Έχοντας υιοθετηθεί σε μεγάλο βαθμό από τη Δύση, η προάσπιση της φεμινιστικής εξωτερικής πολιτικής πρέπει να αντιμετωπίσει τα διλήμματα, τις αντιφάσεις και τις εντάσεις του Παγκόσμιου Νότου για την υιοθέτησή της σε μη δυτικές γεωγραφικές περιοχές.
Το παρόν δοκίμιο καλύπτει μερικά από τα διλήμματα, τις αντιφάσεις και τις εντάσεις που προκύπτουν κατά τη σύλληψη της ιδέας και την υπεράσπιση της φεμινιστικής εξωτερικής πολιτικής στον Παγκόσμιο Νότο ή που θα προκύψουν όταν έρθει η ώρα της υλοποίησής της. Δεδομένης της πραγματικότητας των οξυμένων ανησυχιών σε σχέση με την ασφάλεια που αντιμετωπίζουν πολλές χώρες του Παγκόσμιου Νότου, εγείρει αμφιβολίες για τη βιωσιμότητα ή ακόμα και την καταλληλότητα του απόλυτου φιλειρηνισμού ως μέρους της προάσπισης της φεμινιστικής εξωτερικής πολιτικής σε χώρες που αντιμετωπίζουν βάσιμες απειλές κατά της ασφάλειάς τους. Επισημαίνει αντιφάσεις που μπορεί να προκύψουν όταν η φεμινιστική εξωτερική πολιτική υποστηρίζεται και/ή υιοθετείται σε χώρες, όπου η κατάσταση των γυναικών και των δικαιωμάτων των μειονοτήτων είναι οδυνηρά κακή. Εκτός αυτού, εμβαθύνει σε αντιφάσεις και εντάσεις ανάμεσα σε διαφορετικές αντιλήψεις της «φεμινιστικής εξωτερικής πολιτικής» που έχουν διάφορα ενδιαφερόμενα μέρη, όπως τα κράτη και οι φορείς της κοινωνίας των πολιτών.
Τον Αύγουστο του 2021, ο υπουργός εξωτερικών υποθέσεων της Ινδίας, S. Jaishankar, αναγνώρισε την ανάγκη για μια ινδική εξωτερική πολιτική με «ισόρροπη εκπροσώπηση των φύλων», μια πολιτική που καλωσορίζει μια πιο δυναμική συμμετοχή των γυναικών, αντιμετωπίζει με ευαισθησία τα ενδιαφέροντά τους και εφαρμόζει μια φεμινιστική ματιά στη χάραξη εξωτερικής πολιτικής (Panicker, 2021). Εντούτοις, συνέχισε προειδοποιώντας κατά της απλοϊκής αντιγραφής της φεμινιστικής εξωτερικής πολιτικής όπως αυτή ασκείται σε ολοένα και περισσότερες δυτικές χώρες[i].
Εάν ένα τέτοιο πλαίσιο αναμενόταν να λειτουργήσει στην Ινδία, σύμφωνα με τον Jaishankar, θα έπρεπε να του επιτραπεί να αναπτυχθεί με φυσικό τρόπο σε ένα οικοσύστημα που αντλεί έμπνευση από τις πολιτισμικές και ιστορικές συνθήκες της Ινδίας και όχι στο οικοσύστημα της Δύσης. Το παρόν δοκίμιο εμβαθύνει σε μερικά από τα διλήμματα, τις αντιφάσεις και τις εντάσεις που προκύπτουν κατά τη σύλληψη της ιδέας και την υπεράσπιση της φεμινιστικής εξωτερικής πολιτικής στον Παγκόσμιο Νότο ή που θα προκύψουν όταν έρθει η ώρα της υλοποίησής της. Αρχικά, εξερευνά την πολιτική της γλώσσας και τις επιπτώσεις που έχουν στο σχήμα και τη μορφή της φεμινιστικής εξωτερικής πολιτικής ετικέτες, όπως φεμινιστική /συμπεριληπτική εξωτερική πολιτική, εξωτερική πολιτική που διέπεται από ισόρροπη εκπροσώπηση των φύλων/έμφυλη ευαισθητοποίηση. Έπειτα, το δοκίμιο εξερευνά την καταγωγή της φεμινιστικής ηθικής της ειρήνης σε σύγκριση με τη φεμινιστική εξωτερική πολιτική. Δεδομένης της πραγματικότητας των οξυμένων ανησυχιών σε σχέση με την ασφάλεια που αντιμετωπίζουν πολλές χώρες του Παγκόσμιου Νότου, εγείρει αμφιβολίες για τη βιωσιμότητα ή ακόμα και την καταλληλότητα του απόλυτου φιλειρηνισμού ως μέρους της προάσπισης της φεμινιστικής εξωτερικής πολιτικής σε χώρες που αντιμετωπίζουν βάσιμες απειλές κατά της ασφάλειάς τους.
Το δοκίμιο επισημαίνει, επίσης, αντιφάσεις που μπορεί να προκύψουν όταν η φεμινιστική εξωτερική πολιτική υποστηρίζεται και/ή υιοθετείται σε χώρες, όπου η κατάσταση των γυναικών και των δικαιωμάτων των μειονοτήτων είναι οδυνηρά κακή. Αντανακλά τους ισχύοντες προβληματισμούς σε σχέση με τα κίνητρα πίσω από την υιοθέτηση της φεμινιστικής εξωτερικής πολιτικής (ρητορικά έναντι μετασχηματιστικών) καθώς και την ορθότητα (είναι αποδεκτό, ή έστω ηθικό, μια χώρα να υποστηρίζει φεμινιστικές θέσεις εκτός των συνόρων της τη στιγμή που στην επικράτειά της επικρατούν τα κακά πρότυπα;).
Περαιτέρω, το δοκίμιο εμβαθύνει στις αντιφάσεις και τις εντάσεις ανάμεσα σε διαφορετικές αντιλήψεις της «φεμινιστικής εξωτερικής πολιτικής» που έχουν διάφορα ενδιαφερόμενα μέρη, όπως τα κράτη και οι φορείς της κοινωνίας των πολιτών. Τι συμβαίνει όταν ο «φεμινισμός» σημαίνει διαφορετικά πράγματα για διαφορετικούς φορείς και πώς μπορούν να συμβιβαστούν τέτοιες αντιφάσεις; Τέλος, το δοκίμιο εξετάζει τον σκεπτικισμό γύρω από το γεγονός ότι η φεμινιστική εξωτερική πολιτική συνιστά δυτικό προϊόν εξαγωγής προς τις χώρες του Παγκόσμιου Νότου. Ακόμα εξετάζει τους τρόπους παράκαμψης τέτοιων κατηγοριών που μπορούν να καθυστερήσουν την πρόοδο της φεμινιστικής εξωτερικής πολιτικής στις μη δυτικές χώρες.
Η παρακάτω συζήτηση επιχειρηματολογεί υπέρ μιας διακοπής της ατυχούς παράδοσης που περιθωριοποιεί τις θεωρήσεις εξωτερικής πολιτικής στους φεμινιστικούς στοχασμούς για την εξωτερική πολιτική (Rajagopalan 2012), ειδικά αυτές του Παγκόσμιου Νότου. Οι συζητήσεις περί φεμινιστικής εξωτερικής πολιτικής που τοποθετούν στο κέντρο τους τόσο τις επιταγές της εξωτερικής πολιτικής όσο και τη φεμινιστική ηθική μπορούν να συμβάλουν σε νέους τρόπους σκέψεις για την πορεία της φεμινιστικής εξωτερικής πολιτικής, σε παγκόσμιο και τοπικό επίπεδο. Τέτοιες συζητήσεις οδηγούν σε εξερευνήσεις για την καλύτερη δυνατή επίλυση των αντιφάσεων και διασφαλίζουν ότι οι προκύπτουσες πολιτικές βρίσκονται σε μεγαλύτερο συγχρονισμό με τις γεωπολιτικές και ιστορικές συνθήκες καθώς και με τις συνθήκες ασφάλειας των μη δυτικών χωρών κι επομένως είναι δυνατόν να αφομοιωθούν περισσότερο.
Ένταξη της διάστασης του φύλου ή «φεμινιστής»: Έχουν σημασία οι ετικέτες;
Η πολιτική της γλώσσας βρίσκεται στο επίκεντρο πολλών πολιτικών αλλαγών. Στην Ινδία, η φεμινιστική ιδεολογία και ο όρος «φεμινισμός» μπορούν να προκαλέσουν σκεπτικισμό. Αν και η δυσφορία αυτού του είδους δεν συναντάται μόνο στην Ινδία κι έχει, επίσης, παρατηρηθεί στην περίπτωση της Γερμανίας και του Καναδά όσον αφορά τις δικές τους φεμινιστικές εξωτερικές πολιτικές[ii] (Πρωτοβουλία Kubernein, 2022), ο όρος «φεμινιστική εξωτερική πολιτική» μπορεί να είναι δίκοπο μαχαίρι σε χώρες όπου ο ανδροκεντρισμός είναι βαθιά εδραιωμένος και άρα δύσκολο να αντιμετωπιστεί. Αφενός, οι συζητήσεις γύρω από τη φεμινιστική εξωτερική πολιτική μπορούν να βοηθήσουν, ώστε να γνωρίσουν οι σκεπτικιστές τις λεπτές διαφορές του φεμινισμού, αφετέρου ενδέχεται να προκαλέσουν αντιδράσεις σε οτιδήποτε χαρακτηρίζεται ως φεμινιστικό, να αποτρέψουν σημαντικές συνομιλίες και κατ’ επέκταση απαραίτητες πολιτικές αλλαγές.
Δεδομένου του σκεπτικισμού (ή της δυσφορίας), στις συνομιλίες περί πολιτικών έχουν χρησιμοποιηθεί μερικές εναλλακτικές για τον όρο «φεμινιστικός». Οι εναλλακτικές αυτές περιλαμβάνουν εκφράσεις όπως συμπεριληπτική εξωτερική πολιτική ή εξωτερική πολιτική που διέπεται από ισόρροπη εκπροσώπηση των φύλων και έμφυλη ευαισθητοποίηση. Αναμφίβολα αυτοί οι όροι προκαλούν πολύ λιγότερη ιδεολογική αντίθεση. Ωστόσο, κανένας από αυτούς δεν υποκαθιστά πραγματικά τον όρο «φεμινιστικός». Όταν εφαρμόζονται πιστά κατά γράμμα και κατά πνεύμα, οι φεμινιστικές πολιτικές αφομοιώνουν αξίες, όπως η αντανακλαστικότητα και η συμπερίληψη (Aggestam και άλλοι, 2019, σελ. 29). Επίσης, το πεδίο των φεμινιστικών πολιτικών επεκτείνεται πολύ πιο πέρα από την ένταξη της διάστασης του φύλου ή την ίση μεταχείριση και έχει στόχο να ταυτοποιήσει, να αμφισβητήσει και να αποδομήσει εξουσιαστικές ιεραρχίες που θεωρούνται φυσικές (Zilla, 2022, σελ. 3). Ο φεμινισμός επεκτείνεται πέρα από την υποστήριξη της απλοϊκής συμπερίληψης των γυναικών σε υπάρχουσες δομικές ιεραρχίες ως «πρόσθετα». Σύμφωνα με τη Zilla, στο πλαίσιο χρήσης του όρου φεμινιστική εξωτερική πολιτική, «το επίθετο φεμινιστική υπογραμμίζει την πρόθεση για επέκταση πέρα από την απλή προσπάθεια για την επίτευξη της ισότητας των φύλων. Δεν επιδιώκει να έχει μόνο μεταρρυθμιστικό χαρακτήρα εντός των υπαρχουσών δομών, αλλά δομικά ανατρεπτικό και μετασχηματιστικό χαρακτήρα» (Zilla, 2022, σελ. 3).
Οι υπέρμαχοι της φεμινιστικής εξωτερικής πολιτικής πρέπει να αναλογιστούν εάν η ετικέτα «φεμινιστικός» είναι παραγωγική ή αντιπαραγωγική, ειδικά σε ανδροκεντρικές χώρες όπως η Ινδία, όπου ο κρατικός φεμινισμός δεν είναι ακόμα ισχυρός. Αυτό θα εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από τις επαφές με μέλη των φορέων εξωτερικής πολιτικής της Ινδίας, προκειμένου να γίνουν κατανοητές οι απόψεις τους για τη «φεμινιστική εξωτερική πολιτική» και το είδος των αλλαγών, εάν υπάρχουν φυσικά, που οραματίζονται για τις δομές εξωτερικής πολιτικής της Ινδίας. Στρατηγικά, δεν είναι κακή η πολιτική της εγκατάλειψης της ετικέτας «φεμινιστικός», εάν στα μελλοντικά επίσημα έγγραφα εξωτερικής πολιτικής συμπεριληφθούν μετασχηματιστικές πτυχές που αντλούν έμπνευση από τον φεμινισμό.
Επιταγές της ασφάλειας ή φιλειρηνικοί φεμινιστικοί στόχοι: φεμινιστική εξωτερική πολιτική σε στρατιωτικοποιημένες περιοχές
Κάποιες φεμινιστικές εξωτερικές πολιτικές υιοθετούν μια προληπτικά φιλειρηνική στάση σε σχέση με ζητήματα ασφάλειας και άμυνας. Για παράδειγμα, η φεμινιστική εξωτερική πολιτική της Σουηδίας (την οποία επίσημα απέσυρε το νέο κεντροδεξιό καθεστώς το 2022) κατέστησε σαφή τη φιλειρηνική της θέση σε επίσημα έγγραφα. Περιείχε την άσκηση «αυστηρών ελέγχων» στις εξαγωγές στρατιωτικού εξοπλισμού και παρέπεμπε στη Συνθήκη για το εμπόριο όπλων, ειδικά στο άρθρο 7.4. Το εν λόγω άρθρο απαιτεί από τις εξάγουσες χώρες να λάβουν υπόψη τον κίνδυνο ο στρατιωτικός τους εξοπλισμός «να χρησιμοποιηθεί για τη διάπραξη ή τη διευκόλυνση σοβαρών πράξεων έμφυλης βίας ή σοβαρών πράξεων βίας κατά γυναικών και παιδιών».
Ακόμα κι αν δεν διατυπώνονται τέτοιου είδους φιλειρηνικοί στόχοι σε επίσημα έγγραφα φεμινιστικής εξωτερικής πολιτικής, οι χώρες επικρίνονται για τη συνέχιση του εμπορίου όπλων και τις αυξανόμενες αμυντικές δαπάνες παρά την υιοθέτηση μιας φεμινιστικής εξωτερικής πολιτικής. Για πολλούς ειδικούς του φεμινισμού τότε, η φεμινιστική εξωτερική πολιτική καθιστά αναγκαία μια φιλειρηνική στάση, η οποία, εάν δεν ακολουθηθεί πιστά, προκαλεί μια ενοχλητική αντίφαση ανάμεσα στη φεμινιστική ειρηνευτική ηθική που είναι κατά του πολέμου και τις επιταγές της ασφάλειας που απαιτούν στρατιωτική δράση[iii]. Οι περισσότερες χώρες έχουν παρακάμψει αυτό το τέλμα της αντίθεσης ανάμεσα στη φεμινιστική ειρήνη και την εθνική ασφάλεια εξαιρώντας τους φεμινιστικούς στοχασμούς για τις παραδοσιακές πολιτικές άμυνας και ασφάλειας από τη φεμινιστική εξωτερική πολιτική τους και συνδέοντας αντ’ αυτού τη φεμινιστική εξωτερική πολιτική με τις εθνικές προσπάθειες που γίνονται σε σχέση με τα Ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ για τις Γυναίκες, την Ειρήνη και την Ασφάλεια (όπως παρατηρήθηκε στην περίπτωση του Καναδά, της Γαλλίας και της Ισπανίας).
Οι δυτικές χώρες μεσαίας επιρροής[iv], ήτοι χώρες που σχηματίζουν την πλειοψηφία των υποστηρικτών της φεμινιστικής εξωτερικής πολιτικής, και υπέρμαχοι της φεμινιστικής εξωτερικής πολιτικής από αυτές τις χώρες ενδέχεται να θεωρήσουν ότι οι απόλυτες φιλειρηνικές θέσεις είναι όντως δυνατό να αφομοιωθούν σε μεγαλύτερες συζητήσεις περί φεμινιστικής εξωτερικής πολιτικής, επειδή μέχρι πρόσφατα οι αντιλήψεις περί ασφάλειας σε αυτές τις χώρες ήταν επηρεασμένες από σχετικά σταθερές γεωστρατηγικές συνθήκες, στρατιωτική υπεροχή (λόγω της προηγμένης στρατιωτικής τεχνολογίας) και στην περίπτωση μεγάλου μέρους της Ευρώπης από την εγγύηση ασφάλειας που προσφέρει η στρατιωτική συμμαχία του ΝΑΤΟ.
Ωστόσο, η πρόσφατη σύρραξη ανάμεσα στην Ουκρανία και τη Ρωσία αποκάλυψε τα όρια του απόλυτου φιλειρηνισμού εντός των πλαισίων της φεμινιστικής εξωτερικής πολιτικής, καθώς οι χώρες αναγκάζονται να αντιμετωπίσουν το «δίλημμα μεταξύ της φεμινιστικής ηθικής περί ειρήνης και των πραγματικών ανησυχιών περί ασφάλειας» (Aggestam και άλλοι, 2019, σελ. 28). Για παράδειγμα, στο υπόβαθρο των αυξανόμενων εντάσεων μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, η Σουηδία υπέβαλε αίτηση για την προσχώρησή της στο ΝΑΤΟ τον Μάιο του 2022[v] και η Γερμανία απέσυρε την πολιτική της μη πώλησης ή μη αποστολής όπλων σε περιοχές συγκρούσεων καθώς και την απαγόρευση που είχε θέσει για την πώληση όπλων γερμανικής κατασκευής από άλλες χώρες της ΕΕ προς την Ουκρανία.
Σε αντίθεση με τη σχετική σταθερότητα του πρόσφατου παρελθόντος των δυτικών μεσαίων δυνάμεων, τα κράτη στον Παγκόσμιο Νότο αντιμετωπίζουν απειλές ασφάλειας που απαιτούν σημαντικές αμυντικές δαπάνες, μεγάλους στρατούς και στρατιωτική δράση. Αυτό ισχύει ακριβώς για την περίπτωση της Ινδίας, η οποία εμπλέκεται σε εδαφικές διαμάχες τόσο με το Πακιστάν όσο και με την Κίνα.
Καθώς οι δυτικοί υποστηρικτές της φεμινιστικής εξωτερικής πολιτικής, όπως η Γερμανία και η Σουηδία, απομακρύνονται από φιλειρηνικές θέσεις ενώπιον μιας ενεργού σύρραξης και μη δυτικές αντιλήψεις βρίσκουν έδαφος στις παγκόσμιες συνομιλίες περί φεμινιστικής εξωτερικής πολιτικής, γίνεται εμφανής η επείγουσα ανάγκη για βαθύτερο φεμινιστικό στοχασμό σε σχέση με τις «σχεσιακές αντιλήψεις»[vi] που επηρεάζουν τα τρέχοντα πλαίσια φεμινιστικής εξωτερικής πολιτικής και για σοβαρή εκτίμηση των διλημμάτων ασφαλείας του Παγκόσμιου Νότου που μπορούν να επηρεάσουν νέες πορείες της φεμινιστικής εξωτερικής πολιτικής. Αντί να είναι κλειδωμένοι στα μη ρεαλιστικά και αυτοκαταστροφικά διαδικά σχήματα του φιλειρηνισμού ενάντια στον μιλιταρισμό, οι υπέρμαχοι θα έπρεπε να εξετάσουν την αποσύνδεση του απόλυτου φιλειρηνισμού από την υποστήριξη της φεμινιστικής εξωτερικής πολιτικής και να εξερευνήσουν σοβαρά πώς μπορούν να διαμορφωθούν οι φεμινιστικές ρυθμίσεις για τις στρατιωτικές παρεμβάσεις, τις αμυντικές δαπάνες ή τις εξαγωγές στρατιωτικού εξοπλισμού, όταν επηρεάζονται από αντίθετα διλήμματα ασφάλειας, όπως αυτά που αντιμετωπίζουν σήμερα η Ουκρανία και η Ινδία.
Εγχώρια κατάσταση των γυναικών και των μειονοτήτων ή ενστερνισμός φεμινιστικών στόχων εκτός των εθνικών ορίων
Παρόλο που η πρώτη φεμινιστική εξωτερική πολιτική υιοθετήθηκε από τη Σουηδία, μια χώρα που είναι γνωστή για τις εγχώριες φεμινιστικές της πολιτικές και αναγνωρίζεται ως «φεμινιστικό κράτος», έκτοτε η φεμινιστική εξωτερική πολιτική έχει υιοθετηθεί από χώρες με πολυτάραχη φήμη σε σχέση με τους φεμινιστικούς στόχους στο εγχώριο μέτωπο. Για παράδειγμα, η Michaela Conley, γράφοντας για το διαδικτυακό φεμινιστικό μέσο ενημέρωσης PassBlue, παραθέτει το παράδειγμα του Μεξικού. Η χώρα έχει μερικές από τις χειρότερες στον κόσμο στατιστικές στη βία κατά των γυναικών και πολεμάει με το πρόβλημα των γυναικοκτονιών, ενώ παράλληλα υιοθέτησε μια φεμινιστική εξωτερική πολιτική το 2020. Παραθέτει μια έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας από το 2021, η οποία διαπίστωσε ότι «τουλάχιστον 10 κορίτσια και γυναίκες σκοτώνονται κάθε μέρα στο Μεξικό και οι αρχές συχνά δεν καταφέρνουν να ερευνήσουν τις υποθέσεις καταλλήλως» (Conley, σελ. 8). Έτσι επιδιώκει να θέσει ερωτήσεις για τα κίνητρα και την ηθική της υιοθέτησης μιας φεμινιστικής εξωτερικής πολιτικής.
Αυτό μας φέρνει στο ερώτημα: Ποιες είναι οι απαραίτητες προϋποθέσεις για την υιοθέτηση μιας φεμινιστικής εξωτερικής πολιτικής – και συγκαταλέγεται σε αυτές ο προληπτικός κρατικός φεμινισμός στο εγχώριο μέτωπο; Παρά τη διττότητα που επισημάνθηκε στην περίπτωση του Μεξικού, η φεμινιστική εξωτερική του πολιτική εγγυάται ευρύτερη στήριξη καθώς δεν αποφεύγει να αναφέρει τις εγχώριες δομικές ανισότητες. Αναγνωρίζει κυρίως τη θέση της φεμινιστικής εξωτερικής πολιτικής εντός των εγχώριων φορέων και τη χρησιμοποιεί ως έναν τρόπο ευθυγράμμισης των εσωτερικών διαστάσεων της εξωτερικής του δράσης με τις φεμινιστικές αρχές. Η θέση αυτή προτείνεται από τη Martha Delgado, υπογραμματέα πολυμερών υποθέσεων και ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο Υπουργείο Εξωτερικών του Μεξικού, στο άρθρο της για τη φεμινιστική εξωτερική πολιτική του Μεξικού.
Χωρίς φεμινιστική δράση στο εγχώριο μέτωπο, οι χώρες που υιοθετούν μια φεμινιστική εξωτερική πολιτική ενδέχεται να κατηγορηθούν ότι προσπαθούν να «κερδίσουν νομιμοποίηση μέσω του διαλόγου ενδυνάμωσης των φύλων» (Thomson, 2020, σελ. 427). Εντούτοις, ο φεμινισμός δεν συνιστά σταθμό άφιξης, αλλά διαδικασία αναλογισμού και διατάραξης των δομικών ανισοτήτων. Επομένως, η επιμονή στην προηγούμενη συνήθεια του προληπτικού κρατικού φεμινισμού ως προϋπόθεσης για τον σχηματισμό ιδεών περί φεμινιστικής εξωτερικής πολιτικής μπορεί να αποτρέψει τις φεμινιστικές ενέργειες εκεί όπου χρειάζονται επειγόντως. Η περίπτωση του Μεξικού επισημαίνει πώς μπορεί να διαμορφώνεται μια φεμινιστική εξωτερική πολιτική με νόημα σε χώρες όπου ο κρατικός φεμινισμός δεν είναι ισχυρός, επειδή ρίχνει μια φεμινιστική ματιά και στις εσωτερικές πτυχές της εξωτερικής του πολιτικής. Κατ’ αυτόν τον τρόπο παρουσιάζει πώς η φεμινιστική εξωτερική πολιτική μπορεί να αποτελέσει σημαντικό όχημα φεμινιστικού μετασχηματισμού τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό.
Αντιφάσεις στην κοινωνία των πολιτών και στις αντιλήψεις της κοινότητας εξωτερικής πολιτικής για τη «φεμινιστική εξωτερική πολιτική»
Οι προβαλλόμενες κριτικές διαφόρων φεμινιστικών εξωτερικών πολιτικών[vii] επικαλούνται το κενό ανάμεσα στις αντιλήψεις περί φεμινισμού των φορέων της κοινωνίας των πολιτών και τις αντιλήψεις που εκφράζονται στα επίσημα έγγραφα φεμινιστικής εξωτερικής πολιτικής. Οι φιλοδοξίες της κοινωνίας των πολιτών για τη φεμινιστική εξωτερική πολιτική, όπως αποτυπώνονται στον κοινώς αποδεκτό ορισμό που παρουσιάστηκε από τους Lyric Thompson, Spogmay Ahmed και Tanya Khokhar, περιλαμβάνουν την προτεραιοποίηση της ειρήνης, την ισότητα των φύλων, την περιβαλλοντική ακεραιότητα και την υποστήριξη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων με στόχο να διαταράξουν τις αποικιοκρατικές, ρατσιστικές, πατριαρχικές και ανδροκρατούμενες δομές εξουσίας (Lyric Thompson και άλλοι, σελ. 26).
Εντούτοις, οι εθνικές φεμινιστικές εξωτερικές πολιτικές αποτυγχάνουν συστηματικά να τηρήσουν αυτά τα κριτήρια. Για παράδειγμα, ο Morton αμφισβητεί το κατά πόσο η Φεμινιστική Πολιτική Διεθνούς Βοήθειας του Καναδά μπορεί να είναι «πραγματικά φεμινιστική, εάν απλώς περιορίζεται αποκλειστικά σε μία ενότητα της κυβερνητικής εξωτερικής πολιτικής». Και συνεχίζει ρωτώντας εάν η Φεμινιστική Πολιτική Διεθνούς Βοήθειας ενδεχομένως είναι «κάτι λίγο παραπάνω από μια λεπτή επίφαση φεμινισμού που καλύπτει ένα κατεστημένο εξωτερικής πολιτικής», καθώς οι σχεδιασθείσες μεταρρυθμίσεις της φεμινιστικής εξωτερικής πολιτικής αποφεύγουν «τις εμπορικές, διπλωματικές, μεταναστευτικές και αμυντικές πολιτικές» (Morton και άλλοι, 2020, σελ. 347).
Η Zilla από την άλλη πλευρά επικρίνει τη στενή εστίαση της σουηδικής φεμινιστικής εξωτερικής πολιτικής, η οποία πλέον έχει αποσυρθεί, ειδικά στις γυναίκες και τα κορίτσια. Δηλώνει ότι «αν μια φεμινιστική εξωτερική πολιτική δεν έχει σχεδιαστεί έτσι ώστε να έχει συστημικό χαρακτήρα και αντιστοιχεί απλώς σε μια ατζέντα προώθησης των δικαιωμάτων των γυναικών στους τομείς της διπλωματίας και της αναπτυξιακής συνεργασίας, αναπόφευκτα θα υστερεί όταν θα συγκρίνεται με τις φιλοδοξίες ενός φεμινισμού που επιδιώκει μετασχηματισμό αντί για μεταρρυθμίσεις».
Τα κράτη μπορεί να επιλέγουν να παρακάμπτουν ορισμένες φεμινιστικές φιλοδοξίες[viii] α) για να αποφύγουν τις εντάσεις ανάμεσα στη φεμινιστική ηθική και τις στρατηγικές επιταγές, β) λόγω περιορισμένων δυνατοτήτων (η μετατροπή των φεμινιστικών ιδεωδών σε πολιτικές που μπορούν να καταστούν λειτουργικές και συγκρίσιμες συνιστά περίπλοκη διαδικασία) και γ) για να οικειοποιούνται τη συζήτηση περί φύλου με σκοπό να προωθήσουν την εθνική τους ταυτότητα ως φιλελεύθερου κράτους, ενώ αναλαμβάνουν ελάχιστη μετασχηματιστική δράση. Για παράδειγμα, για το τελευταίο σημείο ο Thomson παρατηρεί ότι η Σουηδία και ο Καναδάς «ενσωματώνουν φιλελεύθερες φεμινιστικές ιδέες στον εθνικό αυτοπροσδιορισμό ταυτότητας και την αυτοπροβολή και χρησιμοποιούν αυτές τις ιδέες ως τρόπο για να διακρίνουν τους εαυτούς τους από άλλα έθνη, ιδιαιτέρως για να υπονοήσουν ότι οι ίδιοι είναι πιο προοδευτικοί» (Thomson, 2020, σελ. 434).
Όποια κι αν είναι τα κίνητρα πίσω από μια «αποδυναμωμένη» φεμινιστική εξωτερική πολιτική, η παρουσία ενός «κενού» ανάμεσα στις προσδοκίες και τις ερμηνείες δείχνει ότι τα κράτη διατηρούν μεγαλύτερο ποσοστό κυριότητας επί του σχήματος και της μορφής των φεμινιστικών εξωτερικών πολιτικών. Εγείρονται, επομένως, ερωτήματα σε σχέση με το εάν και πώς οι ερμηνείες των κρατών μπορούν να επηρεαστούν και να ρυθμιστούν με βάση τη φεμινιστική ηθική. Σε αυτό το πλαίσιο, μια προνοητική κοινωνία των πολιτών που επικοινωνεί με τους κρατικούς φορείς και παρέχει τακτικά φεμινιστικές γνώσεις για την καλύτερη χάραξη εξωτερικής πολιτικής μπορεί να παίξει κρίσιμο ρόλο, εφόσον η εν λόγω κυβέρνηση καλωσορίζει τέτοιου είδους ανοιχτές συζητήσεις και προτάσεις.
Τοπικοποίηση των διεθνών κανόνων; Η αντιμετώπιση του σκεπτικισμού γύρω από την προέλευση της φεμινιστικής εξωτερικής πολιτικής
Τα σχόλια του υπουργού εξωτερικών υποθέσεων, Jaishankar, μαρτύρησαν έναν υποβόσκοντα σκεπτικισμό αναφορικά με την απλοϊκή εισαγωγή δυτικών μοντέλων φεμινιστικής εξωτερικής πολιτικής σε μη δυτικές χώρες. Πρόκειται για μια βάσιμη ανησυχία, καθώς οι περισσότερες φεμινιστικές εξωτερικές πολιτικές (εκτός από αυτή του Μεξικού και της Λιβύης[ix]) έχουν υιοθετηθεί από δυτικές δημοκρατίες. Όπως αναφέρθηκε νωρίτερα, οι χώρες στον Παγκόσμιο Νότο έχουν διαφορετικές γεωπολιτικές πιέσεις, διαφορετικές κουλτούρες και διαφορετικές ιστορίες. Τέτοιου είδους διαφορές δικαιολογούν διαφορετικές πορείες φεμινιστικής εξωτερικής πολιτικής.
Στο πλαίσιο της πορείας μη δυτικών φεμινιστικών εξωτερικών πολιτικών, δύο πράγματα είναι σημαντικά: πρώτον, η πραγματική και ισορροπημένη ενασχόληση των υποστηρικτών της με τις ιδιαίτερες για κάθε χώρα επιταγές της εξωτερικής πολιτικής και, δεύτερον, η αναγνώριση και η αντιμετώπιση εγχώριων πηγών ανισοτήτων που είναι ενδημικές σε κάθε χώρα. Το πραγματικό αποτύπωμα του Παγκόσμιου Νότου στη φεμινιστική εξωτερική πολιτική μπορεί να διαβεβαιωθεί (ή να διεκδικηθεί) μόνο όταν οι υποστηρικτές της τελευταίας επεκτείνονται και πέρα από την εύρεση κοινού σκοπού με τους δυτικούς συναδέλφους τους. Θα πρέπει να διατυπώσουν τις φεμινιστικές απόψεις για τα περιβάλλοντα εξωτερικής πολιτικής των χωρών τους, να ταυτοποιήσουν τις πηγές δομικών ανισοτήτων εντός των κοινωνιών τους (όπως έχει κάνει το Μεξικό στη φεμινιστική εξωτερική πολιτική του) και να βρουν τρόπους ουσιαστικής αντιμετώπισης και των δύο μέσω της φεμινιστικής εξωτερικής πολιτικής.
Είναι επίσης σημαντικό να απορριφθούν παλαιότεροι τρόποι σκέψης που επιδιώκουν να «τοπικοποιήσουν» προοδευτικές/φεμινιστικές πολιτικές και να «επιταχύνουν τη χρήση τους» σε μη δυτικές χώρες[x]. Τέτοιες αντιλήψεις υπονοούν ότι ο Παγκόσμιος Βορράς είναι ο φυσικός τόπος προέλευσης των φεμινιστικών πολιτικών και οι χώρες σε άλλα μέρη του κόσμου θα έπρεπε να «υιοθετήσουν» ή να «προσαρμοστούν» σε αυτές τις πολιτικές για να εξυπηρετήσουν τις δικές τους συνθήκες. Ωστόσο, καθώς η φεμινιστική εξωτερική πολιτική βρίσκεται ακόμα στα πρώτα στάδια σύλληψης της ιδέας και δεν έχει θεσμική προέλευση που προάγει τις ιστορικές ιεραρχίες Βορρά - Νότου (όπως ο ΟΗΕ), η φεμινιστική εξωτερική πολιτική συνιστά ευκαιρία για τις μη δυτικές χώρες, προκειμένου να δημιουργήσουν το δικό τους μοναδικό πλαίσιο, το οποίο εξέρχεται από τη σκιά του δυτικού φεμινισμού σε αναζήτηση φεμινιστικών στόχων και στόχων εξωτερικής πολιτικής.
Συμπέρασμα
Οι προσπάθειες αποδυτικοποίησης της παγκόσμιας ατζέντας για τη φεμινιστική εξωτερική πολιτική θα χρειαστούν πρώτα απαντήσεις στα ακόλουθα δύο ερωτήματα: Τι είδους σκιά ρίχνει ο δυτικός φεμινισμός στον σχεδιασμό φεμινιστικής εξωτερικής πολιτικής στον Παγκόσμιο Νότο; Και ποιους νεότερους τρόπους σκέψης σε σχέση με τη φεμινιστική εξωτερική πολιτική επηρεάζουν οι συνθήκες στον Παγκόσμιο Νότο; Το δοκίμιο αυτό απαντά στην πρώτη ερώτηση μέσω μιας προσεκτικής θεώρησης των διλημμάτων, των αντιφάσεων και των εντάσεων του Παγκόσμιου Νότου, όπως προκύπτουν στο πλαίσιο προώθησης, υιοθέτησης και θέσης σε λειτουργία της φεμινιστικής εξωτερικής πολιτικής σε μη δυτικές γεωγραφικές περιοχές. Όλα τα ζητήματα που αναλύονται εδώ δεν παρουσιάζονται επί του παρόντος ως φραγμοί που εμποδίζουν την πρόοδο της φεμινιστικής εξωτερικής πολιτικής, αλλά ενδέχεται να καταστούν περισσότερο προφανή, όταν οι συζητήσεις περί φεμινιστικής εξωτερικής πολιτικής επεκταθούν περαιτέρω σε επίσημους τομείς και κατ’ αυτόν τον τρόπο καταστήσουν αναγκαία μια τελική απόφαση.
Ως προς το δεύτερο ερώτημα, το δοκίμιο δείχνει πώς οι ουσιώδεις φεμινιστικοί στοχασμοί για την εξωτερική πολιτική στον Παγκόσμιο Νότο είναι βασικοί για την αποδυτικοποίηση της φεμινιστικής εξωτερικής πολιτικής. Τέτοιου είδους στοχασμοί, ωστόσο, θα πρέπει να επεκταθούν και πέρα από την αλληλεγγύη κατά της πατριαρχίας ανάμεσα στον Βορρά και τον Νότο και να αποσυνδέσουν τα οικοδομήματα φεμινιστικής εξωτερικής πολιτικής του Παγκόσμιου Νότου από ζητήματα, δυνατότητες και ατζέντες του Παγκόσμιου Βορρά. Τέτοιου είδους μη δυτικές εξερευνήσεις στα πρώτα στάδια των παγκόσμιων συζητήσεων περί φεμινιστικής εξωτερικής πολιτικής θα βοηθήσουν να επεκταθεί το αντικείμενο του τρόπου οραματισμού και εφαρμογής της φεμινιστικής εξωτερικής πολιτικής σε όλο τον κόσμο στο προσεχές μέλλον.
Τέλος, είναι κρίσιμο να τονίσουμε ότι καθώς η έννοια και οι μεθοδολογίες της φεμινιστικής εξωτερικής πολιτικής βρίσκονται ακόμη στα σπάργανα, η συμμετοχή στις παγκόσμιες συζητήσεις περί φεμινιστικής εξωτερικής πολιτικής σήμερα είναι προς το συμφέρον των χωρών του Παγκόσμιου Νότου. Τους επιτρέπει να διεκδικήσουν την κυριότητα της φεμινιστικής εξωτερικής πολιτικής προς όφελος του Παγκόσμιου Νότου, πριν η τελευταία συγκεκριμενοποιηθεί στις δυτικές της αναπαραστάσεις. Σε αυτό το πλαίσιο, το παρόν δοκίμιο έχει σκοπό να δώσει το έναυσμα για έναν διαφοροποιημένο διάλογο ανάμεσα σε ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα φορέων, συμπεριλαμβανομένων των σκεπτικιστών και των αναποφάσιστων, για να προωθήσει επειγόντως τον σχηματισμό ιδεών περί φεμινιστικής εξωτερικής πολιτικής στην Ινδία και τον ευρύτερο Παγκόσμιο Νότο.
[i] Τη στιγμή της δημοσίευσης, επτά χώρες είχαν επισήμως υιοθετήσει μια φεμινιστική εξωτερική πολιτική και μία χώρα (η Σουηδία) την είχε αποσύρει κατόπιν αλλαγής σε κεντροδεξιά διακυβέρνηση το 2022. Επιπρόσθετα προς αυτές τις επτά χώρες, πολλές ακόμα ανακοίνωσαν την πρόθεσή τους να υιοθετήσουν μια φεμινιστική εξωτερική πολιτική, αλλά δεν έχουν παρουσιάσει ακόμα επίσημα έγγραφα με περισσότερες σχετικές λεπτομέρειες. Υπάρχουν, επίσης, μερικές χώρες που χειρίζονται συγκεκριμένες πτυχές της εξωτερικής και αναπτυξιακής τους πολιτικής υπό ένα φεμινιστικό ή ευαισθητοποιημένο ως προς το φύλο πρίσμα, αλλά όχι ολόκληρη την εξωτερική τους πολιτική. Το παρόν δοκίμιο επικεντρώνεται ειδικά σε όσες χώρες έχουν καλά αναπτυγμένα πλαίσια φεμινιστικής εξωτερικής πολιτικής, τα οποία παρουσιάστηκαν μέσω επίσημων εγγράφων για τη φεμινιστική εξωτερική πολιτική.
[ii] https://kuberneininitiative.com/wp-content/uploads/2022/04/Opportunitie…
[iii] Για παράδειγμα, βλ. Aggestam και άλλοι 2019b, Conley 2022, Pallapothu 2022, Fiona Robinson 2021 και Sundström & Elgström 2019. Βλ. επίσης Assad και Tausendfreund 2022 για μια κριτική επί των προσδοκιών του «απόλυτου» φιλειρηνισμού στο πλαίσιο της γερμανικής φεμινιστικής εξωτερικής πολιτικής.
[iv] Στις διεθνείς σχέσεις, χώρες που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως μεγάλες ή μικρές δυνάμεις καλούνται μεσαίες δυνάμεις (χώρες μεσαίας επιρροής). Αυτή η κατηγοριοποίηση των χωρών σε μεγάλες, μεσαίες και μικρές δυνάμεις γίνεται συνήθως με βάση τη στρατιωτική ισχύ, το μέγεθος της οικονομίας, το μέγεθος του πληθυσμού, τη διπλωματική επιρροή κτλ. και βοηθά να ξεπεραστεί η απλοϊκή κατηγοριοποίηση των χωρών σε μεγάλες και μικρές δυνάμεις.
[v] Αυτό συνέβη πριν από την ανάκληση της φεμινιστικής εξωτερικής της πολιτικής από τη νέα κεντροδεξιά κυβέρνηση στο τέλος του 2022.
[vi] Βλ. True (2010) για μια συζήτηση σε σχέση με τις σχεσιακές αντιλήψεις - προοπτικές που επηρεάζονται από διαφορετικά κοινωνικά και γεωπολιτικά πλαίσια συνθηκών, όχι μόνο από το δικό τους.
[vii] Βλ. Scheyer και Kumskova, 2022; Morton και άλλοι, 2020; Thomson, 2020.
[viii] Αν και εδώ αναλύονται λεπτομερώς οι λόγοι της αποδυνάμωσης της φεμινιστικής εμπλοκής στην εξωτερική πολιτική, δεν υπονοείται ότι υπάρχουν μόνο αρνητικού τύπου εμπλοκές. Τα κράτη μπορούν στην πραγματικότητα να επιλέξουν, επίσης, την προληπτική δράση για το ζήτημα του «φύλου» σε μερικές περιπτώσεις. Βλ. Basu (2016) για μια λεπτομερή ανάλυση της συμπεριφοράς των κρατών σε διεθνές επίπεδο, όταν το «Φύλο» θεωρείται ότι αποτελεί ζήτημα εθνικού ενδιαφέροντος.
[ix] Το 2021, η Λιβύη ανακοίνωσε ότι θα υιοθετούσε μια φεμινιστική εξωτερική πολιτική, αλλά δεν έγιναν περαιτέρω πολιτικές κινήσεις για το ίδιο θέμα μετά από την ανακοίνωση.
[x] Για παράδειγμα, τα ψηφίσματα του ΟΗΕ για τις γυναίκες, την ειρήνη και την ασφάλεια παροτρύνουν την «τοπικοποίηση» μέσω Εθνικών Σχεδίων Δράσης.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
Aggestam, K., & Rosamond, A. B. (2019b). “Feminist Foreign Policy 3.0: Advancing Ethics and Gender Equality in Global Politics” (Φεμινιστική εξωτερική πολιτική 3.0: Η προώθηση της ηθικής και της ισότητας των φύλων στη παγκόσμια πολιτική). SAIS Review of International Affairs, 39(1), 37–48. https://doi.org/10.1353/sais.2019.0003
Aggestam, K., Bergman Rosamond, A., & Kronsell, A. (2019). “Theorising feminist foreign policy” (Η θεωρητικοποίηση της φεμινιστικής εξωτερικής πολιτικής). International Relations, 33(1), 23–39. https://doi.org/10.1177/0047117818811892
Assad, C., & Tausendfreund, R. (2022, Ιούλιος). “A Feminist Foreign Policy for Germany Is Not Enough” (Μια φεμινιστική εξωτερική πολιτική για τη Γερμανία δεν είναι αρκετή). Τριμηνιαίο περιοδικό Internationale Politik, 3.
Basu, S. (2016). “Gender as national interest at the UN Security Council” (Το φύλο ως εθνικό συμφέρον στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ). International Affairs, 92(2), 255–273. https://doi.org/10.1111/1468-2346.12548
Conley, M. (2022). Feminist Foreign Policies Increase in Number. Do They Matter? (Οι φεμινιστικές εξωτερικές πολιτικές πληθαίνουν στον αριθμό. Έχουν σημασία;) 24.
Delgado, M. (2020). Mexico’s Feminist Foreign Policy (Η φεμινιστική εξωτερική πολιτική του Μεξικού) 19(1).
Πρωτοβουλία Kubernein Initiative & Ίδρυμα Konrad Adenauer Ινδίας. (2022). Opportunities for a more Inclusive Indian Foreign Policy (Ευκαιρίες για μια πιο συμπεριληπτική Ινδική Εξωτερική Πολιτική) https://kuberneininitiative.com/wp-content/uploads/2022/04/Opportunities-for-a-more-Inclusive-Indian-Foreign-Policy.pdf
Lyric Thompson, Spogmay, A., & Tanya, K. (2021). Defining Feminist Foreign Policy: A 2021 Update (Ορισμός της φεμινιστικής εξωτερικής πολιτικής: ενημέρωση του 2021)
Morton, S. E., Muchiri, J., & Swiss, L. (2020). “Which feminism(s)? For whom? Intersectionality in Canada’s Feminist International Assistance Policy” (Ποιος φεμινισμός; Για ποιον; Διατομεακότητα στη Φεμινιστική Πολιτική Διεθνούς Βοήθειας του Καναδά). International Journal: Το περιοδικού του Καναδά με αναλύσεις για την παγκόσμια πολιτική, 75(3), 329–348. https://doi.org/10.1177/0020702020953
Pallapothu, V. (2022, 29 Αυγούστου). POLICY ANALYSIS: Sweden’s Feminist Foreign Policy (ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ: Η φεμινιστική εξωτερική πολιτική της Σουηδίας) https://www.gendersecurityproject.com/post/sweden-s-feminist-foreign-po…
Panicker, L. (2021, 7 Αυγούστου). Indian Foreign Policy Needs More Women (Η ινδική εξωτερική πολιτική χρειάζεται περισσότερες γυναίκες) (Hindustan Times). https://www.hindustantimes.com/opinion/indian-foreign-policy-needs-more…
Rajagopalan, Swarna. (2012). “Reflections on Feminism and Foreign Policy” (Σκέψεις για τον φεμινισμό και την εξωτερική πολιτική). India International Centre Τριμηνιαία έκδοση, Τόμος 39, Αρ. 1, 93-102. https://www.jstor.org/stable/41804023.
Robinson, F. (2021). “Feminist foreign policy as ethical foreign policy? A care ethics perspective” (Η φεμινιστική εξωτερική πολιτική ως ηθική εξωτερική πολιτική; Η προοπτική της ηθικής της φροντίδας). Journal of International Political Theory, 17(1), 20–37. https://doi.org/10.1177/1755088219828768
Rosén Sundström, M., & Elgström, O. (2020). “Praise or critique? Sweden’s feminist foreign policy in the eyes of its fellow EU members” (Έπαινος ή κριτική; Η φεμινιστική εξωτερική πολιτική της Σουηδίας στα μάτια των υπόλοιπων μελών της ΕΕ). European Politics and Society, 21(4), 418–433. https://doi.org/10.1080/23745118.2019.1661940
Thomson, J. (2020). “What’s Feminist about Feminist Foreign Policy? Sweden’s and Canada’s Foreign Policy Agendas” (Τι είναι φεμινιστικό σε σχέση με τη φεμινιστική εξωτερική πολιτική; Η ατζέντα εξωτερικής πολιτική της Σουηδίας και του Καναδά). International Studies Perspectives, 21(4), 424–437. https://doi.org/10.1093/isp/ekz032
True, J. (2010). “Feminism and Gender Studies in International Relations Theory” (Φεμινισμός και σπουδές του φύλου στη θεωρία διεθνών σχέσεων). Στη J. True, Oxford Research Encyclopedia of International Studies. Oxford University Press. https://doi.org/10.1093/acrefore/9780190846626.013.46
Zilla, C. (2022). Feminist Foreign Policy — Concepts, core components and controversies (Φεμινιστική εξωτερική πολιτική - Έννοιες, κεντρικά στοιχεία και αντιπαραθέσεις) 7.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στο in.boell.org στις 6 Φεβρουαρίου 2023.