Δεκατρείς μέρες μετά τα 35 κρούσματα COVID-19 στη Μόρια, η ανακοίνωση 243 ακόμα κρουσμάτων στη νέα δομή του Καρά Τεπέ, στη Λέσβο, δεν μαρτυρά απλά αποτυχίες της διοίκησης, ούτε μόνο την ακαταλληλότητα ενός πρόχειρου καταυλισμού, που στήθηκε υπό το κράτος απειλών· περισσότερο βεβαιώνει την επιμονή της κυβέρνησης σε ένα «σχέδιο αντιμετώπισης της πανδημίας» που, ενώ εκθέτει χιλιάδες ανθρώπους σε κίνδυνο, σε δεύτερο χρόνο χορηγεί μαζικά rapid test, για να καταγράψει το αποτέλεσμα.
Η Λέσβος αποδεικνύεται κορυφή του παγόβουνου: Μετά το ολοσχερές κάψιμο της Μόριας, μιας εγκατάστασης χωρητικότητας 2.757 ατόμων, με 12.589 διαμένοντες, τα νέα 21 κρούσματα στο ήδη κλειστό ΚΥΤ της Σάμου έγιναν αφορμή για έναν ακόμα πιθανό εμπρησμό στις 20.9.2020, λίγους μήνες μετά την πυρκαγιά του Απριλίου. Κι όμως, παρά τις αλλεπάλληλες κρίσεις που δημιουργεί, το πρότυπο διαχείρισης της πανδημίας παραμένει στη λογική της Μόριας. Πώς εξηγείται αυτή η επιμονή; Στις 8.9.2020, ο υπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου Ν. Μηταράκης δήλωνε στη Βουλή ικανοποίηση για την επίτευξη των κυβερνητικών στόχων: «Έχουμε δύο προτεραιότητες από την ημέρα της επανίδρυσής μας: Πρώτον, την ουσιαστική μείωση των ροών. Δεύτερον, τον δραστικό περιορισμό των επιπτώσεων της μεταναστευτικής κρίσης στις τοπικές κοινωνίες». Η δήλωση ήταν ειλικρινής: η μέριμνα για τη δημόσια υγεία, έστω σε επίπεδο λόγου, απούσα.
Η αποτυχία του «Σχέδιου Αγνοδίκη»
Το κάψιμο της Μόριας, ενός τόπου εξαθλίωσης (όπως παλιότερα η Παγανή της Λέσβου), και θανάτων, σήμανε στην πραγματικότητα την πλήρη κατάρρευση του κυβερνητικού «Σχεδίου Αγνοδίκη». Επρόκειτο για ένα διαβαθμισμένο σχέδιο που εκπόνησε το υπουργείο Μετανάστευσης και Ασύλου (όχι το υπουργείο Υγείας ή ο ΕΟΔΥ), και το οποίο έφτανε αποσπασματικά στον Τύπο, μέσω επιλεκτικών διαρροών: η σύνταξή του ολοκληρώθηκε στις 17 Μαρτίου, το ίδιο δοκιμάστηκε στις 23 Μαρτίου, και ρητός στόχος του ήταν η πρόληψη και διαχείριση «εξεγέρσεων και φαινομένων βίας, απειλών υγειονομικού χαρακτήρα και μεγάλων φυσικών καταστροφών» – όχι έξω, αλλά μέσα στα υπερπληθή ΚΥΤ.
Μετά τον εντοπισμό των κρουσμάτων στο ΚΥΤ της Μόριας, η «Αγνοδίκη» εφαρμόστηκε στα ΚΥΤ ακόμα πιο αυστηρά. Σαν σε απάντηση στην εξέλιξη αυτή, λοιπόν, η καμένη Μόρια θύμισε ότι η απαίτηση για συμμόρφωση και μετρήσιμες επιτυχίες στον έλεγχο και την «ασφάλεια» συνόρων και δομών, ιδίως όταν αυτή τίθεται εμφανώς πάνω από στόχους δημόσιας υγείας, μπορεί να συγκαλύπτει πρακτικές εργαλειοποίησης προσφύγων, που δημιουργούν απόγνωση εν μέσω πανδημίας.
Ο έλεγχος των αφίξεων πάνω από τον έλεγχο της πανδημίας
Όπως είναι γνωστό, η διαχείριση της πανδημίας είχε μια ιδιαιτερότητα στην Ελλάδα: συνέπιπτε με την έλευση μερικών χιλιάδων προσφύγων στα τέλη Φεβρουαρίου του 2020 στα ευρω-τουρκικά σύνορα, η αντιμετώπιση της οποίας έδειξε ότι το προσφυγικό αποτελεί, σε Ελλάδα και Τουρκία, μέσο εκατέρωθεν άσκησης πίεσης και «εργαλείο» διαπραγμάτευσης με την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Υπό την οπτική του ελέγχου των προσφυγικών πληθυσμών, η μείωση των αφίξεων κατά 89% σε σχέση με το 2019 και η μείωση των διαμενόντων στα νησιά κατά 34%, στοιχειοθετούν πράγματι «μετρήσιμες επιτυχίες», αν το μείζον είναι λιγότεροι πρόσφυγες και αιτούντες άσυλο στην Ελλάδα πάση θυσία – ακόμα και με επαναπροωθήσεις, απελάσεις και «εθελούσιες» επιστροφές. Στα τέλη Ιουλίου, η Ύπατη Αρμοστεία υπολόγιζε τον συνολικό αριθμό σε 121.000: 90.600 στην ενδοχώρα και 30.400 στα νησιά.
Υπό την οπτική της δημόσιας υγείας, ωστόσο, η έννοια της επιτυχίας είναι διαφορετική. Επιχειρώντας να συνδυάσει στόχους δημόσιας υγείας και στόχους ελέγχου συνόρων, η κυβέρνηση έχει θέσει τον πήχυ για την επιτυχία στην απουσία, μέχρι σήμερα, θανατηφόρου κρούσματος COVID-19 στις δομές και στον περιορισμό των κρουσμάτων, κατά την πρώτη φάση της πανδημίας, στο 0,2% του συνολικού πληθυσμού προσφύγων και αιτούντων. Πρόκειται, όμως, όντως για αποτελέσματα σχεδίου; Ο παρατεινόμενος υπερπληθυσμός των δομών στα νησιά που ακυρώνουν τη δυνατότητα ιχνηλάτησης επαφών, η εγκατάλειψη των αφιχθέντων από τα νησιά στην πλατεία Βικτωρίας, η μείωση θέσεων υποδοχής στην ενδοχώρα (με το σχεδιαζόμενο κλείσιμο και των 67 ξενοδοχείων του ευρωπαϊκού προγράμματος FILOXEΝIA μέσα στο 2020), και τα αλλεπάλληλα κρούσματα από τον Αύγουστο (σε Χίο, Σητεία, Γρεβενά, Κοζάνη, Μαλακάσα, Οινόφυτα, Σχιστό, Ελαιώνα και Βύρωνα), που αφορούν πλέον και εργαζόμενους σε δομές, δείχνουν ότι ο έλεγχος της πανδημίας είναι υπόθεση πιο απαιτητική από την παράθεση στατιστικών μεγεθών. Τα κριτήρια για την αποτίμηση του σχεδίου αντιμετώπισης της πανδημίας στους χώρους υποδοχής προσφύγων επιχειρεί να θέσει το σημείωμα που ακολουθεί.
COVID-19 και πρόσφυγες: τι γνωρίζαμε από την πρώτη φάση της επιδημικής κρίσης
Με βάση τον ορισμό που υιοθετεί ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, η δημόσια υγεία «είναι η τέχνη και η επιστήμη της αποτροπής της νόσου, της επιμήκυνσης της ζωής και της προαγωγής της υγείας μέσα από τις προσπάθειες της οργανωμένης κοινωνίας». Η έμφαση του ορισμού στην οργανωμένη κοινωνία επισημαίνει ότι η δημόσια υγεία δεν είναι ζήτημα «ατομικής ευθύνης», ούτε (πρωτίστως) ιατρικό. Ιδίως σε μια πανδημία για την οποία δεν υπάρχουν εμβόλια και φαρμακευτική θεραπεία, τα μέτρα πρόληψης και η έμφαση στις συνθήκες διαβίωσης και υγιεινής αποτελούν, υποχρεωτικά, θεμέλιο κάθε σχεδίου αντιμετώπισης. Από εδώ οφείλει να ξεκινά η αποτίμηση της πολιτικής υγείας για τους προσφυγικούς πληθυσμούς.
Υπό το πρίσμα αυτό, στις 17.3.2020, η Μόνιμη Διατομεακή Επιτροπή (όπου συμμετέχουν ο ΠΟΥ, ο ΔΟΜ, η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες και ο Ερυθρός Σταυρός) σύστησε μέτρα αποσυμφόρησης των δομών, ώστε να είναι δυνατή η κοινωνική αποστασιοποίηση, την αποφυγή μέτρων διάκρισης, έγκαιρη πληροφόρηση σε κατάλληλες γλώσσες, αμνήστευση της εισόδου χωρίς χαρτιά (ώστε οι αιτούντες άσυλο να συμμετάσχουν στο σχέδιο αντιμετώπισης της πανδημίας), επιδημιολογική επιτήρηση και ατομικό screening σε σύνορα, κέντρα κράτησης και συλλογικούς χώρους. Στις 27.3.2020, ο ΠΟΥ παρενέβη ειδικά για τους κρατούμενους, ζητώντας αναλογικότητα των μέτρων κράτησης, εφαρμογή μέτρων εναλλακτικών ως προς την κράτηση και έγκαιρη πρόσβαση σε φροντίδα υγείας. Στη 1.4.2020, ΠΟΥ, Ύπατη Αρμοστεία και ΔΟΜ ζήτησαν ρητά την απελευθέρωση προσφύγων και μεταναστών «χωρίς καθυστέρηση».
Αξιοποιώντας την εμπειρία από την πρώτη φάση αντιμετώπισης της πανδημίας, ο ΔΟΜ κατέγραψε τους βασικούς παράγοντες που ενισχύουν την ευαλωτότητα προσφύγων και αιτούντων άσυλο στον COVID-19: αδυναμία τήρησης της κοινωνικής αποστασιοποίησης λόγω υπερπληθυσμού· περιορισμένη πρόσβαση σε βασικά είδη προσωπικής υγιεινής και προστατευτικό εξοπλισμό· μη κατοχύρωση δικαιώματος στη φροντίδα υγείας· στιγματισμός· περιορισμένος χώρος στη διάρκεια lockdown· φόβος σύλληψης ή ξενοφοβικής επίθεσης· αποκλεισμός από προγράμματα παροχής εισοδήματος και στέγης, αδυναμία διατήρησης καθεστώτος νόμιμα διαμένοντος. Στις 15.6.2020, το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νοσημάτων (ECDC) σημείωνε: «Ενώ δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι η μετάδοση SARS-CoV-2 είναι υψηλότερη στους μετανάστες και τους πρόσφυγες, παράγοντες όπως ο υπερπληθυσμός στα κέντρα υποδοχής και κράτησης μπορεί να αυξήσουν την έκθεσή τους στον ιό [ιδίως] ελλείψει κατάλληλων μέτρων πρόληψης».
Μέτρα αντιμετώπισης του COVID-19 σε χώρους διαβίωσης προσφυγικών πληθυσμών στην Ελλάδα: προστασία της δημόσιας υγείας ή έκθεση προσφύγων σε κίνδυνο;
Στις 29.2.2020, ο ΕΟΔΥ δημοσίευσε τις «Οδηγίες διαλογής και διαχείρισης λοίμωξης COVID σε δομές υποδοχής προσφύγων και μεταναστών». Με βάση αυτές, ο συντονιστής πεδίου του ΕΟΔΥ θα φρόντιζε για τον απαραίτητο εξοπλισμό κάθε δομής με υλικά ατομικής προστασίας και ο ίδιος θα όριζε υπεύθυνο επαγγελματία υγείας για τη διαχείριση κρουσμάτων και την ιχνηλάτηση επαφών. Αρμοδιότητα αυτού του τελευταίου θα ήταν, μεταξύ άλλων, η διενέργεια ελέγχων σε νεοαφιχθέντες για συμπτώματα στα σημεία εισόδου και η διακομιδή ύποπτων κρουσμάτων σε νοσοκομεία. Στις 21.3.2020 αποφασίστηκε η μετάδοση μηνυμάτων σε δομές, σε γλώσσες που να κατανοούν πρόσφυγες και αιτούντες άσυλο, και στις 27.3.2020 η εγκατάσταση οικίσκων στα ΚΥΤ για την απομόνωση κρουσμάτων. Τέλος, η εβδομαδιαία επιδημιολογική επιτήρηση στους χώρους διαβίωσης συνεχίστηκε.
Πέρα από τις μέριμνες αυτές, ωστόσο, η ελληνική κυβέρνηση κινήθηκε στον αντίποδα των διεθνών συστάσεων:
Υπερπληθυσμός: Ενώ στον γενικό πληθυσμό εφαρμόστηκαν μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης, στα τέλη Μαΐου του 2020 στη Λέσβο ζούσαν 17.351 (σε χώρο με δυναμικό 3.300)· στη Σάμο 6.554 (σε χώρο για 1.400)· στη Χίο 4.829 (σε χώρο για 1.756)· στην Κω 2.241 (σε χώρο για 900)· και στα Διαβατά 1.200 (σε χώρο για 1.050). Στο ενημερωτικό σημείωμα του υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου (8.9.2020) αναφερόταν ρητά ότι «στόχος της Κυβέρνησης είναι η ίση και δίκαιη κατανομή (1%) των αιτούντων άσυλο σε όλες τις Περιφέρειες της χώρας, με εξαίρεση τα σημεία πρώτης υποδοχής». Ο υπερπληθυσμός σε συγκεκριμένες δομές δεν οφειλόταν σε «έκτακτη ανάγκη»: σε σχέση με το 2015, οι αφίξεις παραμένουν δραστικά μειωμένες. Ο υπερπληθυσμός αποτελούσε –και αποτελεί– προϊόν στάθμισης, με ανοχή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ώστε οι συνθήκες διαβίωσης να μη λειτουργούν ως «παράγοντες έλξης» (pull factors) νέων προσφύγων.
Κατοχύρωση δικαιώματος και έγκαιρη πρόσβαση σε φροντίδα υγείας: Μετά την κατάργηση του ΑΜΚΑ για αιτούντες άσυλο (Ιούλιος 2019), στη 1.4.2020 κυρώθηκε η απόφαση για απόδοση Προσωρινού Αριθμού Ασφάλισης και Υγειονομικής Περίθαλψης Αλλοδαπού (ΠΑΑΥΠΑ), που συνδέθηκε με το νομικό καθεστώς του δικαιούχου, ώστε, σε περίπτωση απόρριψης του αιτήματος, να αφαιρείται. Σε πολλές περιπτώσεις, ο εντοπισμός κρουσμάτων έγινε τυχαία. Μέχρι τις 27.5.2020 πολλοί πρόσφυγες ανέφεραν απουσία τεστ στις δομές τους, η Σάμος είχε έναν μόνο γιατρό του ΕΟΔΥ, σε πολλές δομές η εξέταση από επαγγελματία υγείας προϋπέθετε αναμονή ωρών σε ουρές ή κάλυψη μεγάλης απόστασης, οι δε κλίνες ΜΕΘ στα νησιά ήταν ελάχιστες (6 στη Λέσβο, 3 στη Χίο, 2 στη Σάμο και καθόλου σε Λέρο και Κω). Πρόσφατα στοιχεία της Ύπατης Αρμοστείας έδειχναν 30% των «ωφελούμενων» αιτούντων άσυλο του ESTIA Ι χωρίς ΑΜΚΑ και ΠΑΑΥΠΑ.
Συνθήκες διαβίωσης και υγιεινής: Οι συνθήκες στους χώρους διαβίωσης προσφύγων και αιτούντων άσυλο κινήθηκαν στο πλαίσιο της απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης, με πρώτη τη Μόρια: αναμονή ωρών για φαγητό, ουρές για νερό, περιορισμένη πρόσβαση σε αποχέτευση, μια τουαλέτα για πάνω από 200 άτομα, ένα ντους για 600. Οι συνθήκες αυτές, και μαζί τα συχνά κρούσματα βίας (σεξουαλικής, ενδοοικογενειακής, εθνοτικής, αστυνομικής), οδήγησαν επανειλημμένα σε απεργίες πείνας: τον Μάρτιο στην Κόρινθο, τον Ιούλιο στην Κω, τον Αύγουστο στη Μόρια.
Επάρκεια προστατευτικού εξοπλισμού και εγκαταστάσεων: Στη Μόρια καταγράφηκε έλλειψη μασκών και οι πρόσφυγες έραβαν οι ίδιοι τις μάσκες προστασίας. Στις περισσότερες δομές, είδη προσωπικής υγιεινής (μάσκες, σαπούνια κ.ά) παρέχουν η Ύπατη Αρμοστεία και ο ΔΟΜ. Μετά τα πρόσφατα κρούσματα σε Σχιστό και Ελαιώνα, το υπουργείο διαμήνυσε μέσω διαρροών ότι, «όπου υπάρχει περιορισμένη διαθεσιμότητα σε κοντέινερ, η απομόνωση των κρουσμάτων θα γίνεται στα κτίρια των παιδικών σταθμών και νηπιαγωγείων εντός των δομών». Παρά την έλλειψη εγκαταστάσεων, τον Ιούνιο του 2020 δομή των «Γιατρών Χωρίς Σύνορα» στη Μόρια έκλεισε, λόγω προστίμου που επέβαλε η δημοτική αρχή.
Προστασία ευάλωτων ομάδων: Με βάση τα πιο πρόσφατα διαθέσιμα στοιχεία της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (1-31.7.2020), από τους 4.600 ασυνόδευτους ανήλικους, μόνο 1 στους 4 είχε πρόσβαση σε κατάλληλο κατάλυμα.
Εξασφάλιση εισοδήματος: Στις 27.3.2020 η κυβέρνηση αποφάσισε την αναβολή του μηνιαίου χρηματικού βοηθήματος που χορηγούσε η Ύπατη Αρμοστεία. Στις 6.4.2020, ο υπουργός Ν. Μηταράκης δήλωσε ότι επιβάλλονται πρόστιμα για παράβαση της απαγόρευσης κυκλοφορίας και ότι τα σχετικά ποσά θα παρακρατούνται από το μηνιαίο βοήθημα.
Αναλογικότητα των μέτρων: Με βάση το «Σχέδιο Αγνοδίκη», τμήματα του οποίου γνωστοποιήθηκαν μέσω διαρροών, στις δομές όπου εντοπίζονται κρούσματα, εφαρμόζεται υγειονομικός αποκλεισμός («καραντίνα»), σε αντίθεση με τα πρωτόκολλα για έγκλειστους πληθυσμούς, που προβλέπουν την απομάκρυνση ύποπτων και επιβεβαιωμένων κρουσμάτων, και τη στέγαση σε ασφαλείς χώρους. Σε ορισμένες περιπτώσεις (π.χ. Μαλακάσα), παρά την «καραντίνα», επανεμφανίστηκαν και άλλα κρούσματα. Με την καραντίνα σε Χίο και Έβρο, αναστάλθηκαν οι λειτουργίες των προγραμμάτων ΜΚΟ εντός των δομών, ενώ στις δομές που αποκλείονται, δεν γίνονται οι άτυπες εκπαιδευτικές δραστηριότητες, δεν παρέχεται ψυχοκοινωνική υποστήριξη και νομική συμβουλευτική, και τα παιδιά δεν θα πάνε στα σχολεία. Παρά τις συνέπειες και την αναποτελεσματικότητα του «κλεισίματος», η κυβέρνηση παρουσιάζει την κατασκευή κλειστών δομών (και τη μετατροπή ανοιχτών σε κλειστές), ως βέλτιστο μέτρο πρόληψης. Από τις 13.3.2020 μέχρι τις 15.5.2020 η Υπηρεσία Ασύλου παρέμεινε κλειστή, με αποτέλεσμα την αναστολή της καταγραφής αιτημάτων ασύλου, της διεξαγωγής συνεντεύξεων και της κατάθεσης προσφυγών εναντίον απορριπτικών αποφάσεων, ενώ οι διαδικασίες αυτές θα μπορούσαν να διεκπεραιώνονται ηλεκτρονικά. Τέλος, αντί του περιορισμού της κράτησης, ο νόμος για τη «βελτίωση της μεταναστευτικής νομοθεσίας» (8.5.2020) θέσπισε τη γενίκευση της κράτησης για παράτυπη είσοδο.
Μέτρα διάκρισης: Στις 21.3.2020, πριν εφαρμοστούν περιοριστικά μέτρα για τον γενικό πληθυσμό, επιβλήθηκε ως προσωρινό μέτρο ο περιορισμός κυκλοφορίας για τους διαμένοντες στα Κέντρα Υποδοχής και Ταυτοποίησης των νησιών. Το μέτρο επεκτάθηκε αργότερα στο ΚΥΤ του Φυλακίου στον Έβρο και στις δομές φιλοξενίας Ριτσώνας, Μαλακάσας και Κουτσόχερου Λάρισας. Μολονότι προσωρινό ωστόσο, το μέτρο παρατάθηκε και μετά την άρση των μέτρων περιορισμού για τον γενικό πληθυσμό (4.5.2020), με επανειλημμένες κοινές υπουργικές αποφάσεις και μέχρι τις 15.9.2020. Σε συνέντευξή του, ο υπουργός θα παραδεχόταν ότι τα μέτρα που εφαρμόστηκαν σε πρόσφυγες και αιτούντες άσυλο ήταν αυστηρότερα από αυτά στον γενικό πληθυσμό. Στα τέλη Απριλίου, ο πρωθυπουργός εξηγούσε: «Προτεραιότητά μου ήταν και παραμένει η ζωή και η υγεία των Ελλήνων».
Στιγματισμός και ξενοφοβικές επιθέσεις: Όπως στην Ευρώπη και την Τουρκία, η επιδημική κρίση έγινε αφορμή για στιγματισμό και επιθέσεις σε βάρος μεταναστών και προσφύγων, όπως μαρτυρά μια μακρά λίστα επιθέσεων με ρατσιστικό-αντιπροσφυγικό κίνητρο σε βάρος εργαζόμενων σε δομές και εθελοντών αλληλέγγυων σε πρόσφυγες.
Τι χρειάζεται να γίνει άμεσα
Η μείωση των αφίξεων –αποτέλεσμα της Κοινής Δήλωσης ΕΕ-Τουρκίας και της πολιτικής αποτροπής που εφαρμόζει η Ελλάδα– βεβαιώνει ότι η Ελλάδα δεν αντιμετωπίζει κατάσταση «έκτακτης ανάγκης» ή «προσφυγική κρίση». Η έκθεση προσφύγων και αιτούντων άσυλο σε απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση, εν μέσω επιδημικής κρίσης, είναι αποτέλεσμα μιας παρατεταμένης κρίσης υποδοχής, ώστε το σύστημα υποδοχής να μη λειτουργήσει ως «παράγοντας έλξης» προσφύγων. Στην περίπτωση της Μόριας, η πολιτική αυτή κατέληξε σε ολοσχερές κάψιμο του ΚΥΤ· σε άλλες περιπτώσεις, οδηγεί σε απεργίες πείνας, αυτοτραυματισμούς, κρούσματα βίας. Η πρόσφατη (4.9.2020) πρόσληψη ιατρικού και διοικητικού προσωπικού για τα ΚΥΤ σε Λέσβο, Χίο και Σάμο, η αγορά μηχανημάτων για τεστ κορονοϊού, ιατρικού εξοπλισμών και αναλωσίμων, με επιχορήγηση 300.000 ευρώ, ήταν μέτρο για να παραταθεί η λειτουργία των επικίνδυνα υπερπληθών δομών στα νησιά.
Διατηρώντας και επεκτείνοντας το αποτυχημένο, και επικίνδυνο εν μέσω πανδημίας, μοντέλο των κλειστών δομών, η Ελλάδα αγνοεί διεθνείς πρακτικές που δείχνουν προς έναν άλλο δρόμο: τον περασμένο Μάρτιο, η Ισπανία έθεσε εκτός κράτησης μετανάστες και πρόσφυγες που δεν μπορούν να επιστραφούν, η Ιρλανδία χαλάρωσε την τιμωρητική πολιτική για τους μετανάστες χωρίς χαρτιά που αναζητούσαν υπηρεσίες υγείας και η Βρετανία απελευθέρωσε 350 μετανάστες από τα κέντρα κράτησης. Στην ίδια κατεύθυνση, διεθνείς οργανισμοί και επιστήμονες συστήνουν: α) εκκένωση των κέντρων υποδοχής, β) μεταφορά προσφύγων σε ασφαλή στέγη στην ενδοχώρα, γ) αποτελεσματικότερη επιδημιολογική επιτήρηση και δ) πλήρη ένταξη των υπηρεσιών υγείας προσφύγων και αιτούντων άσυλο σε ένα ενισχυμένο σύστημα υγείας, με άξονα την πρωτοβάθμια φροντίδα, χωρίς διακρίσεις. Όσο, αντί για τις προαναφερθείσες πρακτικές, προτιμώνται η ολιγωρία, οι ελλείψεις και η εργαλειοποίηση, που δεν απέτρεψαν την πυρκαγιά στη Μόρια, στην πραγματικότητα μετράμε αντίστροφα ως τα επόμενα κρούσματα – και την επόμενη πυρκαγιά.
Το άρθρο αυτό είναι μέρος του αφιερώματος "COVID-19 Αίτια, συνέπειες και προτάσεις για το μέλλον στην Ελλάδα και την Ευρώπη"
Δείτε επίσης το Migrants and Refugees in a Time of Pandemic: Access to Healthcare Services in Turkey που δημοσιεύθηκε από το Γραφείο του Heinrich Boell Stiftung στην Τουρκία.