Η Ευρώπη μετά την πανδημία - Προκλήσεις για τη γερμανική Προεδρία του Συμβουλίου της ΕΕ

ΑΡΘΡΟ

Εν μέσω της μεγαλύτερης κρίσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση η Γερμανία αναλαμβάνει από 1η Ιουλίου 2020 την Προεδρία του Συμβουλίου της ΕΕ. Η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση είχε προετοιμαστεί από καιρό για αυτό και είχε γνωστοποιήσει τους στόχους της εκ των προτέρων: να προωθήσει μια καινοτόμο Ευρώπη με τη σταδιακή μετάβαση σε μια πράσινη οικονομία (Ευρωπαϊκό Πράσινο Σύμφωνο), να προάγει δυναμικά την ψηφιοποίηση και, από κοινού με τα άλλα κράτη-μέλη, να θεμελιώσει μια νέα ενιαία πολιτική μετανάστευσης και ασύλου.

european flag, Schwäbisch Gmünd, Germany

Εν μέσω της μεγαλύτερης κρίσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση η Γερμανία αναλαμβάνει από 1η Ιουλίου 2020 την Προεδρία του Συμβουλίου της ΕΕ. Η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση είχε προετοιμαστεί από καιρό για αυτό και είχε γνωστοποιήσει τους στόχους της εκ των προτέρων: να προωθήσει μια καινοτόμο Ευρώπη με τη σταδιακή μετάβαση σε μια πράσινη οικονομία (Ευρωπαϊκό Πράσινο Σύμφωνο), να προάγει δυναμικά την ψηφιοποίηση και, από κοινού με τα άλλα κράτη-μέλη, να θεμελιώσει μια νέα ενιαία πολιτική μετανάστευσης και ασύλου. Αναφορικά με τις εξωτερικές και εμπορικές σχέσεις της ΕΕ με το Ηνωμένο Βασίλειο, τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και την Κίνα επεδίωκε τον επαναπροσδιορισμό τους στη βάση της διατήρησης του πολυμερούς χαρακτήρα τους και του ελεύθερου εμπορίου. Μια σύνοδος κορυφής ΕΕ-Κίνας το προσεχές φθινόπωρο θα χάραζε το δρόμο για τον επαναπροσδιορισμό των σχέσεων τους. Τέλος, υπήρχαν ενδείξεις ότι κατά τις επικείμενες διαπραγματεύσεις για τον προϋπολογισμό της ΕΕ για την περίοδο 2021-2027, η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση ήταν πρόθυμη να υπερβεί τον παραδοσιακό της ρόλο του «φρένου χρέους» και να αναλάβει ως προεδρεύουσα χώρα διαμεσολαβητικό ρόλο ώστε να γίνει εφικτή η συναίνεση για την αύξηση του. Οι Ευρωπαίοι εταίροι λοιπόν ήξεραν τι να περιμένουν από τη γερμανική Προεδρία του Συμβουλίου.

Όμως ήρθε η πανδημία COVID-19 και βύθισε την ευρωπαϊκή και πολύ περισσότερο ολόκληρη την παγκόσμια οικονομία σε μια άνευ προηγουμένου ύφεση. Ο κίνδυνος μιας νέας παγκόσμιας οικονομικής κρίσης είναι ορατός και απειλεί το καθεστώς του ελεύθερου εμπορίου και των πολυμερών διεθνών σχέσεων, που επικρατεί από το τέλος του ΙΙ Παγκοσμίου Πολέμου και είναι η βάση για την ειρηνική συνεργασία μέσω της οικονομικής αλληλεξάρτησης, την οποία, οι Ευρωπαίοι θέλουν να διατηρηθεί. Εν όψει της νέας κατάστασης, ο Γερμανός πρέσβης στην ΕΕ Μichael Claus συνιστά στη γερμανική κυβέρνηση να αναθεωρήσει τις προτεραιότητες που ανακοίνωσε για την Προεδρία του Συμβουλίου: «Από τώρα και στο εξής έμφαση πρέπει να δοθεί στην ικανότητα των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων να διαχειρίζονται τις κρίσεις και να συμβάλουν στην υπέρβασή τους, στην ανοικοδόμηση και εν τέλει στη διατήρηση της ευρωπαϊκής συνοχής και ολοκλήρωσης καθαυτής».

Το μετα-πανδημικό διεθνές πλαίσιο

Προφανώς, η πανδημική κρίση επιτάχυνε τις κοινωνικές και οικονομικές τάσεις που διαφαίνονταν τα τελευταία χρόνια. Οικονομολόγοι όπως ο Νοuriel Roubini και ο Dani Rodrik προβλέπουν την κλιμάκωση της εμπορικής σύγκρουσης μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας, γεγονός που θα επιταχύνει την αποσύνδεση των δύο οικονομιών. Υπό αυτές τις συνθήκες, όλο και περισσότερες χώρες θα απαντήσουν με προστατευτικές πολιτικές για να προφυλάξουν τις εγχώριες οικονομίες τους από την παγκόσμια αναταραχή. Επιπλέον, επιχειρήσεις που για λόγους ανταγωνισμού διατηρούν την παραγωγή τους κυρίως σε χώρες της Ασίας θα μετεγκατασταθούν στις αγορές-στόχους προκειμένου να εξασφαλιστούν σημαντικές εφοδιαστικές αλυσίδες, παρόλο το υψηλότερο κόστος και τις χαμηλότερες προσδοκίες κέρδους. Ο μετα-πανδημικός κόσμος θα χαρακτηρίζεται από τη μείωση του διεθνούς καταμερισμού εργασίας, λόγω αυξημένων περιορισμών στην ελεύθερη κυκλοφορία και ανταλλαγή αγαθών, εμπορευμάτων, υπηρεσιών, κεφαλαίου, εργασίας, τεχνολογίας, δεδομένων και πληροφοριών.

Επιπρόσθετα, η κλιματική αλλαγή και η ασταθής χρηματοπιστωτική οικονομία προκαλούν ολοένα και μεγαλύτερες διαταραχές στην παγκόσμια οικονομία με αποτέλεσμα την υπαναχώρηση της παγκοσμιοποίησης. Σε αυτό το πλαίσιο, ο επαναπατρισμός (Reshoring) των μονάδων παραγωγής και η δημιουργία «ισχυρών» εφοδιαστικών αλυσίδων σε δίκτυα πολιτικά φιλικών και αξιόπιστων χωρών φαίνεται να αποτελεί για τις επιχειρήσεις μια πιο συμφέρουσα λύση από την σύσταση υπεράκτιων εταιρειών (Offshoring) με κριτήριο την αποδοτικότητα και κερδοφορία, η οποία είχε καθιερωθεί τη δεκαετία του 1990. Οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης έχουν ήδη ξεκινήσει να συμπεριλαμβάνουν στην αξιολόγηση των εταιρειών το κριτήριο της προσαρμοστικότητάς τους ως προς την προστασία του κλίματος, αλλά κυρίως ως προς την ασφάλεια των εφοδιαστικών αλυσίδων και την ένταξή τους σε ένα αξιόπιστο δίκτυο.

Σε πολιτικό επίπεδο, ο νέος ψυχρός πόλεμος μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας και οι συγκρούσεις με χώρες όπως η Ρωσία, το Ιράν και η Βόρεια Κορέα θέτουν υπό αμφισβήτηση τις πολυμερείς διεθνείς σχέσεις. Μια εμφανώς πιο ευάλωτη σε συγκρούσεις πολυπολική παγκόσμια τάξη ανταγωνιστριών μεγάλων και μεσαίων δυνάμεων βρίσκεται προ των πυλών.

Η ΕΕ πρέπει να ανταποκριθεί σε αυτό το νέο σκηνικό και τις νέες συγκρούσεις χωρίς να χάσει τη συνοχή της. Θα καταφέρει να προσαρμοστεί στον μεταβαλλόμενο κόσμο αποκτώντας τη στρατηγική κυριαρχία σε βασικούς τομείς και κάνοντας τις αναγκαίες εσωτερικές μεταρρυθμίσεις που θα εξασφαλίσουν μία νέα ισορροπία τόσο στη σχέση αγοράς και κράτους, όσο και στη σχέση μεταξύ παγκοσμιοποίησης και εθνικής/περιφερειακής αυτάρκειας; Αυτό θα σήμαινε την αναθεώρηση της επικρατούσας αντίληψης μίας φιλελεύθερης, ανοιχτής και έντονα ανταγωνιστικής οικονομίας της αγοράς.

Η προοπτική της Γερμανίας για την Ευρώπη

Η διατήρηση και επέκταση της ΕΕ είχε και έχει για τη Γερμανία εξέχουσα σημασία. Μόνο ως μέλος της ευρωπαϊκής οικογένειας θα μπορούσε η Γερμανία μετά τον καταστροφικό πόλεμο που ηγήθηκε ενάντια στον κόσμο όλο να ελπίζει την επιστροφή της στον κύκλο των αξιοσέβαστων λαών. Και μόνο στο πλαίσιο μιας μεγάλης και διευρυνόμενης εσωτερικής αγοράς ήταν και εξακολουθεί να είναι σε θέση να αξιοποιήσει τα πλεονεκτήματα του παραγωγικού της μοντέλου. Η νομισματική ένωση άκρως ετερογενών κρατών-μελών αφενός καθιστά το κοινό νόμισμα εύθραυστο και ευάλωτο, αφετέρου όμως αποδυναμώνει την εξωτερική αξία του, γεγονός που συμφέρει την ανταγωνιστική και εξαγωγική οικονομία της Γερμανίας. Η διατήρηση του κεκτημένου επιπέδου ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης είναι συνεπώς πολύ σημαντική για τη Γερμανία, ώστε μπορεί κανείς να περιμένει εκ μέρους της δραστικά βήματα, ρυθμιστική κινητικότητα και αύξηση της οικονομικής της συνεισφοράς προκειμένου να τη διασφαλίσει.

Προς αυτήν την κατεύθυνση κινείται το σχέδιο που προτάθηκε πρόσφατα από τον Πρόεδρο Μακρόν και την Καγκελάριο Μέρκελ για τη συγκρότηση ενός Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης. Με αυτό το σχέδιο, η Καγκελάριος πραγματοποιεί μια στροφή 180 μοιρών συναινώντας στην έκδοση κοινών ευρωπαϊκών ομολόγων στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού τα οποία θα χορηγούνται σε μορφή επιχορήγησης στα κράτη-μέλη που επλήγησαν περισσότερο από την πανδημία. Ό,τι απέρριπτε κατηγορηματικά στο παρελθόν θεωρώντας το παραβίαση του ευρωπαϊκού δικαίου και των γερμανικών πεποιθήσεων, μπορεί τώρα να γίνει πραγματικότητα. Η προειδοποίηση του Πρέσβη Κlaus, αλλά και πολλών άλλων αξιωματούχων και αναλυτών, σχετικά με την ανάγκη διαφύλαξης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης λήφθηκε πολύ σοβαρά υπόψη από το Βερολίνο. Διαβλέποντας τον κίνδυνο της διάσπασης της ΕΕ η γερμανική κυβέρνηση αποδέχεται - όπως λέει για περιορισμένο χρονικό διάστημα - τον κοινό δανεισμό (κατά παράβλεψη των άρθρων 310 και 311 της Συνθήκης για τη λειτουργία της ΕΕ, τα οποία απαγορεύουν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή να χρηματοδοτεί τις δαπάνες της με δανεισμό). Συνεπώς, η Γερμανία ευθυγραμμίστηκε σε μεγάλο βαθμό με τη Γαλλία, η οποία λειτουργεί ως εκπρόσωπος των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου. Εάν δημιουργηθεί το Ταμείο Ανάκαμψης, είτε με τη μορφή που προτάθηκε από Μέρκελ/Μακρόν είτε με μια διευρυμένη μορφή, σύμφωνα με την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αυτό θα σηματοδοτήσει ένα μεγάλο βήμα προς μια ευρωπαϊκή δημοσιονομική Ένωση που θα αντισταθμίσει τις υπάρχουσες ελλείψεις του κοινού νομίσματος. Η ευρωπαϊκή νομισματική και οικονομική πολιτική που ασκεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) θα επιστρέψει εκεί που ανήκει: στην αρένα των πολιτικών συζητήσεων, των πολιτικών συμβιβασμών και των δημοκρατικών αποφάσεων.

Η νέα στάση της Καγκελαρίου ενδέχεται επίσης να σχετίζεται με την απόφαση του Γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου της 5ης Μαΐου, η οποία κατακρίθηκε έντονα εντός, αλλά κυρίως εκτός Γερμανίας. Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι αγορές ομολόγων της ΕΚΤ στερούνταν επαρκούς δημοκρατικής νομιμοποίησης. Η ανεξαρτησία της ΕΚΤ όπως ορίζεται στις ευρωπαϊκές συνθήκες δεν θα έπρεπε να οδηγεί στην παρέμβασή της στην ευρωπαϊκή οικονομική πολιτική μέσω αγορών ομολόγων de facto και χωρίς κανέναν έλεγχο (τακτική γνωστή ως "whatever it takes"), καθώς κάτι τέτοιο είναι αποκλειστικά ζήτημα της δημοκρατικά ελεγχόμενης και νομιμοποιημένης πολιτικής εξουσίας. Με την απόφασή του αυτή, που στην ουσία ζητά την επανα-πολιτικοποίηση και τον εκδημοκρατισμό της οικονομικής και δημοσιονομικής πολιτικής, το Συνταγματικό Δικαστήριο προτρέπει τις κυβερνήσεις να πάρουν αυτές στα χέρια τους τα ηνία από την ΕΚΤ.

Η γαλλο-γερμανική πρωτοβουλία ακολουθεί τώρα αυτήν ακριβώς την κανονιστική απαίτηση και επομένως είναι πιθανό να πυροδοτήσει μια δυναμική πολιτικής ολοκλήρωσης οδηγώντας την ΕΕ προς έναν προϋπολογισμό που αργά ή γρήγορα θα χρηματοδοτείται από τους δικούς της φόρους. Ο σοσιαλδημοκράτης Γερμανός υπουργός Οικονομικών Olaf Scholz, ο οποίος αναμένεται να είναι ο υποψήφιος Καγκελάριος του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος SPD, κάνει λόγο για μία «στιγμή Χάμιλτον». Εννοεί τον Αlexander Hamilton, ο οποίος εξακολουθεί να κοσμεί το χαρτονόμισμα των 10 δολαρίων σήμερα, και ο οποίος ήταν ο πρώτος Αμερικανός υπουργός Οικονομικών που το 1790 πρότεινε την ανάληψη των χρεών των υπερχρεωμένων κρατιδίων από το νεοσύστατο ομοσπονδιακό κράτος. Όταν ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών με αυτή τη σύγκρισή του μιλάει για κοινοτικοποίηση των χρεών και θεωρεί πως η ΕΕ βρίσκεται στο κατώφλι δημιουργίας ενός ομοσπονδιακού κράτους, αυτό είναι όντως επαναστατικό! Φυσικά, το γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο δε θα δεχτεί την ίδρυση των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης από ανάγκη και υπό την πίεση της έκτακτης κατάστασης της πανδημίας. Θα απαιτήσει πολιτικό διάλογο και δημοψήφισμα για τη Γερμανία. Και αυτός ο διάλογος πρέπει να πραγματοποιηθεί και θα πραγματοποιηθεί σε όλες τις χώρες της ΕΕ.

Η ευρωπαϊκή Ένωση στο κατώφλι ενός ομοσπονδιακού κράτους;

Με τη νέα της στάση, η Γερμανίδα Καγκελάριος παίρνει μεγάλο ρίσκο, τόσο ενώπιον της Γερμανίας όσο και της ΕΕ. Στη Γερμανία, πρέπει να καταστήσει σαφές ότι τάσσεται υπέρ της κοινής ανάληψης και ενδεχομένως της κοινοτικοποίησης των χρεών. Μέχρι στιγμής κατάφερε να κρυφτεί πίσω από την πολιτική της ΕΚΤ, η οποία ήδη πραγματοποίησε την κοινοτικοποίηση μέσω αγορών των ομολόγων της. Η πολιτική της τόλμη φτάνει σε τέτοιο βαθμό, που η ίδια δεν αποκλείει μία τροποποίηση των ευρωπαϊκών συμβάσεων. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε ότι η θεσμική εξέλιξη και οι μεταρρυθμίσεις της ΕΕ δε θα πραγματοποιούνταν πλέον εκτός του πλαισίου των συμβάσεων που την διέπουν (όπως π.χ. συνέβη με την δημιουργία του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας), ούτε θα ρυθμιζόταν από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, αλλά θα εξαρτιόταν από πολιτικές αποφάσεις των αρμοδίων οργάνων.

Στην κυβερνητική της δήλωση στις 18 Ιουνίου, η Γερμανίδα Καγκελάριος χαιρέτισε την προετοιμασία της «Διάσκεψης για το μέλλον της Ευρώπης». Σε αυτό το πλαίσιο δεν έκανε κάποια αναφορά στο μέσο που θα χρησιμοποιηθεί για την τροποποίηση των ευρωπαϊκών συμβάσεων. Είναι επομένως πολύ πιθανό η Διάσκεψη για το μέλλον της Ευρώπης να αποτελέσει δοκιμαστικό πεδίο για το ποιες τροποποιήσεις έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες συναίνεσης και οι οποίες σε δεύτερη φάση θα τεθούν σε συζήτηση πιθανότατα σε μια Ευρωπαϊκή Συνέλευση. Σε αυτή την κατεύθυνση αναμένεται να στηρίξει τις προσπάθειές της η γερμανική Προεδρία του Συμβουλίου. Ωστόσο θα πρέπει να είναι προετοιμασμένη να συναντήσει πολύ διαφορετικά συμφέροντα και ενίοτε σκληρή αντίσταση.

Προς το παρόν οι κυβερνήσεις των κρατών-μελών υπολογίζουν τα κονδύλια που τους αναλογούν από το ανακοινωθέν Ταμείο για την Ανάκαμψη της Ευρωπαϊκής Οικονομίας. Η Επιτροπή προσπαθεί να προσελκύσει χώρες όπως η Πολωνία, που είναι επιφυλακτικές - αν όχι εντελώς αρνητικές - εν όψει αυτών των εξελίξεων φοβούμενες αύξηση των εισφορών τους στον προϋπολογισμό της ΕΕ. Η πρόθεση της Γερμανίας να προσελκύσει την Πολωνία θα μπορούσε να επιφέρει ρήξη ανάμεσα στις χώρες της ομάδας του Βίσεγκραντ, καθώς οι υπόλοιπες χώρες της ομάδας θα αισθάνονται λιγότερο ευνοημένες. Αυτές επιπλέον ασκούν κριτική και για το γεγονός ότι παρά τα συγκρίσιμα μεγέθη πληθυσμού και ΑΕΠ με τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου προβλέπεται να λάβουν μικρότερα κεφάλαια από αυτές.

Σθεναρή αντίσταση προέβαλαν όμως και χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά που είναι μεταξύ των «καθαρών πληρωτών», κυρίως η Ολλανδία, η Αυστρία, η Σουηδία και η Δανία. Οι χώρες αυτές, επονομαζόμενες οι «4 φειδωλοί», δεν αντιτίθενται στον κοινό δανεισμό της ΕΕ για την χρηματοδότηση των κρατών-μελών με μορφή δανείων που θα αξιοποιηθούν για τον εκσυγχρονισμό των διοικήσεων και την αύξηση της ανταγωνιστικότητας των οικονομιών τους. Απορρίπτουν όμως κατηγορηματικά τη χρηματοδότηση των κρατών-μελών μέσω επιδοτήσεων. Αυτή τους η στάση είναι ταυτόσημη με αυτήν που οδήγησε την ΕΕ στη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (EMΣ) για την αντιμετώπιση της κρίσης χρέους στην Ελλάδα και τις άλλες χώρες που χτυπήθηκαν από τη οικονομική κρίση του 2008. Στο μεταξύ, έχει γίνει αποδεκτό σε μεγάλο βαθμό, ότι η πολιτική αυτή που ακολουθήθηκε για τη διάσωση της Ελλάδας αποδείχθηκε ανεπιτυχής και σε πολλά σημεία λανθασμένη, καθώς τελικά αύξησε το ελληνικό χρέος χωρίς την επίτευξη των προσδοκώμενων μεταρρυθμίσεων. Παρ 'όλα αυτά οι «4» επιμένουν σε αυτήν την πολιτική, υποστηρίζοντας, ότι ο εξωτερικός δανεισμός υποχρεώνει τα κράτη στη δημοσιονομική πειθαρχία που απαιτούν οι χρηματοπιστωτικές αγορές και τα οδηγεί στην αύξηση της ανταγωνιστικότητάς τους – μια ιδέα που οδήγησε στην ίδρυση της Ευρωπαϊκής Νομισματικής Ένωσης.

Αντίθετες με την οπτική αυτήν είναι κατά βάση η Ιταλία, η Ισπανία και η Γαλλία, οι οποίες θεωρούν πως η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη διασφαλίζεται μόνο αν λάβουν μεγάλα ποσά ως επιχορηγήσεις χωρίς προϋποθέσεις. Απομένει να δούμε αν με τη σειρά τους είναι πρόθυμοι να εκχωρήσουν τη δημοσιονομική τους κυριαρχία σε μια ΕΕ με δική της φορολογική νομοθεσία.

Η γερμανική Προεδρία του Συμβουλίου της ΕΕ οφείλει τους επόμενους μήνες (και στο εξής) να χτίσει γέφυρες μεταξύ όλων αυτών των ομάδων. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, καθώς και η πλειοψηφία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου είναι οι ευρωπαϊκοί φορείς που ενδιαφέρονται περισσότερο να προχωρήσει η ολοκλήρωση. Η Ελλάδα και η Κύπρος θα πρέπει επίσης να έχουν συμφέρον από μια ισχυρότερη ΕΕ, καθώς δέχονται έντονες πιέσεις από τη γείτονα Τουρκία είτε λόγω των κατευθυνόμενων προσφυγικών ροών είτε μέσω της επιθετικής πολιτικής στο πλαίσιο της οποίας η Τουρκία χρησιμοποιεί αδίστακτα τη στρατιωτική της δύναμη και τη στρατηγική σημασία της στο ΝΑΤΟ για να πετύχει. Η Ελλάδα, ειδικότερα, ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για την κοινοτικοποίηση του χρέους της το οποίο αφενός θα μείωνε την πίεση από τις χρηματοοικονομικές αγορές και αφετέρου θα δημιουργούσε μεγαλύτερα περιθώρια άσκησης αυτόνομης δημοσιονομικής πολιτικής. Φυσικά και στο εσωτερικό θα απαιτηθούν πολιτικές διαπραγματεύσεις για να καθοριστεί εάν και σε ποιο βαθμό η Ελλάδα είναι πρόθυμη με τη σειρά της να εκχωρήσει κυριαρχικά δικαιώματα.

Η γερμανική Προεδρία θα πρέπει να χρησιμοποιήσει όλο το πολιτικό της βάρος και ενδεχομένως επίσης πολλά χρήματα για να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στα ενίοτε πολύ διαφορετικά συμφέροντα και τις στάσεις και να οδηγήσει την ΕΕ προς μια πολιτική Ένωση και μια κοινή Ευρωπαϊκή Οικονομική Πολιτική ικανή να αντιμετωπίζει τις παγκόσμιες προκλήσεις μετά την πανδημία καλύτερα απ' ό, τι είναι σε θέση σήμερα.

Το άρθρο αυτό είναι μέρος του αφιερώματος "COVID-19 Αίτια, συνέπειες και προτάσεις για το μέλλον στην Ελλάδα και την Ευρώπη"