κατατέθηκαν ιδέες και σχέδια που θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση προτάσεων για χρηματοδότηση, σε μια προσπάθεια, όπως είπαν οι διοργανωτές, «να μετατρέψουμε την καταστροφή σε ελπίδα».
Το Ίδρυμα Χάινριχ Μπελ - Γραφείο Θεσσαλονίκης συμμετείχε στη θεματική ενότητα με τίτλο «Σώστε τα δάση» καταγράφοντας τη συλλογιστική, τους προβληματισμούς και τα συμπεράσματα. Στην ομάδα, η οποία μάλιστα απέσπασε το τρίτο βραβείο, συμμετείχαν οι δασολόγοι Ιωάννα Αναστασιάδου, Βασίλης Φιλίππου, Κώστας Καλλιόγλου και Αχιλλέας Κατσαρός, οι δασοπόνοι Ελευθερία Λαφαζάνη και Θωμάς Οικονόμου, ο δασεργάτης Αλέξανδρος Σπανός, ο συνταξιούχος καθηγητής εκ μέρους της ΑΜΚΕ Ίταμου Μουζακίου Θωμάς Καλαμπαλίκης και ο Τιμολέων Αργυρός εκ μέρους του Συνεταιρισμού Βατσουνιάς, ενώ συντόνιζε ο αναπληρωτής καθηγητής στο τμήμα Δασολογίας, Επιστημών Ξύλου και Σχεδιασμού του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Μάριος Τρίγκας.
Η διαχείριση της δασικής βιομάζας –και ακριβέστερα της υπερβάλλουσας βιομάζας– είναι ένα από τα μεγάλα ζητούμενα σήμερα στην Ελλάδα. Με τον όρο αυτό εννοούμε όλα τα υπολείμματα οργανικής ύλης που βρίσκονται σε ένα δάσος και αποτελούν δυνητικά πρώτη ύλη για την παραγωγή ενέργειας: τα προϊόντα που προέρχονται από τους καθαρισμούς, τα υπολείμματα της υλοτομίας, τα φυλλώματα, τα ξερά ιστάμενα δέντρα κ.ά.
Εκτιμάται ότι το 8% του προϊόντος της υλοτομίας εγκαταλείπεται στο δάσος, παρότι οι διαχειριστικές μελέτες προβλέπουν την απομάκρυνσή του. Είναι χαρακτηριστικό ότι εργολάβοι συχνά προτιμούν να καταβάλλουν το προβλεπόμενο χρηματικό πρόστιμο, που είναι μόλις 1.500 ευρώ, παρά να πληρώνουν εργαζόμενους για την απομάκρυνση των υπολειμμάτων της υλοτομίας. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τη μη απομάκρυνση ξερών ή πεσμένων δέντρων και κλαδιών, έχει αποτέλεσμα να συσσωρεύεται διαχρονικά μεγάλη ποσότητα εύφλεκτης βιομάζας, η οποία λειτουργεί ως καύσιμη ύλη για τις πυρκαγιές που ξεσπούν κάθε χρόνο και γιγαντώνονται, με δραματικές συνέπειες για τα οικοσυστήματα.
Χθες και σήμερα
Η κατάσταση δεν ήταν πάντοτε αυτή. Παλαιότερα, σχεδόν σε κάθε ορεινό χωριό υπήρχε δασικός συνεταιρισμός, τα μέλη του οποίου με την καθοδήγηση των αρμόδιων υπηρεσιών ασχολούνταν με τη φροντίδα του δάσους και την κατασκευή μικρών φραγμάτων για τη ρύθμιση των ρεμάτων και τη συγκράτηση του εδάφους. Αυτή η δραστηριότητα συνέβαλλε στην αειφορία του δάσους και στη βιωσιμότητα των ορεινών κοινοτήτων, καθώς διασφάλιζε κάποιο εισόδημα κυρίως στους νέους του χωριού.
Τις τελευταίες δεκαετίες όμως αυτές οι πρακτικές εγκαταλείφθηκαν, οι δασικές υπηρεσίες αποστελεχώθηκαν και παρήκμασαν. Όπως υπολογίζεται, στο 20% με 30% των δασών της χώρας δεν έχουν γίνει καν διαχειριστικές μελέτες και σε ορισμένες περιπτώσεις οι υφιστάμενες δεν εφαρμόζονται. Πρόκειται κυρίως για δημοτικά και διακατεχόμενα δάση, δηλαδή εκτάσεις που ανήκουν στο δημόσιο αλλά η διαχείρισή τους γίνεται από ιδιώτες, δήμους ή συνεταιρισμούς.
Η ισχύς εν τη ενώσει
Το εργαστήριο που πραγματοποιήθηκε στην Καρδίτσα διερεύνησε μια ενδιαφέρουσα πρόταση σχετικά με την αξιοποίηση της βιομάζας. Συγκεκριμένα, εξετάστηκε πώς μπορεί να γίνει αυτή η αξιοποίηση αν συμπράξουν στον χώρο του δάσους εγχειρήματα Κοινωνικής Αλληλέγγυας Οικονομίας (ΚΑΛΟ), δασεργατικοί συνεταιρισμοί, ενεργειακές κοινότητες και άλλοι φορείς της τοπικής κοινωνίας των πολιτών, ειδικοί επιστήμονες, δημόσιες υπηρεσίες, καθώς και επιχειρήσεις ξύλου που παράγουν προϊόντα όπως καυσόξυλα, πέλετ, ρινίσματα (woodchips) ή μοριοσανίδες (MDF). Απώτερος στόχος της σύμπραξης τέτοιου είδους εγχειρημάτων είναι η αειφόρος ανάπτυξη του δάσους, η βιωσιμότητα του περιβάλλοντος και η κοινωνική ευημερία, χωρίς να παραβλέπονται τα οικονομικά οφέλη – πάντοτε όμως με γνώμονα την αντίληψη ότι το δάσος είναι κοινωνικό αγαθό.
Ωστόσο η υλοποίηση της πρότασης αυτής απαιτεί μια σειρά από προϋποθέσεις, όπως να τεθούν νέες προδιαγραφές στον καθαρισμό των δασών και τη διαχείριση της βιομάζας και να ισχύσουν περιβαλλοντικά κριτήρια όσον αφορά την καινοτομία που θα χρησιμοποιηθεί. Πολύ σημαντικό επίσης είναι η βιομάζα να παρέχεται δωρεάν στις παραπάνω συμπράξεις και οι τρόποι αξιοποίησής της να τίθενται σε δημόσια διαβούλευση, ώστε αυτή να είναι επωφελής για όλους – και για τα δάση και για τους συνεταιρισμούς και για τους κατοίκους που ζουν σε κοινότητες πλησίον των δασών.
Δυνατά και αδύνατα σημεία
Μια τέτοια αξιοποίηση, πέραν του ότι θα συνέβαλλε καθοριστικά στην αντιπυρική προστασία, θα μπορούσε να παράγει μια μεγάλη ποικιλία προϊόντων με ταυτότητα και υπεραξία, να προάγει τη βιωσιμότητα και την αναδάσωση, να κάνει χρήση νέων τεχνολογιών (π.χ. καταγραφή με drones), να δίνει οικονομικά κίνητρα συναρτώμενα με τον βαθμό δυσκολίας, να πριμοδοτεί τις συνέργειες και να αυξάνει τη συμμετοχικότητα.
Υπάρχουν όμως και πολλά εμπόδια, όπως η έλλειψη σταθερής και συνεχόμενης πολιτικής σχετικά με τη διαχείριση, καθώς και οι ανύπαρκτες ή ανεπίκαιρες διαχειριστικές μελέτες. Επιπλέον, αυτή τη στιγμή δεν υπάρχουν κώδικες συνεργασίας μεταξύ των συμμετεχόντων, ούτε πιστοποίηση και οικονομοτεχνικές μελέτες (π.χ. μελέτη που να αφορά τη σχέση κόστους-οφέλους για την απόληψη της βιομάζας). Την υλοποίηση της πρότασης υπονομεύουν ακόμη διάφοροι άλλοι παράγοντες, όπως το κόστος της ενέργειας για τα μηχανήματα, οι υποστελεχωμένες δημόσιες υπηρεσίες, ο ανταγωνισμός με άλλες μορφές ενέργειας, ή ακόμη και η αδιαφορία των τοπικών κοινωνιών για σχετικές απαγορεύσεις και περιορισμούς. Το σημαντικότερο όλων είναι η έλλειψη ή η ασάφεια του νομοθετικού πλαισίου, κυρίως αναφορικά με το ποιος είναι υπεύθυνος για τη συλλογή και μεταφορά της βιομάζας.
Συμπεράσματα
Το μοντέλο αυτό της σύμπραξης φορέων για τη διαχείριση της δασικής βιομάζας, όπως έχει σκιαγραφηθεί από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και την Αναπτυξιακή Καρδίτσας, μπορεί να αποτελέσει μια απάντηση στην ενεργειακή φτώχεια των πόλεων και να συμβάλει στον εκδημοκρατισμό του καυσίμου. Έστω όμως και για την πιλοτική εφαρμογή του είναι απαραίτητη η σύνταξη οικονομοτεχνικής μελέτης, που να αποδεικνύει ότι μπορούν σε βάθος χρόνου να υπάρξουν θετικά αποτελέσματα, με τον τοπικό πληθυσμό στο επίκεντρο. Η πρόταση σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να είναι εναρμονισμένη με το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), το οποίο προβλέπει αναλυτικό οδικό χάρτη για την επίτευξη συγκριμένων ενεργειακών και κλιματικών στόχων μέχρι το 2030. Τέλος, αποφασιστικής σημασίας για την επιτυχία του είναι η εκπόνηση ενός σχεδίου επικοινωνίας, το οποίο θα οργανώσει ενημερωτικές εκδηλώσεις με τους δήμους, τη Γενική Γραμματεία Δασών και τη Δασική Υπηρεσία, τους αρμόδιους επιστήμονες και το Επιμελητήριο, ενώ θα ευαισθητοποιήσει φορείς και πολίτες για τη συμμετοχή τους και θα διαλύσει τυχόν φόβους και προκαταλήψεις, όπως π.χ. ότι τα προϊόντα από δασική βιομάζα προκαλούν αιθαλομίχλη.
Γενικά, αυτό που κρίνεται αναγκαίο είναι η νομοθετική ρύθμιση και η εκπόνηση ολοκληρωμένου στρατηγικού σχεδίου διαχείρισης του δάσους, στο πλαίσιο της πράσινης μετάβασης και της κυκλικής οικονομίας.