- Ποιες εναλλακτικές υπάρχουν για να περιοριστεί η αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη κάτω από 1.5°C;
Γιατί 1.5°C;
Μικρά νησιωτικά κράτη. Με την υποστήριξη της διεθνούς κοινωνίας των πολιτών, αυτές οι χώρες υποστήριξαν εξαρχής ότι η άνοδος της θερμοκρασίας του πλανήτη κατά 2 °C θα επιφέρει κλιματικές αλλαγές που θα κάνουν μη ασφαλή την επιβίωση και το βιοπορισμό τους. Η μέγιστη αύξηση της θερμοκρασίας που θα επιτρέψει ακόμη σε πολλές κοινωνίες και οικοσυστήματα να προσαρμοστούν στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής είναι 1,5 °C.
Ο 1.5°C σχετίζεται επίσης - και πρωτίστως - με την κλιματική δικαιοσύνη: οι παγκόσμιες εκπομπές αυξάνονται και οι μεγάλες αναδυόμενες οικονομίες βρίσκονται πλέον στην ίδια κατηγορία με τις ανεπτυγμένες χώρες ως οι χειρότεροι ρυπαντές στον κόσμο. Ωστόσο, η κλιματική κρίση προκλήθηκε κυρίως από τις εκπομπές συγκεκριμένων χωρών: η μεγάλη πλειονότητα των ανθρώπων του κόσμου δεν έχει ουσιαστική συμβολή σε αυτή όμως θα υποφέρει περισσότερο από τις μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της. Συνεπώς, η κλιματική κρίση είναι το αποτέλεσμα μιας μεγάλης ιστορικής αδικίας.
Η άμβλυνση των επιπτώσεων αυτής της κρίσης στο μέγιστο δυνατό βαθμό είναι επομένως ο μόνος τρόπος για να κινηθούμε προς την κατεύθυνση της παγκόσμιας δικαιοσύνης και να προστατεύσουμε τους ανθρώπους και τα οικοσυστήματα από τις καταστροφικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής.
Η θέσπιση του ορίου του 1,5°C ως δεσμευτικού διεθνούς κλιματικού στόχου παράλληλα με το όριο των 2°C στη συμφωνία του Παρισιού του 2015 ήταν επομένως ένα σημαντικό επίτευγμα.
Κατά την ίδια συνάντηση στο Παρίσι, η Διάσκεψη των Μερών της Σύμβασης-Πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή ανέθεσε στην Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC) την υποβολή ειδικής έκθεσης πάνω στις αναμενόμενες επιπτώσεις της υπερθέρμανσης του πλανήτη κατά 1,5°C πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα και τους τρόπους μείωσης των παγκόσμιων εκπομπών στην κατεύθυνση του 1,5 ° C.
Ποια είναι η διαφορά μεταξύ 1.5°C και 2°C;
Στο πλαίσιο της υπερθέρμανσης του πλανήτη, η διαφορά μεταξύ 1.5°C και 2°C είναι η διαφορά μεταξύ ζωής και θανάτου για εκατομμύρια ανθρώπους καθώς και ζήτημα επιβίωσης για πολυάριθμα νησιωτικά κράτη και οικοσυστήματα. Μια αύξηση 2°C θα σήμαινε μεγαλύτερα θερμικά κύματα, περισσότερα ακραία καιρικά φαινόμενα και τη μη αναστρέψιμη καταστροφή όλων των τροπικών κοραλλιογενών υφάλων στον κόσμο. Οι κακές σοδειές και οι λειψυδρίες θα αυξηθούν επίσης σημαντικά με αυτήν τη διαφορά θερμοκρασίας 0,5°C –για παράδειγμα, στην περιοχή της Μεσογείου, συμπεριλαμβανομένης της Βόρειας Αφρικής- τα επίπεδα της θάλασσας θα αυξηθούν ταχύτερα, θέτοντας σε κίνδυνο πλημμυρών τις παράκτιες περιοχές.
Πάνω από τους 2°C, είναι πολύ πιθανό να προσεγγιστούν βασικά σημεία καμπής στο κλιματικό σύστημα, ενεργοποιώντας μια σειρά αλληλοτροφοδοτούμενων διαδικασιών που θα έβαζαν τον πλανήτη σε μια τροχιά «Καυτής Γης” ("Hothouse Earth") προς μέσες παγκόσμιες θερμοκρασίες 4-5°C πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα και αύξηση των επιπέδων της θάλασσας
Αντιθέτως, ο περιορισμός της αύξησης της θερμοκρασίας του πλανήτη σε 1,5°C, θα μειώσει σημαντικά τους κινδύνους για τους ανθρώπους και τα οικοσυστήματα και θα επιτρέψει σε πολλές κοινωνίες και οικοσυστήματα να προσαρμοστούν στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. Σε περιοχές που απειλούνται ιδιαίτερα από την κλιματική αλλαγή, πολλές από τις οποίες βρίσκονται στον Παγκόσμιο Νότο και έχουν περιορισμένες προσαρμοστικές ικανότητες και πόρους, η διαφορά του 0,5°C είναι καθοριστικής σημασίας.
Μπορούμε να περιορίσουμε την υπερθέρμανση του πλανήτη στον 1,5 °C;
Το μήνυμά μας είναι σαφές: ο περιορισμός της υπερθέρμανσης του πλανήτη σε 1,5°C είναι εφικτός και βιώσιμος. Αν δεσμευτούμε και διαμορφώσουμε ενεργά τον κοινωνικο-οικολογικό μετασχηματισμό που αυτό απαιτεί, μπορούμε να ανοιχτούμε στην προοπτική μιας αξιοπρεπούς ζωής για όλους/ες και ταυτόχρονα να προστατέψουμε τα παγκόσμια οικοσυστήματά μας.
Αλλά ας το πούμε καθαρά: είναι αδύνατο να διατηρηθούν τα κέρδη των ρυπογόνων βιομηχανιών και των πολυεθνικών εταιρειών και να συνεχιστεί η τροφοδοσία της αναπτυξιακής μηχανής που καταβροχθίζει πόρους, χωρίς την παραβίαση των πλανητικών ορίων και την περαιτέρω υποβάθμιση της κοινωνικής δικαιοσύνης και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Χρειαζόμαστε μετασχηματιστικές στρατηγικές που θα μας επιτρέψουν να αφήσουμε τα ορυκτά καύσιμα στο έδαφος, προωθώντας ταυτόχρονα τη δημοκρατική συμμετοχή, την κοινωνική δικαιοσύνη και τη διατήρηση και αποκατάσταση των ήδη κατεστραμμένων και υποβαθμισμένων οικοσυστημάτων. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να απαγκιστρωθούμε από τις υπάρχουσες δομές εξουσίας που παρεμποδίζουν αυτήν τη μεταμόρφωση και την πραγματοποίηση της θετικής αλλαγής προς μια αξιοπρεπή ζωή για όλους. Δεν είναι αφελής ή πολιτικά μη-ρεαλιστική η διεκδίκηση και η απαίτηση αυτής της αλλαγής. Αντιθέτως, δεδομένων των πολλαπλών παγκόσμιων κρίσεων που αντιμετωπίζουμε, είναι απλά μια ριζοσπαστικά ρεαλιστική και απαραίτητη επιλογή.
Όμως τα κλιματικά σενάρια δεν λένε ότι ο στόχος του 1,5°C είναι σχεδόν ανέφικτος;
Αρκετά κλιματικά σενάρια που έχουν έρθει στη δημοσιότητα πολύ πρόσφατα δείχνουν ότι είναι τεχνικά και οικονομικά δυνατό να μειωθούν οι εκπομπές αρκετά γρήγορα ώστε να επιτευχθεί ο στόχος του 1,5°C - χωρίς να χρησιμοποιηθούν τεχνολογίες υψηλού κινδύνου. Όλες οι απαιτούμενες τεχνολογίες και στρατηγικές για να επιτευχθούν αυτές οι μειώσεις στις εκπομπές και για να προστατευθούν και αποκατασταθούν οι φυσικές λεκάνες (δάση, εδάφη, ωκεανοί και τυρφώνες) είναι ήδη διαθέσιμες. Η διαφορά - σε σύγκριση με τα σενάρια των 2°C - είναι ότι πρέπει να υλοποιηθούν πολύ πιο γρήγορα και γενικευμένα.
Ωστόσο, οι πολιτικές και οικονομικές παραδοχές στις οποίες βασίζεται η μεγάλη πλειονότητα των σεναρίων που προέρχονται από τα λεγόμενα Μοντέλα Ολοκληρωμένης Αξιολόγησης (IAM) - το είδος της μοντελοποίησης που χρησιμοποιείται στα οικονομικά του κλίματος – έχουν κι αυτά τα προβλήματά τους: στηρίζονται κυρίως σε τεχνολογικές λύσεις και αυξήσεις αποδοτικότητας αλλά αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα στην περιγραφή μας πιο μετασχηματιστικής κοινωνικής και οικονομικής αλλαγής για τον πραγματικό κόσμο. Βασικά, όλα τα σενάρια βασίζονται στη συνεχή και αδιάσπαστη οικονομική ανάπτυξη, η οποία από την ίδια της τη φύση συνοδεύεται από την αύξηση της κατανάλωσης πόρων και των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο πολλά από αυτά τα μοντέλα βασίζονται στη μεγάλης-κλίμακας επέκταση υποθετικών γεωμηχανικών τεχνολογιών για την απομάκρυνση του διοξειδίου του άνθρακα (CO2) από την ατμόσφαιρα.
Μια πρόσφατη σύντομη μελέτη του Kai Kuhnhenn από το Konzeptwerk Neue Ökonomie δείχνει ότι χρειάζεται επειγόντως μια ριζική αναθεώρηση σε αυτό το ζήτημα, τόσο θεωρητική όσο και πρακτική. Είναι απαραίτητη η μείωση της παραγωγής και της κατανάλωσης στον Παγκόσμιο Βορρά καθώς και μεταξύ των πλούσιων ελίτ του Παγκόσμιου Νότου αν θέλουμε σοβαρά να επιτύχουμε τον στόχο του 1,5°C και να βρούμε κοινωνικά δίκαιες λύσεις απέναντι και σε άλλες κοινωνικοοικονομικές κρίσεις, όπως η απώλεια της βιοποικιλότητας, η εξάντληση των πόρων και η υποβάθμιση των οικοσυστημάτων.
Τι είναι οι «αρνητικές εκπομπές»; Είναι αλήθεια ότι δεν μπορούμε να κάνουμε χωρίς αυτές;
Η έννοια των «αρνητικών εκπομπών» εισήλθε, κατά κύριο λόγο, στη συζήτηση για τις προτεινόμενες πολιτικές και τα οικονομικά σενάρια για το κλίμα μετά από τη δημοσίευση της πέμπτης έκθεσης της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC Fifth Assessment Report) το 2013/2014. Οι «αρνητικές εκπομπές» υποδηλώνουν την αφαίρεση του διοξειδίου του άνθρακα από την ατμόσφαιρα με τεχνολογικά μέσα και την αποθήκευσή του στο υπέδαφος ή στους ωκεανούς.
Η πλειοψηφία των οικονομικών μοντέλων για το κλίμα προχωρούν με τη διαπίστωση ότι κατά το δεύτερο μισό του αιώνα θα έχουμε διαθέσιμη τεχνολογία που θα μας επιτρέπει να αποσπάμε μεγάλες ποσότητες CO2 από την ατμόσφαιρα. Τα νούμερα που συζητιούνται κυμαίνονται από 400 εως 1200 γιγατόνους – δηλαδή 10 με 30 φορές μεγαλύτερα από τις ετήσιες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου όλου του πλανήτη.
Συνήθως προϋποτίθεται ότι αυτές οι «αρνητικές εκπομπές» θα επιτευχθούν μέσα από την ανάπτυξη στο επίπεδο των τεχνικών της γεωμηχανικής και κυρίως των τεχνολογιών αφαίρεσης διοξειδίου του άνθρακα (ΑΔΑ). Οι αποκαλούμενες, κάποιες φορές, και ως τεχνολογίες αρνητικών εκπομπών (ΤΑΕ), αποδεικνύονται πολύ προβληματικές και οι περισσότερες από αυτές τις τεχνικές, επί του παρόντος, υπάρχουν μόνο στα χαρτιά. Οι προτάσεις στο τραπέζι περιλαμβάνουν ένα υψηλό επίπεδο κατανάλωσης ενέργειας και πόρων και θα ωφελήσουν τους ίδιους τους τομείς που φέρουν και τη μεγαλύτερη ευθύνη για την κλιματική κρίση, και κυρίως τη βιομηχανία ορυκτών καυσίμων και την αγροτική βιομηχανία.
Οι περισσότερες από αυτές τις προτεινόμενες τεχνικές βασίζονται στην συλλογή και αποθήκευση άνθρακα (ΣΑΑ), μια ακόμα τεχνολογία που ήδη θεωρείται αμφιλεγόμενη. Η ΣΑΑ αναπτύχθηκε ως μέσο εξόρυξης για ακόμα μεγαλύτερες ποσότητες άνθρακα, πετρελαίου και φυσικού αερίου από το υπέδαφος – και ακριβώς εκεί εστιάζεται και η εμπορική της χρήση σήμερα.
Παράλληλα με τις προτάσεις για τη χρήση τεχνολογικών μέσων μεγάλης κλίμακας, για την αποθήκευση του δεσμευμένου CO2 στο υπέδαφος, προωθούνται και άλλες στρατηγικές για την επίτευξη «αρνητικών εκπομπών» οι οποίες βασίζονται στην αναδάσωση μεγάλων εκτάσεων γης. Ο συνδυασμός των δύο αυτών τεχνικών βρίσκεται επίσης υπό συζήτηση: βιοενέργεια και συλλογή και αποθήκευση άνθρακα – ΒΕΣΑΑ. Αλλά όμως οι μονοκαλλιέργειες βασίζονται σε εκτεταμένη χρήση λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων και καταστρέφουν τη βιοποικιλότητα: με την προοπτική ολοένα και πιο ακραίων καιρικών φαινομένων και υψηλότερων θερμοκρασιών, είναι αβέβαιο αν το CO2 θα παραμείνει αποθηκευμένο. Ωστόσο, κάτι τέτοιο είναι απαραίτητο για να μπορέσει η προσέγγιση αυτή να επιφέρει το επιδιωκόμενο κλιματικό αποτέλεσμα.
Εν συντομία, είναι πολύ πιθανόν οι δυνητικά επιτυχημένες στρατηγικές για την επίτευξη «αρνητικών εκπομπών» να αποτελέσουν τελικά μια δικαιολογία για τη συνέχιση της χρήσης ορυκτών καυσίμων και να αναβάλλουν την όποια μεταρρύθμιση της, καταστροφικής για το κλίμα, βιομηχανικής γεωργίας. Επομένως καμία έκπληξη δεν θα πρέπει να προκαλεί το γεγονός ότι οι μεγαλύτερες πετρελαϊκές εταιρείες και κατ΄ επέκταση η βιομηχανία των πετροχημικών αποτελούν κάποια από τα πιο ισχυρά λόμπι για την ΣΑΑ και τις «αρνητικές εκπομπές».
Τι είναι η γεωμηχανική;
Η γεωμηχανική – η μεγάλης κλίμακας χειραγώγηση των φυσικών συστημάτων της γης και του κλίματος – διαφημίζεται ως ένα έσχατο μέτρο για την αντιμετώπιση της υπερθέρμανσης του πλανήτη και για να μετριαστούν ή να συγκρατηθούν κάποια από τα συμπτώματα της κλιματικής αλλαγής.
Ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο τεχνολογιών που, έως σήμερα, υπάρχουν κυρίως στα χαρτιά και σκοπός τους είναι, είτε να αφαιρέσουν τα αέρια του θερμοκηπίου από την ατμόσφαιρα, είτε να μειώσουν τη θερμοκρασία της Γης παρεμβαίνοντας στο ισοζύγιο ακτινοβολίας. Οι παρεμβάσεις αυτές θα λάβουν χώρα στους ωκεανούς, τη στεριά και την ατμόσφαιρα της Γης (πχ. Στρατόσφαιρα). Παρόλο που οι περισσότερες από τις προτεινόμενες παρεμβάσεις βασίζονται σε μοντέλα προσημείωσης με τη χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών, έχουν ξεκινήσει κάποια εμπορικά έργα μικρής κλίμακας και έχουν δρομολογηθεί δοκιμές σε εξωτερικό περιβάλλον.
Ποιο είναι το πρόβλημα με τη γεωμηχανική;
Γεωμηχανική σημαίνει μεγάλης κλίμακας παρεμβάσεις στα οικοσυστήματα μας παγκοσμίως, με πιθανές καταστροφικές συνέπειες για τον άνθρωπο και τη βιοποικιλότητα. Κάθε τεχνική γεωμηχανικής, για να έχει αντίκτυπο στο κλίμα του πλανήτη, θα πρέπει να αναπτυχθεί σε τεράστια κλίμακα. Συνεπώς, οι απρόβλεπτες συνέπειες από την ανάπτυξή τους θα μπορούσαν να είναι τεράστιας κλίμακας και πιθανόν διασυνοριακές.
Οι προτεινόμενες τεχνικές γεωμηχανικής δεν έχουν αποδεδειγμένα αποτελέσματα και δεν έχουν δοκιμαστεί οπότε η λειτουργικότητά τους είναι σχετικά αβέβαιη. Στην περίπτωση που λειτουργούσαν, αυτό θα ενείχε μεγάλο ρίσκο και επικίνδυνες παρενέργειες των οποίων η γεωγραφική κατανομή θα ήταν εξαιρετικά άνιση, ενισχύοντας την κοινωνική αδικία εντός και μεταξύ των κρατών. Σε πολλές περιπτώσεις, οι πραγματικές επιπτώσεις της γεωμηχανικής θα γίνονται εμφανείς μόνο κατά την εφαρμογή αυτών των τεχνολογιών. Οι αρνητικές επιπτώσεις και οι σχετικές ζημίες θα ήταν, σε πολλές περιπτώσεις, μη αναστρέψιμες.
Η γεωμηχανική είναι επίσης μια τέλεια δικαιολογία για τους αρνητές της κλιματικής αλλαγής, τις βιομηχανίες καθώς και τα μεμονωμένα άτομα, αλλά και για τις κυβερνήσεις που επιδιώκουν να αποφύγουν το πολιτικό κόστος της μείωσης του άνθρακα. Η επένδυση στην έρευνα και την ανάπτυξη αυτών των τεχνολογιών αποτρέπει επίσης τη διοχέτευση πόρων και τη χρηματοδότηση προς επείγουσες, αποτελεσματικές, προληπτικές, οικολογικές, απλές οδούς για μετριασμό της κλιματικής αλλαγής και την προσαρμογή σε αυτήν.
Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τους κινδύνους της γεωμηχανικής, παρακαλούμε ανατρέξτε στο ενημερωτικό δελτίο “Κλιματική αλλαγή, στάχτη στα μάτια” (ETC Group & Heinrich Böll Foundation 2017).
Ποιοι είναι οι κύριοι παίκτες/βασικοί παράγοντες της γεωμηχανικής;
Τα τελευταία περίπου δέκα χρόνια, μια μικρή αλλά αυξανόμενη ομάδα κυβερνήσεων, εταιρειών και επιστημόνων πιέζει για την πολιτική αποδοχή της γεωμηχανικής. Αυτοί οι υποστηρικτές προέρχονται, γενικά, από τις πιο ισχυρές χώρες του κόσμου, οι οποίες φέρουν το κύριο μερίδιο ευθύνης για την κλιματική κρίση. Ορισμένοι έχουν τα δικά τους εμπορικά συμφέροντα για την ανάπτυξη αυτών των τεχνολογιών.
Η γεωμηχανική είναι μια πλάνη: μας ενθαρρύνει να πιστέψουμε ότι τεχνικές λύσεις μπορούν να αντιμετωπίζουν την κλιματική αλλαγή. Εάν τα αέρια του θερμοκηπίου μπορούν αργότερα να απορροφηθούν από την ατμόσφαιρα, όπως σκοπεύουν να κάνουν οι τεχνολογίες απομάκρυνσης διοξειδίου του άνθρακα (CDR), ποιό είναι το νόημα να κάνουμε οτιδήποτε για τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου εδώ και τώρα; Η γεωμηχανική συνεπώς, εξυπηρετεί τα συμφέροντα των ρυπαντών, και κυρίως της βιομηχανίας ορυκτών καυσίμων.
Επιπλέον, εάν είναι δυνατόν να ψύχεται τεχνητά ο πλανήτης και να αναχαιτίζεται η υπερθέρμανσή του, τότε αυτή η τεχνολογία γίνεται ένα πανίσχυρο εργαλείο – ιδιαίτερα στα χέρια ισχυρών κρατών, τα οποία θα προσπαθούσαν να προσαρμόσουν τον παγκόσμιο θερμοστάτη σε οποιαδήποτε κατεύθυνση εξυπηρετεί καλύτερα τα στρατηγικά τους συμφέροντα.
Παρόλο που η γεωμηχανική πλασάρεται σαν μαγική λύση για την κλιματική κρίση, μια πιο προσεκτική ματιά στους βασικούς παίκτες και τα προσωπικά συμφέροντά τους αποκαλύπτει αμέσως, ότι πρωταρχικός σκοπός της είναι η παγίωση των υφιστάμενων δομών εξουσίας και η παρεμπόδιση του κοινωνικοοικολογικού μετασχηματισμού που χρειαζόμαστε επειγόντως.
Γιατί και πώς το Ίδρυμα Heinrich Böll εργάζεται πάνω στο ζήτημα της γεωμηχανικής και του ορίου του 1.5°C;
Μετά τη Συμφωνία του Παρισιού, η οποία καθόρισε τον δεσμευτικό στόχο να διατηρηθεί η αύξηση της θερμοκρασίας σε επίπεδα πολύ χαμηλότερα από τους 2°C και ενδεχομένως ακόμη και τον 1,5°C, σε σύγκριση με τα προβιομηχανικά επίπεδα, η συζήτηση έχει αλλάξει. Τώρα, η γεωμηχανική προωθείται ολοένα και περισσότερο ως ένα «απαραίτητο» μέσο επίτευξης αυτού του στόχου καθώς οι εκπομπές συνεχίζουν να αυξάνονται.
Ανησυχούμε ολοένα και περισσότερο για την τροπή που παίρνει αυτή η συζήτηση, κυρίως επειδή υιοθετεί μια εξαιρετικά επιλεκτική προσέγγιση στις επιλογές μετριασμού των εκπομπών, παραβλέπει πιθανές εναλλακτικές και παίζει το παιχνίδι όσων επωφελούνται από το κατεστημένο μοντέλο που βασίζεται στην εξόρυξη και την ανάπτυξη.
Μπορούμε να προσφέρουμε άλλες λύσεις στην κλιματική κρίση. Δεν πιστεύουμε ότι κάποιες χώρες, άτομα ή εταιρείες θα έπρεπε να έχουν τη δυνατότητα να ελέγχουν τον παγκόσμιο θερμοστάτη μας.
Το έργο μας, στο Ίδρυμα Heinrich Böll, επικεντρώνεται κυρίως στους κινδύνους της γεωμηχανικής και την ενημέρωση και ανάπτυξη ικανοτήτων στο πλαίσιο της διεθνούς κοινωνίας των πολιτών. Η παρακολούθηση προγραμματισμένων πειραμάτων, έργων, τεχνολογιών, των βασικών παραγόντων και των προσωπικών συμφερόντων τους και η διεξαγωγή έρευνας πάνω σε αυτά τα θέματα αποτελούν σημαντικά στοιχεία της δουλειάς μας.
Μαζί με τους εταίρους μας από την κοινωνία των πολιτών, διαχειριζόμαστε την ιστοσελίδα Geoengineering Monitor, η οποία δημοσιεύει ειδήσεις και βασικές πληροφορίες. Οι χρήστες μπορούν επίσης να εγγραφούν στο τακτικό ενημερωτικό μας δελτίο.
Παράλληλα, εργαζόμαστε με τους εταίρους μας από την κοινωνία των πολιτών πάνω σε γνήσιες, κοινωνικοοικολογικά δίκαιες λύσεις για την κλιματική κρίση. Έχουμε καταρτίσει αυτόν τον ολοκληρωμένο φάκελο πληροφοριών έχοντας αυτό κατά νου.
Ποιες εναλλακτικές λύσεις υπάρχουν για να περιοριστεί η αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη κάτω από 1.5°C;
Υπάρχουν πολυάριθμες εναλλακτικές λύσεις αντί των επικίνδυνων προτάσεων για μια τεχνική λύση ("technofix"), όπως η γεωμηχανική. Αυτές οι εναλλακτικές λύσεις έχουν ερευνηθεί και δοκιμαστεί εις βάθος και μπορούν άμεσα να αξιοποιηθούν.
Για μια κοινωνικά δίκαιη και οικολογικά βιώσιμη αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, είναι απολύτως απαραίτητο να αμφισβητηθεί η οικονομική σκέψη που έχει αποτυπωθεί στην κυρίαρχη κλιματική πολιτική. Είναι σαφές ότι μπορούμε να προχωρήσουμε μόνο αν ακολουθήσουμε την πορεία προς ένα κόσμο κλιματικής δικαιοσύνης και περιορισμού της αύξησης της θερμοκρασίας στον 1,5°C, ξεκινώντας έναν πραγματικό κοινωνικοοικολογικό μετασχηματισμό, ο οποίος πρέπει να περιλαμβάνει μια πολύ πιο ριζική αναθεώρηση των προτύπων παραγωγής και κατανάλωσης και των πολιτικών και οικονομικών θεσμών μας.
Οι ριζικές μειώσεις των εκπομπών σε συνδυασμό με την αναδιάρθρωση των κοινωνιών μας προς έναν κόσμο που χαρακτηρίζεται από οικολογική, κοινωνική και πραγματικά βιώσιμη παραγωγή και κατανάλωση αποτελούν τον μόνο τρόπο για να περιοριστεί η έκταση της κλιματικής καταστροφής. Συγκεκριμένα, αυτό σημαίνει την αναδιάρθρωση της παραγωγής της τροφής μας μεταβαίνοντας από τη βιομηχανική γεωργία σε ένα αγρο-οικολογικό σύστημα. Η καταναλωτική μας κοινωνία και η διαχείριση των αποβλήτων πρέπει να εξελιχθούν σε μια γνήσια κυκλική οικονομία στην οποία θα διατηρούμε και επαναχρησιμοποιούμε συνεχώς τους πόρους. Επιπλέον, πρέπει να εκμεταλλευτούμε σχεδόν-φυσικές λύσεις για το κλίμα, πράγμα που σημαίνει τη διατήρηση των υφιστάμενων οικοσυστημάτων, τα οποία χρειάζονται ιδιαίτερη προστασία και λειτουργούν ως φυσικοί απορροφητήρες άνθρακα. Μεταξύ άλλων, πρέπει να αλλάξουμε τον τρόπο χρήσης των δασικών εκτάσεων, εφαρμόζοντας μια σχεδόν-φυσική διαχείριση των δασών και περιορισμούς στις μονοκαλλιέργειες.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, η δυνατότητα απορρόφησης άνθρακα για την προστασία και την αποκατάσταση φυσικών οικοσυστημάτων υπολογίζεται σε 370 έως 480 γιγατόνους διοξειδίου του άνθρακα (CO2). Αυτό μπορεί να συμβάλει σημαντικά στην προστασία όχι μόνο του κλίματος, αλλά επίσης και της βιοποικιλότητας και των μέσων διαβίωσης των τοπικών κοινοτήτων.
Μια πρόσφατη μελέτη της Greenpeace (Forest Vision 2018) στη Γερμανία, δείχνει ότι η σχεδόν-φυσική διαχείριση των δασών θα μείωνε τον όγκο της συγκομιδής κατά μόλις 14%, ενώ παράλληλα θα επέτρεπε σημαντικές ποσότητες διοξειδίου του άνθρακα (CO2) - περίπου 56 εκατομμύρια τόνους ετησίως – να δεσμευτούν στα γερμανικά δάση.
Ωστόσο, όλα αυτά τα μέτρα δεν θα φανούν αρκετά αν τελικά δεν αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής στη ρίζα του: χρειαζόμαστε επειγόντως μια ταχεία και σταθερή κατάργηση της παραγωγής και χρήσης ορυκτών πόρων. Αυτό δεν σημαίνει μόνο τη γρήγορη εξάλειψη του άνθρακα˙ θα πρέπει επίσης να υπάρξει και μια πολιτική διαχείριση της σταδιακής κατάργησης του πετρελαίου και του φυσικού αερίου. Αν θέλουμε πραγματικά να τηρήσουμε το όριο του 1,5°C , πρέπει να εγκαταλείψουμε τις συνεχείς προσπάθειές μας για την ανάπτυξη νέων πόρων από ορυκτά καύσιμα και, αντιθέτως, να σχεδιάσουμε και να εφαρμόσουμε σχέδια δράσης για το κλείσιμο των υφιστάμενων παραγωγικών υποδομών το συντομότερο δυνατό. Αυτό απαιτεί πολιτικές πλειοψηφίες και ένα γερό στομάχι ενάντια στα ισχυρά εταιρικά λόμπι.
Υπάρχουν διεθνείς κανόνες για τη γεωμηχανική;
Η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τη βιολογική ποικιλότητα (CBD) έχει λειτουργήσει ως το πολυμερές φόρουμ για κριτική συζήτηση στη γεωμηχανική εδώ και πάνω από μία δεκαετία και έχει λάβει μια σειρά πρωτοποριακών αποφάσεων.
Το 2008, η CBD κάλεσε ένα μορατόριουμ στην τεχνητή λίπανση των ωκεανών, λαμβάνοντας υπόψη την έκκληση για «εξαιρετική προσοχή» από τη Σύμβαση του Λονδίνου (Σύμβαση για την Πρόληψη της Θαλάσσιας Ρύπανσης από την Απόρριψη Αποβλήτων και Άλλων Ουσιών), της οποίας τα μέρη είχαν προηγουμένως συζητήσει αυτήν την τεχνική γεωμηχανικής και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ήταν επιβλαβής για το θαλάσσιο περιβάλλον.
Το 2010, η CBD διεύρυνε το de facto μορατόριουμ της για να συμπεριλάβει όλες τις δραστηριότητες γεωμηχανικής που σχετίζονται με το περιβάλλον. Εδώ, η CBD βασίζεται πρωτίστως στην αρχή της προφύλαξης ως βασικό πυλώνα του διεθνούς περιβαλλοντικού δικαίου. Η CBD έχει επίσης εκπονήσει διάφορες ερευνητικές μελέτες, εφιστώντας την προσοχή στους κυριότερους κινδύνους και σε ορισμένες περιπτώσεις στην καταστροφική επίδραση των διαφόρων τεχνικών γεωμηχανικής στη βιοποικιλότητα και τα παγκόσμια οικοσυστήματα.
Τα συμβαλλόμενα μέρη του Πρωτοκόλλου του Λονδίνου της Σύμβασης του Λονδίνου θεωρούν ότι η θαλάσσια γεωμηχανική εμπίπτει στην αρμοδιότητά τους: από το 2013 η λίπανση των ωκεανών έχει καταχωριστεί ως απαγορευμένη σε παράρτημα του πρωτοκόλλου, με την προοπτική να προστεθούν και άλλες δραστηριότητες θαλάσσιας γεωμηχανικής στη λίστα.
Στην τέταρτη Σύνοδο του ΟΗΕ για το Περιβάλλον, UNEA-4, η οποία έλαβε χώρα στο Ναϊρόμπι τον Μάρτιο του 2019, η προσπάθεια θέσπισης περαιτέρω ρυθμίσεων για τις τεχνολογίες γεωμηχανικής σε επίπεδο ΟΗΕ απέτυχε λόγω της μαζικής αντίθεσης ορισμένων πετρελαιοπαραγωγικών χωρών με υψηλές εκπομπές. Η επείγουσα ανάγκη ρύθμισης της γεωμηχανικής σε διεθνές επίπεδο παραμένει. Εδώ βρίσκεται μια αξιολόγηση των διαπραγματεύσεων του UNEA-4.
Τι λέει η διεθνής κοινωνία των πολιτών για τη γεωμηχανική;
Οι βασικές διεθνείς οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών υιοθετούν όλο και περισσότερο μια έντονα κριτική θέση προς τη γεωμηχανική. Γίνεται ολοένα και πιο προφανές ότι η γεωμηχανική εξυπηρετεί κυρίως τα συμφέροντα των ρυπαντών του κλίματος και των αρνητών της κλιματικής αλλαγής, ιδιαίτερα της βιομηχανίας ορυκτών καυσίμων. Η αντίθεση στη γεωμηχανική ως προτεινόμενη τεχνική λύση (“technofix”) για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής συνδέεται με τις πολυάριθμες εκστρατείες της κοινωνίας των πολιτών για κοινωνική δικαιοσύνη, ανθρώπινα δικαιώματα και την προστασία του κλίματος και του περιβάλλοντος και οι δεσμοί αυτοί θα γίνουν ακόμα πιο δυνατοί στο μέλλον.
Σε διεθνείς οργανισμούς και πολυμερείς διαδικασίες όπως η Σύμβαση Πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή (UNFCCC), η Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC) και η Σύμβαση για τη Βιολογική Ποικιλότητα (CBD), τα διεθνή δίκτυα της κοινωνίας των πολιτών αγωνίζονται κατά της εισαγωγής της γεωμηχανικής και της «κανονικοποίησής» της σε αυτά τα φόρα.
Ιδιαίτερη αντίσταση κινητοποιείται εναντίον των υπαίθριων δοκιμών που πρόκειται να πραγματοποιηθούν στην αμερικανική ήπειρο, κυρίως από κοινότητες αυτοχθόνων των οποίων τα εδάφη προορίζονται για σημείο εκκίνησης αυτών των πειραμάτων. Στο παρελθόν, οι προσπάθειες να σταματήσουν προγραμματισμένα πειράματα ήταν επιτυχείς. Για μια σύνοψη των πειραμάτων γεωμηχανικής και των ερευνητικών έργων στο παρελθόν, επί του παρόντος αλλά και προγραμματισμένων, ανατρέξτε στον παγκόσμιο χάρτη διαδραστικής γεωμηχανικής.
Η Hands Off Mother Earth, μια παγκόσμια εκστρατεία που βασίζεται στο Μανιφέστο HOME, δημιουργήθηκε το 2010. Η εκστρατεία HOME ξεκίνησε στο Παγκόσμιο Λαϊκό Συνέδριο του 2010 για την Κλιματική Αλλαγή και τα Δικαιώματα της Μητέρας Γης στην Cochabamba της Βολιβίας από έναν συνασπισμό διεθνών οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών, οργανώσεων αυτοχθόνων και κοινωνικών κινημάτων.
Η καμπάνια HOME ξαναρχίζει τώρα. Νέα σχετικά με την εκστρατεία και πληροφορίες σχετικά με τα πειράματα, τις τεχνολογίες, τους εμπλεκόμενους φορείς και τα συμφέροντά τους στη γεωμηχανική είναι διαθέσιμα εδώ: www.geoengineeringmonitor.org.