Ο πυλώνας της αγοράς εστιάζει συνήθως στους ιδιωτικούς φορείς παροχής υπηρεσιών φροντίδας και στον κόσμο της εργασίας, τα λεγόμενα επαγγέλματα φροντίδας.
Για παράδειγμα, στους ιδιωτικούς φορείς εντάσσονται ιδιωτικές επιχειρήσεις και ιδρύματα που σχετίζονται με την παροχή φροντίδας σε παιδιά, ηλικιωμένους και ευάλωτες ομάδες, όπως ιδιωτικά γηροκομεία και βρεφονηπιακοί σταθμοί. Στο πεδίο της εργασίας και των επαγγελμάτων φροντίδας εντάσσονται υπηρεσίες κοινωνικής εργασίας και η οικιακή εργασία.
Φυσικά η έννοια της αγοράς μπορεί να ερμηνευτεί και σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, όπως άλλωστε και η έννοια της φροντίδας. Εδώ μπορούμε να εντάξουμε και όλες τις πρακτικές φροντίδας που λίγο πολύ έχουν εμπορευματοποιηθεί, από την ανάθεση της ανατροφής παιδιών και της μέριμνας ηλικιωμένων σε τρίτους μέχρι τη βιομηχανία «αυτοφροντίδας» και ευεξίας, η οποία έχει συμβάλει στην κατανόηση της φροντίδας ως προσωπικής ευθύνης και υπόθεσης. Ένα ερώτημα που προκύπτει είναι κατά πόσο η «λογική της αγοράς» (που εμπεριέχει το κέρδος, την ιδιοτέλεια, την εργαλειοποίηση) συμβαδίζει με τη «λογική της φροντίδας» (που εμπεριέχει συνήθως πιο ποιοτικές και ανιδιοτελείς αξίες, όπως την ενσυναίσθηση, την οικειότητα, την υπομονή, την έγνοια). Ή, αλλιώς, ως ποιο βαθμό μπορεί να ρυθμιστεί η αγορά, καθώς από τη στιγμή που ένας φορέας είναι κερδοσκοπικός υπάρχει η τάση να εκμεταλλεύεται αυτούς που τον έχουν ανάγκη και στρέφονται σε αυτόν;
Όσον αφορά την ελληνική πραγματικότητα, ο χώρος της αγοράς που αφορά την παροχή φροντίδας έχει διαμορφωθεί κι αυτός αποσπασματικά και συγκυριακά. Σε αυτό συντείνει το γεγονός ότι δεν υπάρχει κάποιο ρυθμισμένο πλαίσιο απασχόλησης των επαγγελμάτων φροντίδας, τα οποία υποτιμώνται, δημιουργούν επισφαλείς και συχνά παράτυπες συνθήκες εργασίας και δεν πληρώνονται ικανοποιητικά. Επιπλέον, πέρα από την εμφυλοποίηση των υπηρεσιών φροντίδας, στον τομέα της αγοράς χαρακτηριστική είναι και η φυλετικοποίησή τους: χιλιάδες γυναίκες μετανάστριες εργάζονται στον τομέα της οικιακής εργασίας, αόρατες, πίσω από τις κλειστές πόρτες χιλιάδων σπιτιών, σε συνθήκες παρατυπίας και εκμετάλλευσης, έτσι ώστε να καλύψουν τα κενά της δημόσιας πολιτικής και τις ανάγκες των νοικοκυριών.