Στο πλαίσιο του δημόσιου διαλόγου που εγκαινιάσαμε για το αστικό πράσινο αλλά και ειδικότερα για το κλάδεμα και την κοπή των δέντρων της πόλης, συγκεντρώσαμε και κατηγοριοποιήσαμε τα σχετικά ερωτήματα των πολιτών και τα αποστείλαμε στον Δήμο Θεσσαλονίκης (βλ. το αντίστοιχο άρθρο στην ιστοσελίδα μας). Το κείμενο που ακολουθεί είναι η απάντηση που λάβαμε από τη Διεύθυνση Διαχείρισης Πρασίνου και Περιβάλλοντος.
Το αστικό πράσινο αποτελεί ένα εφαρμοσμένο και απαιτητικό αντικείμενο, όπου οι γεωτεχνικοί που το διαχειρίζονται εφαρμόζουν γνώσεις και δεξιότητες που έχουν αποκτήσει από πληθώρα τομέων των Τμημάτων στα οποία σπούδασαν. Πιο συγκεκριμένα, τα στελέχη της Υπηρεσίας μας είναι πτυχιούχοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (γεωπόνοι ΠΕ ή ΤΕ και δασολόγοι) και αρκετοί είναι κάτοχοι μεταπτυχιακών και διδακτορικών διπλωμάτων. Στο πλαίσιο των σπουδών τους, οι εν λόγω ειδικότητες έχουν διδαχθεί μαθήματα αναφορικά με δενδροκομία, βοτανική, εδαφολογία, αρχιτεκτονική τοπίου κ.ά. κατά περίπτωση και ανάλογα με τις βασικές εγκύκλιες σπουδές τους. Το προσωπικό της Διεύθυνσης Διαχείρισης Πρασίνου και Περιβάλλοντος ενημερώνεται και επιμορφώνεται τακτικά μέσω ημερίδων, συνεδρίων, σεμιναρίων ή/και μεταπτυχιακών σπουδών στα προαναφερόμενα αντικείμενα. Αντιστοίχως, στις Διακηρύξεις που συντάσσονται από τεχνικό προσωπικό κατηγορίας ΠΕ ή ΤΕ της Διεύθυνσης Διαχείρισης Πρασίνου και Περιβάλλοντος ώστε να συνεργαστεί ο Δήμος με ιδιώτες εργολήπτες πρασίνου, αναφέρεται ρητά και επί ποινή αποκλεισμού ότι όσοι κλαδεύουν θα πρέπει να έχουν συναφή ειδικότητα, όπως και οι επιβλέποντές τους. Επιπρόσθετα, οι υποψήφιοι ανάδοχοι πρέπει να είναι εγγεγραμμένοι στα αντίστοιχα τεχνικά μητρώα και να διαθέτουν Πιστοποιητικό Προτύπων Διασφάλισης Ποιότητας για εργασίες πρασίνου, καθώς και αποδεδειγμένη πολυετή εμπειρία σε εργασίες πρασίνου. Επιπλέον, οι Μελέτες που συνοδεύουν τις Διακηρύξεις προβλέπουν και περιγράφουν αναλυτικά και με σαφήνεια τις εργασίες και τις τιμές μονάδος, ενώ οι Διακηρύξεις υλοποιούνται και εγκρίνονται σύμφωνα με όσα προβλέπονται από τη νομοθεσία. Τέλος, οι διαδικασίες για την επιλογή του τελικού αναδόχου γίνονται μέσω Διεθνούς Ηλεκτρονικού Διαγωνισμού υπό πλήρη διαφάνεια.
Τα δέντρα αποτελούν έμβια όντα που απαιτούν συγκεκριμένες συνθήκες διαβίωσης. Οι μεγαλουπόλεις όμως αποτελούν ένα εχθρικό περιβάλλον για την ανάπτυξη βλάστησης. Ένα δέντρο στην τυπική μορφή του είναι ευθυτενές, κατακόρυφο, κυλινδρικό τουλάχιστον σε τμήματα του κορμού και με κυκλική διατομή. Εξαιτίας όμως του αφιλόξενου αστικού περιβάλλοντος, πολλά από τα δέντρα που φύονται στην πόλη, ιδίως στα πεζοδρόμια, λόγω των ιδιαίτερων σκληρών συνθηκών που επικρατούν (π.χ. πεζοδρόμια μικρού πλάτους, περιορισμένος αυξητικός χώρος, συμπιεσμένα εδάφη με κακό αερισμό και μειωμένο πορώδες, διέλευση εναέριων και υπόγειων δικτύων Ο.Κ.Ω. που εμποδίζουν την ανάπτυξη της κόμης και του ριζικού συστήματος, ανθρωπογενείς δραστηριότητες, βανδαλισμοί κλπ.), εμφανίζουν μεγάλες αποκλίσεις από την τυπική κανονική μορφή τους (π.χ. έντονη κλίση, κάμψη και στρεβλότητα του κορμού, διχαλώσεις), καθώς και δομικά σφάλματα όπως μεγάλες σπηλαιώσεις, εκτεταμένη σήψη και σαθρότητα στον κορμό και τη βάση, επιφανειακό και «επιπόλαιο» ριζικό σύστημα, ραγάδες, καύση κορμού, όγκους, αλλά και εμφανείς μυκητολογικές («μανιτάρια» και μαύρο μεταχρωματισμό του φλοιού) προσβολές αλλά και εντομολογικές. Τα συγκεκριμένα ευρήματα επηρεάζουν τη στατικότητα και τη μηχανική αντοχή των δέντρων, καθιστώντας τα άκρως επικίνδυνα. Συνεπώς τα δέντρα με την προαναφερόμενη ακανόνιστη δομή δεν αποτελούν σε καμία περίπτωση «αισθητικά στοιχεία (αρχιτεκτονήματα)» αλλά πηγές άμεσου κινδύνου αναφορικά με τραυματισμούς πολιτών καθώς και φθορά ιδιοκτησιών και υποδομών. Άρα, ο Δήμος προβαίνει στις κατάλληλες ενέργειες για την αναβάθμιση του αστικού περιβάλλοντος, με την άρση αυτής της επικινδυνότητας και τη φύτευση νέων και υγιών δέντρων με τα κατάλληλα χαρακτηριστικά ανά περίπτωση, που δεν θα αποτελούν κίνδυνο για τους πολίτες, την περιουσία τους και γενικά για τις δραστηριότητές τους, ώστε τελικώς να διασφαλιστεί ένα βιώσιμο, ασφαλές και οικολογικά ισορροπημένο περιβάλλον εντός του αστικού ιστού. Επιπρόσθετα, οι συγκεκριμένες προγραμματισμένες ενέργειες και δράσεις αποτελούν περιβαλλοντική «επένδυση» για την επόμενη γενιά. Στα υπόλοιπα δέντρα γίνεται κλάδεμα ανανέωσης, μόρφωσης, μείωσης, αραίωσης και ανύψωσης της κόμης, καθώς και κλάδεμα διατήρησης υγείας και ασφάλειας. Σε δέντρα ιδιαίτερα ευπαθή σε μεταδοτικές ασθένειες, όπως π.χ. τα πλατάνια, ακολουθούνται οι σχετικές οδηγίες για ήπιο κλάδεμα που εκδίδονται από τη δασική υπηρεσία.
Συνεπώς, με σκοπό την ασφάλεια των πολιτών για την προστασία της περιουσίας τους και φυσικά την υγεία των δέντρων, ο Δήμος Θεσσαλονίκης προβαίνει στους κατάλληλους δενδροκομικούς χειρισμούς. Ειδικότερα όμως σε ακατάλληλα, όπως π.χ. λεύκες και φτελιές, ή γηρασμένα δέντρα που βρίσκονται προς το τέλος του βιολογικού τους κύκλου και επιπρόσθετα εμφανίζουν αρκετά σφάλματα και ακανόνιστη δομή και μορφή, θεωρείται επιβεβλημένη η κοπή και αντικατάστασή τους. Τα εν λόγω δέντρα υπολογίζονται περίπου μόλις στο 3% των συνολικών δέντρων που φύονται στα πεζοδρόμια του Δήμου και θα αφαιρεθούν σε ορίζοντα 5 ετών, με πρόβλεψη αντικατάστασης. Πριν από την οποιαδήποτε κοπή, γίνονται οι κατάλληλες επεμβάσεις για άρση επικινδυνότητας, καθώς η διαδικασία για την κοπή δέντρων που φύονται στα πεζοδρόμια είναι άκρως χρονοβόρα λόγω της γραφειοκρατίας και της πληθώρας εγκρίσεων και δικαιολογητικών που απαιτούνται. Πιο συγκεκριμένα, για κοπές δέντρων που φύονται σε πεζοδρόμια εφαρμόζονται ο Ν.4495/2017 και η ΥΑ ΥΠΕΝ/ΔΑΟΚΑ/43266/1174/2020 και εκδίδεται οικοδομική άδεια που αφορά στην έγκριση εργασιών μικρής κλίμακας. Τα δικαιολογητικά που αναφέρονται στη σχετική νομοθεσία προσκομίζονται στο ηλεκτρονικό σύστημα έκδοσης αδειών του ΤΕΕ. Για τις περιπτώσεις των Δήμων, απαιτούνται Αποφάσεις της Επιτροπής Ποιότητας Ζωής καθώς και του Δημοτικού Συμβουλίου κατόπιν Εισήγησης της εκάστοτε Υπηρεσίας Πρασίνου. Σε όλες αυτές τις Εισηγήσεις, η αρμόδια Υπηρεσία του Δήμου Θεσσαλονίκης τεκμηριώνει επαρκώς τα σφάλματα δομής και τις αποκλίσεις από την τυπική μορφή που δικαιολογούν την κοπή. Επιπλέον, κατατίθενται φωτογραφίες ξεχωριστά για το κάθε δέντρο. Όταν ζητούνται από τα μέλη των αποφαινόμενων οργάνων του Δήμου κάποιες διευκρινίσεις σχετικά με τα δέντρα ή επιπλέον υλικό για τεκμηρίωση, η Υπηρεσία ανταποκρίνεται άμεσα. Επιπρόσθετα, στις Εισηγήσεις γίνεται πάντα αναφορά ότι θα γίνουν επαναφυτεύσεις. Υποχρέωση για Τεχνική Έκθεση γεωτεχνικού δεν υπάρχει σε αυτό το στάδιο. Η Τεχνική Έκθεση για τους λόγους κοπής συνολικά των δέντρων προσκομίζεται στο ηλεκτρονικό σύστημα κατά το τελικό στάδιο, δηλαδή λίγο πριν την έκδοση της άδειας, μαζί με όλα τα υπόλοιπα δικαιολογητικά, και συνδυάζεται με φωτογραφίες των δέντρων στις οποίες σαφώς και απεικονίζονται μακροσκοπικά οι λόγοι που δικαιολογούν την κοπή, καθώς και τοπογραφικό σχέδιο με τις ακριβείς θέσεις τους. Άρα δεν απαιτείται Τεχνική Έκθεση κατά την Εισήγηση. Κάτι τέτοιο δεν συνάγεται πουθενά από τον Ν.4495/2017, ο οποίος είναι ξεκάθαρος και σαφέστατος αναφορικά με τα προβλεπόμενα δικαιολογητικά. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι δεν έχει γίνει δεκτή καμία από τις προσφυγές που έχουν γίνει από μεμονωμένες ομάδες στην Αποκεντρωμένη Διοίκηση Μακεδονίας-Θράκης για ακύρωση των εν λόγω Αποφάσεων ως παράνομων αναφορικά με τη διαδικασία έκδοσης και τεκμηρίωσης αλλά ούτε από το Διοικητικό Δικαστήριο όπου προσέφυγαν σχετικά. Οι συγκεκριμένες ενέργειες έγιναν από μια ισχνή μειοψηφία με μικροπολιτικά κίνητρα και απλά για να δημιουργηθούν εντυπώσεις και να καθυστερήσουν οι διαδικασίες. Όντως το αποτέλεσμα ήταν να πάει πίσω δυστυχώς κατά πολλούς μήνες το πλάνο του Δήμου για κοπή και αντικατάσταση επικίνδυνων δέντρων, και έτσι ο κίνδυνος είναι ακόμη υπαρκτός σε πολλές περιπτώσεις λόγω των ανυπόστατων αυτών αγωγών και προσφυγών.
Μετά τις κοπές, προγραμματίζονται επαναφυτεύσεις. Γενικά, η Διεύθυνση Διαχείρισης Πρασίνου και Περιβάλλοντος πραγματοποιεί φυτεύσεις σε κενές δενδροδόχους και πάρκα στο πλαίσιο κυρίως των εργολαβιών συντήρησης, ώστε να διατηρηθεί το περιβαλλοντικό ισοζύγιο πρασίνου. Ήδη έχουν πραγματοποιηθεί κατά τα έτη 2022 και 2023 περίπου 3.200 φυτεύσεις σε χώρους πρασίνου. Για κοπή δέντρων που φύονται σε πάρκα ζητείται άδεια κοπής (υλοτομίας) από το Δασαρχείο, κατ’ εφαρμογή της δασικής νομοθεσίας.
Στόχος του Δήμου είναι η σταδιακή αντικατάσταση των δέντρων που έχουν ολοκληρώσει τον βιολογικό τους κύκλο με νέα είδη δέντρων που έχουν επιθυμητά χαρακτηριστικά, δίνοντας έμφαση στις δενδροστοιχίες. Η επιλογή των νέων δέντρων που φυτεύονται γίνεται με βάση τις αρχές του βιοκλιματικού σχεδιασμού και της αρχιτεκτονικής τοπίου, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες του κάθε δρόμου και της κάθε περιοχής (πλάτος πεζοδρομίου, αποστάσεις από κτίρια και δίκτυα, προσανατολισμό, διαστάσεις δέντρου, σχήμα κόμης, χρώμα, υφή, κ.ά.). Επιπρόσθετα, επιλέγονται είδη που έχουν επιδείξει μεγάλη προσαρμοστικότητα στο αστικό περιβάλλον αλλά και αντοχή σε μυκητολογικές και φυτοπαθολογικές προσβολές. Οι ανωτέρω ενέργειες αποσκοπούν στη δημιουργία υγιούς και λειτουργικού μακροχρόνιου αστικού πρασίνου. Επιπλέον, ο Δήμος Θεσσαλονίκης εκτελεί αρκετά βιοκλιματικά έργα σε εξωτερικούς χώρους, σχολεία και κτίρια ιδιοκτησίας του, αξιοποιώντας τα κατάλληλα δομικά υλικά, τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και τη βλάστηση, με σκοπό τη βελτίωση του μικροκλίματος αλλά και τον μετριασμό του φαινομένου της κλιματικής αλλαγής, συνδυαστικά με την προσαρμογή της πόλης σε αυτή. Επιθυμητό όμως θα ήταν να αυξηθούν τα ποσοστά πρασίνου ανά κάτοικο στην πόλη και σε μεγάλους ιδιωτικούς χώρους εντός του Δήμου, π.χ. στον χώρο του ΑΠΘ, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο πολύ πρόσφατο ερευνητικό έργο του Life Clivut με τίτλο «Στρατηγική για το κλίμα στο αστικό περιβάλλον και τις πράσινες υποδομές του Δήμου Θεσσαλονίκης». Τέτοιοι χώροι είναι ενδεδειγμένοι, λόγω έκτασης, για απρόσκοπτη ανάπτυξη αλλά και για την εφαρμογή των αρχών της δασοκομίας πόλεων υπό το πρίσμα της διαχείρισης πολλαπλών σκοπών και χρήσεων. Τα πανεπιστημιακά campus της Θεσσαλονίκης, σύμφωνα με την προαναφερόμενη έρευνα, προσφέρουν μόλις 0,41 τ.μ. πρασίνου ανά κάτοικο. Συνεπώς, θα ήταν χρήσιμη η υλοποίηση αντίστοιχης έρευνας γνώμης, συνδυαστικά με ερωτήσεις προς τους διαχειριστές του πρασίνου των εν λόγω χώρων, ώστε να προκύψουν μελέτες και για τα campus, και να φυτευτούν νέα δέντρα προς αντικατάσταση των πολλών δέντρων που έχουν κοπεί, αλλά και να δημιουργηθούν νέες δενδροδόχοι στα πεζοδρόμια με έξτρα στόχο να αποδοθούν αυτά στους φοιτητές και το προσωπικό που εργάζεται εκεί, και όχι αποκλειστικά στα παράνομα παρκαρισμένα αυτοκίνητα.
Η Διεύθυνση Διαχείρισης Πρασίνου και Περιβάλλοντος του Δήμου Θεσσαλονίκης, η οποία έχει την πολύ μεγάλη ευθύνη της προστασίας της σωματικής ακεραιότητας των πολιτών καθώς και της περιουσίας τους, είναι η κατ’ εξοχήν αρμόδια Υπηρεσία του Δήμου Θεσσαλονίκης για τη διαχείριση του αστικού πρασίνου και διαθέτει πολυετή εφαρμοσμένη εμπειρία και γνώση και όχι απλά θεωρητική. Εάν φυσικά οποιοδήποτε πανεπιστήμιο ή επιστημονικός οργανισμός/εταιρεία επιθυμεί, στο πλαίσιο κάποιου ερευνητικού προγράμματος με εξασφαλισμένη εκ των προτέρων χρηματοδότηση με πόρους εκτός του προϋπολογισμού του Δήμου, να εκπονήσει μια πιλοτική μελέτη φυτοϋγείας, εκτίμησης επικινδυνότητας, ανάγκης αντικατάστασης κλπ. σε συνεργασία με μεταπτυχιακούς φοιτητές, υποψήφιους διδάκτορες, μεταδικτατορικούς ερευνητές και ελεύθερους επαγγελματίες που δραστηριοποιούνται στον χώρο του αστικού πρασίνου, η Υπηρεσία μας είναι ανοιχτή στο ενδεχόμενο συνεργασίας και ανταλλαγής τεχνογνωσίας ώστε να υλοποιηθεί στην πράξη αυτή η μελέτη. Προς αυτή την κατεύθυνση, συνεργασία υπήρξε και υπάρχει με το ΕΘΙΑΓΕ για την καταπολέμηση εντόμου που προσβάλλει τη φτελιά.
Σχετικά με αναφορές που γίνονται για risk assessment, σας γνωστοποιούμε ότι:
Όπως αναλυτικά προαναφέρθηκε, η νομοθεσία ορίζει ότι η τεκμηρίωση της επικινδυνότητας γίνεται αποκλειστικά μέσω της Τεχνικής Έκθεσης γεωτεχνικού που προσκομίζεται στο ηλεκτρονικό σύστημα του ΤΕΕ λίγο πριν την τελική έκδοση της άδειας κοπής. Δεν απαιτείται από τη νομοθεσία καμία άλλη εκτίμηση. Ειδικότερα όμως για αντίστοιχα εργαλεία, η αξιοποίησή τους σαφώς και προϋποθέτει τα εξής: Όλα τα εργαλεία μέτρησης, και ιδίως αν πρόκειται για ξενόγλωσσα, πρέπει να πιστοποιηθούν αναλόγως από τους αρμόδιους επιστήμονες και πιο συγκεκριμένα (α) να μεταφραστούν, (β) να προσαρμοστούν στις ιδιαιτερότητες της περιοχής εφαρμογής και (γ) να σταθμιστούν ως προς την αξιοπιστία και την εγκυρότητά τους μέσα από επαναλαμβανόμενες μετρήσεις που θα γίνουν στα κατάλληλα επιλεγμένα δείγματα που θα ληφθούν από τους προς διερεύνηση πληθυσμούς. Τέλος, θα πρέπει να γίνει η απαραίτητη εκπαίδευση του προσωπικού. Σε διαφορετική περίπτωση, δεν θα προκύψουν ορθά αποτελέσματα.