Βόρεια Εύβοια: Νέο μοντέλο αποκατάστασης αλλά με ελλιπή στήριξη

ΑΡΘΡΟ

Η δασική πυρκαγιά στη Βόρεια Εύβοια το καλοκαίρι του 2021 ήταν μία από τις μεγαλύτερες οικολογικές καταστροφές στην Ελλάδα. Τρία χρόνια μετά, και παρά το ευέλικτο μοντέλο διαχείρισης που προκρίθηκε, ουσιαστικές παρεμβάσεις δεν έχουν γίνει. Περικοπές πόρων, καθυστερήσεις, γραφειοκρατία, αντιφατικές αποφάσεις και υποστελέχωση υπηρεσιών είναι αυτά που βασικά εμποδίζουν την αποκατάσταση της περιοχής.

Δάση άρθρο 5

Καίγοντας ανεξέλεγκτη επί οκτώ ημέρες (3-11 Αυγούστου 2021) η πυρκαγιά στη Βόρεια Εύβοια άφησε πίσω της στάχτες 520.000 στρέμματα γης, εκ των οποίων 382.000 στρέμματα δάσους. Η καταστροφή ήταν συγκλονιστική. Για την αποκατάσταση της περιοχής επελέγη ένα πρωτοεμφανιζόμενο μοντέλο: συστάθηκε η Επιτροπή Ανασυγκρότησης της Βόρειας Εύβοιας –μια «επιτροπή σοφών»– με αντικείμενο τον συντονισμό μιας σειράς μελετών για την αναγέννηση της πληγείσας περιοχής. Επικεφαλής ορίστηκε ένα πρόσωπο με εμπειρία δεκαετιών στον δημόσιο βίο, ο Σταύρος Μπένος, ταυτισμένος με την αναμόρφωση της Καλαμάτας –της οποίας υπήρξε δήμαρχος– μετά τον καταστροφικό σεισμό του 1986 και «εμπνευστής» του θεσμού των Κέντρων Εξυπηρέτησης Πολιτών (ΚΕΠ). Η Επιτροπή αυτή τον Ιανουάριο του 2023 παρέδωσε τις προτάσεις της στον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη.

Η διαχείριση της «επόμενης ημέρας» παραμένει σήμερα υπό κρίση. Περίπου τρία χρόνια μετά την καταστροφή, επιμένουν οι παραλληλισμοί με το ολοκαύτωμα της Ηλείας (Αύγουστος 2007). Ειδικότερα, επιστήμονες με εξειδίκευση στο αντικείμενο των δασικών πυρκαγιών είναι ανάμεσα σε όσους αναρωτιούνται αν οι μέχρι σήμερα πρωτοβουλίες, οι μελέτες, οι εξαγγελίες, θα λιμνάσουν εν τέλει όπως οι δωρεές του «Ταμείου Μολυβιάτη»[1]. Οι δημοσιονομικές αντλίες στενεύουν και το κράτος τείνει να αποσύρεται από κρίσιμους –ειδικά σε συνθήκες κλιματικής κρίσης– περιβαλλοντικούς τομείς. Όσον αφορά το δάσος της Βόρειας Εύβοιας, η έως σήμερα αποκατάστασή του επιτυγχάνεται ουσιαστικά από την αναγέννηση της ίδιας της φύσης και μόνο.

Περιορισμένες οι εκτάσεις και οι δαπάνες αναδάσωσης

Το master plan της Επιτροπής Μπένου για το «Νέο Δάσος» –όπως έχει ονομαστεί από τον ίδιο τον Σταύρο Μπένο– περιλαμβάνει 16 δράσεις και έργα, από τα οποία τα έξι αφορούν την αναδάσωση. Επισήμως, έχουν κηρυχθεί αναδασωτέα 383.140 στρέμματα καμένων εκτάσεων (ΦΕΚ Δ’ 776/5-11.2021). Με την «Οριστική Μελέτη Αναδάσωσης» –μία από τις μελέτες υλοποίησης των έργων και των δράσεων του «Νέου Δάσους»– που συντάχθηκε τον Φεβρουάριο (και παραδόθηκε τον Απρίλιο) του 2023 από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ), προκρίνεται η αναδάσωση μόλις 9.383,8 στρεμμάτων.

Η μελέτη υπολογίζει σε 339.694 στρέμματα τις καμένες δασικές εκτάσεις (μέγεθος σχεδόν πανομοιότυπο με τους υπολογισμούς της ψηφιακής χαρτογράφησης της καμένης έκτασης), στις οποίες κυριαρχούν η χαλέπιος πεύκη (302.600 στρέμματα), η μαύρη πεύκη (13.929 στρέμματα) και η ελάτη (9.563 στρέμματα). Τα υπόλοιπα 13.602 στρέμματα είτε περιλαμβάνουν κατά κύριο λόγο άλλα είδη είτε είναι λιβάδια, θαμνώδη ή άγονα εδάφη (όλα εμπίπτουν σε χαρακτηρισμένες ως δασικές εκτάσεις).

Η χαλέπιος πεύκη έχει τη δυνατότητα να αναγεννάται μόνη της, εφόσον δεν έχει καεί ξανά σε ένα σχετικά πρόσφατο παρελθόν (15 έτη). Κι αυτό γιατί τα σπέρματα που παράγει δεν απελευθερώνονται όλα κάθε χρονιά αλλά παραμένουν κλειστά πάνω στο δέντρο για πάνω από 10 έτη, δημιουργώντας μια υπέργεια τράπεζα από σπέρματα τα οποία είναι υπεύθυνα για τη μεταπυρική αναγέννηση. Αντιθέτως, ελάτη και μαύρη πεύκη απαιτούν (τεχνητή) αναδάσωση. Τα δύο αυτά είδη αθροίζουν 23.492 στρέμματα.

Οι «διπλοκαμένες» εκτάσεις χαλεπίου πεύκης υπολογίζονται σε 129.960 στρέμματα, αλλά τα στρέμματα που κάηκαν μετά το 2005 (την τελευταία 15ετία δηλαδή) και στερούνται ικανότητας αναγέννησης ανέρχονται σε 10.136. Οι διπλοκαμένες εκτάσεις χαλεπίου και οι καμένες εκτάσεις μαύρης πεύκης και ελάτης αθροίζουν 33.632 στρέμματα, σύμφωνα πάντα με τη μελέτη.

Σε ποσοστό μεγαλύτερο του 70% οι δασικές εκτάσεις της επίμαχης περιοχής είναι μη δημόσιες (π.χ. ιδιωτικές, συνδιακαταχόμενες – δηλαδή εκτάσεις που ανήκουν στο δημόσιο αλλά η διαχείρισή τους γίνεται από ιδιώτες) και η μελέτη αναδάσωσης επικεντρώνεται «κατά κύριο λόγο στα δημόσια δάση, καθώς αυτά αποτελούν πρώτη προτεραιότητα και η πολιτεία είναι η άμεση υπεύθυνη». Ταυτόχρονα, όμως, αφήνονται νύξεις για ελλιπείς πόρους: «Ο περιορισμένος προϋπολογισμός των 15.000.000 [ευρώ] του έργου δεν μπορεί να καλύψει πλήρως την αναδάσωση όλων των καμένων περιοχών της Εύβοιας».

 

Το "Σχέδιο Μπένου" για τη Βόρεια Εύβοια

Το ευρύτερο σχέδιο για την αποκατάσταση της Βόρειας Εύβοιας περιλαμβάνει 71 έργα και δράσεις συνολικού προϋπολογισμού 389,8 εκατ. ευρώ, μεταξύ άλλων και έργα υποδομών, όπως ο νέος οδικός άξονας πρόσβασης στην περιοχή. Αναφορικά με το δάσος προβλέπει 16 έργα και δράσεις, από τα οποία έχουν ολοκληρωθεί τέσσερα: α) το πρόγραμμα «Απόληψις» (ψηφιακή καταγραφή των δένδρων που υλοτομούνται), β) η αποκατάσταση υποδομών δασικής αναψυχής (π.χ. περιηγητικές διαδρομές), γ) η αποκατάσταση του Δασικού Χωριού Παπάδων (οργανωμένος χώρος αναψυχής), δ) η υδρολογική μελέτη για τη χωροθέτηση σημείων αποθήκευσης υδάτων. Σε εκκρεμότητα βρίσκονται 12 έργα και δράσεις: 6 για την αναδάσωση, 2 για τον «βιώσιμο καθαρισμό», το «πρόγραμμα μη δημόσιας δασοπονίας», η συντήρηση πεζοπορικών διαδρομών στα όρη Τελέθριον και Λίχα, η κατασκευή ενός μονοπατιού (με ονομασία «Μονοπάτι 21») που θα διασχίζει σχεδόν όλα τα βουνά της Εύβοιας (βόρειας και νότιας), καθώς και ένα σύνθετο πρόγραμμα με στόχο την πρόληψη νεότερων δασικών πυρκαγιών στην περιοχή.

 

Λόγος για απώλεια δύο φυτευτικών περιόδων

Οι αναφορές για περιορισμένους πόρους συμπίπτουν με τις γενικότερες εξελίξεις στις αναδασώσεις. Τον Νοέμβριο του 2020 ο τότε υπουργός Περιβάλλοντος Κωστής Χατζηδάκης είχε εξαγγείλει ένα 10ετές (2020-2030) «Εθνικό Σχέδιο Αναδασώσεων», με συνολική «δεξαμενή» 700 εκατ. ευρώ (309 εκατ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης, 391 εκατ. ευρώ από ΕΣΠΑ, Πρόγραμμα Αγροτικής Ανάπτυξης κ.ά.), αλλά στη συνέχεια οι κυβερνητικές αναφορές έριξαν τη συμμετοχή του Ταμείου Ανάκαμψης στα 200 εκατ. ευρώ. Τον Μάρτιο του 2023 ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών (και νυν υπουργός Περιβάλλοντος) Θεόδωρος Σκυλακάκης τροποποίησε και μετονόμασε το έργο σε «Εθνικό Σχέδιο Αναδάσωσης – Πρόγραμμα Προστασίας Δασών (Antinero II)».

Μεγαλύτερο βάρος έπεσε σε εργασίες καθαρισμού των δασών και απομάκρυνσης της καύσιμης ύλης. Οι δε αρχικές εξαγγελίες για αναδάσωση 500.000 στρεμμάτων κατέληξαν να αναφέρονται στα επίσημα έγγραφα σε 165.000 στρέμματα.

Οι σχετικοί διαγωνισμοί, χάριν ταχύτητας και διαφάνειας, ανατέθηκαν στο ΤΑΙΠΕΔ, το οποίο τον Οκτώβριο του 2023 προκήρυξε έργα αναδασώσεων συνολικού προϋπολογισμού 55,7 εκατ. ευρώ (69 εκατ. συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ) σε περίπου 57.000 στρέμματα σε Αττική και Θεσσαλονίκη, όχι όμως στη Βόρεια Εύβοια[2]. Από το 2020 έως σήμερα, ουδέποτε έγινε ξανά λόγος για τη «δεξαμενή» των 700 εκατ. ευρώ.

Για την αναδάσωση των 9.383,8 στρεμμάτων στην Εύβοια έχουν μεν εξασφαλιστεί 16 εκατ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης, σύμφωνα με αρμόδια στελέχη του υπουργείου Περιβάλλοντος, ωστόσο οι σχετικές διαγωνιστικές διαδικασίες του ΤΑΙΠΕΔ δεν είχαν ξεκινήσει έως την περίοδο που γράφονταν αυτές οι γραμμές (μέσα Φεβρουαρίου 2024). Στόχος ήταν να ξεκινήσουν «άμεσα», ώστε περίπου 180.000 δενδρύλλια να μεταφερθούν το ταχύτερο δυνατό από το δημόσιο φυτώριο της Οργάνης, στη Ροδόπη, και να μεταφυτευτούν στη Βόρεια Εύβοια.

Το Δασαρχείο Λίμνης Ευβοίας είχε ζητήσει η αναδάσωση να γίνει το αργότερο έως τις 20 Μαρτίου (λόγω ευνοϊκών κλιματικών συνθηκών), ημερομηνία που φαίνεται πως έχει χαθεί. Αντιθέτως, ο κ. Μπένος αντικρούει τα περί καθυστερήσεων και δηλώνει ότι ακολουθούνται τα προγραμματισμένα χρονοδιαγράμματα. «Αφετηριακό σημείο για τις αναδασώσεις είναι το φθινόπωρο του 2024», αντέτεινε σε συνομιλία μας, προσθέτοντας ότι μια πρώτη «πιλοτική» αναδάσωση 20.000-30.000 φυταρίων θα επιχειρηθεί τον Απρίλιο και τα υπόλοιπα δενδρύλλια θα μεταφυτευτούν τους φθινοπωρινούς μήνες, ενώ ετοιμάζονται ακόμη 1.000.000 φυτάρια χαλεπίου πεύκης και πλατύφυλλων, όπως καρυδιές και καστανιές, που προορίζονται να τοποθετηθούν γύρω από μικρούς οικισμούς.

Τα δενδρύλλια στην Οργάνη είναι σχεδόν δύο ετών, μια ηλικία κατάλληλη για τη μεταφύτευσή τους (για την ελάτη κατάλληλη είναι η ηλικία τριών ετών). Αποτέλεσμα των καθυστερήσεων θα είναι μειωμένα ποσοστά επιβίωσης των δενδρυλλίων και απώλειες στις μεταφυτεύσεις.

Σύμφωνα με τους μελετητές του ΑΠΘ, έχει ολοκληρωθεί και επίκειται η παράδοση πρόσθετης μελέτης αναδάσωσης για τις μη δημόσιες εκτάσεις. Στελέχη του Δασαρχείου αφενός καυτηριάζουν τις καθυστερήσεις και την απώλεια δύο φυτευτικών περιόδων (Οκτώβριος 2023 η πρώτη, Μάρτιος 2024 η δεύτερη), αφετέρου επισημαίνουν ότι «είχαμε ζητήσει μια ολοκληρωμένη μελέτη για όλα τα δάση – και τα ιδιωτικά. Επιλέχθηκαν όμως μόνο τα δημόσια». Στις εκτάσεις όπου κυριαρχεί η χαλέπιος πεύκη και υπάρχει δυνατότητα φυσικής αναγέννησης (δεν είναι δηλαδή διπλοκαμένες), τα νέα δέντρα έχουν αναγεννηθεί σε μεγάλο πλήθος και έχουν ξεπεράσει το ένα με ενάμισι μέτρο. «Η φύση έχει κάνει καλή δουλειά», επισημαίνουν γνώστες του σημερινού τοπίου.

Το ζήτημα των δασών σε μη δημόσιες εκτάσεις

Εφόσον εντοπίζονται δυσχέρειες στις εκτάσεις όπου «η πολιτεία είναι η άμεση υπεύθυνη», γεννάται το ερώτημα τι μέλλει γενέσθαι με την αναδάσωση στις μη δημόσιες εκτάσεις, που αποτελούν τη συντριπτική πλειονότητα των πληγεισών δασικών εκτάσεων. Οι πολύμορφες σχέσεις ιδιοκτησίας «δημιουργούν ένα πολυσύνθετο πρόβλημα που επιζητεί λύση» και στην παρούσα φάση «ούτε τα δάση ευνοεί, ούτε τους ιδιοκτήτες», παρατηρεί το master plan για το «Νέο Δάσος».

Στα 16 έργα για το «Νέο Δάσος» περιλαμβάνεται και το «Πρόγραμμα Μη Δημόσιας Δασοπονίας», προϋπολογισμού 1,2 εκατ. ευρώ (ΠΕΠ Στερεάς Ελλάδας). Άγνωστο ποια φόρμουλα θα προκριθεί. Το master plan περιέχει πρόταση για υπογραφή Συμφώνου Συνεργασίας μεταξύ ιδιοκτητών και ελληνικού δημοσίου για τη διαχείριση των δασών σε ιδιωτικές εκτάσεις. Από μερίδα της τοπικής κοινωνίας (π.χ. ρητινοκαλλιεργητές) έχει υπάρξει η αντιπρόταση των απαλλοτριώσεων, που όμως απαιτεί μεγάλο οικονομικό κόστος και χρονοβόρες διαδικασίες. «Δεν είμαι υπέρ αυτών των λύσεων», δηλώνει ο κ. Μπένος, προκρίνοντας τις συναινέσεις.

Στροφή στην «οικονομία του δάσους»

Από το δάσος της Βόρειας Εύβοιας εξαρτιόταν ένα σύνολο παραγωγικών δραστηριοτήτων: ρητινοκαλλιέργεια, μελισσοκομία, υλοτομία, παραγωγή κάρβουνου κ.ά. Η απώλεια του δάσους από την πυρκαγιά του 2021 είχε εθνικό αντίκτυπο στην παραγωγή μελιού (το 70% της ελληνικής παραγωγής αποτελείται από μέλι κωνοφόρων, με ένα σημαντικό ποσοστό να προέρχεται από τα πευκοδάση της Βόρειας Εύβοιας), ενώ η απώλεια ρητίνης υπολογίζεται σε 3.100 τόνους, που αντιπροσωπεύουν το 55% της ετήσιας παραγωγής. Ο κ. Μπένος έχει εκφράσει την ισχυρή πεποίθηση ότι η λύση για τη Βόρεια Εύβοια είναι η «οικονομία του δάσους» εστιάζοντας στην αξιοποίηση δασικών υπολειμμάτων και βιομάζας.

Δύο από τα 16 έργα για το «Νέο Δάσος» αφορούν τον συγκεκριμένο τομέα. Αμφότερα έχουν κολλήσει σε μια εκκρεμότητα: απαιτείται συμβατή με το Σύνταγμα νομοθετική ρύθμιση που–πέρα από Δασικούς Συνεταιρισμούς– θα επιτρέψει και σε ΚΟΙΝΣΕΠ (Κοινωνικές Συνεταιριστικές Επιχειρήσεις) να δραστηριοποιηθούν στο δάσος. Μια αντίστοιχη νομοθετική πρωτοβουλία δεν υπάρχει, ενώ η γενικότερη κυβερνητική κατεύθυνση θέλει την είσοδο ιδιωτών στη διαχείριση της υπερβάλλουσας (όπως είναι ο σωστός όρος) βιομάζας. «Οι δασικοί συνεταιρισμοί και οι ΚΟΙΝΣΕΠ είναι η λύση, όχι οι ιδιώτες και η άγρια εκμετάλλευση», τονίζει ο κ. Μπένος, επισημαίνοντας ότι η πρότασή του αποτελεί έναν συνδυασμό κοινωνικής και κυκλικής οικονομίας, τομείς τους οποίους «χρηματοδοτεί γενναία η ΕΕ».

Δασολόγοι αμφισβητούν τα οικονομικά αποτελέσματα της απόληψης βιομάζας. «Τα ελληνικά δάση δεν προσφέρονται για τέτοια εκμετάλλευση. Βρίσκονται κυρίως σε μεγάλα υψόμετρα και δεν προσεγγίζονται εύκολα. Στην Εύβοια κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει μόνο στις προσβάσιμες περιοχές», αναφέρει ο δασολόγος Γιώργος Καρέτσος, συνταξιούχος ερευνητής του ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ.

«Για να υπηρετηθεί η οικονομία του δάσους, θα έπρεπε να έχει υπάρξει στήριξη της ρητινοκαλλιέργειας. Από τη Βόρεια Εύβοια προέρχεται το 85% της πανελλαδικής παραγωγής. Η οικονομική ανάπτυξη από το ρετσίνι ανερχόταν στα 3,5-4 εκατ. ευρώ το χρόνο. Το κολοφώνιο είναι ανάρπαστο στην αγορά. Έχουμε ένα είδος που θα μπορούσε να προσφέρει κέρδη στη χώρα. Γιατί να μη το εκμεταλλευτούμε;», αναρωτιέται ο Βαγγέλης Γεωργαντζής, πρόεδρος του Σωματείου Ρητινοκαλλιεργητών-Δασεργατών Εύβοιας.

Στην «οικονομία του δάσους» μπορεί να ενταχθεί και ο τουρισμός. Από ειδικούς προτείνεται μια προοπτική δασικού τουρισμού, με το σκεπτικό ότι θα προσθέσει περισσότερα βλέμματα και περισσότερη προστασία στο δάσος. Ο δρ Γαβριήλ Ξανθόπουλος, δασολόγος-διευθυντής ερευνών στο Ινστιτούτο Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων του ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ, έχει καταθέσει προτάσεις κατά το παράδειγμα του αμερικανικού εθνικού πάρκου Yellowstone: το πάρκο (έκτασης 8.980 τετραγωνικών χιλιομέτρων) καιγόταν το 1988 επί μήνες, με αποτέλεσμα την καταστροφή του 1/3 της έκτασής του. Η αποκατάστασή του πήρε μορφή εργαστηρίου «και ο κόσμος, μετά από δύο-τρία χρόνια, επέστρεψε για να δει πώς αναγεννάται το τοπίο. Σήμερα έχει πολύ περισσότερους επισκέπτες και είναι ένα πλήρως αναγεννημένο δάσος».

Η κατάρρευση των υπηρεσιών και η είσοδος των ιδιωτών

Σύμφωνα με τις περισσότερες απόψεις που συγκεντρώσαμε, το ευρύτερο «σχέδιο Μπένου» θα μπορούσε να αποτελέσει έναν «πιλότο» – ο πρωθυπουργός άλλωστε έχει προκρίνει την επανάληψη του μοντέλου της Βόρειας Εύβοιας και για τον Έβρο, όπου τον Αύγουστο του 2023 κάηκαν περίπου 1 εκατ. στρέμματα. Αλλά «ένας Μπένος δεν φέρνει την άνοιξη», σχολιάζει σκωπτικά ο κ. Καρέτσος. Οι καλύτερες των προθέσεων για τα δάση έρχονται να συναντήσουν μια σκληρή πραγματικότητα: την κατάρρευση των δασαρχείων από προσωπικό. Χαρακτηριστική η περίπτωση του Δασαρχείου Λίμνης: έχουν απομείνει δύο μόνιμα στελέχη (ο δασάρχης βρίσκεται ένα βήμα πριν από τη συνταξιοδότηση) και οι συμβάσεις των οκτώ εποχιακών εργαζόμενων λήγουν στις 6 Μαΐου. Το επίμονο αίτημα του Δασαρχείου για στελέχωσή του με τρεις δασολόγους και έναν δασοπόνο μένει σε εκκρεμότητα. «Έχει μεγάλη σημασία οι δασικές υπηρεσίες να μένουν πάντα στελεχωμένες με σταθερό ρυθμό και να διατηρείται η εμπειρία», τονίζει ο κ. Καρέτσος.

Τα κενά των δασικών υπηρεσιών φαίνεται ότι ήρθαν να «συμπληρώσουν» σε έναν πρώτο βαθμό οι χορηγοί με τη χρηματοδότηση μελετών (π.χ. το master plan για το «Νέο Δάσος» έγινε με χορηγία των εταιρειών Fourlis και ElvalHalcor, ενώ η μελέτη του ΑΠΘ για την αναδάσωση με χορηγία της της Lidl). Ένα τέτοιο μοντέλο όμως είναι σαφές ότι δεν μπορεί να γίνεται κανόνας, ούτε το κράτος μπορεί να απεμπολεί τον κυρίαρχο ρόλο του στην αποκατάσταση των πληγεισών περιοχών και στη δασοπροστασία.

 

[1] Οι πυρκαγιές στην Ηλεία, που ξέσπασαν τον Αύγουστο του 2007, έκαψαν όχι μόνο δασικές αλλά και οικιστικές εκτάσεις, αφήνοντας πίσω τους 45 νεκρούς. Με σκοπό την αποκατάσταση της καταστροφής συγκροτήθηκε το «Ειδικό Ταμείο Αντιμετώπισης Εκτάκτων Αναγκών», με πρόεδρο τον πρώην υπουργό Εξωτερικών Πέτρο Μολυβιάτη, που συγκέντρωσε χρήματα από 93.000 δωρητές (τράπεζες, επιχειρήσεις και πολίτες ως επί το πλείστον). Εν τέλει, μικρό μέρος του Ταμείου κατευθύνθηκε στις πληγείσες περιοχές. Το μεγαλύτερο μέρος μεταφέρθηκε στον κρατικό προϋπολογισμό την περίοδο που εμφανιζόταν στην Ελλάδα η οικονομική κρίση.

[2] Αναλυτικότερα βλ. datajournalists.co.uk – Άρης Χατζηγεωργίου: «Έκοψαν 644,3 εκατ. ευρώ από το πρόγραμμα αναδάσωσης».