Η συνεκτική υλοποίηση μιας φεμινιστικής εξωτερικής πολιτικής και οι προκλήσεις της

ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ

Η φεμινιστική εξωτερική πολιτική αφορά περισσότερα πράγματα από την παροχή εξουσίας στις γυναίκες. Στην καρδιά της βρίσκεται η δημιουργία ενός χώρου για τη διατομεακή κατανόηση της ανισορροπίας ισχύος.

Χρόνος ανάγνωσης: 7 λεπτά

Η εισβολή πλήρους κλίμακας της Ρωσίας στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022 ενίσχυσε τις εντάσεις σε έναν κόσμο που παλεύει με την άνοδο του λαϊκισμού, τον εθνικισμό και τις εσωστρεφείς εθνικές πολιτικές ασφαλείας, φαινόμενα που επιδεινώθηκαν στο σύνολό τους με την πανδημία του κορονοϊού. Κατά συνέπεια, αναδύθηκαν νέα ερωτήματα σχετικά με την αποτελεσματικότητα πολυμερών συνασπισμών. Συγχρόνως, εν μέσω των αυξανόμενων παγκόσμιων οικονομικών ανισοτήτων, οι αναπτυσσόμενες και μετα-αποικιακές χώρες παλεύουν ακόμα για πιο ισότιμη εκπροσώπηση και επιρροή στη διεθνή σκηνή.

Ενώπιον αυτής της αστάθειας, ένας αυξανόμενος αριθμός χωρών στράφηκαν προς τη φεμινιστική εξωτερική πολιτική ως έναν τρόπο αντιμετώπισης αυτών των προκλήσεων αναγνωρίζοντας τα σημεία τομής τόσων πολλών ζητημάτων. Η προσέγγιση αυτή αναφέρεται συχνά ως θεώρηση της εξωτερικής πολιτικής με έναν «διατομεακό φακό». Ενώ η έννοια του φεμινισμού έχει ενταχθεί στην κρατούσα τάση σε πολλές κοινωνίες, αν και σε διάφορες μορφές, η ιδέα της φεμινιστικής εξωτερικής πολιτικής δεν έχει ακόμα αποδειχθεί ως ένα σαφές, βιώσιμο και συμπεριληπτικό κίνημα.

Κατά τη διάρκεια του προγράμματός μας, είδαμε ότι η «διενέργεια» φεμινιστικής εξωτερικής πολιτικής, ήτοι η άσκηση, η εφαρμογή, η υλοποίησή της, είναι πιο περίπλοκη από την απλή υιοθέτηση μιας πολιτικής και την προσδοκία για ένταξή της στην κρατούσα τάση. Μπορούμε έστω να συμφωνήσουμε πώς ορίζεται ο όρος, σε τι αποσκοπεί και να τον επικαλεστούμε περήφανα, ώστε να διασφαλίσουμε πως έχει τη στήριξη ευρείας βάσης που χρειάζεται; Και τι γίνεται μετά με τη φεμινιστική εξωτερική πολιτική; Χρειάζεται να είναι πιο προσγειωμένη στην πραγματικότητα των συνθηκών παγκόσμιας ασφάλειας για να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις της διεθνούς κοινότητας;

Οι βασικές αρχές του φεμινισμού είναι σαφείς όταν αναφερόμαστε στην ενδυνάμωση των γυναικών και τον αγώνα για ίσα δικαιώματα και ευκαιρίες που πρεσβεύει. Αλλά σε έναν πολιτικά πολωμένο κόσμο, οι παγιωμένες ιδεολογικές έννοιες μπορούν συχνά να αποτελέσουν σημεία ανάφλεξης αντιπαραθέσεων. Κατά τη διάρκεια της περιοδείας για τη μελέτη μας, συναντήσαμε ερευνητές, φορείς που συμμετέχουν σε πολυμερείς διαδικασίες και κυβερνητικούς αξιωματούχους που εξέφρασαν επιφυλακτικότητα για τη χρήση της λέξης «φεμινισμός» σε οποιαδήποτε συζήτηση σχετικά με την εξωτερική πολιτική, επειδή ενδέχεται να δημιουργήσει διαχωριστικές αντιλήψεις και διαφωνίες σε αμφιλεγόμενα ζητήματα. Η αντίληψη αυτή ώθησε τη Σουηδία, η οποία κάποτε είχε το προβάδισμα στην προώθηση της φεμινιστικής εξωτερικής πολιτικής, να εγκαταλείψει την εν λόγω προσέγγιση τον Οκτώβριο του 2022, με τον Υπουργό Εξωτερικών Tobias Billstrom να δηλώνει ότι «οι ετικέτες επί των πραγμάτων έχουν την τάση να καλύπτουν το περιεχόμενο».

Αλλού, χώρες ασκούν φεμινιστική εξωτερική πολιτική ή εφαρμόζουν κάποια στοιχεία της, χωρίς να την κατονομάζουν έτσι. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, για παράδειγμα, δεν μίλησαν ποτέ ξεκάθαρα και επισήμως για μια φεμινιστική εξωτερική πολιτική, αλλά η κυβέρνηση Biden χρηματοδοτεί μέτρα για την τοποθέτηση των γυναικών στην καρδιά της ασφάλειας, της άμυνας, της διπλωματίας, της ανάπτυξης, της οικοδόμησης της ειρήνης και άλλων προσπαθειών που σχετίζονται με την εξωτερική πολιτική. Αυτό το πράττει στον πλαίσιο προγραμμάτων για την προώθηση των Γυναικών, της Ειρήνης και της Ασφάλειας (WPS), όπως απαιτείται από το υπ’ αριθμόν 1325 Ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ του 2000. Ως ένα μόνο παράδειγμα αυτού σημειώνεται το γεγονός ότι η κυβέρνηση των ΗΠΑ παρέχει ειδική χρηματοδότηση για γυναίκες και παιδιά ως μέρος του ταμείου αρωγής της ύψους 4 δισεκατομμυρίων δολαρίων για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης στην Υεμένη. Η κυβέρνηση έχει επίσης εφαρμόσει τις αρχές της ατζέντας για τις Γυναίκες, την Ειρήνη και την Ασφάλεια, ούτως ώστε να διασφαλίσει την προστασία των ΛΟΑΤΚΙ+ αιτούντων άσυλο που έρχονται από το Βόρειο Τρίγωνο, περιοχή όπου τα μέλη της εν λόγω κοινότητας υφίστανται διωγμούς. Φυσικά, η εφαρμογή της ατζέντας για τις Γυναίκες, την Ειρήνη και την Ασφάλεια δεν ταυτίζεται με την υλοποίηση μιας φεμινιστικής εξωτερικής πολιτικής. Αποτελεί, ωστόσο, βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση.

Επιπλέον, σημειώνεται διαφωνία σε σχέση με τη φεμινιστική προσέγγιση στις συρράξεις (η οποία συνήθως επιδιώκει αποστρατικοποίηση και οικοδόμηση ειρήνης) και το πώς μπορεί αυτή να διατηρηθεί στις συνθήκες και την πολιτική του πραγματικού κόσμου. Παρόλο που οι θεωρητικοί και οι ακαδημαϊκοί μπορεί να επικρίνουν την αυξημένη συμπερίληψη των γυναικών σε ειρηνευτικές δυνάμεις επειδή ξεφεύγει από το βασικό νόημα της φεμινιστικής εξωτερικής πολιτικής, η πραγματικότητα των συρράξεων δείχνει ότι οι συγκρούσεις συχνά οδηγούν σε θηριωδίες, όπως μαζική σεξουαλική βία. Για παράδειγμα, η Samantha Power, πλέον επικεφαλής του Οργανισμού για τη Διεθνή Ανάπτυξη των ΗΠΑ, αρκετά νωρίτερα στην επαγγελματική της σταδιοδρομία μίλησε ανοιχτά για την αποτυχία των παγκόσμιων δυνάμεων να παρέμβουν σε θηριωδίες, όπως οι γενοκτονίες στη Ρουάντα το 1994 και στη Σρεμπρένιτσα της Βοσνίας το 1995. Και τα δύο αυτά γεγονότα αποτελούν περιπτώσεις, στις οποίες θα υποστήριζα ότι μια «φεμινιστική» προσέγγιση θα συνεπαγόταν στρατιωτική παρέμβαση. Σε μερικές περιπτώσεις, η στρατιωτική παρέμβαση ίσως είναι η μόνη διέξοδος για να σταματήσουν ή να εμποδιστούν τέτοια εγκλήματα, όπως συμφώνησαν οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων του κόσμου στην Παγκόσμια Σύνοδο Κορυφής του ΟΗΕ το 2005, όπου δεσμεύτηκαν στην αρχή της «ευθύνης προστασίας» στο έγγραφο αποτελεσμάτων της Παγκόσμιας Συνόδου Κορυφής.

Παρά την ευρεία συζήτηση και την έλλειψη σαφήνειας αναφορικά με τη φεμινιστική εξωτερική πολιτική, ολοένα και περισσότερα έθνη υιοθετούν την προσέγγιση. Η Γαλλία, για παράδειγμα, διαθέτει την πρωτοβουλία Φεμινιστικής Διπλωματίας, η οποία επιδιώκει να διασφαλίσει ότι το 75% των έργων που χρηματοδοτούνται από την επίσημη αναπτυξιακή βοήθεια της Γαλλίας βοηθούν στη βελτίωση της ισότητας των φύλων.

Περαιτέρω, σε έναν κόσμο όπου οι συρράξεις υπάρχουν σε διάφορες κουλτούρες και με μυριάδες κοινωνικούς παράγοντες να παίζουν ρόλο, από το Σουδάν στην Υεμένη και την Ουκρανία, η φεμινιστική εξωτερική πολιτική υιοθετεί μια ολοένα και πιο διατομεακή προσέγγιση λαμβάνοντας υπόψη τον διασταυρούμενο αντίκτυπο των πολιτικών στα άτομα, τα οποία εμπίπτουν σε πολλούς ορισμούς της ανάγκης. Η Γερμανία, παρόμοια και με άλλα έθνη όπως η Ισπανία και το Μεξικό, άλλαξε πλώρη προς τη δυναμική των «3 R συν ένα D», παίρνοντας τις καθοδηγητικές αρχές της φεμινιστικής εξωτερικής πολιτικής της Σουηδίας που συμβολίζονται με 3 R για να σημάνουν τα δικαιώματα, την εκπροσώπηση και τους πόρους (Rights, Representation and Resources) για γυναίκες και περιθωριοποιημένες ομάδες και προσθέτοντας τον στόχο της αυξανόμενης διαφορετικότητας που συμβολίζεται με το D (Diversity). Η προσέγγιση αυτή περιλαμβάνει βήματα πέρα από την εκπροσώπηση βάσει φύλου εξετάζοντας πώς οι δομές εξουσίας επηρεάζουν τις γυναίκες πέρα από το φύλο τους και λαμβάνοντας υπόψη παράγοντες όπως τη σεξουαλικότητα, την ηλικία, το κοινωνικό υπόβαθρο και τυχόν αναπηρίες. Τελικά, μια διατομεακή προσέγγιση τοποθετεί στο επίκεντρο τη διερεύνηση του γιατί οι δομές εξουσίας κάνουν διακρίσεις κατά περιθωριοποιημένων ομάδων και αποσκοπεί στην αλλαγή των ίδιων των δομών εξουσίας.

Η προσέγγιση αυτή θα μπορούσε να είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική και μετασχηματιστική, αλλά ενδέχεται να χρειαστεί η μεταρρύθμιση των καθιερωμένων δομών εξουσίας με τρόπο που πιθανώς να δημιουργήσει αντιδράσεις από όσους κατέχουν επί του παρόντος δυσανάλογο μερίδιο εξουσίας, είτε σε εγχώριες είτε σε πολυμερείς δομές. Για παράδειγμα, θα μπορούσε να έχει την έννοια της ίδρυσης διεθνών φορέων βάσει της δίκαιης εκπροσώπησης αντί της οικονομικής επίδοσης, όπως στις ομάδες των G7 ή G20. Ή θα μπορούσε να σηματοδοτεί τη διεύρυνση θεσμών, όπως το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, πέρα από τη μεταπολεμική συναίνεση μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο που χορήγησε δικαίωμα αρνησικυρίας στα πέντε εξοπλισμένα με πυρηνικά όπλα έθνη και υποβάθμισε άλλες χώρες και συνεπώς απέκλεισε από την εξουσία ολοένα και μεγαλύτερα τμήματα του παγκόσμιου πληθυσμού.  

Τέτοιου είδους προκλήσεις δεν υπάρχουν για να λέμε ότι δεν θα έπρεπε να αναλαμβάνονται μεταρρυθμιστικές προσπάθειες. Θα έπρεπε. Μπορεί να φαίνονται ιδεαλιστικές, αλλά στην πραγματικότητα είναι πολύ ρεαλιστικές για το μακροπρόθεσμο μέλλον της παγκόσμιας συνεργασίας, ειρήνης και ασφάλειας. Η συμπεριληπτική σκέψη (και πράξη) είναι καίριας σημασίας για αυτό το μέλλον και η φεμινιστική εξωτερική πολιτική προσφέρει μια προσέγγιση που λειτουργεί όχι μόνο για όλες τις γυναίκες, αλλά και για όλη την ανθρωπότητα.

 

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στο us.boell.org στις 22 Αυγούστου 2023.