Οι λόφοι γύρω από την Αλεξανδρούπολη είναι μαύροι και χέρσοι, τους κατέκαψαν οι πυρκαγιές του περασμένου καλοκαιριού. Τα κουκουνάρια τρίζουν κάτω απ’ τα βήματα του Γιώργου Πιστόλα, καθώς περπατά μέσα σ’ αυτό που κάποτε ήταν το δάσος του. Ο γιος του ο Κωνσταντίνος ακολουθεί λίγα βήματα πιο πίσω. Οι μαυρισμένοι κορμοί στέκουν τσακισμένοι, ο καρβουνιασμένος φλοιός τους έχει πέσει. Στο βάθος ηχεί το βουητό των αλυσοπρίονων.
Ο Γιώργος σταματά δίπλα σε ένα κούτσουρο που κόπηκε πρόσφατα και αποκαλύφθηκε το ανοιχτόχρωμο ξύλο στο εσωτερικό του. Είναι λες και το δέντρο ήταν πράσινο και γεμάτο ζωή μέχρι χθες. Ωστόσο, έχουν περάσει μήνες από την καταστροφή. Γονατίζει και μετρά τους δακτυλίους του κορμού έναν προς έναν: «Σαράντα οκτώ, σαράντα εννέα, πενήντα», κάνει μια παύση. «Αυτό το δέντρο είχε περίπου την ίδια ηλικία με εμένα».
Το 1972, ο πρώτος δασάρχης της περιοχής έκανε ένα μεγάλο τραπέζι για να γιορτάσει την έναρξη ενός έργου αναδάσωσης μεγάλης κλίμακας, που θα σηματοδοτούσε ένα πιο πράσινο μέλλον για τους κατοίκους της Αλεξανδρούπολης. Δεκαετίες αργότερα, το δάσος τυλίχτηκε στις φλόγες που έκαιγαν ανεξέλεγκτα. Η πυρκαγιά το καλοκαίρι του 2023 ήταν μια από τις πιο καταστροφικές στην ιστορία της περιοχής. Με την ακραία ζέστη και τους δυνατούς ανέμους οι φλόγες εξαπλώθηκαν γρήγορα, καταστρέφοντας εκατοντάδες χιλιάδες στρέμματα γης και προκαλώντας μαζικές εκκενώσεις. Οι αρχές κήρυξαν την περιοχή σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης καθώς η πύρινη κόλαση απειλούσε να καταπιεί ολόκληρα χωριά.
Ο Γιώργος έδωσε νυχθημερόν μάχη με τις φλόγες μαζί με άλλους πυροσβέστες. Ο γιος του ο Κωνσταντίνος δεν τον είδε σχεδόν καθόλου εκείνες τις εβδομάδες, καθώς ο Γιώργος επέστρεφε στο σπίτι μόνο για λίγες ώρες ανήσυχου ύπνου πριν γυρίσει πίσω στην κόλαση.
Καθώς οι φλόγες φούντωναν επικίνδυνα κοντά στην τελευταία περιοχή με ώριμα μεγάλα πεύκα, ο Γιώργος έπρεπε να πάρει μια απεγνωσμένη απόφαση. Η μέθοδος «αντιπύρ» (backfire) –ένας χειρισμός υψηλού ρίσκου που συνήθως εφαρμόζεται από επαγγελματίες δασοπυροσβέστες– ήταν η τελευταία του λύση, ένα στοίχημα που θα μπορούσε να σώσει το δάσος ή να του στοιχίσει την ελευθερία. Η φωτιά που έβαλε είχε στόχο να καταναλώσει την καύσιμη ύλη της πυρκαγιάς και έτσι να σταματήσει την προέλασή της. Κόντρα στα προγνωστικά, το σχέδιο λειτούργησε. Οι φλόγες που έρχονταν ορμητικές σταμάτησαν και ένα μέρος του δάσους σώθηκε. Τελικά ο δασάρχης Πιστόλας παρασημοφορήθηκε για τη φωτιά που έβαλε στο δάσος του.
Ο ίδιος συνήθιζε να απολαμβάνει τον περίπατο στο δάσος. Αλλά η θύμηση αυτή μοιάζει περισσότερο με λαχτάρα για κάτι που δεν θα επιστρέψει ποτέ. Η πυρκαγιά έκαψε το 75% του δάσους που προστάτευε για όλη του τη ζωή. Τώρα που η πυρκαγιά δεν είναι πια παρά μια ζοφερή ανάμνηση, τον βρίσκουμε να επιβλέπει κάτι που μοιάζει με ένα άλλο είδος καταστροφής: την υλοτόμηση των δέντρων.
Ομάδες υλοτόμων, κυρίως άνδρες από κοντινά χωριά, κινούνται μεθοδικά μέσα στο κατεστραμμένο δάσος. Κόβουν τους μαύρους κορμούς και τα καρβουνιασμένα κλαδιά, και στοιβάζουν τα καμένα κούτσουρα σχηματίζοντας κορμοφράγματα, για να αποτραπεί η διάβρωση του εδάφους και να μην παρασύρει το νερό της βροχής ό,τι ελάχιστο έχει απομείνει από το δάσος. Με κάθε δέντρο που ρίχνουν είναι σαν να βάζουν ένα μικρό λιθαράκι για την αναγέννηση του δάσους. «Χωρίς χώμα δεν μπορεί να υπάρξει βλάστηση, και χωρίς βλάστηση δεν υπάρχει άγρια ζωή», εξηγεί. Γνωρίζει πως ίσως να μην ξαναδεί το δάσος σε πλήρη ακμή. «Αλλά ίσως», προσθέτει, στρέφοντας το βλέμμα του στον Κωνσταντίνο, «να μπορέσει ο γιος μου».