Η πυρηνική ενέργεια ναι μεν κατά τη λειτουργία της εκπέμπει μικρές ποσότητες αερίων του θερμοκηπίου, ωστόσο ένας πυρηνικός σταθμός καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του έχει πολύ μεγαλύτερο ανθρακικό αποτύπωμα, καθώς περιλαμβάνει πολύ ενεργοβόρες διαδικασίες, όπως την εξόρυξη ουρανίου και την απόρριψη των πυρηνικών αποβλήτων… Το άρθρο αυτό είναι κεφάλαιο από το βιβλίο του δρος Neil Overy Ούτε κλίμα ούτε δουλειές: Πυρηνικοί μύθοι για τη Δίκαιη Μετάβαση, μια έκδοση του Γραφείου Κέιπ Τάουν του Ιδρύματος Χάινριχ Μπελ.
Ο ισχυρισμός ότι η πυρηνική ενέργεια είναι «ανθρακικά ουδέτερη» (carbon neutral) δεν υποστηρίζεται από στοιχεία. Ενώ είναι αλήθεια ότι κατά τη διάρκεια της καθημερινής λειτουργίας οι πυρηνικοί σταθμοί εκπέμπουν πολύ περιορισμένες ποσότητες αερίων του θερμοκηπίου, είναι απαραίτητο να εξετάζεται ολόκληρη η διάρκεια ζωής ενός σταθμού για να αξιολογηθεί σωστά το αποτύπωμα άνθρακα. Μια «αξιολόγηση του κύκλου ζωής» ποσοτικοποιεί την ποσότητα διοξειδίου του άνθρακα που παράγεται από έναν ενεργειακό σταθμό κατά τη διάρκεια όλων των σταδίων του κύκλου ζωής – από την κατασκευή έως τον παροπλισμό και την απόθεση των αποβλήτων.
Μετα-αναλύσεις του κύκλου ζωής 103 πυρηνικών σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι εκπέμπουν κατά μέσο όρο 66g CO2e/kWh, δηλαδή 66 γραμμάρια εκπομπών ισοδύναμων αερίων του θερμοκηπίου για κάθε κιλοβατώρα ενέργειας που παράγουν[i]. Οι πυρηνικοί σταθμοί παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας παράγουν τις περισσότερες από αυτές τις εκπομπές κατά τη διάρκεια των προγενέστερων φάσεων (παραγωγή καυσίμου ουρανίου) και των μεταγενέστερων φάσεων (παροπλισμός και απόρριψη πυρηνικών αποβλήτων). Κατά την πρώτη φάση, το ουράνιο πρέπει να εξορύσσεται, να κονιορτοποιείται, να μετατρέπεται, να εμπλουτίζεται, να γίνεται καύσιμο για τους πυρηνικούς αντιδραστήρες και στη συνέχεια να μεταφέρεται – όλες αυτές οι διαδικασίες απαιτούν ορυκτά καύσιμα. Για παράδειγμα, ένας τόνος εξορυσσόμενου πετρώματος περιέχει κατά μέσο όρο μόνο 1-5 γραμμάρια ουρανίου, ενώ το εμπλουτισμένο ουράνιο της Νότιας Αφρικής για τον πυρηνικό σταθμό της προέρχεται από τη Ρωσία[ii]. Στη συνέχεια, το τεράστιο έργο του παροπλισμού των εξαιρετικά μολυσμένων πυρηνικών σταθμών είναι κάτι που απαιτεί δεκαετίες και γύρω από το οποίο υπάρχει ελάχιστη βεβαιότητα. Η αποθήκευση πυρηνικών αποβλήτων είναι ένα άλλο πρόβλημα. Κατά τη διάρκεια της ζωής τους οι πυρηνικοί αντιδραστήρες παράγουν χιλιάδες τόνους επικίνδυνων πυρηνικών αποβλήτων, τα οποία πρέπει να μεταφερθούν, συχνά σε μεγάλες αποστάσεις, σε χώρους αποθήκευσης αποβλήτων. Επιπλέον, τα απόβλητα υψηλής ραδιενέργειας, όπως το πλουτώνιο, πρέπει να περάσουν από δαπανηρές και ενεργοβόρες σε άνθρακα διαδικασίες υαλοποίησης προτού μπορέσουν να αποθηκευτούν.
Ωστόσο, επειδή η αβεβαιότητα που περιβάλλει τον παροπλισμό και τη μακροπρόθεσμη αποθήκευση πυρηνικών αποβλήτων καθιστά αδύνατη την ορθή ποσοτικοποίηση των εκπομπών του κύκλου ζωής των πυρηνικών σταθμών, είναι πολύ πιθανό οι εκπομπές ισοδύναμων αερίων του θερμοκηπίου από τους πυρηνικούς σταθμούς να είναι υποεκτιμημένες[iii]. Ακόμη πάντως και με βάση αυτές τις τρέχουσες (υπο)εκτιμήσεις, οι εκπομπές της πυρηνικής ενέργειας απέχουν πολύ από το μηδέν και είναι κατά μέσο όρο πολύ υψηλότερες από τις αντίστοιχες των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.
Επειδή η αβεβαιότητα που περιβάλλει τον παροπλισμό και τη μακροπρόθεσμη αποθήκευση πυρηνικών αποβλήτων καθιστά αδύνατη την ορθή ποσοτικοποίηση των εκπομπών του κύκλου ζωής των πυρηνικών σταθμών, είναι πολύ πιθανό οι εκπομπές ισοδύναμων αερίων του θερμοκηπίου από τους πυρηνικούς σταθμούς να είναι υποεκτιμημένες
[i] Ο B. Sovacool, στο ‘Valuing the greenhouse gas emissions from nuclear power: A critical survey’, Energy Policy, 2008 (36), σ. 2940, διαπιστώνει ότι η μέση τιμή είναι 66g CO2e/kWh. Ο M. Lenzen, στο ‘Life cycle energy and greenhouse gas emissions of nuclear energy: A review’, Energy Conversion and Management, 2008 (49), σ. 2178, διαπιστώνει ότι η τιμή είναι 65g CO2e/kWh.
[ii] Lenzen, (2008), σ. 2179.
[iii] J. Beerten, E. Laes, G. Meskens, & W. D’haeseleer, ‘Greenhouse gas emissions in the nuclear life cycle: A balanced appraisal’, Energy Policy, τόμ. 37, αρ. 12, Δεκέμβριος 2009, σ. 30.