Ελλάδα, δημογραφικές προκλήσεις σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο

ΑΡΘΡΟ

Σε ένα από τα πρώτα επιστημονικά κείμενα που αξιοποιούν τα στοιχεία της απογραφής του 2021, ο καθηγητής Δημογραφίας Βύρων Κοτζαμάνης περιγράφει την πορεία του πληθυσμού στην Ελλάδα ήδη από την πρώτη μεταπολεμική περίοδο, με βάση τις γεννήσεις-θανάτους αλλά και τις χωρικές μεταβολές. Επιπλέον, αναλύει τα σενάρια για το πώς θα διαμορφωθεί ο πληθυσμός έως το 2050, κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για τις μη αναστρέψιμες εξελίξεις και επισημαίνει τα σημεία στα οποία πρέπει να εστιάσει η πολιτεία για την άμβλυνση των οικονομικών και κοινωνικών επιπτώσεων.

Άρθρο Κοτζαμάνη

Ι. Εισαγωγή

Η Ελλάδα σήμερα διαφέρει σημαντικά από αυτήν της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου (Πίνακας 1). Ο πληθυσμός μας έχει αυξηθεί κατά 3 εκατομμύρια από το 1951, ζούμε πολύ περισσότερα χρόνια, είμαστε πιο «γερασμένοι», κάνουμε λιγότερα παιδιά και λιγότερους γάμους, έχουμε πολύ περισσοτέρους θανάτους, τα φυσικά μας ισοζύγια είναι αρνητικά, χωρίζουμε πιο εύκολα, ζούμε κυρίως σε αστικά κέντρα, ενώ ταυτόχρονα ο πληθυσμός μας, από σχετικά «εθνικά ομοιογενής», συμπεριλαμβάνει πλέον 900.000 περίπου αλλοδαπούς που ζουν μόνιμα στη χώρα μας. Οι επιπτώσεις τόσο των παρελθουσών όσο και των αναμενόμενων μεταβολών είναι πολλαπλές, και τα πολιτικά κόμματα, οι κοινωνικοί, επαγγελματικοί και επιστημονικοί φορείς, καθώς και η κοινή γνώμη δείχνουν ένα αυξανόμενο ενδιαφέρον τόσο για τις τρέχουσες εξελίξεις όσο και για τη μελλοντική δημογραφική πορεία της χώρας μας. Αρχίζουμε, έτσι, έστω και καθυστερημένα, να συνειδητοποιούμε προοδευτικά ότι η Δημογραφία αποτελεί παράγοντα που δεν έχουμε πλέον την πολυτέλεια να υποτιμούμε, και το «δημογραφικό» αναδεικνύεται ως ένα από τα ζητήματα που πρέπει να αντιμετωπισθούν άμεσα, με στόχο την ανακοπή των υφιστάμενων τάσεων και την άμβλυνση των όποιων αρνητικών τους επιπτώσεων (ιδίως δε αυτών που απορρέουν από τη δημογραφική γήρανση).

Πίνακας 1. Ελλάδα, δημογραφικές μεταβολές ανάμεσα στο 1951 και το 2021
Image removed.
Πίνακας1

ΙΙ. Ο πληθυσμός της Ελλάδας, χθες και σήμερα

Οι εξελίξεις των βασικών δημογραφικών συνιστωσών μετά το 1950 σε συνδυασμό με το μεταπολεμικό μοντέλο οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης της χώρας μας επηρέασαν σημαντικά το μέγεθος και τις ηλικιακές δομές του πληθυσμού μας καθώς και την κατανομή του στον χώρο, με αποτέλεσμα:

1. Την υπερ-συγκέντρωση σε ένα εξαιρετικά περιορισμένο τμήμα της συνολικής επιφάνειας και την εγκατάλειψη του υπαίθρου χώρου, καθώς το 1/2 του πληθυσμού της χώρας μας είναι συγκεντρωμένοι στο 2,9% της συνολικής επιφάνειάς της (έναντι του 25,6% στις αρχές της δεκαετίας του 1950) και τα 2/3 στο 6,4% της επιφάνειας (έναντι του 50% το 1951), ενώ 76 στους 100 κατοίκους διαμένουν πλέον σε αστικά κέντρα (μόλις 36 το 1951). Οφείλουμε ταυτόχρονα να αναφέρουμε ότι τα μεταναστευτικά ρεύματα προς τα αστικά κέντρα που σημάδεψαν το δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα έχουν ανακοπεί την τελευταία δεκαπενταετία, ενώ αναδύεται ταυτόχρονα και μια τάση αναστροφής τους. Ωστόσο, ακόμη και αν η τάση αυτή ενισχυθεί με κάποια μέτρα (ενίσχυση π.χ. νέων για εγκατάσταση και δραστηριοποίησή τους στον ύπαιθρο χώρο), δεν πρόκειται να αλλάξει ριζικά τον πληθυσμιακό χάρτη της Ελλάδας τις επόμενες δεκαετίες (Χάρτες 1 και 2).

Χάρτης 1. Μόνιμος πληθυσμός των δημοτικών - τοπικών κοινοτήτων (2011)
Χάρτης 1

 

Χάρτης 2. Πληθυσμιακή πυκνότητα των δημοτικών - τοπικών κοινοτήτων (2011)
Χάρτης 2

2. Τη μαζική μετανάστευση στο εξωτερικό τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, την αντιστροφή των ρευμάτων στη συνέχεια (παλιννόστηση και είσοδος οικονομικών μεταναστών στη χώρα μας μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 2000) και την ανάδυση εκ νέου ενός κύματος φυγής μετά το 2010 (εξόδου από τη χώρα τόσο νέων Ελλήνων όσο και νέων αλλοδαπών μονίμων κάτοικων). Το πρόσφατο ρεύμα εξόδου συνέβαλε καθοριστικά στη δημιουργία ενός διαφοροποιημένου χωρικά μεταναστευτικού ισοζυγίου με αρνητικό πρόσημο, παρ’ όλη την εγκατάσταση στη χώρα μας την τελευταία επταετία τμήματος των αλλοδαπών που εισήλθαν παρατύπως σε αυτήν (βλ. «προσφυγική κρίση»). Αν τα ισοζύγια αυτά συνεχίσουν να είναι αρνητικά, προστιθέμενα στα αναμενόμενα επίσης αρνητικά φυσικά ισοζύγια, θα οδηγήσουν σε ακόμη μεγαλύτερη μείωση του πληθυσμού μας και, προφανώς, και στην επιτάχυνση της δημογραφικής γήρανσης.

3. Την ιδιαίτερα χαμηλή γεννητικότητα και γονιμότητα, ήτοι έναν περιορισμένο και μειούμενο αριθμό γεννήσεων, χαμηλούς δείκτες ετήσιας γονιμότητας (<1,5 παιδιά/γυναίκα) τα τελευταία 35 χρόνια και μια συνεχή μείωση του αριθμού των παιδιών που φέρνουν στον κόσμο οι μετά το 1960 γενεές (Πίνακας 2). Η ανακοπή των πτωτικών τάσεων της γονιμότητας και η μετέπειτα ανόρθωσή της δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί, αν i) το ποσοστό των γυναικών χωρίς παιδιά σταθεροποιηθεί γύρω από το 25% στις νεότερες γενεές, και ii) δεν αυξηθούν οι πιθανότητες όσων έχουν ένα πρώτο παιδί να κάνουν ένα δεύτερο (και δευτερευόντως όσων έχουν κάνει ένα δεύτερο να φέρουν στον κόσμο ένα τρίτο). Αυτά προϋποθέτουν όμως τη δημιουργία ενός ευνοϊκού περιβάλλοντος για την απόκτηση του επιθυμητού αριθμού παιδιών, και, ειδικότερα, την άρση των ασυμβατοτήτων ανάμεσα στην εργασιακή και οικογενειακή ζωή –αλλά και των υφιστάμενων ακόμη εντόνων έμφυλων διακρίσεων σε πλήθος πεδίων–, τη μείωση του επιπλέον κόστους –άμεσου και έμμεσου– που προκύπτει από την έλευση ενός παιδιού, την απόδοση στους/στις εργαζόμενους/ες στον ιδιωτικό τομέα που έχουν παιδιά (ή περιμένουν ένα παιδί) των όποιων «πλεονεκτημάτων» έχουν οι αντίστοιχοι/ες εργαζόμενοι/ες στον δημόσιο και διευρυμένο δημόσιο τομέα, τη δυνατότητα στέγασης χωρίς συνταρακτική επιβάρυνση του οικογενειακού προϋπολογισμού μέσω ενός νέου εκτεταμένου προγράμματος κοινωνικής κατοικίας, την ταχύτατη μείωση των ιδιαίτερα υψηλών ακόμη ποσοστών ανεργίας στους νέους και την αύξηση των διαθέσιμων εισοδημάτων τους, καθώς και τον περιορισμό των επισφαλών σχέσεων εργασίας τους. Προϋποθέτει όμως ταυτόχρονα και ένα αποτελεσματικό και διευρυμένο κράτος προνοίας που θα προσφέρει –εκτός των άλλων– μια επαρκή στήριξη και θα αίρει μερικώς τη διάχυτη για το μέλλον ανασφάλεια των νέων γενεών, που αποτελεί ένα από τα εμπόδια για τη δημιουργία της όποιας μορφής οικογένειας και την απόκτηση των όποιων παιδιών επιθυμούν.

Πίνακας 2. Ελλάδα, γεννήσεις, ετήσιοι δείκτες γονιμότητας (ΣΔΓ, παιδιά/γυναίκα) και μέση ηλικία στην τεκνογονία (1951-2021) και τελική γονιμότητα των γενεών (παιδιά/γυναίκα) και μέση ηλικία στην τεκνογονία, γενεές 1940-80
Image removed.
Πίνακας2

4. Την προβληματική εξέλιξη του προσδόκιμου ζωής στη γέννηση. Αν και η αύξηση του δείκτη αυτού ήταν ταχύτατη στη χώρα μας τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, την τελευταία εικοσιπενταετία καταγράφεται μια επιβράδυνση των θετικών ρυθμών του. Η πιο αργή σε σχέση με τις χώρες-μέλη της ΕΕ (προ της διεύρυνσής της το 2004 και 2007) αύξηση των κερδών σε έτη ζωής στην Ελλάδα οφείλεται, κυρίως, στη λιγότερο –σε σχέση με τις χώρες αυτές– αποτελεσματική αντιμετώπιση των δύο μεγάλων ομάδων αιτιών θανάτου (παθήσεις του κυκλοφορικού συστήματος και καρκίνοι) που θίγουν τις ώριμες και μεγάλες ηλικίες. Η μη αποτελεσματική δε αυτή αντιμετώπισή τους αποτελεί μια ένδειξη των αδυναμιών του συστήματος υγείας μας και οι πρόσφατες εκθέσεις της ΕΕ και του ΟΟΣΑ καταγράφουν αναλυτικά τις αδυναμίες αυτές: το χαμηλό % των δαπανών από δημόσιες πηγές, την έντονη χωρικά ανισορροπία στην κατανομή του εξοπλισμού και του ανθρώπινου δυναμικού στον διευρυμένο τομέα της υγείας, τον σημαντικότατο ρόλο των ιδιωτικών δαπανών και τις υψηλές άτυπες πληρωμές που εγείρουν σοβαρές ανησυχίες όσον αφορά την ισότητα πρόσβασης στις υπηρεσίες υγειονομικής περίθαλψης, τους περιορισμένους πόρους για προληπτική φροντίδα –λιγότερο από το 1,5% των δαπανών υγείας–, το πολύ υψηλό –το δεύτερο υψηλότερο στην ΕΕ– επίπεδο μη καλυπτόμενων αναγκών περίθαλψης, τον μη συστηματικό προ-συμπτωματικό έλεγχο για τον καρκίνο, τα υψηλά επίπεδα ενδονοσοκομειακών λοιμώξεων, την ανεπαρκέστατη ανάπτυξη ενός ολοκληρωμένου συστήματος πρωτοβάθμιας φροντίδας και τις πολύ χαμηλές –από τις χαμηλότερες στην ΕΕ– δαπάνες για εξω-νοσοκομειακή περίθαλψη και μακροχρόνια και προληπτική φροντίδα.

5. Τα αρνητικά φυσικά ισοζύγια (γεννήσεις - θάνατοι) μετά το 2010 (Γράφημα 1), ισοζύγια που, χωρίς τους αλλοδαπούς, θα ήταν αρνητικά ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1990. Τα ισοζύγια αυτά είναι σαφώς διαφοροποιημένα χωρικά, καθώς την περίοδο ανάμεσα στις δύο τελευταίες απογραφές, με 315 χιλ. περισσότερους θανάτους από γεννήσεις σε εθνικό επίπεδο, αυτά ήταν θετικά μόνο στο 1/6 των δήμων. Στη δε πενταετία (2015-2019) που προηγήθηκε της πανδημίας COVID-19, αν σε επίπεδο χώρας αντιστοιχούσαν 135 θάνατοι σε 100 γεννήσεις, στο 37% των δήμων οι θάνατοι ήταν υπερδιπλάσιοι των γεννήσεων και στο 8% εξ αυτών υπερ-τετραπλάσιοι (Χάρτης 3), ενώ στις δημοτικές ενότητες τα αντίστοιχα ποσοστά ανέρχονται στο 55% και το 37% (Χάρτης 4). Πολύ λίγες ενότητες είχαν σχετικά ισορροπημένα ισοζύγια γεννήσεων και θανάτων και ελάχιστες θετικά, με την πλειοψηφία των τελευταίων να εντοπίζεται στην ευρύτερη περιφέρεια των δύο μεγαλύτερων κεντρικών δήμων της χώρας, στις Κυκλάδες, τα Δωδεκάνησα και τον βόρειο άξονα της Κρήτης.

Γράφημα 1. Ελλάδα, γεννήσεις και θάνατοι (1951-2022)
Image removed.
Γράφημα1

 

Χάρτης 3. Θάνατοι ανά 100 γεννήσεις στους δήμους (2015-2019)
Χάρτης 3

 

 

Χάρτης 4. Θάνατοι ανά 100 γεννήσεις στις δημοτικές ενότητες (2015-2019)
Χάρτης 4

6. Τη μείωση του συνολικού πληθυσμού που έχει αρχίσει ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 2010, μια μείωση που προβλέπεται να συνεχισθεί και τις αμέσως επόμενες δεκαετίες. Η μείωση αυτή δεν αφορά όλες τις χωρικές ενότητες της χώρας μας, καθώς καταγράφονται (2011-2021) σημαντικές αποκλίσεις από τον μέσο όρο (μείωση κατά 3,5%). Ειδικότερα, από την πρώτη ανάλυση των προσωρινών αποτελεσμάτων της απογραφής του 2021 προκύπτει ότι 61 περιφερειακές ενότητες είχαν μείωση και 13 αύξηση και ενώ στους δήμους (Χάρτης 5) αύξηση καταγράφεται μόνο σε έναν στους τέσσερις (81 στους 325) και πολύ μικρές αυξομειώσεις (από -2,0 έως +2,0%) στο 1/5 (61 στους 325). Οι περισσότεροι από εκείνους που αυξήσαν τον πληθυσμό τους εντοπίζονται στην ΠΕ Δωδεκανήσων και περιμετρικά των δύο μητροπολιτικών κέντρων της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης (δευτερευόντως δε στην Κρήτη και στις Κυκλάδες), ενώ η πλειοψηφία όσων είχαν ποσοστά μείωσης σαφώς υψηλότερα του μέσου εθνικού όρου (μεγαλύτερα του -5%) συγκεντρώνεται στην ηπειρωτική Ελλάδα, κυρίως δε στη Βόρεια Ελλάδα και τη Θεσσαλία.

Χάρτης 5. Ποσοστιαία μεταβολή του πληθυσμού των δήμων ανάμεσα στις απογραφές του 2011 και του 2021
Χάρτης 5

7. Την υψηλή, αλλά και έντονα διαφοροποιημένη χωρικά δημογραφική γήρανση και «γήρανση μέσα στη γήρανση», δηλαδή: i) το υψηλό ποσοστό των 65 ετών και άνω (22,5%) και των 85 ετών και άνω (3,6%) στον συνολικό πληθυσμό, και ii) τις σημαντικές χωρικές διαφοροποιήσεις που υποκρύπτονται κάτω από τους εθνικούς μέσους όρους (Χάρτης 6). Ειδικότερα, μια ενδεκάδα νομών (το 8% του συνολικού πληθυσμού της χώρας και το 22% της επιφάνειάς της) «προπορεύεται», έχοντας περισσότερους από 1 ηλικιωμένους στους 4 κατοίκους τους, ενώ σε δύο από αυτούς η αναλογία είναι σχεδόν 1 στους 3, με αποτέλεσμα το ποσοστό των 65 και άνω στους νομούς αυτούς να είναι σήμερα υψηλότερο και από το αναμενόμενο το 2050 (30%-33%) σε εθνικό επίπεδο! Η εξέταση δε του ειδικού βάρους των 85 ετών και άνω στους 65 ετών και άνω (Χάρτης 7) αναδεικνύει και μια άλλη διάσταση, αυτήν της «γήρανσης μέσα στη γήρανση». Έτσι, αν σήμερα σε εθνικό επίπεδο αντιστοιχούν λίγο λιγότερα από 16 άτομα 85+ σε 100 άτομα 65 και άνω, σε 15 νομούς της χώρας μας με συνολικό πληθυσμό που αγγίζει το ένα εκατομμύριο το 2020 (το 9% στο 25,5% της επιφάνειας) αντιστοιχούν περισσότερα από 18, σε τέσσερις δε από αυτούς (Λακωνία, Αρκαδία, Φωκίδα και Ευρυτανία) περισσότερα από 20 άτομα 85 και άνω. Οι τέσσερις αυτοί νομοί αυτοί έχουν επομένως ήδη υπερβεί 30 χρόνια νωρίτερα τον αναμενόμενο το 2050 μέσο εθνικό όρο, ενώ οι υπόλοιποι 11 αναμένεται να τον ξεπεράσουν πολύ σύντομα. Οδεύουμε, επομένως, προς έναν εκρηκτικό συνδυασμό «γήρανσης» και «υπεργηρίας» σε περισσοτέρους από 1 στους 4 νομούς της χώρας μας, με αποτέλεσμα σύντομα (πολύ πριν το 2050) να έχουμε μια ομάδα νομών που το 1/3 του πληθυσμού τους θα είναι 65 ετών και άνω, ενώ ταυτόχρονα το 1/4 εξ αυτών θα είναι «υπέργηροι».

Αν η ταχύτατη αυτή γήρανση ενός μεγάλου τμήματος της ηπειρωτικής Ελλάδας δεν ανακοπεί, θα υποθηκεύσει τις όποιες προσπάθειες εδαφικής, κοινωνικής και οικονομικής συνοχής της χώρας μας. Η ανακοπή του κύματος φυγής των νέων και η προσέλκυση - εγκατάσταση στις περιοχές αυτές νεανικού πληθυσμού είναι επομένως αναγκαίες, αν δεν επιθυμούμε να βρεθούμε πολύ σύντομα (και όχι το 2050) σε μια μη αναστρέψιμη πλέον κατάσταση, με ένα μεγάλο τμήμα της χώρας μας να χάνει συνεχώς πληθυσμό έχοντας όλο και περισσοτέρους ηλικιωμένους και «υπέργηρους».

Χάρτης 6. Ποσοστό των 65 και άνω στον συνολικό εκτιμώμενο πληθυσμό των νομών (2020)
Χάρτης 6

 

Χάρτης 7. Ποσοστό των 85 και άνω στον εκτιμώμενο πληθυσμό των νομών ηλικίας 65 ετών και άνω (2020)
Χάρτης 7

8. Τις ταχύτατες αλλαγές της δομής και σύνθεσης των νοικοκυριών των 65 ετών και άνω. Οι μεταβολές της πορείας των βασικών δημογραφικών συνιστωσών των τελευταίων δεκαετιών άρχισαν ήδη να επηρεάζουν εκτός των άλλων και τη δομή και σύνθεση των νοικοκυριών των ηλικιωμένων, και θα συνεχίσουν να το πράττουν και στο μέλλον. Έτσι, το «στενό» οικογενειακό περιβάλλον –ιδιαίτερα στα αστικά κέντρα– των 65 και άνω που έχουν γεννηθεί μετά το 1980 θα αποτελείται από όλο και λιγότερα άτομα σε σύγκριση με το αντίστοιχο αυτών που γεννήθηκαν τις προηγούμενες δεκαετίες, ενώ ένα όλο και μεγαλύτερο τμήμα τους στα τελευταία  χρόνια της ζωής τους θα είναι μόνοι. Το διακύβευμα, με δεδομένο ότι σήμερα η οικογένεια υποκαθιστά σε μεγάλο βαθμό το κράτος πρόνοιας, είναι προφανές ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι οι υπάρχοντες οικογενειακοί δεσμοί δεν θα ατονήσουν τις αμέσως επόμενες δεκαετίες.

Θνησιμότητα, γονιμότητα, σύσταση και διάλυση των συμβιώσεων, εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση τις τελευταίες δεκαετίες, διαμόρφωσαν το σημερινό δημογραφικό τοπίο στη χώρα μας. Σε εθνικό επίπεδο η συζήτηση επικεντρώνεται κυρίως στη γήρανση του πληθυσμού και στη χαμηλή γεννητικότητα/γονιμότητά του, καθώς και στις άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις τους. Αποτέλεσμα όμως της διαφοροποιημένης –συχνά την ίδια περίοδο– πορείας των προαναφερθέντων συντελεστών ήταν όχι μόνον η έντονη ανισοκατανομή του πληθυσμού στον χώρο αλλά και οι έντονα διαφοροποιημένες σήμερα ηλικιακές δομές του σε χαμηλότερα του εθνικού επίπεδα (βλέπε γήρανση). Τα προαναφερθέντα ελάχιστα μας έχουν προβληματίσει, παρόλο που τα πρόσφατα (προσωρινά) δεδομένα της απογραφής του 2021 αποτύπωσαν κάποιες από τις επιπτώσεις του παιγνίου των δημογραφικών συνιστωσών των τελευταίων δεκαετιών στα επίπεδα αυτά. Η εικόνα που μας δίδει η απογραφή αυτή εκλαμβάνεται όμως συχνά ως αποτέλεσμα των εξελίξεων της τελευταίας δεκαετίας, ενώ δεν έχει κατανοηθεί ακόμη ότι λόγω της σημαντικής αδράνειας των δημογραφικών δομών η αναστροφή των όποιων αρνητικών τάσεων απαιτεί μέτρα πολιτικής που i) αν ληφθούν σήμερα θα αποδώσουν μεσο-μακροπρόθεσμα και ii) όσο καθυστερεί η λήψη τους τόσο πιο δύσκολη –αν όχι αδύνατη–είναι η αναστροφή τους. Για τη λήψη όμως των οποιωνδήποτε μέτρων απαιτείται η κατανόηση των παραμέτρων εκείνων που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση των τάσεων σε εθνικό επίπεδο, όσο και αυτών που προκάλεσαν τις υφιστάμενες έντονες χωρικές διαφοροποιήσεις, και προφανώς και η συνειδητοποίηση του σημαντικού ρόλου της παραμέτρου «πληθυσμός» στην κοινωνική, οικονομική και εδαφική συνοχή της χώρας μας.

 

ΙΙΙ. Ο πληθυσμός της Ελλάδας στον ορίζοντα του 2050

Πώς θα εξελιχθεί ο πληθυσμός μας τις αμέσως επόμενες δεκαετίες; Στο ερώτημα αυτό μια πρώτη απάντηση μπορεί να δοθεί βάσει των πρόσφατων (11/2022) προβολών των ΗE[1]. Tα τρία κύρια σενάρια των προβολών του διεθνούς αυτού οργανισμού για τη χώρα μας διαφοροποιούνται μόνον ως προς τη μελλοντική πορεία της γονιμότητας, καθώς οι υποθέσεις για τη θνησιμότητα και τη μετανάστευση είναι κοινές (αύξηση του προσδόκιμου ζωής στη γέννηση κατά 5,5 περίπου χρόνια και αυτού στα 65 κατά σχεδόν 4 χρόνια, και ένα πολύ μικρό θετικό μεταναστευτικό ισοζύγιο της τάξης των 140 χιλ. μέχρι το 2050). Με βάση τις υποθέσεις αυτές, ο «αναμενόμενος» πληθυσμός της Ελλάδας το 2050 θα είναι μειωμένος σε σχέση με το 2022 και στα τρία σενάρια (θα κυμανθεί από 9,8 έως 8,5 εκατομμύρια). Καθώς δε το μεταναστευτικό ισοζύγιο (+5 χιλ. ετησίως) και η εξέλιξη της θνησιμότητας είναι κοινά, η διαφοροποιημένη μείωση του πληθυσμού οφείλεται αποκλειστικά στα αρνητικά φυσικά ισοζύγια, καθώς η συνεχιζόμενη και μη δυνάμενη να ανακοπεί αύξηση των 65+ οδηγεί σε έναν υψηλό αριθμό θανάτων που δεν θα αντισταθμισθεί από τις γεννήσεις, ακόμη και στο ευνοϊκότερο («υψηλό») σενάριο της γονιμότητας.

Από τις προβολές αυτές προκύπτει ότι:

i) Τα φυσικά ισοζύγια θα συνεχίσουν μέχρι το 2050 να είναι αρνητικά –αν και σαφώς διαφοροποιημένα ανά σενάριο– συμβάλλοντας καθοριστικά στη μείωση του πληθυσμού (Πίνακας 2). Για να αποφευχθεί η μείωση, θα απαιτηθεί για την περίοδο 2022-2049 ένα συνολικό μεταναστευτικό ισοζύγιο πολύ υψηλότερο από αυτό των 140 χιλ. που προβλέπουν τα ΗΕ σε όλα τα σενάρια, και ειδικότερα μεταναστευτικά ισοζύγια μεγαλύτερα ή ίσα από: α) 1,520 εκατομμύρια στο «ενδιάμεσο» σενάριο β) 870 χιλιάδες στο «υψηλό» (και πολύ λίγο πιθανό) σενάριο και γ) 2,150 εκατομμύρια στο ελάχιστα πιθανό «χαμηλό» σενάριο.

Πίνακας 3. Ελλάδα, προβολές των ΗΕ, γεννήσεις, θάνατοι και φυσικά ισοζύγια ανά σενάριο
Image removed.
Πίνακας3

ii) Ο πληθυσμός μας, που εκτιμάται σήμερα σε 10,5 εκατομμύρια, θα συνεχίσει να μειώνεται μέχρι το 2050, με διαφοροποιημένους ρυθμούς ανά σενάριο (9,2 στο «ενδιάμεσο» πιθανότερο σενάριο, 8,5 στο «χαμηλό» και 9,8 στο «υψηλό»).

iii) Η εξέλιξη του πλήθους των τριών μεγάλων ηλικιακών ομάδων διαφέρει σημαντικά ανά σενάριο (Γράφημα 2):

  • Η μόνη ηλικιακή ομάδα που θα αυξηθεί είναι αυτή των 65 ετών και άνω. Το πλήθος της δεν αλλάζει στα τρία σενάρια (θα αγγίζει τα 3,16 εκατομ. το 2050 έναντι 2,37 το 2022, μια αύξηση κατά σχεδόν 800 χιλ.), σε αντίθεση με το ειδικό της βάρος –το ποσοστό της δηλαδή στον συνολικό πληθυσμό– που διαφέρει ανά σενάριο. Η γήρανση σε κάθε περίπτωση είναι μη αναστρέψιμη.
  • Ο πληθυσμός των νέων (0-19 ετών) αναμένεται να μειωθεί από ελάχιστα έως 1 εκατομμύριο.
  • Ο πληθυσμός των 20-64 ετών θα μειωθεί και αυτός από 1,36 έως 1,65 εκατομμύρια (στο «χαμηλό» και στο «υψηλό» σενάριο αντίστοιχα), κατά 1,5 δε εκατομμύρια στο «ενδιάμεσο» σενάριο, επηρεάζοντας το εργατικό δυναμικό και τις επί μέρους συνιστώσες του.

Αν και η μείωση του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας δεν μπορεί να αποφευχθεί, εντούτοις αυτή των απασχολουμένων μπορεί, υπό δύο προϋποθέσεις:

α) Αν το θετικό καθαρό μεταναστευτικό ισοζύγιο της περιόδου 2022-2049, από +140 χιλ. που προβλέπουν τα ΗΕ σε όλα τα σενάρια, υπερ-τριπλασιασθεί (από 5 χιλ. στις 17 χιλ. ετησίως, ήτοι 476 χιλ. συνολικά για το 2022-2049, έναντι 140 χιλ. που προβλέπουν τα ΗΕ)[1]. Η μεταβολή αυτή θα προσθέσει περίπου 300 χιλ. άτομα στον πληθυσμό εργάσιμης ηλικίας και, αναλόγως του ποσοστού απασχόλησής τους, από 230-240 χιλ. στους απασχολούμενους του 2050[2].

β) Αν αυξηθεί το ποσοστό συμμετοχής των απασχολούμενων στις ηλικίες 20-64 ετών, που σήμερα είναι από τα χαμηλότερα στην ΕΕ (66%), καθώς έχουμε αφενός μεν από τα χαμηλότερα ποσοστά συμμετοχής των ηλικιακών αυτών ομάδων στο εργατικό δυναμικό, αφετέρου δε από τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας. Το σημερινό αυτό μειονέκτημα μπορεί στο μέλλον να μετατραπεί σε πλεονέκτημα, αν προοδευτικά (με ορίζοντα το 2050) τα ποσοστά συμμετοχής των 20-64 ετών στον οικονομικά ενεργό πληθυσμό, όπως και αυτά της ανεργίας, φθάσουν τα αντίστοιχα με τα υφιστάμενα σήμερα σε μια σειρά χωρών της Βόρειας Ευρώπης, όπου οι απασχολούμενοι αποτελούν το 82% του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας. Στην περίπτωση αυτή οι απασχολούμενοι το 2050 θα μειωθούν «μόνο» κατά 300 χιλ. (από 4,0 εκατομμύρια το 2022 σε 3,7 το 2050), ενώ αν τα δύο προαναφερθέντα ποσοστά παραμείνουν στα σημερινά επίπεδα, θα μειωθούν κατά 700 χιλ. Αν επιτευχθεί δε η προαναφερθείσα αύξηση από το 66% στο 82%, η μείωση των απασχολουμένων θα είναι μικρότερη του 8% παρόλο που ο πληθυσμός εργάσιμης ηλικίας 20-64 ετών αναμένεται με βάση το σενάριο που εκθέτουμε να μειωθεί κατά 25%. Η μικρή αυτή μείωση των απασχολουμένων μέσω ενός και μόνο πεδίου[3] μίας και μόνο διάστασης του οικονομικού μοντέλου αναδεικνύει επομένως τον καίριο ρόλο της οικονομικής συνιστώσας.

 

[1] Υπενθυμίζουμε ότι το (θετικό) μεταναστευτικό ισοζύγιο της εικοσαετίας 1991-2010 άγγιξε τις 800 χιλ. (40 χιλ. κατά μέσο όρο ετησίως).

[2] Ένα θετικό μεταναστευτικό ισοζύγιο προϋποθέτει την ανακοπή του κύματος φυγής των νέων παραγωγικής και αναπαραγωγικής ηλικίας, την προοδευτική επιστροφή τμήματός τους και προφανώς και την είσοδο και ενσωμάτωση νέων αλλοδαπών. Θα έχει σαν αποτέλεσμα τη μικρότερη μείωση τόσο του συνολικού πληθυσμού όσο και του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας, την επιβράδυνση της γήρανσης (της αύξησης δηλαδή του ποσοστού των ηλικιωμένων στον συνολικό πληθυσμό) και την κάλυψη των όποιων κενών στην αγορά εργασίας. Η προσφυγή στη μετανάστευση όμως δεν πρόκειται να ανορθώσει την ιδιαίτερα χαμηλή γονιμότητα και κατ’ επέκταση δεν δύναται να αποτρέψει μακροπρόθεσμα τη μείωση του πληθυσμού και τη γήρανσή του: είναι αδύνατον σε μια χώρα σαν την Ελλάδα, που έχει ένα μέσο αριθμό παιδιών ανά γυναίκα που υπολείπεται σταθερά σημαντικά του απαιτούμενου (2,1) για την αναπαραγωγή, να επιτευχθεί η σταθεροποίηση του πληθυσμού. Θα απαιτούνταν σε μόνιμη βάση ένα μεταναστευτικό ισοζύγιο πολύ υψηλότερο από αυτό που είχαμε την εικοσαετία 1991-2010 (40 χιλ. ετησίως κατά μέσο όρο).

[3] Αναφερθήκαμε στην απασχόληση και την ανεργία μόνον της ομάδας 20-64 ετών. Δεν θίξαμε καθόλου τη συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό της ομάδας των 65 και άνω, ένα μεγάλο τμήμα της οποίας είναι σήμερα «εκτοπισμένο» από την αγορά εργασίας. Κλασικό παράδειγμα αποτελούν οι έχοντες ήδη συνταξιοδοτηθεί (πολλοί εκ των οποίων και σε μικρές σχετικά ηλικίες), καθώς το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο καθιστά σχεδόν απαγορευτική την απασχόλησή τους, ωθώντας τους σε μη δηλωμένη εργασία.

Γράφημα 2. Ελλάδα, εξέλιξη του πληθυσμού των 0-19, 20-64 ετών και 65+ 2022-2050 βάσει των προβολών των ΗΕ («χαμηλό», «ενδιάμεσο» και «υψηλό» σενάριο)
Image removed.
Γράφημα2

Φυσικά, εφόσον η αύξηση του πληθυσμού των ηλικιωμένων είναι μη αναστρέψιμη μέχρι το 2050, η οποιαδήποτε αύξηση του μεταναστευτικού ισοζυγίου (όπως π.χ. ο τριπλασιασμός του) δεν θα έχει καμία επίδραση στο αναμενόμενο πλήθος των ηλικιωμένων. Έτσι, ακόμη και αν ο αριθμός των εργαζομένων δεν μειωθεί, θα αντιστοιχούν 1,25-1,30 απασχολούμενοι σε 1 άτομο 65 ετών και άνω το 2050, έναντι 1,7 σήμερα[1]. Η αναμενομένη αύξηση του πλήθους των 65 ετών και άνω (όπως και η αύξηση του ειδικού τους βάρους, καθώς είναι η μόνη ηλικιακή ομάδα που αυξάνεται όταν ο συνολικός πληθυσμός μειώνεται) οδηγεί την πλειοψηφία των οικονομολόγων να επικεντρώνονται στις αρνητικές συνέπειες που απορρέουν από την αύξηση αυτή, δίδοντας έμφαση στην ταχεία ανάπτυξη των δαπανών που αφορούν κυρίως τις συντάξεις και την περίθαλψη των ηλικιωμένων. Τα επιχειρήματα αυτά είναι ισχυρά και τα μοντέλα προσομοίωσης που χρησιμοποιούν τα επιβεβαιώνουν. Σε τελευταία ανάλυση, θεωρείται ότι, με βάση τις υφιστάμενες τάσεις, τα εισοδήματα των οικονομικά ενεργών τίθενται σε κίνδυνο, ο επιμερισμός των μεταφερόμενων ποσών ανάμεσα στις διάφορες κατηγορίες καθίσταται ιδιαίτερα δύσκολος, ενώ στον ορίζοντα διαγράφονται ακόμη και εντάσεις ανάμεσα στις γενεές δυνάμενες να οδηγήσουν στον «πόλεμο των ηλικιών», με αποτέλεσμα οι σύγχρονες κοινωνίες μας να εισέλθουν σε περίοδο κοινωνικής και οικονομικής κρίσης.

Σε ένα πρώτο επίπεδο ανάλυσης, αν υιοθετήσουμε τις θέσεις τους, βρισκόμαστε μπροστά σε μια σχετικά απλή σχέση αιτίου - αιτιατού, όπου οι δαπάνες για τους ηλικιωμένους αποτελούν την εξαρτημένη μεταβλητή, η δε δημογραφική γήρανση τον καθοριστικό παράγοντα εκτόξευσής τους στα ύψη. Οι σχέσεις είναι όμως περισσότερο περίπλοκες από ό,τι συνήθως παρουσιάζονται. Υπενθυμίζουμε ότι στην ισορροπία των συστημάτων υπεισέρχονται τρεις συνιστώσες: η δημογραφική, η οικονομική και η κοινωνικοπολιτική (θεσμική). Η ανάδειξη της πρώτης εξ αυτών ως της μόνης επικαθοριστικής (όπως συνήθως γίνεται) είναι προβληματική. Οφείλουμε δε στο σημείο αυτό να υπενθυμίσουμε ότι, όσον αφορά την οικονομική συνιστώσα:

  • Η αύξηση του πλήθους των ηλικιωμένων θα συνοδευθεί αναπόφευκτα από την αύξηση της ζήτησης σε νέα προϊόντα και υπηρεσίες. Η ζήτηση αυτή, καθώς και η ανάπτυξη των αποκαλουμένων «ευγενών» δραστηριοτήτων (όπως η εκπαίδευση, η φροντίδα-θεραπεία, η βοήθεια προς τους λιγότερο ευνοημένους κ.ο.κ.), που θεωρούνται σήμερα σε μεγάλο βαθμό ως «μη παραγωγικές» (και ως εκ τούτου υποκείμενες τις συνέπειες της λιτότητας), δύνανται να δυναμιτίσουν την οικονομία του μέλλοντος. Οι προκλήσεις που συνδέονται µε τη γήρανση μπορούν να μετατραπούν σε ευκαιρίες για τη δημιουργία νέων τομέων, έτσι ώστε να διαμορφωθεί µια «αργυρή οικονομία» η οποία θα περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα οικονομικών δραστηριοτήτων: από προϊόντα και υπηρεσίες έως μέτρα προώθησης της κινητικότητας και της υποβοηθούμενης αυτόνομης διαβίωσης.
  • Η προαναφερθείσα προτεινόμενη αύξηση της αναλογίας «απασχολούμενοι/πληθυσμός εργάσιμης ηλικίας» δεν είναι η μόνη διάσταση παρέμβασης: η παραγωγικότητα της εργασίας, η προστιθέμενη αξία των προϊόντων και υπηρεσιών, ο επιμερισμός των απασχολούμενων σε πλήρους ή μερικής απασχόλησης, οι αμοιβές τους, η σχέση δηλωμένης και αδήλωτης εργασίας, η κατανομή και η «σύλληψη» του παραγόμενου πλούτου είναι μερικές μόνον από τις βασικές παραμέτρους που προσδιορίζουν τη συνεισφορά της ηλικιακής ομάδας 20-64 ετών, και όχι αποκλειστικά το πλήθος της. Η παρέμβαση στις παραμέτρους αυτές επιβάλλεται, οι δε αναμενόμενες δημογραφικές εξελίξεις απλώς καθιστούν τις αλλαγές σε μια σειρά πεδίων επιτακτικότερες, υποδεικνύοντας εμμέσως τις κατευθύνσεις μιας νέας οικονομικής πολιτικής και ενός νέου αναπτυξιακού μοντέλου. Εντέλει, το ερώτημα που βάσιμα δύναται να τεθεί και στη χώρα μας είναι αν οι προαναφερθείσες αναδιαρθρώσεις και ανακατατάξεις δύνανται να πραγματοποιηθούν χωρίς –εκτός των άλλων– αλλαγές και στους τρόπους παραγωγής και διανομής του συλλογικού πλούτου, αλλαγές που απαιτούνται εξαιτίας –εκτός των άλλων– και των δημογραφικών μας εξελίξεων.

Με βάση τα προαναφερθέντα, και με δεδομένο ότι οι προβολές είναι ασκήσεις γενίκευσης με σχετικά μικρά περιθώρια αβεβαιότητας όταν αναφερόμαστε στον βραχύ και μέσο χρόνο, μπορούμε να οριοθετήσουμε από τώρα τα πεδία του πιθανού και να λάβουμε μέτρα. Οι έχοντες την ευθύνη σχεδιασμού και λήψης αποφάσεων σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο δεν είναι δυνατόν επομένως να παραμένουν θεατές. Οφείλουν αφενός μεν να θεωρήσουν ως δεδομένες κάποιες μη αναστρέψιμες τις αμέσως επόμενες δεκαετίες δημογραφικές τάσεις, να εκτιμήσουν τις επιπτώσεις τους και να τις λάβουν υπόψη τους, αφετέρου δε να λάβουν από τώρα τα προσήκοντα μέτρα για τη μεσο-μακροπρόθεσμη αναστροφή των τάσεων αυτών. Επομένως, προσαρμογή στις αναμενόμενες αλλαγές (pre-activity) και δράσεις (pro-activity) θα πρέπει να αντικαταστήσουν την όποια παθητικότητα και τις όποιες στάσεις αναμονής.

 

 

[1] Αν δεχθούμε ότι όλοι οι 65+ είναι και θα συνεχίσουν να είναι μη ενεργοί. Υπενθυμίζουμε ότι σήμερα, σύμφωνα με την Έρευνα Εργατικού  Δυναμικού, έχουμε 120 χιλ. απασχολούμενους 65+.


[1] UN, Dept of Economic and social Affairs, World Population prospects, 2022.