Η παραγωγή και η χρήση ενέργειας –και ιδίως η παραγωγή της ηλεκτρικής ενέργειας– είναι παράγοντες μιας τεράστιας κλιματικής επιβάρυνσης. Ωστόσο η απεξάρτηση από τον άνθρακα και εν γένει από τα ορυκτά καύσιμα θα πρέπει να συνδυαστεί με μέτρα κατά της ενεργειακής φτώχειας. Το παρόν άρθρο εστιάζει στις υφιστάμενες προκλήσεις και στις απαιτούμενες αλλαγές στον τομέα της ενέργειας.

Ποιο είναι το κλιματικό αποτύπωμα της ενέργειας;
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η παραγωγή και η χρήση ενέργειας ευθύνεται για πάνω από το 75% των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου (ΑτΘ), ενώ ειδικά ο τομέας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας ευθύνεται για το 25% των συνολικών εκπομπών της Ένωσης. Τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει βήματα για την «απανθρακοποίηση» (decarbonization) του τομέα (ηλεκτρικής) ενέργειας. Μεταξύ 1990 και 2021, οι εκπομπές ΑτΘ από την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας μειώθηκαν κατά σχεδόν 52%. Επίσης, το 2021 το 11,8% της καταναλωνόμενης ενέργειας (και το 38% της καταναλωνόμενης ηλεκτρικής ενέργειας) στην Ευρωπαϊκή Ένωση προερχόταν από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ).
Η ενεργειακή κρίση και η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία κατέδειξαν ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα περισσότερα κράτη μέλη της εξαρτώνται ακόμα σε μεγάλο βαθμό όχι μόνο από τις εισαγωγές ρωσικού αερίου και πετρελαίου, αλλά από τα ορυκτά καύσιμα γενικώς, που στο μεγαλύτερο μέρος τους εισάγονται από περιοχές εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ενδεικτικά, περίπου δεκαέξι μήνες μετά την έναρξη του πολέμου στις 24 Φεβρουαρίου 2022, υπολογίζεται ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση είχε ξοδέψει περισσότερα από 156 δισ. ευρώ για εισαγωγές άνθρακα, πετρελαίου και ορυκτού αερίου από την Ρωσία.
Στην Ελλάδα, το 2019, 19,7% της καταναλωνόμενης ενέργειας (και 31,3% της καταναλωνόμενης ηλεκτρικής ενέργειας) προερχόταν από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ). Αντίστοιχα, μεταξύ 1990 και 2021, οι εκπομπές ΑτΘ από την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας μειώθηκαν σχεδόν κατά 66,5%. Παρ’ όλα αυτά, ο κλάδος των βιομηχανιών ενέργειας συνεχίζει να παραμένει ο σημαντικότερος «παραγωγός» εκπομπών ΑτΘ στη χώρα μας (36% του συνόλου για το 2019).
Κατά το ίδιο διάστημα καταγράφεται σημαντική μείωση της συμμετοχής του λιγνίτη στην ηλεκτροπαραγωγή, με το κενό να καλύπτεται σε μεγάλο ποσοστό από τις εισαγωγές αερίου, κατά 40%-50% από τη Ρωσία, και ηλεκτρικής ενέργειας από γειτονικές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Βουλγαρίας που εξάγει ενέργεια που παράγεται από το πυρηνικό εργοστάσιο στο Κοζλοντούι και από λιγνιτικές μονάδες. Είναι θετικό ότι ταυτόχρονα αυξήθηκε η παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος από ανανεώσιμες πηγές. Εντούτοις, η Ελλάδα βρίσκεται στην 5η θέση ως προς τον βαθμό εξάρτησης από εισαγωγές ενέργειας, με ποσοστό 73,5% έναντι 55,5% της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Eurostat, 2021). Το μεγαλύτερο μέρος του εισαγόμενου ορυκτού αερίου της χώρας έρχεται από τη Ρωσία (39,9%), το Αζερμπαϊτζάν (19,4%), τις ΗΠΑ (17,5%) την Αλγερία (7,7%) και το Κατάρ (6,8%) (δεδομένα 2021).
Ποιοι είναι οι στόχοι της Πράσινης Συμφωνίας για την ενέργεια;
Η Πράσινη Συμφωνία επιδιώκει τη μετάβαση στην καθαρή ενέργεια, με απώτερο στόχο τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και την αναβάθμιση της ποιότητας ζωής των Ευρωπαίων πολιτών. Επιμέρους στόχοι είναι:
- Η διασφάλιση του ασφαλούς και οικονομικά προσιτού ενεργειακού εφοδιασμού της ΕΕ.
- Η δημιουργία πλήρως ολοκληρωμένης, διασυνδεδεμένης και ψηφιοποιημένης αγοράς ενέργειας στην ΕΕ.
- Η προώθηση της ενεργειακής απόδοσης γενικά, η βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης των κτιρίων και η ανάπτυξη ενός τομέα παραγωγής ενέργειας που θα βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Για την επίτευξη των παραπάνω, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει προτείνει νέους δεσμευτικούς στόχους για το 2030: μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά 55%, αύξηση του στόχου συμμετοχής των ΑΠΕ στο ενεργειακό μείγμα από 32% σε 40% και αύξηση της ενεργειακής απόδοσης από 32,5% σε 36% και 39% για την κατανάλωση τελικής και πρωτογενούς ενέργειας, αντίστοιχα.
Σύμφωνα με το τρέχον Εθνικό Σχέδιο για τη Ενέργεια και την Κλιματική Αλλαγή (2019), η Ελλάδα επιδιώκει 35% συμμετοχή των ΑΠΕ στην τελική κατανάλωση ενέργειας το 2030, στόχος που κρίνεται αρκετά φιλόδοξος. Αναφορικά με την ενεργειακή απόδοση, ο στόχος της χώρας μας για μείωση της κατανάλωσης κατά 38% το 2030 (σε σχέση με το 2017) κρίθηκε μέτριος/χαμηλός από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Προσοχή στο κενό! Πράσινη Συμφωνία και ενεργειακή φτώχεια
Ένα καίριο ερώτημα είναι πώς οι στόχοι της Πράσινης Συμφωνίας για εξοικονόμηση ενέργειας –ειδικά στον τομέα των κτιρίων– δεν θα έχουν αρνητικές επιπτώσεις στην ποιότητα ζωής των πλέον ευάλωτων πολιτών. Το πακέτο “Fit for 55” (αλλαγή της ευρωπαϊκής νομοθεσίας για το κλίμα και την ενέργεια, προκειμένου να επιτευχθεί μείωση των καθαρών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά 55% ως το 2030), το οποίο επεκτείνει τον μηχανισμό εμπορίας αδειών εκπομπών ΑτΘ (ETS) και στον τομέα των κτιρίων, προβλέπεται ότι θα αυξήσει κατά 429 ευρώ/έτος μεσοσταθμικά τους λογαριασμούς ενέργειας των ευρωπαϊκών νοικοκυριών. Αυτή η εξέλιξη μπορεί να έχει δραματικές συνέπειες στη δυνατότητα των Ευρωπαίων πολιτών να καλύψουν τις ανάγκες τους για μια αξιοπρεπή διαβίωση: ήδη το 2021, 7% του πληθυσμού της ΕΕ αδυνατούσε να θερμάνει επαρκώς την κατοικία του, δηλαδή ζούσε σε καθεστώς «ενεργειακής φτώχειας», ενώ η κατάσταση ήταν χειρότερη για τους πιο αδύναμους – το 18,2% των Ευρωπαίων που ζούσαν στο όριο της φτώχειας βίωναν παράλληλα και «ενεργειακή φτώχεια». Η σημερινή ενεργειακή κρίση εκτινάσσει τα ποσοστά ενεργειακής φτώχειας, με σημαντικό ποσοστό των μεσαίων στρωμάτων να προστίθεται στις κοινωνικές ομάδες που αντιμετώπιζαν ήδη παρόμοια προβλήματα.
Ήδη το 2019, πριν από το ξέσπασμα της πανδημίας, 50 εκατομμύρια ευρωπαϊκά νοικοκυριά ζούσαν σε συνθήκες ενεργειακής φτώχειας, δηλαδή αδυνατούσαν να θερμάνουν/ψύξουν επαρκώς την κατοικία τους
Τα προτεινόμενα μέτρα μετριασμού των επιπτώσεων, όπως τα κονδύλια από το Κοινωνικό Κλιματικό Ταμείο (Social Climate Fund), δεν επαρκούν για να καλύψουν τις ανάγκες των πιο ευάλωτων, αφενός γιατί προορίζονται για μια ευρύτερη ομάδα χρηστών (τόσο στον κτιριακό τομέα όσο και στον τομέα των μεταφορών) και αφετέρου γιατί έχουν κυρίως τη μορφή επιδοτήσεων (μέρους) του κόστους ενέργειας. Συνεπώς, αυτό που χρειάζεται είναι περισσότερα κονδύλια που θα δαπανώνται για την πλήρη κάλυψη των εξόδων ενεργειακής αναβάθμισης των κατοικιών των οικονομικά ασθενέστερων και των πλέον ευάλωτων κοινωνικών ομάδων (κατ’ αναλογία του προγράμματος Better Energy Warmer Homes Scheme που εφαρμόζει η Ιρλανδία).
Προτεινόμενο Σχέδιο Δράσης για την Ελλάδα στον τομέα της ενέργειας
Παρότι ακρογωνιαίος λίθος των Εθνικών Σχεδίων για την Ενέργεια και το Κλίμα είναι η αρχή της «Ενεργειακής Απόδοσης Πρώτα», σε αυτό ακριβώς το σημείο εκδηλώνεται και η μεγαλύτερη υστέρηση της Ελλάδας. Η χώρα μας εστιάζει κυρίως στην αλλαγή του ενεργειακού μείγματος μέσω της επέκτασης του δικτύου και των εισαγωγών ορυκτού αερίου, ενώ προχωρά και σε αναζήτηση κοιτασμάτων ορυκτών καυσίμων, υιοθετώντας την προσέγγιση ότι το ορυκτό αέριο είναι αναγκαίο καύσιμο για την ενεργειακή μετάβαση και όχι μέρος του προβλήματος. Όμως, ακόμα και ως μεταβατική λύση, η αξιοποίηση εθνικών ορυκτών πόρων έχει ορίζοντα υλοποίησης τουλάχιστον 10-20 έτη, οπότε και θα πρέπει να μηδενιστεί η χρήση τους. Επιπλέον, οι πολιτικές αυτές έχουν χρηματοδοτικές ανάγκες σχεδόν τριπλάσιες από αυτές που κατευθύνονται στην ενεργειακή εξοικονόμηση. Συνεπώς, αυτή η προσέγγιση είναι πολλαπλά προβληματική, καθώς:
- Το ορυκτό αέριο προφανώς δεν μπορεί να είναι το καύσιμο μιας κοινωνίας μηδενικού άνθρακα.
- Θα γίνεται όλο και πιο ακριβό για τον καταναλωτή, καθώς θα υπόκειται σε φόρο άνθρακα.
- Είναι πολύ λιγότερο αποδοτικό συγκριτικά με μια αντλία θερμότητας (98,7% έναντι >300% απόδοση).
- Τα ορυκτά καύσιμα δημιουργούν πολύ λιγότερες θέσεις εργασίας ανά εκατομμύριο επένδυσης συγκριτικά με μια αντίστοιχη επένδυση σε ΑΠΕ ή σε έργα εξοικονόμησης ενέργειας.
- Επενδύοντας σήμερα στα «νέα» ορυκτά καύσιμα, όπως το ορυκτό αέριο, ουσιαστικά αυξάνεται το αυριανό κόστος μετάβασης σε καθαρές μορφές ενέργειας (το παράδειγμα της Ολλανδίας, η οποία εγκαταλείπει το ορυκτό αέριο, δείχνει ένα κόστος 30.000-40.000 ευρώ/νοικοκυριό για αλλαγή καυσίμου).
- Η εξοικονόμηση ενέργειας έχει προφανές οικονομικό όφελος για τον τελικό καταναλωτή.
Συνεπώς, χρειάζεται να συμφωνήσουμε σε ένα Σχέδιο Δράσης το οποίο θα μεγιστοποιεί τις πιθανότητες να επιτύχει η Ελλάδα τους στόχους της Πράσινης Συμφωνίας για την Ενέργεια, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα την κοινωνική συνοχή. Ένα τέτοιο Σχέδιο Δράσης θα πρέπει:
- Να δίνει προτεραιότητα σε επενδύσεις εξοικονόμησης ενέργειας (π.χ. ενεργειακές αναβαθμίσεις κτιρίων) έναντι επενδύσεων παροχής ενέργειας (π.χ. επέκταση ή κατασκευή νέων δικτύων).
- Να προωθεί την προοδευτική τιμολόγηση άνθρακα.
- Να προωθεί τα έργα ΑΠΕ και ανάπτυξης ενεργειακής τεχνολογίας/καινοτομίας (π.χ. τεχνολογία πράσινου υδρογόνου), ειδικά στις περιοχές που θίγονται από την απολιγνιτοποίηση.
- Να λαμβάνει υπόψη τα μαθήματα του παρελθόντος σχετικά με τη χωροθέτηση ΑΠΕ, η οποία πρέπει να γίνεται μετά από εκτενή κοινωνική διαβούλευση, με μέγιστη συναίνεση και με σεβασμό στη διατήρηση της βιοποικιλότητας.
- Να περιορίζει την «ενεργειακή φτώχεια» και να προωθεί τον εκδημοκρατισμό της παραγωγής/κατανάλωσης ενέργειας μέσα από την προώθηση/ενίσχυση των ενεργειακών συνεταιρισμών πολιτών.
Για κάθε 1 εκατ. € που επενδύεται δημιουργούνται περίπου 18 θέσεις εργασίας στην ενεργειακή ανακαίνιση κτιρίων στην Ευρώπη, οι οποίες είναι μακράς διάρκειας και σε τοπικό επίπεδο, έναντι μόλις 5 θέσεων εργασίας στα ορυκτά καύσιμα
Καλές πρακτικές: Κάν’ το όπως η Κοπεγχάγη (Δανία)
Το 2000 εγκαινιάστηκε στην Κοπεγχάγη ένα παράκτιο αιολικό πάρκο 20 ανεμογεννητριών ισχύος 2ΜW η καθεμία. Το ενδιαφέρον με το συγκεκριμένο πάρκο είναι ότι ήταν όραμα μιας ομάδας πολιτών της Κοπεγχάγης και αποτελεί συνιδιοκτησία του Δήμου της Κοπεγχάγης και της ενεργειακής κοινότητας «Middelgrundens Vindmøllelaug (Middelgrunden Wind Turbine Cooperative)». Σήμερα τα μέλη-μέτοχοι είναι περισσότεροι από 8.500 πολίτες από όλη τη Δανία και παράγεται ρεύμα για 40.000 νοικοκυριά της Κοπεγχάγης. Όταν λειτούργησε το Middelgrunden ήταν το μεγαλύτερο (θαλάσσιο) αιολικό πάρκο του κόσμου και μέχρι σήμερα αποτελεί ένα φωτεινό παράδειγμα συνεργατικής διαχείρισης των κοινών πόρων και ενεργειακής δημοκρατίας[i].
[i] Hans Chr Sørensen, Stefan Naef, Jens H. Larsen, The Middelgrunden Offshore Wind Farm, ISBN: 87-986690-3-6: https://base.socioeco.org/docs/a118_doc1.pdf