Η Kristina Lunz και η Nina Bernarding, οι οποίες διευθύνουν το Κέντρο Φεμινιστικής Εξωτερικής Πολιτικής στη Γερμανία, εξηγούν γιατί ένας ειρηνικός κόσμος θα παραμείνει ουτοπία χωρίς μια φεμινιστική εξωτερική πολιτική.
Όταν οι άνθρωποι τολμούν να οραματίζονται, βλέπουμε τις πιο βαθιές αλλαγές στην ιστορία. Αλλαγές που μπορούν θεμελιωδώς να επηρεάσουν την παραδοσιακή κατανομή της εξουσίας στην κοινωνία και να οδηγήσουν σε μια πιο συμπεριληπτική αντίληψη του τρόπου με τον οποίο οραματιζόμαστε ένα μέλλον που λειτουργεί για όλους. Το να διεκδικείς κάτι που δεν έχει διατυπωθεί ακόμα απαιτεί να έχεις ιδιαίτερο θάρρος, ειδικά σε καιρούς κατά τους οποίους οι συμβατικές, συντηρητικές και υποθετικά εδώ και καιρό ξεπερασμένες αρχές του φασισμού βρίσκονται διεθνώς σε άνοδο. Η Margot Wallström είναι μια τέτοια οραματίστρια. Το 2014, η Σουηδή Υπουργός Εξωτερικών ανακοίνωσε ότι η εξωτερική πολιτική της χώρας της είναι φεμινιστική.
Το διορατικό βήμα της Σουηδίας
Για τη χώρα της Wallström αυτή μπορεί να μην ήταν η πλέον ριζοσπαστική απόφαση, καθώς η κυβέρνηση φαινόταν πως ήδη ακολουθούσε πιστά τις φεμινιστικές ιδέες. Αλλά για το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου ασφαλώς και ήταν. «Μια φεμινιστική εξωτερική πολιτική – τι να σημαίνει;» ήταν η ερώτηση που διατύπωναν παντού δημοσιογράφοι και σχολιαστές αμέσως μετά την ανακοίνωση της Σουηδίας. Η Wallström είπε ότι την αντιμετώπισαν ακόμα και με γέλια. Με βάση μια φιλελεύθερη φεμινιστική αντίληψη, η σουηδική φεμινιστική εξωτερική πολιτική σηματοδοτεί την εστίαση σε τέσσερεις άξονες: δικαιώματα για κορίτσια και γυναίκες, πόροι για τα έργα που αφορούν την ισότητα των φύλων, ίση εκπροσώπηση όλων των φύλων και «έλεγχος της πραγματικότητας», ή άλλως η έρευνα και τα περιστατικά πάνω στα οποία οικοδομείται η φεμινιστική εξωτερική πολιτική.
Η ανακοίνωση της Σουηδίας σε σχέση με τη φεμινιστική εξωτερική πολιτική έφερε πραγματικά τα πάνω κάτω, καθώς εισήγαγε τη θεσμοθέτηση μιας νέας έννοιας και άνοιξε χώρο σε επίπεδο κρατών, ώστε να αμφισβητηθεί το κατεστημένο της εξωτερικής πολιτικής. Αυτό δεν σημαίνει ότι η φεμινιστική ανάλυση της εξωτερικής πολιτικής είναι κάτι νέο. Στον ακαδημαϊκό χώρο άρχισε να κερδίζει έδαφος από τη δεκαετία του 1980. Ακόμα και κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ακτιβιστές υπέρ των δικαιωμάτων των γυναικών και ακτιβίστριες υπέρ της ειρήνης συγκεντρώθηκαν στη Χάγη της Ολλανδίας για να ζητήσουν τη λήξη του πολέμου. Ωστόσο, από την εποχή εκείνη, που δεν επιτρεπόταν ακόμα το δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες, μέχρι σήμερα, που οι πατριαρχικές δομές συνεχίζουν να ευνοούν την εμπειρία και τις ιδέες των αντρών, μια φεμινιστική ανάλυση των διεθνών σχέσεων έχει ιστορικά θεωρηθεί ως εξειδικευμένο θέμα που ασφυκτιά υπό το βάρος του πολιτικού ρεαλισμού.
Αλλάζοντας το αφήγημα
Η εισαγωγή μιας φεμινιστικής εξωτερικής πολιτικής από τη Σουηδία έφερε τα πάνω κάτω, καθώς σηματοδοτεί την πρώτη φορά που ένα κράτος προτεραιοποίησε το φεμινιστικό του όραμα για έναν πιο ειρηνικό κόσμο έναντι συμβάσεων πολλών αιώνων, οι οποίες απογοητεύουν το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού και την πλειοψηφία των κρατών. Υλοποιώντας μια φεμινιστική εξωτερική πολιτική, η Σουηδία ενέπνευσε άλλες χώρες, συμπεριλαμβανομένου του Καναδά, ο οποίος ανακοίνωσε τη φεμινιστική αναπτυξιακή του πολιτική το 2017 και επί του παρόντος επεξεργάζεται τη δική του φεμινιστική εξωτερική πολιτική. Ενθάρρυνε, επίσης, άλλες πρωτοβουλίες και συνασπισμούς, πολιτικά κόμματα, συμπεριλαμβανομένου του Κόμματος για την Ισότητα των Γυναικών του Ηνωμένου Βασιλείου και βουλευτές του γερμανικού κόμματος των Πρασίνων. Πράγματι, το Κέντρο Φεμινιστικής Εξωτερικής Πολιτικής δεν θα υπήρχε με τις τρέχουσες δυνατότητές του, εάν δεν έδειχνε αυτό το θάρρος η Wallström, η οποία με τη σειρά της στηρίχθηκε σε ώμους γιγάντων.
Το κίνημα της φεμινιστικής εξωτερικής πολιτικής αποτελεί μαραθώνιο. Παλεύουμε για μια προσέγγιση στην εξωτερική πολιτική που αναγνωρίζει τις διακρίσεις κατά πολιτικών μειονοτήτων και επικρίνει την έμφυλη και τη σεξουαλική βία ως εκφράσεις πατριαρχικών δομών αντί να τις απορρίπτει ως σποραδικές πράξεις βίας. Μια φεμινιστική εξωτερική πολιτική εφαρμόζει αποτελεσματικά και ολόψυχα διεθνείς συνθήκες και ψηφίσματα που ενισχύουν τα δικαιώματα και τη συμμετοχή γυναικών και άλλων πολιτικών μειονοτήτων, όπως τη Σύμβαση για την εξάλειψη κάθε μορφής διάκρισης έναντι των γυναικών (CEDAW) και το υπ’ αριθμόν 1325 ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ για τις Γυναίκες, την Ειρήνη και την Ασφάλεια. Πρόκειται για μια προσέγγιση που υπολογίζει τις διακρίσεις λόγω φυλής, τάξης, ηλικίας, φύλου, θρησκείας και τυχόν αναπηριών και τον τρόπο που αυτές είναι συνυφασμένες οδηγώντας σε ευρέως ποικίλες διακρίσεις. Τέλος, μια φεμινιστική εξωτερική πολιτική πρέπει να είναι πάντα διατομεακή.
Τι είναι η φεμινιστική εξωτερική πολιτική;
Εστιάζοντας στις ανάγκες και τις προοπτικές υποεκπροσωπούμενων ομάδων στην εξωτερική πολιτική, η φεμινιστική εξωτερική πολιτική θέτει ως βασικό σημείο αναφοράς της ασφάλειας το άτομο αντί για το κράτος και αποσκοπεί στην προαγωγή της ανθρώπινης ασφάλειας, η οποία ορίζεται ως εξής:
«η ασφάλεια από τη διαρκή απειλή πείνας, ασθενειών, εγκλημάτων και καταστολής και η προστασία από την αιφνίδια και οδυνηρή αναστάτωση των μοτίβων της καθημερινότητας στα σπίτια, τη δουλειά ή τις κοινότητες».
Τα ασφαλή κράτη δεν αντιστοιχούν απαραίτητα σε ασφαλείς ανθρώπους. Στην πραγματικότητα, τα ασφαλή κράτη μπορούν, επίσης, να καταστήσουν τον λαό τους ανασφαλή.
Ως εκ τούτου, η φεμινιστική εξωτερική πολιτική συνεπάγεται, πρώτον, την αναγνώριση ότι αδικίες, συμπεριλαμβανομένης μεταξύ άλλων της ανισότητας ανάμεσα στα φύλα, υφίστανται παγκοσμίως. Δεύτερον, μια φεμινιστική εξωτερική πολιτική συμβάλλει προληπτικά στην εξάλειψη των εν λόγω αδικιών και στην υπερνίκηση μοτίβων καταπίεσης και αποκλεισμού, όπως η λευκή υπεροχή και η πατριαρχία. Πέραν του ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι παγκόσμια δικαιώματα, η βιωσιμότητα της ειρήνης και η πρόληψη των συρράξεων θα παραμείνει ουτοπία χωρίς τη φεμινιστική εξωτερική πολιτική. Έρευνα, όπως αυτή της Valeria Hudson, επισημαίνει ότι ο σημαντικότερος παράγοντας στον καθορισμό του επιπέδου ειρήνης μιας χώρας είναι το επίπεδο της ισότητας των φύλων. Αυτή η συνεχώς αυξανόμενη έρευνα είναι που οδήγησε τη Wallström να κάνει το δημοφιλές σχόλιο: «Η φεμινιστική εξωτερική πολιτική συνιστά μια έξυπνη πολιτική. Δεν είναι απλώς το σωστό».
Εάν τα κράτη ανά τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας με τις Κατευθυντήριες γραμμές πολιτικής για την πρόληψη κρίσεων, την επίλυση συρράξεων και την οικοδόμηση της ειρήνης, έχουν ειλικρινά σοβαρές προθέσεις για την οικοδόμηση της ειρήνης και την πρόληψη των συγκρούσεων, η εξωτερική πολιτική και η πολιτική ασφαλείας θα πρέπει να εστιάσουν στην εξάλειψη των αδικιών και των ανισοτήτων, την προτεραιοποίηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ως προσέγγιση εθνικής ασφάλειας και την αναδιανομή της εξουσίας, σε τοπικό και παγκόσμιο επίπεδο. Η φεμινιστική εξωτερική πολιτική είναι αυτό ακριβώς. Ενεργεί ως εργαλείο ανάλυσης της εξουσίας: Ποιος κατέχει την εξουσία, ποιος τη χρησιμοποιεί, πώς διατηρείται και για ποιους σκοπούς; Διερωτάται ποιος παίρνει τον λόγο ή λαμβάνει αποφάσεις, ποιος αναγκάστηκε να σιωπήσει και ποιανού οι ανάγκες και οι εμπειρίες προτεραιοποιούνται και θεωρούνται σχετικές. Μόνο μέσω της ανάλυσης αυτής της δυναμικής εξουσίας μέσα από έναν φεμινιστικό φακό γίνεται κατανοητό ότι οι συνέπειές της είναι καταστροφικές.
Η φεμινιστική εξωτερική πολιτική αφορά την αμφισβήτηση του κατεστημένου και την αναγνώριση ότι κάτι δεν καθίσταται σωστό ή δίκαιο απλώς επειδή αποτέλεσε κανόνα για δεκαετίες. Τα παραπάνω ισχύουν ακριβώς επειδή η καθιέρωση πολλών εξ αυτών των κανόνων, δομών και διαδικασιών έχει διαμορφωθεί από ένα μικρό ποσοστό του πληθυσμού.
Η φεμινιστική εξωτερική πολιτική επιζητά τη ριζική επαναπροτεραιοποίηση των προβληματισμών των εξωτερικών υποθέσεων. Κυρίως, η φεμινιστική εξωτερική πολιτική επιτάσσει την εγκατάλειψη της στρατιωτικοποίησης των δομών ασφαλείας. Μια φεμινιστική προσέγγιση στην εξωτερική πολιτική απορρίπτει την κοινή πεποίθηση ότι «τα περισσότερα όπλα είναι αυτά που φέρνουν περισσότερη ασφάλεια και τα πυρηνικά όπλα εγγυώνται απόλυτα την ασφάλεια επειδή είναι τα μεγαλύτερα και τα χειρότερα», όπως το θέτει το Ray Acheson, επικεφαλής διεύθυνσης του προγράμματος Reaching Critical Will.
Μια φεμινιστική εξωτερική πολιτική νιώθει άβολα με το γεγονός ότι οργανισμοί όπως το ΝΑΤΟ, μια στρατιωτική συμμαχία που έχει εν πολλοίς οικοδομηθεί με βάση την πεποίθηση ότι η ασφάλεια απορρέει από την ικανότητα κυριαρχίας, θεωρούνται εγγυητές της ασφάλειας. Μια φεμινιστική εξωτερική πολιτική καλωσορίζει την ίδρυση υπουργείων ειρήνης, όπως συνέβη πρόσφατα σε Καναδά και Αιθιοπία, καθώς δείχνει ότι η ειρήνη είναι εξίσου σημαντική με την εθνική άμυνα στην εξωτερική πολιτική.
Μια φεμινιστική εξωτερική πολιτική νιώθει άβολα με το γεγονός ότι τέσσερα από τα πέντε μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, ενός σώματος του οποίου η εντολή είναι να διαφυλάσσει τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια σύμφωνα με τον Καταστατικό Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, συγκαταλέγονται στους πέντε μεγαλύτερους εξαγωγείς όπλων του κόσμου. Μαζί με τη Γερμανία, οι ΗΠΑ, η Ρωσία, η Γαλλία και η Κίνα ευθύνονται για το 74% όλων των εξαγωγών όπλων στην περίοδο 2013-17. Αντί να αποτελούν τον διεθνή όμιλο των κορυφαίων εξαγωγέων όπλων, τα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ θα έπρεπε να είναι πρωτεργάτες για την προώθηση της ειρήνης και την εξάλειψη των ανισοτήτων παγκοσμίως, οι οποίες ανισότητες βρίσκονται στη βάση των περισσότερων συρράξεων. Η Διεθνής Ένωση Γυναικών για την Ειρήνη και την Ελευθερία δημοσίευσε πρόσφατα ένα κατευθυντήριο σημείωμα για τα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας με τίτλο «Προς ένα φεμινιστικό Συμβούλιο Ασφαλείας», περιγράφοντας σαφώς πώς μέτρα, όπως η ενίσχυση των συνεργασιών με την κοινωνία γυναικών πολιτών, η προτεραιοποίηση της ανάλυσης των συγκρούσεων με βάση το φύλο και η διασφάλιση της δράσης για τον αφοπλισμό μεταξύ άλλων, θα οδηγούσαν σε έναν πιο ειρηνικό κόσμο. Η καθοδήγηση αφορά εξίσου τη Γερμανία, η οποία μόλις ξεκίνησε τη διετή της θητεία ως μη μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας. Σε αυτό το αρχείο web συζητείται τι σχεδιάζει να κάνει η Γερμανία και τι θα έπρεπε να κάνει ιδιαιτέρως σε σχέση με την υλοποίησης της ατζέντας για τις Γυναίκες, την Ειρήνη και την Ασφάλεια.
Εκτός από την προώθηση της ανθρώπινης ασφάλειας και της ισότητας, η υπερνίκηση του μιλιταρισμού θα αποδέσμευε επίσης εκατομμύρια ευρώ. Η Scilla Elworthy, τρεις φορές υποψήφια για το βραβείο Νόμπελ Ειρήνης και συγγραφέας του έργου «Business Plan for Peace» («Επιχειρηματικό Σχέδιο για την Ειρήνη»), σχολιάζει: «Δαπανούμε 1.686 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ ετησίως για τη στρατιωτικοποίηση, τη στιγμή που 38 δισεκατομμύρια δολάρια θα έφερναν καθαρό νερό και εγκαταστάσεις υγιεινής σε κάθε παιδί του πλανήτη». Υπολογίζοντας το κόστος για την πρόληψη των συρράξεων και του πολέμου, προσθέτει: «Θα μπορούσαμε να έχουμε μέτρα πρόληψης αξίας 2 δισεκατομμυρίων δολαρίων, ενώ ξοδεύουμε 1.686 δισεκατομμύρια δολάρια για τη στρατιωτικοποίηση».
Εκτός από το να επανευθυγραμμίζει την ανάλυση, τους στόχους και τις προτεραιότητες της εξωτερικής πολιτικής, μια φεμινιστική προσέγγιση στην εξωτερική πολιτική αμφισβητεί, επίσης, τον τρόπο λειτουργίας των τρεχουσών πολιτικών διαδικασιών. Είναι συνώνυμη της διασφάλισης της ίσης συμμετοχής σε όλες τις ιεραρχίες όλων των φορέων που διαμορφώνουν και υλοποιούν την εξωτερική πολιτική, από τα υπουργεία μέχρι τις πρεσβείες και τους συνεργάτες υλοποίησης. Αξιολογεί διαρκώς εάν οι πολιτικές διαδικασίες επιτρέπουν την ίση επιρροή των πολιτικά περιθωριοποιημένων και αναζητά ενεργά τη συνεργασία των φορέων της κοινωνίας των πολιτών που προωθούν την ισότητα των φύλων και τα δικαιώματα των πολιτικών μειονοτήτων. Μια φεμινιστική εξωτερική πολιτική αναγνωρίζει, επίσης, τη συνεχιζόμενη αποικιακή κληρονομιά εντός των εξωτερικών υποθέσεων και προσπαθεί ενεργά να την υπερνικήσει. Κυρίως, μια φεμινιστική εξωτερική πολιτική υποστηρίζει πάντα τη συνεργασία έναντι της κυριαρχίας. Προωθεί τη συμπερίληψη και συμπράξεις έναντι της κυριαρχίας και του αποκλεισμού. Τονίζει τα κοινά σημεία σύγκλισης των ανθρώπων ανά τον κόσμο αντί να ενισχύει τη διαίρεση και να ξεχωρίζει «εμάς» από «αυτούς».
Γυναίκες, Ειρήνη και Ασφάλεια
Η φεμινιστική εξωτερική πολιτική περιλαμβάνει και οικοδομείται πάνω στην ατζέντα για τις Γυναίκες, την Ειρήνη και την Ασφάλεια (ατζέντα WPS), αλλά επεκτείνεται και πέρα από αυτή. Ιδρυτικό έγγραφο της ατζέντας WPS αποτελεί το υπ’ αριθμόν 1325 (του 2000) ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και τα επτά συναφώς εκδοθέντα ακόλουθα έγγραφα αυτού. Η επιτυχία της ατζέντας WPS αποτελεί επιτυχία των φεμινιστικών οργανώσεων λαϊκής βάσης και της κοινωνίας των πολιτών που έχουν τις ρίζες τους στην προαναφερθείσα Διάσκεψη Ειρήνης της Χάγης του 1915 και έχουν προβάλει ως αίτημα την ισότητα των φύλων εντός των διεθνών σχέσεων για δεκαετίες.
Η ατζέντα WPS προβλέπει επιπλέον ότι οι παγκόσμιες ανισότητες αποτελούν θέμα πολέμου και ειρήνης. Όπως έχει επανειλημμένα δείξει η διεθνής έρευνα για τις συγκρούσεις, με πρωτοπόρο τη Frances Stewart, όσο μεγαλύτερες είναι οι διαφορές ανάμεσα σε διαφορετικές ομάδες ανθρώπων, τόσο πιθανότερο είναι να προκύψει βίαιη σύγκρουση εντός ή μεταξύ των κοινωνιών, ιδιαιτέρως εάν αυτές οι ανισότητες επιμένουν διαχρονικά, μεταξύ κοινωνικά διακριτών ομάδων ή εάν όσοι έχουν περιθωριοποιηθεί δεν έχουν την ευκαιρία να κάνουν τη φωνή τους να ακουστεί στις πολιτικές διαδικασίες. Οι ειρηνευτικές συμφωνίες είναι 35% πιο πιθανό να κρατήσουν τουλάχιστον 15 χρόνια, όταν οι γυναίκες εμπλέκονται στην ειρηνευτική διαδικασία που οδηγεί στη σύναψη συμφωνίας. Χώρες με υψηλό επίπεδο ισότητας των φύλων είναι, επίσης, λιγότερο επιρρεπείς σε βίαιους εξτρεμισμούς. Πράγματι, η ισότητα των γυναικών είναι περισσότερο σημαντική από τη δημοκρατία και το ΑΕΠ για τη βιωσιμότητα ενός κράτους.
Η δύναμη της συμπερίληψης
Παρ’ όλα αυτά, η γνώση και η έρευνα από μόνες τους σπάνια κλυδωνίζουν τις κυρίαρχες δομές και συμβάσεις. Οι εκπρόσωποι πολιτικών μειονοτήτων, συμπεριλαμβανομένων των γυναικών, συνεχίζουν μαζικά να υποεκπροσωπούνται στις πολιτικές θέσεις και διαδικασίες, μεταξύ άλλων και στις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις. Αυτό καθιστά αδύνατη την επαρκή έκφραση των αναγκών και των ενδιαφερόντων του 50% του πληθυσμού στην ειρηνευτική συμφωνία. Κάτι τέτοιο καθίσταται επιβλαβές για μια κοινωνία που αναδύεται μέσα από συγκρούσεις, καθώς ένα νέο, πιο ειρηνικό κεφάλαιο μιας χώρας υποτίθεται ότι ξεκινά. Αυτό θα λειτουργήσει μόνο αν η συμπερίληψη αποτελέσει την κατευθυντήρια αρχή, καθώς η κοινωνία δεν μπορεί να εξαντλήσει όλες της τις δυνατότητες βασιζόμενη στις ανάγκες και τους κανόνες των λίγων.
Ωστόσο, ακόμα και στην Κολομβία, όπου η ειρηνευτική διαδικασία μνημονεύεται συχνά ως μία από τις πιο συμπεριληπτικές του κόσμου, οι γυναίκες και άλλες περιθωριοποιημένες ομάδες της κοινωνίας δεν προσκλήθηκαν στις διαπραγματεύσεις εξ αρχής, αλλά έπρεπε αντ’ αυτού να ασκήσουν πίεση για να εισέλθουν. Η φεμινιστική ανάλυση των ειρηνευτικών συμφώνων και ο συμπεριληπτικός χαρακτήρας της διαδικασίας αποτελεί δική τους επιτυχία. Η Catalina Ruiz-Navarro, στο άρθρο της που συγκαταλέγεται σε αυτό το αρχείο web, περιγράφει την ειρηνευτική διαδικασία της Κολομβίας από μια φεμινιστική οπτική και υπογραμμίζει ότι υπάρχει ένας διαφορετικός τρόπος κατανόησης της ασφάλειας, όχι μόνο αυτός που διέρχεται μέσα από την αντίληψη των ανδρών, όπως φαίνεται στην Κολομβία, όπου από την υπογραφή του ειρηνευτικού συμφώνου οι γυναίκες υπέρμαχες των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δέχονται ολοένα και περισσότερες επιθέσεις.
Ο διαφορετικός αντίκτυπος των πολιτικών
Η φεμινιστική εξωτερική πολιτική δεν είναι τίποτα λιγότερο από μια ειλικρινή προσπάθεια κατανόησης των διαφορετικών αντικτύπων μιας πολιτικής στα άτομα όλων των φύλων, τάξεων και φυλών. Ωστόσο, αυτοί οι διαφοροποιημένοι αντίκτυποι συχνά δεν λαμβάνονται υπόψη ούτε στην ακαδημαϊκή ούτε στην πρακτική σφαίρα. Η λέκτορας του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης και μέλος της Συμβουλευτικής Επιτροπής του Κέντρου Φεμινιστικής Εξωτερικής Πολιτικής δρ. Jennifer Cassidy γράφει: «από τους βασιλιάδες, τους σουλτάνους, τους πρίγκιπες, τους εμίρηδες, τους πρωθυπουργούς μέχρι τις κυβερνήσεις, τους ειδικούς απεσταλμένους και τους εκπροσώπους τους, οι άντρες έχουν λειτουργήσει ως οι βασικοί συντάκτες και διοργανωτές της γεωπολιτικής τάξης από τις απαρχές της ανθρώπινης ιστορίας». Περαιτέρω, υποστηρίζει ότι αυτός ο ανδροκεντρισμός, ως συλλογισμός από την οπτική γωνία των λευκών, δυτικών αντρών που επικρατούν στο πεδίο, καταπνίγει τις εμπειρίες των γυναικών και των πολιτικών μειονοτήτων και τους αρνείται τη δυνατότητα δράσης.
Για να δώσουμε ένα απτό παράδειγμα, η Erin Kamler υποστηρίζει σε αυτό το αρχείο web ότι μια φεμινιστική εξωτερική πολιτική ως προς τη Μιανμάρ μέσω διεθνών οργανισμών και φορέων δεν μπορεί να περιλαμβάνει μη στοχευμένες κυρώσεις, τις οποίες εξετάζει επί του παρόντος η ΕΕ. Γράφει: «Η διεθνής κοινότητα (και ιδιαιτέρως η ΕΕ) πρέπει να αποφύγουν, ωστόσο, την εν λευκώ επιβολή κυρώσεων στη Μιανμάρ ως τρόπο πίεσης των στρατιωτικών, καθώς τέτοιου είδους κυρώσεις είναι πιθανό να θίξουν χιλιάδες γυναίκες που εργάζονται σε διάφορους επισφαλείς τομείς εργασίας (όπως η βιομηχανία της κλωστοϋφαντουργίας) καθώς και τις ακτιβιστικές οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών που συνεχίζουν να παράγουν κρίσιμο έργο».
Φεμινιστική εξωτερική πολιτική – κέρδος για μια βιώσιμη παγκόσμια πολιτική ασφαλείας
Αν κάποια χώρα ή φορέας έχει σοβαρές προθέσεις σε σχέση με την πρόληψη των συρράξεων, την επίτευξη των στόχων για τη βιώσιμη ανάπτυξη και την προώθηση της ειρήνης, είναι επιτακτική μια εξωτερική πολιτική που εστιάζει στην εξάλειψη των αδικιών, με άλλα λόγια μια φεμινιστική εξωτερική πολιτική. «Εάν δεν έχουμε μια φεμινιστική εξωτερική πολιτική, αποτυγχάνουμε. Αποτυγχάνουμε τελικά να καταλάβουμε τι θα έπρεπε να αφορά η εξωτερική πολιτική», λέει η Clare Hutchinson, από το ΝΑΤΟ.
Μια φεμινιστική εξωτερική πολιτική έχει τη δυνατότητα να δώσει την πιο αισιόδοξη απάντηση στον παγκοσμίως αυξανόμενο λαϊκισμό και απολυταρχισμό, από τις ΗΠΑ μέχρι τη Βραζιλία, την Ουγγαρία και ακόμα παραπέρα. Επομένως, εάν ο φεμινισμός, ήτοι ο αγώνας για διατομεακή ισότητα, είναι ένα από τα πιο επιτυχημένα κινήματα κοινωνικής δικαιοσύνης παγκοσμίως, τότε αυτό το κίνημα έχει τη δύναμη να σταματήσει έναν από τους πιο ελιτίστικους και κλειστούς τομείς της κοινωνίας μας: την εξωτερική πολιτική. Εάν πραγματικά αναζητούμε μια βιώσιμη παγκόσμια πολιτική ασφαλείας, η φεμινιστική εξωτερική πολιτική είναι εκ των ων ουκ άνευ.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στο de.boell.org στις 13 Φεβρουαρίου 2019.