Οι μεγάλοι χρόνοι κατασκευής, οι κοστοβόρες διαδικασίες παροπλισμού, τα χρέη των παρόχων που μετακυλίονται στους καταναλωτές, τα εκτεταμένα φαινόμενα διαφθοράς, έχουν ως αποτέλεσμα τιμές πυρηνικής ενέργειας πολύ αυξημένες σε σχέση μ’ αυτό που θα μπορούσε να είναι… Το άρθρο αυτό είναι κεφάλαιο από το βιβλίο του δρος Neil Overy Ούτε κλίμα ούτε δουλειές: Πυρηνικοί μύθοι για τη Δίκαιη Μετάβαση, μια έκδοση του Γραφείου Κέιπ Τάουν του Ιδρύματος Χάινριχ Μπελ.
Η δραματική μείωση της τιμής των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας κατά την τελευταία δεκαετία σημαίνει ότι η αντίστοιχη τιμή της πυρηνικής ενέργειας είναι πλέον τουλάχιστον διπλάσια –και σε ορισμένες περιπτώσεις τριπλάσια– από την ηλιακή ή την αιολική ενέργεια. Ο πιο ακριβής τρόπος σύγκρισης του κόστους των πηγών ηλεκτρικής ενέργειας είναι μέσω του «ισοσταθμισμένου κόστους ενέργειας» (levelized costs of energy ή LCOE), το οποίο είναι το μέσο κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από ένα εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας κατά τη διάρκεια της ζωής του. Το LCOE εκφράζεται υπολογίζοντας πόσα δολάρια κοστίζει η παραγωγή ενός μεγαβάτ ενέργειας για μία ώρα ($/MWh). Στην έκθεση του 2021 για την Κατάσταση της Παγκόσμιας Πυρηνικής Βιομηχανίας (που βασίζεται στις πολύ έγκυρες εκτιμήσεις της Lazard), το LCOE της πυρηνικής ενέργειας ήταν 163 $/MWh, ενώ η ηλιακή ενέργεια είχε πέσει στα 37 $/MWh και η αιολική στα 41 $/MWh. Αξίζει να σημειωθεί, όπως προκύπτει από το Γράφημα 1, ότι ενώ οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας έχουν γίνει φθηνότερες, η πυρηνική ενέργεια έχει γίνει ακριβότερη λόγω των αυξημένων δαπανών για την ασφάλεια.
Ενώ ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας προβλέπει ότι οι τιμές των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας θα συνεχίσουν να μειώνονται δραματικά, δεν αναμένονται σημαντικές αλλαγές στο κόστος της πυρηνικής ενέργειας[i]. Πράγματι, αυτό δεν αποτελεί έκπληξη. Οι πυρηνικοί σταθμοί ηλεκτροπαραγωγής είναι δαπανηροί λόγω διαφόρων αλληλένδετων παραγόντων, όπως το εξαιρετικά μεγάλο μέγεθος και η πολυπλοκότητα της κατασκευής τους, η τεράστια ποσότητα πόρων που καταναλώνουν και οι απαιτούμενες τεχνικές δεξιότητες. Οι υπερβάσεις του κόστους και του χρόνου κατασκευής πυρηνικών σταθμών θεωρούνται από τους ερευνητές «σχεδόν βέβαιες»[ii]. Σχετική έρευνα καταδεικνύει ότι η μέση υπέρβαση κόστους για την κατασκευή πυρηνικών σταθμών είναι 117%, σε σύγκριση με 8% για τα αιολικά πάρκα και 1% για τα ηλιακά πάρκα[iii]. Άλλοι καθοριστικοί παράγοντες κόστους, που θα αναπτυχθούν παρακάτω, είναι η διαχείριση των αποβλήτων, οι εκτεταμένες απαιτήσεις παροπλισμού και το συνεπαγόμενο κόστος της χρηματοδότησης του χρέους.
Ενώ ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας προβλέπει ότι οι τιμές των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας θα συνεχίσουν να μειώνονται δραματικά, δεν αναμένονται σημαντικές αλλαγές στο κόστος της πυρηνικής ενέργειας
Χρόνος κατασκευής και καθυστερήσεις
Όπως αναφέρθηκε, ένας σημαντικός παράγοντας που επηρεάζει το κόστος της πυρηνικής ενέργειας είναι ο χρόνος κατασκευής ενός εργοστασίου. Από το 2010, 63 νέοι αντιδραστήρες έχουν συνδεθεί στα δίκτυα, με χρόνους κατασκευής που κυμαίνονται από 4 έως 43 έτη. Ο μέσος χρόνος κατασκευής ήταν σχεδόν μια δεκαετία (7,2 έτη). Από τους 20 νέους αντιδραστήρες που ξεκίνησαν να λειτουργούν την περίοδο 2018-20, μόνο δύο κατασκευάστηκαν στην ώρα τους, ενώ οι υπόλοιποι χρειάστηκαν περίπου διπλάσιο από τον προβλεπόμενο χρόνο[iv].
Τα χρονοδιαγράμματα κατασκευής με καθυστερήσεις δεν έχουν μόνο οικονομική επιβάρυνση, αλλά είναι και ένας βασικός λόγος για να αποκλειστεί η πυρηνική ενέργεια ως απάντηση στην κλιματική κρίση. Εάν πρόκειται να τηρηθούν οι δεσμεύσεις της Συμφωνίας του Παρισιού για το κλίμα, πρέπει να αναληφθεί δράση για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου το συντομότερο δυνατό. Ενώ η πυρηνική ενέργεια χρειάζεται κατά μέσο όρο σχεδόν μια δεκαετία για να προχωρήσει από την κατασκευή στη σύνδεση με το δίκτυο[v], η ηλιακή και η αιολική ενέργεια ολοκληρώνονται κατά μέσο όρο σε λίγο περισσότερο από τρία χρόνια[vi]. Για παράδειγμα, στη Νότια Αφρική από τα τέλη του 2013 χρειάστηκαν κατά μέσο όρο λιγότερα από δύο χρόνια για να συνδεθεί στο δίκτυο καθένας από τους 71 σταθμούς παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές[vii].
Απόσυρση
Ένας πρόσθετος παράγοντας κόστους είναι η ανάγκη απόσυρσης των πυρηνικών σταθμών στο τέλος της ζωής τους. Πρόκειται για άλλη μια εξαιρετικά πολύπλοκη και δαπανηρή εργασία, αφού πολλά τμήματα των πυρηνικών σταθμών είναι ιδιαιτέρως ραδιενεργά. Η απόσυρση απαιτεί δεκαετίες για να ολοκληρωθεί[viii]. Το εκτιμώμενο κόστος για την απόσυρση ποικίλλει σημαντικά από χώρα σε χώρα. Η Γερμανία έχει διαθέσει 45 δισεκατομμύρια δολάρια για τον παροπλισμό 17 αντιδραστήρων, η Γαλλία 27 δισεκατομμύρια δολάρια για 58 αντιδραστήρες, ενώ το Ηνωμένο Βασίλειο πρόκειται να διαθέσει από 130 έως 298 δισεκατομμύρια δολάρια για 17 αντιδραστήρες[ix]. Δεδομένης της πολυπλοκότητας και του κόστους, οι περισσότερες χώρες κάνουν ελάχιστα πράγματα για την απόσυρση των πυρηνικών σταθμών, προτιμώντας να μεταθέσουν το πρόβλημα στις μελλοντικές γενιές, αναβάλλοντας το έργο αυτό ακόμη και για 80 χρόνια. Μέχρι το τέλος του 2019, από τους 181 αντιδραστήρες που είχαν κλείσει, μόνο 19 είχαν αποσυρθεί[x].
Επιπλέον, οι πυρηνικοί σταθμοί παράγουν επίσης μεγάλες ποσότητες εξαιρετικά επικίνδυνων πυρηνικών αποβλήτων που πρέπει να απορριφθούν. Ορισμένα από αυτά τα απόβλητα, τα λεγόμενα απόβλητα υψηλής ραδιενέργειας (ΑΥΡ), παραμένουν θανατηφόρα ραδιενεργά για πολλές χιλιάδες χρόνια. Ωστόσο, βιώσιμες λύσεις για την ασφαλή διαχείριση αυτών των αποβλήτων δεν έχουν ακόμη βρεθεί. Οι προσπάθειες για την ασφαλή αποθήκευσή τους είτε έχουν αποτύχει είτε η έκβασή τους παραμένει αβέβαιη, και ήταν επίσης εξαιρετικά δαπανηρές.
Ως προσωρινή λύση, η Γερμανία έθαψε εκατοντάδες τόνους ραδιενεργών αποβλήτων τις δεκαετίες του 1960 και 1970 σε αλατωρυχεία. Μόλις πενήντα χρόνια αργότερα τα απόβλητα αυτά ανασύρονται με μεγάλο κόστος, επειδή η αποθήκευση με αυτόν τον τρόπο θεωρείται πλέον «μη ασφαλής» [xi]. Μεταξύ του 1983 και του 2009, οι Ηνωμένες Πολιτείες δαπάνησαν 15 δισεκατομμύρια δολάρια για ΑΥΡ στην αποθήκη πυρηνικών αποβλήτων του όρους Γιούκα, προτού την εγκαταλείψουν λόγω ανησυχιών περί ασφάλειας[xii]. Η Γαλλία έχει ήδη δαπανήσει πάνω από 7 δισεκατομμύρια δολάρια για έναν πιλοτικό χώρο διάθεσης αποβλήτων στο Bure. Εάν η πιλοτική εγκατάσταση είναι επιτυχής, η γαλλική κυβέρνηση έχει εκτιμήσει ότι το συνολικό κόστος της ολοκληρωμένης εγκατάστασης θα ανέλθει σε 42 δισεκατομμύρια δολάρια[xiii]. Η Φιλανδία κατασκευάζει επί του παρόντος μια βαθιά υπόγεια αποθήκη στο Onkalo για τα ΑΥΡ της με εκτιμώμενο κόστος 4 δισεκατομμυρίων δολαρίων[xiv]. Η αποθήκη αυτή υποτίθεται ότι θα κρατήσει τα απόβλητα ασφαλή για τουλάχιστον 100.000 χρόνια (οι πυραμίδες της Αιγύπτου είναι περίπου 4.000 ετών), αλλά κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει αν αυτό είναι καν εφικτό, πόσο μάλλον πιθανό. Επομένως, κανείς δεν μπορεί να προβλέψει με βεβαιότητα ότι τα απόβλητα θα παραμείνουν απομονωμένα από το περιβάλλον.
Μέχρι να βρεθεί μια ασφαλής και μακροχρόνια λύση στο πρόβλημα των ΑΥΡ, αυτά συσσωρεύονται στους πυρηνικούς σταθμούς σε όλο τον κόσμο, αποτελώντας πρόσθετο κίνδυνο για τους πολίτες σε περίπτωση σοβαρών ατυχημάτων. Όπως και με την απόσυρση, πρόκειται για ένα ζήτημα διαγενεακής περιβαλλοντικής δικαιοσύνης.
Χρέος και χρηματοδότηση
Για να καλυφθούν αυτές οι υψηλές δαπάνες, πολλές χώρες επιβαρύνονται με σημαντικά χρέη από τους παρόχους ενέργειας πυρηνικών σταθμών. Τα χρέη αυτά συνδέονται γενικά με μακροχρόνιες συμβάσεις προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας με τους παρόχους, που οδηγούν σε φουσκωμένους λογαριασμούς ηλεκτρικής ενέργειας για τους καταναλωτές. Για παράδειγμα, στο Ηνωμένο Βασίλειο η Κυβερνητική Επιτροπή Δημόσιων Λογαριασμών εκτίμησε πρόσφατα ότι οι Βρετανοί καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας θα πληρώσουν 40 δισεκατομμύρια δολάρια περισσότερα κατά τη διάρκεια της 35ετούς σύμβασης προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας με τον πάροχο του πυρηνικού σταθμού Hinkley Point C, από ό,τι αν η ηλεκτρική ενέργεια προερχόταν από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, όπως η υπεράκτια αιολική ενέργεια.[xv] Αντίστοιχα, συμφωνίες που οδηγούν σε ένα εξαιρετικά διογκωμένο κόστος ηλεκτρικής ενέργειας έχουν συναφθεί πρόσφατα με παρόχους ενέργειας από [τους υπό κατασκευή] πυρηνικούς σταθμούς στην Τουρκία και την Αίγυπτο[xvi]. Με αυτόν τον τρόπο, τα κέρδη των πυρηνικών σταθμών ιδιωτικοποιούνται, ενώ οι σοβαροί κίνδυνοι που ενέχουν επιβαρύνουν πλήρως την κοινωνία.
Διαφθορά
Ένα τελευταίο ζήτημα που χρειάζεται να ληφθεί σοβαρά υπόψη κατά την αξιολόγηση του κόστους της πυρηνικής ενέργειας είναι η διαφθορά. Μια έρευνα του 2013 σχετικά με τη διαφθορά στην πυρηνική βιομηχανία διαπίστωσε ότι ήταν «ευρέως διαδεδομένη και συχνά βαθιά», αλλά και ότι η υφαρπαγή ρυθμιστικών λειτουργιών του κράτους ήταν κοινός τόπος[xvii]. Η έρευνα διαπίστωσε ότι τόσο τα εθνικά όσο και το διεθνές ρυθμιστικό πλαίσιο για την πυρηνική ενέργεια ήταν «πρακτικά πλήρως αναποτελεσματικά» στην αντιμετώπιση αυτών των ζητημάτων, ενώ επέστησε ιδιαίτερη προσοχή σε ευρύτερα προβλήματα, όπως τις περιορισμένες και χωρίς υποχρεωτικότητα ρυθμιστικές εξουσίες του Διεθνούς Οργανισμού Ατομικής Ενέργειας[xviii].
Τα τελευταία χρόνια, ο κλάδος ταλανίζεται από διάφορα σκάνδαλα διαφθοράς στη Νότια Κορέα, τη Βραζιλία, τον Καναδά και τις Ηνωμένες Πολιτείες[xix]. Η κατασκευή και η συνεχής συντήρηση των πυρηνικών σταθμών είναι ιδιαίτερα ευάλωτη στη διαφθορά για δύο συγκεκριμένους λόγους. Πρώτον, επειδή πρόκειται για μεγαλεπήβολα έργα και για τρομερά περίπλοκες επιχειρήσεις, στις οποίες εμπλέκονται δυνητικά χιλιάδες εργολάβοι και υπεργολάβοι, συνθήκες πρόσφορες για διαφθορά. Οι συνθήκες αυτές επιδεινώνονται στη συνέχεια από τη μυστικότητα που περιβάλλει την πυρηνική ενέργεια. Ενώ αυτή η μυστικότητα υποτίθεται ότι περιορίζει τη διάδοση της πυρηνικής τεχνολογίας ή την απόσπαση πυρηνικού υλικού για «βρόμικες βόμβες», γεννά ένα περιβάλλον που αποτρέπει τον έλεγχο και την επίβλεψη από το δημόσιο. Όπως σημειώνει η καθηγήτρια Donna Goldstein, «η διαφθορά ευδοκιμεί με προπέτασμα την πυρηνικότητα (nuclearity) και σε μεγάλης κλίμακας κατασκευαστικά έργα που σχετίζονται με την εθνική ασφάλεια»[xx].
Οι επιπτώσεις για τις δίκαιες μεταβάσεις
Οι συνέπειες των τεράστιων οικονομικών ποσών που απαιτούνται για την πυρηνική ενέργεια δεν είναι μόνο λιγότερα χρήματα για δημόσιες δαπάνες σε βασικές υπηρεσίες όπως η υγεία και η εκπαίδευση, αλλά και μείωση επενδύσεων για ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Οι υποστηρικτές της πυρηνικής ενέργειας υποστηρίζουν ότι μπορούν να επιδιωχθούν τόσο η πυρηνική όσο και οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Ωστόσο, η έρευνα έχει δείξει ότι η ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και της πυρηνικής ενέργειας αλληλοαποκλείονται, καθώς «η μία δημιουργεί μονόδρομους ή σχέσεις εξάρτησης που εκτοπίζουν την άλλη»[xxi]. Στοιχεία από την Ευρώπη δείχνουν ότι στις περισσότερες χώρες που έχουν αναπτυγμένο τομέα πυρηνικής ενέργειας, η εισχώρηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας έχει καθυστερήσει. Τόσο η Νορβηγία όσο και η Γαλλία, για παράδειγμα, αργοπορούν στην ανάπτυξη ανανεώσιμων πηγών ενέργειας λόγω ισχύουσας δέσμευσης στον τομέα της πυρηνικής ενέργειας[xxii]. Η κατάσταση αυτή επιδεινώνεται από την απόφαση των διαχειριστών να παρατείνουν τη διάρκεια ζωής των πυρηνικών τους σταθμών πέραν της αρχικής ημερομηνίας απόσυρσής τους. Για παράδειγμα, η Γαλλία αποφάσισε πρόσφατα να παρατείνει τη διάρκεια ζωής 32 πυρηνικών σταθμών, ενώ το ενδεχόμενο παράτασης της διάρκειας ζωής άλλων 58 πυρηνικών σταθμών στην Ευρώπη τελεί υπό εξέταση[xxiii]. Αυτό συμβαίνει παρότι απουσιάζουν στοιχεία που να υποδηλώνουν ότι η παράταση της διάρκειας ζωής των πυρηνικών σταθμών είναι πιο αποδοτική από την κατασκευή νέων σταθμών ανανεώσιμων πηγών ενέργειας[xxiv].
Επιπλέον, το αστρονομικό κόστος της πυρηνικής ενέργειας έχει επίσης βαθύ αντίκτυπο στους κρατικούς προϋπολογισμούς. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η πυρηνική ενέργεια είναι σήμερα τουλάχιστον δύο φορές –και σε ορισμένες περιπτώσεις τρεις φορές– πιο ακριβή από την ηλιακή ή την αιολική ενέργεια. Κάθε ευρώ ή δολάριο που δαπανάται αναίτια για την πυρηνική ενέργεια είναι ένα ευρώ ή δολάριο που δεν μπορεί να δαπανηθεί σε άλλα σημαντικά έργα. Στη Νότια Αφρική, για παράδειγμα, το Υπουργείο Οικονομικών δήλωσε το 2015 ότι αν η χώρα ακολουθούσε τις πυρηνικές φιλοδοξίες της, θα έπρεπε να περικοπούν κρίσιμες δαπάνες για την κοινωνική ανάπτυξη. Ανέφερε επίσης ότι τα σχέδια της κυβέρνησης για την εισαγωγή ενός δημόσιου συστήματος υγείας θα έπρεπε να εγκαταλειφθούν, όπως και οι καινοτομίες στη διά βίου εκπαίδευση αλλά και οι μεταρρυθμίσεις στην κοινωνική ασφάλιση, ενώ θα απειλούνταν οι αυξήσεις των μισθών του δημόσιου τομέα[xxv]. Οι επιπτώσεις μιας τέτοιας δημοσιονομικής αναδιάταξης είναι προφανώς πιο αισθητές σε εκείνους που είναι ήδη οικονομικά και κοινωνικά στο περιθώριο. Οι δαπάνες για την πυρηνική ενέργεια είναι επομένως βαθιά οπισθοδρομικές και κατά των φτωχότερων στρωμάτων – όταν υπάρχουν πολύ φθηνότερες εναλλακτικές.
Οι συνέπειες τέτοιων αποφάσεων για δαπάνες που αποβαίνουν εις βάρος των φτωχών είναι δυσμενείς για τη βιωσιμότητα της δίκαιης Μμετάβασης. Επειδή η ενεργειακή μετάβαση αναδιαμορφώνει το τοπίο της απασχόλησης, η διασφάλιση ότι κανείς δεν θα μείνει πίσω απαιτεί επενδύσεις στην επανεκπαίδευση καθώς και ισχυρότερα δίκτυα κοινωνικής προστασίας. Απαιτούνται επίσης επενδύσεις σε τοπικές ικανότητες για έρευνα και καινοτομία, ο εντοπισμός των ευκαιριών στα προγενέστερα και μεταγενέστερα στάδια, και πλαίσια –συμπεριλαμβανομένων των επιδοτήσεων– που υποστηρίζουν τις μικρές επιχειρήσεις και τις συλλογικότητες ώστε να επωφεληθούν από αυτές τις ευκαιρίες.
Επιπλέον, θα χρειαστούν τεράστιες επενδύσεις για να διασφαλιστεί ότι η κλιματική κατάσταση έκτακτης ανάγκης δεν θα οδηγήσει χιλιάδες ακόμη ανθρώπους στη φτώχεια και την πείνα. Η πλειοψηφία των νοικοκυριών απλά δεν μπορούν να επωμιστούν από μόνα τους το κόστος της ανοικοδόμησης σπιτιών που έχουν καταστραφεί από ακραία κλιματικά φαινόμενα, το κόστος της προσαρμογής υφιστάμενων σπιτιών στις νέες κλιματικές συνθήκες ή ακόμα περισσότερο το κόστος από οικονομικούς, υγειονομικούς ή περιβαλλοντικούς κλυδωνισμούς που δημιουργεί η κλιματική κρίση. Παράλληλα με τη στήριξη των νοικοκυριών, είναι απαραίτητο να επενδύσουμε στην ανασχεδίαση του διατροφικού συστήματος και των βασικών υποδομών, ώστε να είναι ανθεκτικά απέναντι σε νέα και ασταθή κλίματα. Σε αυτές τις συνθήκες, απλά δεν μπορούμε να αντέξουμε την «πολυτέλεια» να πληρώνουμε δύο ή τρεις φορές περισσότερο από ό,τι χρειάζεται ανά MW για την ηλεκτρική ενέργεια. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα όταν η «πολυτέλεια» που αγοράζεται είναι μια πολυτέλεια που ενέχει επίσης σημαντικούς κινδύνους για την υγεία και την ασφάλεια.
Μια έρευνα του 2013 σχετικά με τη διαφθορά στην πυρηνική βιομηχανία διαπίστωσε ότι ήταν «ευρέως διαδεδομένη και συχνά βαθιά», αλλά και ότι η υφαρπαγή ρυθμιστικών λειτουργιών του κράτους ήταν κοινός τόπος
[i] Ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας προβλέπει ότι μέχρι το 2050 το LCOE της ηλιακής ενέργεια θα μειωθεί σε 19 δολάρια ΗΠΑ, της υπεράκτιας αιολικής ενέργειας σε 35 δολάρια ΗΠΑ και της χερσαίας αιολικής ενέργειας σε 40 δολάρια ΗΠΑ. Τα στοιχεία από το Schneider κ.ά., (2021), σ. 295.
[ii] A. Gilbert (κ.ά.), ‘Cost overruns and financial risk in the construction of nuclear power reactors: A critical appraisal’, Energy Policy, 102, 2017, σ. 648.
[iii] ‘Hinkley Point C’, Επιτροπή Δημοσίων Λογαριασμών (Public Accounts Committee) – Βρετανικό Κοινοβούλιο, 20 Νοεμβρίου 2017, https://publications.parliament.uk/pa/cm201719/cmselect/cmpubacc/393/39302.htm (Πρόσβαση στις 13 Απριλίου 2021).
[iv] Independent Power Producers Procurement Programme (IPPPP): An Overview as at 30 September 2020, Department of Minerals and Energy, Νότια Αφρική, σ. 4.
[v] Ο μέσος όρος των 7,3 ετών (World Nuclear Industry Report 2021) είναι από την κατασκευή έως τη λειτουργία, όχι από τον σχεδιασμό έως τη λειτουργία. Η συμπερίληψη αυτής της φάσης θα καθιστούσε τον μέσο χρόνο μερικά χρόνια μεγαλύτερο λόγω των πολύπλοκων απαιτήσεων αδειοδότησης.
[vi] B. Sovacool (κ.ά.), ‘Differences in carbon emissions reduction between countries pursuing renewable electricity versus nuclear power’, Nature Energy, 5, 2020, σ. 931.
[vii] Independent Power Producers Procurement Programme (IPPPP): An Overview as at 30 September 2020, Department of Minerals and Energy, Νότια Αφρική, σ. 4.
[viii] Όπως ενδεικτικά αναφέρει o Schneider (ό.π.), στη σελίδα 237: «Η μέση διάρκεια της διαδικασίας απόσυρσης, ανεξάρτητα από την επιλεγμένη στρατηγική, είναι περίπου 20 έτη».
[ix] J. van Leeuwen, ‘Decommissioning and dismantling’, Nuclear Consulting Group, Ιούλιος 2019, σ. 25. Οι περισσότεροι σχολιαστές πιστεύουν ότι αν η Γαλλία υπολόγιζε σωστά το κόστος παροπλισμού, ο φορέας εκμετάλλευσης των πυρηνικών της θα είχε ουσιαστικά χρεοκοπήσει.
[x] ‘The World Nuclear Waste Report 2019: Focus Europe’, 2019, σ. 13, https://worldnuclearwastereport.org/.
[xi] J. Thurau, 'Nuclear waste in disused German mine leaves a bitter legacy', Deutsche Welle, 8 February 2019, https://www.dw.com/en/nuclear-waste-in-disused-german-mine-leaves-a-bit… (Accessed 13 April 2021).
[xii] ‘Commercial Nuclear Waste: Effects of a Termination of the Yucca Mountain Repository Program and Lessons Learned’, United States Government Accountability Office, Απρίλιος 2011.
[xiii] ‘Burial of radioactive waste in Bure (Meuse)’, Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο – Κοινοβουλευτικές ερωτήσεις, 17 Οκτωβρίου 2016, https://www.europarl.europa.eu/doceo/document/E-8-2016-007795_EN.html.
[xiv] ‘Engineering Solutions for High Level Nuclear Waste Disposal’, Μελέτη περίπτωσης επιπτώσεων – Πανεπιστήμιο του Κάρντιφ, 2014, σ. 4.
[xv] ‘Hinkley Point C’, Επιτροπή Δημοσίων Λογαριασμών (Public Accounts Committee) – Βρετανικό Κοινοβούλιο, 20 Νοεμβρίου 2017, https://publications.parliament.uk/pa/cm201719/cmselect/cmpubacc/393/39302.htm (Πρόσβαση στις 13 Απριλίου 2021).
[xvi] M. Sonmez, ‘Critics say Turkey’s unfinished nuclear plant already redundant’, Al-Monitor, 14 Δεκεμβρίου 2020, https://www.al-monitor.com/originals/2020/12/turkey-nuclear-plant-becom… (Πρόσβαση στις 13 Απριλίου 2021) & ‘Nuclear loses the energy race against better alternatives: More expensive and more dangerous’, Egyptian Initiative for Personal Rights, 23 Απριλίου 2019.
[xvii] R. Tanter, ‘After Fukushima: A Survey of Corruption in the Global Nuclear Power Industry’, Asian Perspective, 37, 2013.
[xviii] R. Tanter (2013).
[xix] M. Kim, ‘How greed and corruption blew up South Korea’s nuclear industry’, MIT Technology Review, 22 Απριλίου 2019, & D. Goldstein, ‘Already innocent: radioactive bribes, white-collar corruption and nuclear expertise in Brazil’, Culture, Theory and Critique, 59, 2018, & R. Vanderford, ‘Canada’s SNC-Lavalin again finds itself under storm clouds after recent resolution’, mlex, 28 August 2018, & G. Meyer, ‘Ohio corruption case throws focus on US nuclear plant troubles’, Financial Times, 22 Ιουλίου 2020.
[xx] D. Goldstein, ‘Already innocent: radioactive bribes, white-collar corruption and nuclear expertise in Brazil’, Culture, Theory and Critique, 59, 2018, σ. 1. Στην προκειμένη περίπτωση, ο όρος «πυρηνικότητα» αναφέρεται στο τεχνοπολιτικό περιβάλλον εντός του οποίου λειτουργεί η πυρηνική βιομηχανία.
[xxi] Sovacool (2020), σ. 929.
[xxii] Haverkamp (2021), σ. 25.
[xxiii] S. Corbet, ‘France extends lifetime of its oldest nuclear reactors’, AP News, 25 Φεβρουαρίου 2021, https://apnews.com/article/germany-france-65e850616971ecc05027d2e69cb7d…. (Πρόσβαση στις 31 Μαΐου 2021) & C. Digges, ‘Nuclear plant lifetime extension: A creeping catastrophe’, Bellona, 30 Μαρτίου 2020, https://bellona.org/news/nuclear-issues/2020-03-nuclear-plant-lifetime-…. (Πρόσβαση στις 31 Μαΐου 2021).
[xxiv] S. Thomas, ‘The economics of nuclear power plant lifetime extension’, στο Lifetime extension of ageing nuclear power plants: Entering a new era of risk, Greenpeace, 2014, σ. 69-99.
[xxv] N. Overy, ‘Part Two: Zondo’s nuclear deal revelations’, New Frame, 14 Μαΐου 2021, https://www.newframe.com/part-two-zondos-nuclear-deal-revelations/. (Πρόσβαση στις 31 Μαΐου 2021).