Η Χρυσούλα, μια πρόσχαρη συνταξιούχος με ηλιοκαμένο πρόσωπο, κάθεται στη βεράντα της στο χωριό Αστρίτσα κοιτάζοντας την αυλή που κάποτε ήταν μια θάλασσα χρωμάτων. «Εδώ είχα ηλίανθους κι εκεί κάτι μικρά πορτοκαλί λουλούδια», λέει δείχνοντας το άδειο μέρος, καλυμμένο πλέον με ξερή λάσπη. Η μόνη λάμψη τώρα έρχεται από ένα μικρό μπουκέτο κίτρινους νάρκισσους μέσα σε ένα μπουκάλι νερού κομμένο στο πάνω μέρος. Τα χέρια της ξεκουράζονται πάνω σε ένα λουλουδένιο τραπεζομάντιλο που διάλεξε ειδικά για αυτό το σημείο.
Η βροχή είχε αρχίσει απαλά, αλλά γρήγορα αγρίεψε και δεν κόπαζε. Η κόρη της μόλις που πρόλαβε να της τηλεφωνήσει: «Πρέπει να πας σε κάποιο ασφαλές μέρος!». Έφυγε γρήγορα μαζί με άλλους συγχωριανούς σε ένα σπίτι που βρισκόταν ψηλότερα. Από εκεί, άκουγαν δυο γυναίκες να φωνάζουν για βοήθεια. Η στάθμη του νερού ανέβηκε πολύ γρήγορα και η βοήθεια δεν ήρθε. Ακριβώς τη στιγμή που τα νερά έφταναν και στο δικό τους σημείο, έσπασε ένα κοντινό φράγμα. Τα ορμητικά νερά άνοιξαν ένα νέο μονοπάτι και πήγαν σε άλλη κατεύθυνση, αφήνοντας ανέπαφο το καταφύγιό τους.
Όταν η πλημμύρα επιτέλους υποχώρησε, επέστρεψε στο σπίτι της, που ήταν πλέον αγνώριστο. Ο κήπος είχε θαφτεί στη λάσπη, οι κότες της πνίγηκαν και μέσα τα πάντα ήταν μουσκεμένα και σπασμένα. Συγγενείς και γείτονες ήρθαν να τη βοηθήσουν να το ξαναφτιάξει. Φύτεψαν νέους σπόρους, καθάρισαν τα πατώματα και ξανάφτιαξαν την κουζίνα.
Η μετακόμιση δεν της πέρασε καν απ’ το μυαλό. «Αυτό είναι το σπίτι μου», λέει. Τώρα τακτοποιεί τους νάρκισσους στο αυτοσχέδιο βάζο, παρακολουθώντας τη ζωή να επιστρέφει σιγά σιγά στον κήπο της. «Τα λουλούδια μού θυμίζουν την παλιά μου ζωή», λέει και το βλέμμα της ξεκουράζεται πάνω στα φωτεινά κίτρινα άνθη.